Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

Εξ αφορμής του ΧΟΦΜΑΝΣΤΑΛ Οι καλλιτέχνες, τα έργα και οι ημέρες τους

  Μάριος Στεφανίδης

Πόσο στοιχίζει και ποιος πληρώνει το καλλιτεχνικό βύσσινο σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς;
Θυμάμαι τώρα, μεσούντος του Σεπτεμβρίου, ότι άκουγα πάλι τον Τσόκλη -ντάλα νυσταλέος Ιούλιος- ν΄ αμπελοφιλοσοφεί με τη γνωστή αθάνατη αμπελοφιλόσοφο της μεσημεριανής ΕΡΤ και να επαναλαμβάνει τις γνωστές του κοινοτοπίες περί τέχνης, χρημάτων, συγκίνησης, κοινού κλπ.
Φοβάμαι πως εις μάτην πήγανε όλες οι συζητήσεις που κάναμε στο παρελθόν, όταν ακόμη άντεχα τους ναρκισσισμούς του ανδρός και της συζύγου αυτού. Τελικά δεν κατάλαβαν τίποτε. Έλεγε λοιπόν ότι κάνει μικρά έργα, τα διαθέτει σε συλλέκτες και κερδίζει χρήματα ενεργώντας ως ζωγράφος για να χρηματοδοτεί τα άλλα τα μεγάλα έργα που κάνει ως καλλιτέχνης.
Αυτό είναι ένα σύνηθες ψευδοδίλημμα που επιχωριάζει στα στέκια των αρτιζάνων μας δημιουργώντας εκ του πονηρού αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε "ψευδή ιδεολογία". Άρα αξίζει και μόνο για αυτό να σχολιαστεί.
Το έργο τέχνης είναι ένα και συμπαγές και γι αυτό δεν τεμαχίζεται σε "εμπορικό και ποιοτικό". Ή, έργο για τους πολλούς και έργο για τους λίγους. Όλα αυτά αν δεν είναι μικροαστική υποκρισία και ψευτοελιτισμός, είναι ασφαλώς μια μπούρδα που αποφασίζει να... φασίζει. Εκείνος που έχει το μυαλό του στην τσέπη του κοινού του ή του κρατικού κορβανά είτε είναι ζωγράφος, είτε μουσικός, είτε συγγραφέας, ό, τι κι αν παράγει, έχει μολυνθεί από την επιθυμία του κέρδους. Το "εμπορικό" μαγαρίζει το ποιοτικό κι αντίστροφα. Τις τελευταίες δεκαετίες αυτή η φάμπρικα της αισθητικής αγοράς κυριαρχεί. Ο Τσόκλης ό,τι κι αν κάνει, στοχεύει στον εντυπωσιασμό, ήγουν στην εύκολη συγκίνηση των πολλών οι οποίοι τυγχάνουν και εκπρόσωποι της ακμαίας τάξης των νεόπλουτων στη χώρα μας, παρά την κρίση. Και τα λέω αυτά γιατί ο άνδρας (και ιδιοκτήτης (δημοτικού) μουσείου του εαυτού του) δεν στερείται ταλέντου. Αυτό που στερείται, ονομάζεται βαθύτερη παιδεία ή αίσθηση του γελοίου και δεν αφορά, φευ, μόνο τον ίδιο, στον καλλιτεχνικό μας χώρο.

Και τώρα έρχομαι σ΄ ένα, δεύτερο, πιο ενδιαφέρον θέμα:
Ποιος οφείλει να σιτίζει τους καλλιτέχνες, αυτό το ενοχλητικό κατά Πλάτωνα είδος, (ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ζωγράφους και μουσικούς);
Η αγορά ή ή πολιτεία; οι επιχορηγήσεις του κράτους ή ο ενθουσιασμός των θαυμαστών; Τα θησαυροφυλάκια του πάπα, του βασιλέα και του κόμματος ή οι επιταγές των τραπεζιτών και των κεφαλαιούχων;
Το θέμα δεν είναι απλό. Ο Μικελάντζελο σχετίζεται και με τους Μεδίκους που τον σπούδασαν και τον πρωτοστήριξαν αλλά και τους Πάπες (πέντε ή έξι τον αριθμό) που τον εμπιστεύτηκαν και τον ανέδειξαν. Κυρίως όμως είναι ο Μικελάντζελο που χρησιμοποίησε την όποια παραγγελία ως αφορμή για να είναι ο εαυτός του. Πόσοι άλλοι μπορούν να ισχυριστούν κάτι τέτοιο; Κρατική χορηγία σημαίνει έμμεση προπαγάνδα έστω κι αν λέγεστε Σοστακόβιτς (που δεν λέγεστε). Απ' την άλλη, σαφώς το κράτος οφείλει να επιχορηγεί, έστω και υπό όρους, τα (κρατικά) Θέατρα, την (εθνική) Λυρική Σκηνή, τις (κρατικές) Ορχήστρες, τα (εθνικά) μουσεία . Οφείλει επίσης να υποστηρίζει την ελληνική τέχνη στο εξωτερικό και πέραν ου. Όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να ψωμίζουν το μεράκι ή το ψώνιο τους εξ ιδίων. Κανείς δεν τους χρωστάει τίποτε. Και μακάρι κανείς εξ αυτών να μη χρωστάει της Μιχαλούς. Υπερπροσφορά τέχνης, συνήθως σημαίνει κατάργηση του καλλιτεχνικού φαινομένου, απομάγευση του αισθητικού ερεθίσματος. Ή, απλώς δημοσιοϋπαλληλία της έκφρασης. Αν όλοι είμαστε καλλιτέχνες, οφείλουμε τότε όλοι να ζούμε καλλιτεχνικά. Ή τουλάχιστον να μην προκαλούμε αντικαλλιτεχνικά. Ο αισθητικός βίος δεν μπορεί να σχετίζεται με τη κατανάλωση, την απληστία, τον νεοπλουτισμό, την επιδειξιομανία. Η Vita Contemplativa συμπληρώνει την Vita Αctiva (ποτέ το αντίστροφο). Κάπως έτσι συγκροτείται η εθνική μας σχιζοφρένεια: άλλα λέμε, άλλα κάνουμε, άλλα πιστεύουμε. Λατρεύουμε τα τούρκικα σίριαλ αλλά μισούμε τους Τούρκους. Θέλουμε όλοι αλλαγές χωρίς όμως ουσιαστικά να αλλάζει τίποτε. Διχοτομούμε τον εαυτό μας, το έργο μας, τις αγάπες μας, μοιράζοντας τη ψυχή μας και στο Θεό και στο Μαμμωνά. Και το κυριότερο: Οι πάντες υποδύονται ρόλους και αυτή η πλαστοπροσωπία είναι ο μεγάλος καρκίνος του τόπου.
Ναι, όμως ποιος τρέφει τον καλλιτέχνη θα ρωτήσει τώρα με το δίκιο του ο Τσόκλης (ο κατά δήλωσίν του ... πατατοπαραγωγός προς επιβίωσιν);
Το κράτος ή η αγορά; Κανείς από τους δυο! Γιατί και οι δύο είναι επικίνδυνοι για το έργο τέχνης. Ο καλλιτέχνης ζει για το έργο του, όχι από το έργο του. Αυτό είναι το μαρτύριο, η αγωνία, και ο θρίαμβός του! Αν έλθει και η υλική επιβράβευση, αυτή ας μην οφείλεται στην έκπτωση ή εκπόρνευση της καλλιτεχνικής ιδέας. Στην εξαπλούστευσή της για τις "μάζες". Ο φασισμός που υπαινίχθηκα πιο πάνω. Στον τομέα αυτό οι ποιητές ή οι συγγραφείς είναι τυχερότεροι . Το εγκώμιο του δήμου σπάνια είναι χρυσοφόρο. Άρα δεν τους εκμαυλίζει εύκολα. Οι εικαστικοί καλλιτέχνες έχουν σαφή τον πειρασμό του έργου-φετίχ το οποίο μπορεί να μυθοποιηθεί και να κοστολογηθεί από την αγορά υπέρ άγαν. Είναι απλό: οι διάσημοι ζωγράφοι - κι όχι πια οι γλύπτες ή οι χαράκτες - είναι πολύ πιο πλούσιοι από τους διάσημους μυθιστοριογράφους ή τους ποιητές. Οι μόνοι πους τους πλησιάζουν είναι οι διάσημοι δημοσιογράφοι (οι οποίοι, πάντως, όσο λιγότερη σχέση έχουν με τη γραφή, τόσο καλύτερα). Ο λόγος είναι προφανής. Ο Hoffmanstahl έλεγε πως πρέπει να κρύβουμε καλά το βάθος στην επιφάνεια. Μόνο που οι ανωτέρω παρανόησαν και τον λόγο του Hoffmanstahl κι όσα η νεότητα τους υποσχόταν.
ΥΓ. Ποια είναι η σχέση των αλπινιστών με τους ζητάδες; Οι αλπινιστές ανεβαίνουν στις Άλπεις, οι ζητάδες κάθονται στα Everest.