Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Κάθε «Λιβύη» τον «ηγεμόνα» της...


 Νίκος Μπογιόπουλος


«Αρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Αριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ' όνομά του κι η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν, ήταν μετριόφρων.
Αγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προπάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θα 'ταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κι οι τέτοιοι το 'χουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.
Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ενας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Ελληνας,
έμαθ' επάνω κάτω σαν τους Ελληνας να φέρεται
κι έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κι οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.
Γι' αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά
κι έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του».

***
Διαβάζοντας τους στίχους του Καβάφη πώς να μην πάει το μυαλό στο πέλαγος των «αβαθών σκέψεων» και στη χιονοστιβάδα των «δεινών βαρβαρισμών»... Ανακαλούνται στη μνήμη οι Μαραθώνιοι που έγιναν «Μαραθώνες». Τα μηδέν εις τον πηλίκον που έγιναν «μηδέν εις το πηλίκ-ι-ον». Οι ιαχές «όλοι στις κάλπες» που έγιναν «όλοι στις κάλτσες»...

Προσθέστε και εκείνα τα «από την εμπειρία μου έχω γίνει και πιο σοσιαλιστής απ' ό,τι ήμουν πριν».
Τα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» παραμονές της μείωσης μισθών.

Τα «λεφτά υπάρχουν» που έγιναν «όλοι μαζί τα φάγαμε».
Τα περί «περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας».
`Η τα άλλα για τον «Τιτανικό» και την «Εντατική».
Και εκείνα για το «γεμάτο πιστόλι στο τραπέζι».
*
Κι όμως,
αν υπήρχε ζυγαριά μέτρησης του τίποτα ακόμα και ο «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» του Καβάφη θα υπερτερούσε.

Εκείνος φαίνεται να είχε μια κάποια επίγνωση. Ετρεμε η ψυχή του. Μιλούσε λίγο. Πρόσεχε τις κλίσεις. Εκείνος, τουλάχιστον, δε φλυαρούσε. Και δεν προκαλούσε με την κουστωδία των ομοίων του.




ΡΕΣΑΛΤΟ: Για να συμπληρωθεί η παραπάνω εικόνα θα δώσουμε και ένα ακόμα ποίημα του Καβάφη για το καθεστώς της λαμογιάς ΣΥΝΟΛΚΙΚΑ όπου η πασοκοκρατία το ανύψωσε σε υπέρτατη «αξία» και «αρετή»

Ας φρόντιζαν

Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια,
όλα τα χρήματά μου τάφαγε•
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.

Αλλά είμαι νεός και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα•
τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις.)
Από στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κ' έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Αλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι•
κάπως γνωρίζω (κ' είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.

Οθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.

Σ' ό,τι δουλειά με βάλλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα οφέλιμος. Αυτή είν' η πρόθεσίς μου.
Αν πάλι μ' εμποδίσουνε με τα συστήματά τους --
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ' εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.

Θ' απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ' εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.

Θα με θελήσει πάντως ένας απ' τους τρεις.

Κ' είν' η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ' οι τρεις την Συρία το ίδιο.

Αλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλοθώ.
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ' αυτόν.


Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1930)