Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Το δημοτικό μας τραγούδι στα σχολικά βιβλία

Νατσιός Δημήτρης
δάσκαλος- Kιλκίς




«Ο κόσμος μ’ απελπίζουνε /
μη μ’ απελπίζεις Θε μου/
και μη μ’ αφήνεις να χαθώ /
μεγαλοδύναμέ μου»

σκυριανό δημοτικό τραγούδι


«Συνήντησα εν Μικρά Ασία κώμην, αριθμούσαν μόλις είκοσι οικογενείας και στερουμένη διδασκάλου και ιερέως. Και όμως δεν έλιπον εξ αυτής τα δημοτικά τραγούδια, αναπληρούντα παρά τω λαώ την έλλειψιν του σχολείου και της εκκλησίας». («Το εθνικό μας τραγούδι», Β. Περσείδη). Το επίπονο και εξαιρετικό αυτό βιβλίο - δίτομο - γράφτηκε από το 1962 έως το 1974.
Ο αείμνηστος Σίμων Καρράς το χαρακτήρισε, προλογίζοντάς το, «έργον εθνικόν». Στον πρόλογό του εντόπισα το προαναφερόμενο «πετράδι», που ούτε λίγο ούτε πολύ, θεωρεί το δημοτικό τραγούδι εφάμιλλο της εκκλησίας και του σχολείου, στο θέμα της συντήρησης της εθνικής συνείδησης.

Σκοπός μου δεν είναι να γράψω για το μεγαλείο,
την ομορφιά την πολυτίμητη, που περικλείει η δημοτική μας ποίηση. Όλα τα πνευματικά αναστήματα της πατρίδας μας από το δημοτικό τραγούδι, το πνευματικό ριζοθέμελο του Γένους, ξεδίψασαν.

Το δημοτικό τραγούδι είναι το πιο γνήσιο γέννημα του λαού μας, λουλούδι θρεμμένο με το αίμα και ποτισμένο με τα δάκρυά του. Άνθιζε το εθνικό μας τραγούδι, όταν ο λαός μας ζούσε τις Μεγάλες Παρασκευές του, άνθιζε πάνω σε τάφους.

«Ξυπνάτε από τα μνήματα, αδικοσκοτωμένοι/ να ιδήτε την Πατρίδα σας την ελευθερωμένη./ Ξυπνάτε κι αναστήσαμε, δεν είστε πια ραγιάδες/ Ξυπνάτε κι ήρθε Πασχαλιά, χαθήκαν οι αγάδες».

Το 1912 μπαίνει ο Ελληνικός Στρατός ελευθερωτής στα Σέρβια. Βρήκε σφαγμένους από τους Τούρκους 115 προκρίτους της πόλης. Όταν πήγαν για το μνημόσυνό τους, ο ιερέας άρχισε το τρισάγιο. «Στάσου παπά!» ακούγεται μια βροντερή φωνή. Κάποιος παριστάμενος γέροντας απήγγειλε το αυτοσχέδιο τραγούδι. Ο παπάς σίγησε. 3.500 στρατιώτες και πολίτες, γονάτισαν και αναλύθηκαν εις δάκρυα. Γι’ αυτό νικήσαμε και το ’21 και το 1912-13 και το ’40.

Κι όμως αυτήν την αείζωη, την ελληνοσώτειρα πηγή, που στάθηκε εκκλησιά και σχολείο μαζί, στα χρόνια κυρίως της αιχμαλωσίας μας στους αντίχριστους Αγαρηνούς, οι καντιποτένιοι της «δια βίου αμάθειας», φρόντισαν να την εξαλείψουν από τα σχολικά βιβλία.



Εκπαραθυρώθηκε το δημοτικό τραγούδι, η απαράμιλλη ποίηση της Πονεμένης Ρωμηοσύνης, η «εκτρέφουσα και συντηρούσα τον εθνικόν φρόνημα», «το τελεσφορώτατον όργανον της εθνικής αγωγής» κατά τον αείμνηστο λαογράφο Ν. Πολίτη («Δημοτικά τραγούδια», εκδ. «γράμματα», σελ. 7), και στην θέση τους μπήκαν κάτι ξενόφερτα αποκαΐδια. Και όχι μόνο περιφρονείται το εθνικό μας τραγούδι, αλλά γελοιοποιείται κιόλας.

Το δημοτικό τραγούδι είναι κιβωτός, η οποία συντηρεί και το «εθνικόν φρόνημα» και την Ορθόδοξη πίστη μας, πράγματα επικίνδυνα για την νεοεποχήτικη μαγαρισιά που επικάθησε στον σβέρκο μας και λυμαίνεται την Παιδεία. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η δραστηριότητα – μνημείο ηλιθιότητας – που υπάρχει στο Ανθολόγιο Δ΄ Δημοτικού, σελ. 22, μέσω της οποίας καλούνται οι μαθητές μας, να συνθέσουν ένα νανούρισμα για χταπόδια; Ενώ στο παλιό Ανθολόγιο (πριν από το 2006) διάβαζε ο μαθητής το εξαίσιο νανούρισμα και προσευχή συνάμα: «Έλα, Χριστέ και Παναγιά, και πάρ’ το στους μπαξέδες/ και γέμισε τους κόρφους του λουλούδια, μενεξέδες».

Πιο αναλυτικά,
για να γίνει κατανοητή η ιεροσυλία. Στο Δημοτικό έχουμε τρία Ανθολόγια, τα οποία συνοδεύουν το μάθημα της Γλώσσας. Ένα για τις Α΄ και Β΄ τάξεις, το δεύτερο για τις Γ΄ και Δ΄ και το τρίτο για τις δύο τελευταίες τάξεις του Δημοτικού.

Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2006 που - κακή τη ώρα – αλλάχτηκαν τα βιβλία, τα Ανθολόγια, υπηρετούσαν το σκοπό για τον οποίο γράφτηκαν: ήταν αρωματισμένα από τα μυρίπνοα άνθη της πνευματικής μας κληρονομιάς. Ευωδίαζαν τα βιβλία, ευωδίαζαν και οι μαθητές.

Το παλιό, για παράδειγμα, Ανθολόγιο της A΄ Δημοτικού ξεκινούσε με μια θαυμάσια παιδική προσευχή, που μας έρχεται από τα χρόνια Οθωμανοκρατίας:

«Πέφτω, κάνω το σταυρό μου/ κι άγγελο έχω στο πλευρό μου./ Δούλος του Θεού λογιούμαι/ και κανένα δεν φοβούμαι». Το νέο ξεκινά μ’ ένα χαζοχαρούμενο, ο Θεός να το πει, ποιηματάκι: «Τα δελφίνια στο χαρτί/ του νερού χαρταετοί./ Όλο πήδους και ναζάκια/ χρυσοφτέρουγα ναυτάκια/ παίζουν και ασφυκτιούν/ έξω στη ζωή να βγουν/ με φωνές και με τραγούδια/ με σημαίες και λουλούδια».

Και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε…. Στα παλιά Ανθολόγια μέτρησα 35 δημοτικά τραγούδια. Στα νέα μετά βίας 5-6. Στα παλιά δεν ανθολογούνταν κανένας ξένος συγγραφέας και πολύ σωστά. Στο Δημοτικό τα παιδιά πρέπει να γνωρίσουν, να γευτούν, να καμαρώσουν τον πνευματικό μας πλούτο. «Ανέβηκα στους ώμους των πατέρων μου, για να δω μακρύτερα το μέλλον» λέει κάποιος σοφός.

Στα νέα Ανθολόγια περιέχονται 32 κείμενα ξένων συγγραφέων. Δηλαδή, βγήκαν τα δημοτικά μας τραγούδια και αντικαταστάθηκαν με φράγκικα φληναφλήματα. Παραθέτω λίγα παραδείγματα από τα παλιά και νέα Ανθολόγια, για να καταλάβουμε, το γιατί στα σχολειά οι μαθητές μας «δεν γιομίζουν προκοπή κι αρετή, αλλά γίνονται άξιοι της απιστίας και της παραλυσίας». (Μακρυγιάννης).

Στο παλιό Ανθολόγιο διάβαζαν οι μαθητές το συγκινητικότατο εκείνο ποιηματάκι, που τράνεψε όλες τις γενιές των Ελλήνων: «Φεγγαράκι μου λαμπρό». Ήθελε, δεν ήθελε (λόγω ανιάτου προοδευτικότητας) ο δάσκαλος μιλούσε για το «Κρυφό Σχολειό».

Στη θέση του «στρώθηκε» ένα άθλιο κείμενο κάποιου Τ. Ροντάρι με τίτλο: «Ποιος διευθύνει το σπίτι. (σελ. 16). Η μαμά ή ο μπαμπάς». Στο τέλος καταλήγει: «Δεν διευθύνει κανείς….». Έξοχη οικογενειακή αγωγή, σαφές το μήνυμα: μην ακούτε τους γονείς σας είναι αντιδημοκρατικό.

Στο παλιό Ανθολόγιο Γ΄ και Δ΄ Δημοτικού διάβαζε ο μαθητής για την αθάνατη κλεφτουριά:
«Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος τα δυο βουνά μαλώνουν./ Γυρίζει ο γερο - Όλυμπος και λέει του Κισσάβου./ -Μη με μαλώνεις Κίσαβε, κονιαροπατημένε./ Εγώ ‘μαι ο γερο – Όλυμπος, στον κόσμο ξακουσμένος./ Έχω εξήντα δυο κορφές και τριάντα δυο βρυσούλες,/ κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε βρύση και κλέφτης». Και πιο κάτω, στη σελίδα 259: «Χορεύουν τα κλεφτόπουλα, γλεντάνε τα καημένα…».

Ο ηρωισμός, η αυτοθυσία, η φιλοπατρία έλαμπαν μπρος στα μάτια των μαθητών, ξεκρεμούσες από το Εικονοστάσι του Γένους, τους ξακουστούς καπεταναίους, μάθαιναν τα παιδιά, τα Ελληνάκια, το γιατί «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή/ παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».

Τα κλέφτικα όμως τραγούδια είναι πολύ βαριά, αχώνευτα για τους εθνομάχους και τα τσιράκια της Νέας Τάξης. Εξοβελίστηκαν και στη θέση τους μπήκε για παράδειγμα, ποίημα του Τ. Ροντάρι (και πάλι) με τίτλο «Ο μαύρος ήλιος». (σελ. 130). Διαβάζω και ανατριχιάζω: «Η κόρη μου ζωγράφισε/ ολόμαυρο έναν ήλιο/.. Μέσα στο μυαλό της κρύβει κάτι/ κι είναι λυπημένη/ και τα βλέπει όλα μαύρα η καημένη/ μα αν το πρόβλημά της είναι οφθαλμολογικό/ πήγαινε στον ειδικό/ να της βάλει γιατρικό». Προσοχή στην αξιολύπητη γλώσσα: «πήγαινε…να της βάλει». Σύνταξη ανάπηρη… «μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες» (Σεφέρης).

Στο παλιό εξαιρετικό Ανθολόγιο της Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού,
ο μαθητής «αντίκριζε» τον «Διγενή Ακρίτα» που «Τρίτη εγεννήθη και Τρίτη θε να πεθάνει» μαζί με τους φίλους του «κι όλους τους αντρειωμένους». Και παρακάτω στην σελίδα 71, σεργιανούσε την Αρετή, πάνω στ’ άλογο «του νεκρού αδελφού» του Κωνσταντή και διάβαζε τον ωραιότερο στίχο του δημοτικού μας τραγουδιού, όπως τον χαρακτηρίζει ο Παλαμάς: «τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος». Ή στην σελίδα 101, το άλλο, κλέος και ωράισμα της δημοτικής μας ποίησης.

«Της Άρτας το γιοφύρι».
Δεν τα σεβάστηκαν οι διαβίου χαλαστές. Έφυγε ο Διγενής Ακρίτας και μπήκαν έντυπες, άψυχες και άχρηστες τιποτολογίες. Στο νέο Ανθολόγιο, σελίδα 85, ο μαθητής μορφώνεται με το κείμενο ενός Άγγλου ονόματι Ρόαλντ Νταλ, με τίτλο: «Η καρδιά ενός ποντικού». Διαβάζουμε στο εισαγωγικό κείμενο: «Τις μάγισσες σήμερα δεν τις ξεχωρίζεις. Είναι συνηθισμένες γυναίκες, γι’ αυτό και μπορούν να κυκλοφορούν απαρατήρητες ανάμεσά μας. Σκοπός τους να απαλλαγούν από τα παιδιά.

Έτσι, λοιπόν, μεταμόρφωσαν σε ποντίκι το μικρό πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, που από λάθος παρακολούθησε ένα συνέδριό τους…». Και αφού περιγράφει ο συγγραφέας την ζωή του πρωταγωνιστή, που έγινε ποντίκι, με την γιαγιά του, που είναι άνθρωπος, στο τέλος τίθενται οι εξής α(κατα)νόητες ερωτήσεις- δραστηριότητες.

«1. Τι χαρακτηρίζει τη σχέση της γιαγιάς και του ποντικού εγγονού της;

2.
Ας υποθέσουμε ότι μια μάγισσα σάς μεταμορφώνει σε μικρό ζώο ή σε κάποιο άλλο πλάσμα. Μπορείτε να περιγράψετε την καινούρια ζωή σας και να μιλήσετε για τη συμπεριφορά σας και τις νέες σχέσεις που θα συνάψετε;

3. Προσπαθήστε να γράψετε ένα παραμύθι με μάγους και μάγισσες».

Τι να πει κανείς γι’ αυτές τις κρανιοκενούς εμπνεύσεως αθλιότητες;
Γιατί να μην μπει το Συναξάρι ενός αγίου, ενός ήρωα ο βίος, που προσφέρουν ιδανικά και αξίες που τόσο μας λείπουν σήμερα και σακατεύονται τα παιδιά με δαιμονολογίες; Τι δουλειά έχει ο ερεβώδης Άγγλος συγγραφέας και οι μαγείες του με τα ορθόδοξα παιδιά μας; Τα «οψώνια της αμαρτίας» εγκαταστάθηκαν στα σχολικά βιβλία και εμείς - δάσκαλοι και γονείς- καθόμαστε άπραγοι, δειλοί και άβουλοι. (Στο βιβλίο «Νεοελληνική Γλώσσα», Α΄ Γυμνασίου σελ. 114, παρεισέφρησε κείμενο με τίτλο: «Χάρι Πότερ για όλες τις ηλικίες». Εδώ επαινούνται οι παλαβομάρες της γνωστής λοξής Αγγλίδας Τ. Ρόουλιγκ διότι «ξανάφεραν τα παιδιά στο διάβασμα και τα απομάκρυναν από την οθόνη του βίντεο – γκέϊμ».

Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη, δηλαδή.
Τα αποκρυφιστικά σκουπίδια τύπου Χ. Πότερ «ξανάφεραν τα παιδιά στο διάβασμα». Θε μου τι βλέπουμε στις μέρες μας, ως θα έλεγε ο πατριδοφύλακας στρατηγός Μακρυγιάννης. Αντί «ψυχή και Χριστό», μαγείες και αστρολογίες. Στην «Νεοελληνική Γλώσσα» Γ΄ Γυμνασίου, «τετράδιο εργασιών», σελ. 73, υπάρχει κείμενο του Κ. Λεφάκη, του γνωστού τηλεαστρολόγου- μπουρδολόγου, όπου οι μαθητές διαβάζουν: «Ο Άρης θα εμπνεύσει πολύ κόσμο πάνω σε νέους σκοπούς. Οι σκοποί αυτοί ίσως να είναι ερωτικοί…. Αυτόν τον μήνα οι συμπτώσεις θα ενισχύσουν τις ερωτικές σχέσεις…»

Τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» του Δ. Σολωμού, στα βιβλία του Γυμνασίου και Λυκείου, δεν θα τον βρεις. Ο Λεφάκης όμως, καθότι «σημαντικότερος» διδάσκεται…)


Θα κλείσω την θλιβερή περιδιάβαση στο νέο Ανθολόγιο της Ε’ – ΣΤ΄ Δημοτικού μ’ ένα ακόμη κείμενο, που αντικατέστησε το «όμορφα τραγούδια του λαού μας» (Κόντογλου). Στη σελ. 133, κείμενο με τίτλο «οι κάλοι της Κλάρας», κάποιου Ντιμίτερ Ινκιόφ, που γεννήθηκε στη Βουλγαρία, ζει στη Γερμανία και έχει αμερικανική υπηκοότητα (Φραγκολεβαντίνος ολκής ο άνθρωπος.

Έχει το αίμα τριών εθνών και την ψυχή κανενός). Κείμενο καταθλιπτικό, κακόγουστο, επιβλαβές.
Πέθανε μια γερόντισσα στην πολυκατοικία και θέλουν να πάνε στη κηδεία μια γειτονική οικογένεια με τα δύο παιδιά της. Το κείμενο κινείται σε απαράδεκτο, σαχλό ύφος, ανάρμοστο για την σοβαρότητα του μυστηρίου του θανάτου. Διαβάζουμε σε γελοίο τόνο για φέρετρα, για ιερείς που μουρμουρίζουν, για ηλικιωμένες γυναίκες που καθαρίζουν τις κόκκινες μύτες τους. Ρωτάει η Κλάρα, ένα από τα δυο παιδιά, «αν οι διάβολοι θα ψήσουν στην Κόλαση τη γερόντισσα». Στο τέλος η Κλάρα κλαίει γοερά. Και όταν προσπαθούν να την παρηγορήσουν απαντά. «Δεν κλαίω γι’ αυτήν. Κλαίω, γιατί με στενεύουν ανυπόφορα τα απαίσια καινούργια παπούτσια μου. Τα πόδια μου γέμισαν κάλους. Και τούτη δω η κηδεία δεν έχει τελειωμό».

Τι θα συμβεί στην τάξη, αν διαβαστεί αυτό το κείμενο; Τα παιδιά θα χαχανίζουν αναίτια για τον θάνατο μιας γερόντισσας. Πουθενά ο σεβασμός, ανύπαρκτη η ευλάβεια, όλα ισοπεδωμένα, αδιάντροπα, εξευτελισμός ανθρώπων ακόμη και επί αυτής της φοβερής κλίνης του θανάτου.

Βιβλία – σάβανα του Γένους μας, που εθίζουν τους μαθητές μας, εξ απαλών ονύχων, στην αφιλοπατρία, στην αθεΐα, στην ασέβεια προς τους γονείς και τον ιερό θεσμό της οικογένειας.


Βιβλία που κατακρεουργούν την γλώσσα μας,
το έτερον μαζί με την αμώμητο πίστη μας, φυλακτήριο του Γένους μας - «όπου γλώσσα πατρίς» θα πει ο τροπαιούχος νομπελίστας ποιητής Οδ. Ελύτης - και αποκόπτουν τη νέα γενιά από την βρυσομάνα που λέγεται Παράδοση. «Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον θα έχει πολύ ξηρασία» λέει ο ποιητής.

Αντί να ξεδιψούν οι μαθητές μας με τα ζωηφόρα νάματα της Παράδοσής μας, τους μπουκώνουμε και τους μπαζώνουμε την συνείδηση με ξυλοκέρατα της Δύσης.


Από το 1984 οι Αγιορείτες Πατέρες έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου: «Από πολλά χρόνια τώρα γίνεται συστηματική προσπάθεια διαρκώς αυξανόμενη να πολεμηθεί η πίστη. Να βγει από τα ελληνικά σχολεία ο Χριστός. Να διαστρεβλωθεί η ιστορία μας. Να ευτελισθεί η σημασία των μεγάλων εορτών των Χριστουγέννων και του Πάσχα που τόσο ζει ο λαός μας. Να παύσει η Ορθόδοξος Εκκλησία να είναι η ψυχή του Γένους μας».

Είναι γνωστό πως κάθε προσπάθεια αλλοίωσης του εθνικού μας προσώπου εκδηλώνεται ως επιχείρηση χωρισμού της ζωής από την παράδοση και την πίστη μας. Καταρρέουμε, όταν η αλήθεια της Πίστεως και της Ζωής μας νοθεύεται. Αυτό βιώνουμε σήμερα στην παιδεία. Τα σχολεία αντί να είναι θεματοφύλακες των τιμαλφών αξιών της Ρωμηοσύνης κατάντησαν συντελεστές καταρράκωσής τους. Η λύση είναι μία, μας την δίδαξαν οι ηρωικοί πρόγονοί μας, οι αδούλωτοι Ρωμηοί: «Κρυφό Σχολειό».

Καλούμαστε εμείς οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι Έλληνες, τω καιρώ ετούτω, να απαντήσουμε στην ερώτηση του Κυρίου προς τους αγίους Αποστόλους: «Δύνασθαι πιείν το ποτήριον ο εγώ μέλλω πίνειν»; Από την απάντηση που δίνει ο καθένας μας, εξαρτάται το μέλλον του Γένους μας.

Tο κείμενο δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «ΕΡΩ», που εκδίδει η «ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ»