Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

Ο επαναστατικός αγώνας είναι ερωτικό πάθος




Κάποιοι ενοχλούνται από τον «σκληρό» λόγο μας. Δεν είμαστε «ευγενικοί» και «φιλικοί» μας λένε.

Πράγματι δεν είμαστε «φιλικοί» και «ευγενικοί» σε επίπεδο αρχών και ιδεών και γινόμαστε και «βάναυση» απέναντι, όχι μόνο στις καθεστωτικές και επιδοτούμενες αγοροπωλησίες ιδεών, αλλά και απέναντι στους φορείς της μόλυνσης και της σύγχυσης.

Κάθε «ευγένεια» σε επίπεδο αρχών και ιδεών είναι επιτηδευμένη και υποκριτική ευγένεια, ψεύτικη ευγένεια.

Κάθε φιλική διάθεση απέναντι στο καθεστώς και στις επιδοτούμενες «ιδέες» του είναι μια δολερή «φιλία», μια γέφυρα συμφιλιωτικού πνεύματος με το καθεστώς: το πρόσχημα του συμφιλιωτισμού…

Πάνω σε αυτό το ζήτημα έχουμε γράψει ένα κείμενο στα πρώτα τεύχη του ΡΕΣΑΛΤΟ, πριν από τέσσερα χρόνια: Τεύχος-4, Μάρτιος 2006

Σήμερα θα το γράφαμε πιο «βάναυσο», γιατί είναι και πιο ακραία και αυθάδης η παρακμή.

Χωρίς εμπιστοσύνη και χωρίς έρωτα
Γράφει ο Θύμιος Παπανικολάου

«Δεν είδα μέσα στον κόσμο, παρά γεύματα δίχως χώνεψη, δείπνα χωρίς χαρά, συζητήσεις χωρίς εμπιστοσύνη και κρεβάτια δίχως έρωτα».

Αυτό το αξίωμα διατύπωσε, παραμονές τις Γαλλικής Επανάστασης, ο Γάλλος στοχαστής Σαμφόρ, εικονογραφώντας έτσι τη σήψη και την παρακμή της αριστοκρατίας. Το ίδιο αυτό αξίωμα (αν και αποστρέφομαι τα αξιώματα) θα μπορούσε να διατυπωθεί και σήμερα για την κοινωνική σήψη και την παρακμή του πολιτικού εποικοδομήματος, κατά συνέπεια και για την παρακμή της πολιτικής συζήτησης.

Στο όνομα σήμερα του «εκσυγχρονισμού», του πλουραλισμού και της «προόδου» αναπαλαιώνονται οι παλιές παρακμασμένες αστικές ιδεούλες.


Ο αστικός ατομισμός εξισώνεται με την έννοια της δημοκρατίας (ισότητα ατομικών γνωμών), το άτομο ανυψώνεται πάνω από την κοινωνία, την ιστορία και την πολιτική, το «εγώ» αποκτά υπερταξική αξία, μετατρέπεται σε μεταφυσικό απόλυτο και αναγνωρίζεται ως τη μοναδική πραγματικότητα.

Έτσι παρουσιάζεται η προσωπικότητα, αυτή η αφαίρεση, ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας, υπεράνω της κοινωνίας και των τάξεων. Εδώ πραγματικά αναπαλαιώνεται το ετοιμόρροπο οικοδόμημα του αστικού μεταρρυθμισμού, που ως κέντρο της φιλοσοφίας του είχε το άτομο, τη λατρεία του «εγώ».

Βεβαίως οι ετικέτες έχουν αλλάξει. Ο ατομισμός σήμερα λανσάρεται ως «ανθρώπινο δικαίωμα». Το σύγχρονο ιδεολόγημα είναι: «Το ανθρώπινο δικαίωμα είναι αδιαπραγμάτευτο», δηλαδή το ατομικό δικαίωμα.

Έτσι εξατμίζεται η κοινωνική, ιστορική και πολιτική ουσία του ανθρώπου (η ψυχή του) και ο συλλογικός άνθρωπος μετατρέπεται σε άθροισμα «μορίων», σε ατομικότητες υπερταξικές, σε αυθύρπακτες ουσίες, σε αλγεβρικά σύμβολα. Αυτή είναι η σύγχρονη κυρίαρχη ιδεολογία της ισοπεδωτικής ομοιομορφίας.

Βεβαίως, η μαρξιστική φιλοσοφία
έχει καταφέρει αλύπητα κτυπήματα εναντίον της αστικής φιλοσοφίας και έχει αποδείξει ότι, αν αφαιρέσουμε από την προσωπικότητα, ακόμα και την πιο προικισμένη, τη συνεισφορά του χώρου και του χρόνου, του έθνους, της εποχής, της τάξης, της ομάδας, της οικογένειας, δεν μένει παρά ένα άδειο αυτόματο, μια ύλη για τις φυσικές επιστήμες, όχι όμως για τις κοινωνικές και τις πολιτικές.

Ο μαρξισμός, όμως για τους σύγχρονους πολιτικούς ηθικολόγους και τους «εκσυγχρονισμένους αριστερούς» είναι «παρωχημένο δόγμα». Σήμερα μετά τις μεγάλες, ιστορικές ήττες του κομμουνιστικού κινήματος έχει κυριαρχήσει η παρακμιακή φιλοσοφία του αναπαλαιωμένου ατομικισμού. Οργανικοί διανοούμενοι αυτής της φιλοσοφίας είναι αυτοί της ενσωματωμένης και καλοαναθρεμμένης «αριστεράς».

Με μια τέτοια, λοιπόν, φιλοσοφική αφετηρία είναι πολύ φυσικό να αντιμετωπίζονται και οι πολιτικές αντιθέσεις και διαμάχες ως συγκρούσεις προσωπικές, και οι κοινωνικοί ή πολιτικοί χαρακτηρισμοί ως αφορισμοί, ως προσβλητικά στίγματα του «εγώ». Έτσι πάντα το πολιτικό πρόβλημα επικαλύπτεται και μετατοπίζεται στη σφαίρα της ηθικολογίας και της ψυχανάλυσης. Ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως μια αφηρημένη ηθικολογική έννοια και όχι ως μια συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική σχέση, όχι ως κοινωνικό και πολιτικό ον.

Με αυτό το ιδεαλιστικό σόφισμα αποκρύπτεται το πιο ουσιαστικό: Ότι τα άτομα είναι φορείς ιδεών και ότι η σύγκρουση των ιδεών εκφράζεται μέσα από τη σύγκρουση προσώπων. Και όσο πιο έντονη, οξυμένη και μαχητική είναι αυτή η σύγκρουση, τόσο και περισσότερο δημιουργείται η αυταπάτη ότι αυτή είναι «προσωπική».

Το ιδεολογικό και πολιτικό πάθος, η μαχητικότητα και η έξαψη της πολεμικής (στοιχεία που γεννιούνται από τις ίδιες τις αντιφάσεις της ζωής, από τη δυναμική, τη λογική και τις ανάγκες των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων και εξάψεων) μορφοποιούνται σε πολεμικές, ιδεολογικές και πολιτικές έννοιες, σε ζωντανούς και μαχητικούς πολιτικούς χαρακτηρισμούς.

Ο επαναστατικός αγώνας είναι ερωτικό πάθος: Το σημείο όπου τέμνεται η τρέλα με τη σοφία ή όπως το έχω διατυπώσει αλλού, το σημείο όπου τέμνεται η νηφαλιότητα της θεωρίας με την οργή της δράσης.


Μόνο στα μυαλά των απλοϊκών, των ανέραστων και αφυδατωμένων ή εκείνων που αντικρίζουν τη φλόγα της κοινωνικής και πολιτικής πάλης από το μελετητήριό τους, το λεκτικό σύμπτωμα μιας οξυμένης διαμάχης, εμφανίζεται ως «υστερία», ως «φανατισμός», ως σύμπτωμα διαφωνίας «προσωπικού» χαρακτήρα.

Πάντα τους πολεμιστές, οι ειρηνικοί έμποροι των ιδεών και οι «θεωρητικοί» των γραφείων, τους αντιμετώπιζαν σαν «έξαλλους» και «γραφικούς». Δεν είναι λίγοι αυτοί σήμερα που αντικρίζουν την αγωνιστικότητα και τα «πάθος» με τα μάτια ενός στενοκέφαλου και νωθρού εμπόρου.

Ας είμαστε λοιπόν πιο ερωτικοί και παθιασμένοι με τις ιδέες μας και τις συζητήσεις μας…