Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

In Cauda Venenum

Γράφει: Ο Γιάννης Παπαμιχαήλ

 Μέσα στην εβδομάδα μεταξύ 5 – 12 Ιουλίου 2015 ακούσαμε πολλές δηλώσεις σεβασμού προς το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου – δηλώσεις συχνά μάλιστα φιλικές προς το λαϊκό, δημοκρατικό φρόνημα που εκδηλώθηκε με το 62% του ΟΧΙ. Μια εβδομάδα μετά, όλα αυτά τα ωραία λόγια φαίνονται σε πολλούς ύπουλα, υποκριτικά και δηλητηριώδη: In Cauda Venenum, όπως έλεγαν οι Λατίνοι (στην ουρά είναι το δηλητήριο).
Στο ενδιάμεσο διάστημα,

μαζί με τις εμβριθείς οικονομικές αναλύσεις των συνεπειών ενός GREXIT, έπεσε και μπόλικη «ερμηνευτική ψυχολογία»: τι ήθελε πράγματι να πει ο ποιητής – λαός με αυτό του το βροντερό ΟΧΙ;

Ας μπούμε λοιπόν για λίγο,
έστω και με μισή καρδιά, σε αυτήν την ερμηνευτική άσκηση, ξεκινώντας από το προσωρινό συμπέρασμα της «περίεργης κατάστασης» που έχει διαμορφωθεί μετά από την μετατροπή του ΟΧΙ σε είτε αναγκαστικό, είτε πρόθυμο ΝΑΙ.

Κατά την άποψή μας, το δίπολο μνημονίου – αντιμνημονίου δεν ξεπεράστηκε μόνο από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που μετά από 5 μήνες διαπραγματεύσεων, με μπόλικο, αμφιλεγόμενο, βαρουφάκειο στυλ, μετέφρασε το λαϊκό ΟΧΙ ως ΝΑΙ σε όλα, εκλογικεύοντας έτσι την πλήρη πολιτική υποταγή της στους βορειοευρωπαίους αποικιοκράτες και στους οικονομικούς δυνάστες του Δ’ Γερμανικού Ράιχ. Ξεπεράστηκε, προσωρινά τουλάχιστον, από την ίδια την κοινωνικά, ιδεολογικά, παραγωγικά και πολιτικά διχασμένη, παρασιτοποιημένη και ανήμπορη νεοελληνική κοινωνία, η οποία σε μεγάλο της ποσοστό – και ενδεχομένως «δικαίως», φοβήθηκε να υποστεί τις άμεσες συνέπειες του ΟΧΙ: τη φτώχεια, τις κλειστές τράπεζες, την προσωρινή ή μη προσωρινή «τριτοκοσμοποίηση» ή την γρήγορη επιστροφή στα δεδομένα της παλαιάς «ψωροκώσταινας» που οι περισσότεροι εξευρωπαϊσμένοι νεοέλληνες, ακόμα και αν κάποτε την νοσταλγούν, συνήθως επιθυμούν να την ξεχάσουν. Από την πλευρά του, το πολιτικά και οικονομικά επικυρίαρχο γερμανικό μπλοκ των «εταίρων», γνωρίζοντας τους παραπάνω φόβους και τις λογικές της σύγχρονης νεοελληνικής κοινωνίας, κατάφερε με απίστευτο κυνισμό όχι απλώς να ταπεινώσει τους ηττημένους και τους «κατώτερους» που τόλμησαν να «βγάλουν γλώσσα» - και πρώτα απ΄ όλα την ίδια την αριστερή ελληνική κυβέρνηση – αλλά και να ισοπεδώσει ή να γελοιοποιήσει επιδεικτικά την ίδια την πρόθεση ή την προσπάθεια του ελληνικού λαού να αυθαδιάσει στους ηγεμόνες της Ευρώπης, αρθρώνοντας «έτσι, για τα μάτια του κόσμου» που μας βλέπει από τις τηλεοράσεις, ένα απελπισμένο, μαζικό ΟΧΙ.

Η κυβέρνηση, αυτοπαγιδευμένη όπως ήταν, στο ΟΧΙ που επιπόλαια αναζήτησε και στον εξίσου φαινομενικό προσωρινό θρίαμβό της, είχε τελικά μια μόνον κοινωνικά αποδεκτή προοπτική: αφενός να παρακαλέσει του Γερμανούς και τους υπόλοιπους «εταίρους» να μας λυπηθούν και να μην φανούν υπερβολικοί στην «δίκαιη τιμωρία μας» (που ορισμένοι εγχώριοι δωσίλογοι ισχυρίζονται ότι είναι «για το καλό μας») – και αφετέρου, να πείσει τον ελληνικό λαό να αποδεχτεί ως αναγκαστική επιλογή τις δοκιμασίες και τα βάσανα που απορρέουν από την τιμωρητική βούληση του εξοργισμένου Γερμανού ηγεμόνα της ΕΕ και των πολιτικών του κολαούζων. Να πείσει με άλλα λόγια τον κόσμο που ψήφισε ΟΧΙ στο δημοψήφισμα (με την έννοια του «αϊ σιχτίρ»), να σκύψει, έστω δυσανασχετώντας το κεφάλι, για να φορέσει ήσυχα και χωρίς πολλές διαμαρτυρίες, τον πολιτικό και οικονομικό ζυγό του νέου ασήκωτου μνημονίου που επί της ουσίας διαλύει την κοινωνία – τον ζυγό δηλαδή που μόλις είχε απορρίψει με πρωτοβουλία της ίδια της κυβέρνησης!

Η «αριστερή πλατφόρμα» συνεχίζει να παίζει τον επαναστάτη εκ του συμβιβασμένου, κοινωνικού και κυβερνητικού ασφαλούς. Στο θέατρο του παραλόγου που ακολούθησε, ο Λαφαζάνης δεν ψηφίζει μεν τα φρικαλέα αντιλαϊκά μέτρα, αλλά εντούτοις δηλώνει ότι στηρίζει την κυβέρνηση! Ο ΣΥΡΙΖΑ διαλύεται μεν με λίγες παραιτήσεις και αρκετές αγριάδες κοινωνικώς ευαίσθητων ή «δραχμολάγνων» βουλευτών που δεν ακούνε τίποτα περί της «εθνικής ανάγκης» να συμβιβαστούμε για να μην χρεοκοπήσουμε», αλλά εντούτοις δεν διασπάται! Οι περιφερόμενοι από κόμμα σε κόμμα αντιμνημονιακοί βουλευτές, που αγαπάνε όμως τρυφερά τις έδρες τους, ψάχνουν να βρουν λεκτικές τρύπες για να κρύψουν τις αναγκαστικές επιλογές τους. Ο Δραγασάκης ευχαριστεί τον Ομπάμα που στήριξε τους Έλληνες στις διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς. Οι ΑΝΕΛ, ως λογικοί συγκυβερνήτες της κυβερνώσας αριστεράς, ξέχασαν τις αντιμνημονιακές αρχές τους και στηρίζουν την μνημονιακότατη, πρώην αντιμνημονιακή κυβέρνηση, ενώ ο Βενιζέλος δημιουργεί σε όλους αυτούς συμπλέγματα μνημονιακών ενοχών, απαιτώντας από την κυβέρνηση όχι μόνο να ψηφίσει, αλλά και να υλοποιήσει άμεσα τα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα. Το ΚΚΕ κάνει αντιπολίτευση στιγματίζοντας τα προνόμια των εφοπλιστών, οι οποίοι βέβαια μετά την Γερμανική επίθεση στην ελληνική ναυτιλία και την υποχώρηση της κυβέρνησης, ετοιμάζονται ούτως ή άλλως να αποχωρήσουν από την χώρα.

Από την πλευρά του, ο αριστερο-φιλελεύθερος κοσμοπολίτης και τυχοδιώκτης οικονομολόγος που είχε αναλάβει το έργο της διαπραγμάτευσης επιχειρεί ήδη να κάνει μια κριτική «από τα αριστερά» στην κυβερνητική ομάδα που υποχώρησε στις πιέσεις των Γερμανών. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι αυτός είχε επιτελικά προετοιμάσει ένα πιθανό grexit ως σενάριο άμεσα υλοποιήσιμο κατά την άποψή του, όχι όμως με κάποια λεπτομερειακώς σχεδιασμένα οικονομικά και πολιτικά μέτρα, αλλά με κάποια μαγικά μάλλον κόλπα, που οι κοινοί θνητοί δεν πήραν, ούτε μπορούσαν να πάρουν χαμπάρι. Με άλλα λόγια, ο αμφιλεγόμενος αυτός άνθρωπος όχι μόνο αποποιείται κάθε ευθύνη για την κατάληξη της διαπραγμάτευσης επειδή ο ίδιος, στη βάση των προτροπών της παρέας του Σόιμπλε προς τον Τσίπρα, πήδηξε με χαρά έξω από το όχημα λίγο πριν την τελική σύγκρουση όπου η γερμανική μπουλντόζα ισοπέδωσε το ελληνικό ποδηλατάκι, αλλά και επιθυμεί να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά, για λογαριασμό του ιδίου και εκείνων που τον υποστήριξαν, την νεο- αντιμνημονιακή οργή και απελπισία εκείνων που ψήφισαν ΟΧΙ.

Το πολιτικά ανυπόληπτο μέχρι σήμερα μέτωπο των προθύμων «ευρωπαϊστών»,
που όχι μόνο δεν λογοδότησαν για τα δύο προηγούμενα μνημόνια ή για την οργανική διαπλοκή τους με εγχώρια και ξένα συμφέροντα που οργάνωσαν την χρεωκοπία της χώρας, αλλά και διατήρησαν τον σχεδόν απόλυτο έλεγχο των ΜΜΕ, ξεκίνησε μια ολομέτωπη επίθεση όχι μόνο στην κυβέρνηση, αλλά και στον λαό που ψήφισε ΟΧΙ. Όλοι αυτοί άσκησαν μια δριμύτατη κριτική σε μια αριστεροειδή συγκυβέρνηση η οποία, απρόθυμη και ανίκανη να οργανώσει τις υλικές και πολιτικές προϋποθέσεις ενός αξιόπιστου ΟΧΙ, παρίστανε για πέντε μήνες τον «διαπραγματευτή» με τις μεταμοντέρνες «δημιουργικές ασάφειες» του Γιάννη του «Ουάου».

Και βεβαίως πρακτικά, η κριτική αυτή στηρίζεται επί της ουσίας σε μισές αλήθειες. Η δουλική επιχειρηματολογία της απευθύνεται άλλωστε σε μια μισο-συνειδητά αποικιοκρατούμενη, εν μέρει εθελόδουλη, αλλά και «ρεαλιστικώς σκεπτόμενη» κοινή γνώμη. Σαν να λένε διαμέσου της κυβέρνησης Τσίπρα στο 62% εκείνων που ψήφισαν ΟΧΙ: «με τη στάση σας εξοργίσατε τον Γερμανό επικυρίαρχο, που δεν είναι και τόσο κακός, αλλά που αν θυμώσει, γίνεται σκληρός και τιμωρητικός. Οδηγηθήκατε να πείτε όχι στη βάση ουτοπιών που απορρέουν από τις αριστερές ιδεοληψίες σχετικά με τις δυνατότητες να αντισταθούμε στη βούληση του πολιτικού κυρίου μας και οικονομικού ευεργέτη και δανειστή μας. Να τα αποτελέσματα! Αν κάποια στιγμή μας αποβάλλουν από την Ευρώπη, θα πρέπει η κυβέρνηση να τιμωρηθεί όπως της αξίζει, για εσχάτη προδοσία (Λοβέρδος). Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να απολογηθεί στον λαό που εξαπάτησε και που τώρα καλείται να πληρώσει τα σπασμένα!».

Εντούτοις, ελάχιστο καιρό μετά, όσο κι αν ακούγεται εξοργιστικό ή περίεργο, η πλειοψηφία του κόσμου που ακούει τους «ρεαλιστικώς σκεπτόμενους» πολιτικούς του είδους αυτού και τα φερέφωνα του φιλογερμανικού πολιτικού λόμπι να ζητάνε και τα ρέστα μετά από πέντε χρόνια μνημονιακής εξαθλίωσης, δεν παίρνει τους ιδεολόγους του σύγχρονου γερμανο-τσολιαδισμού με τις πέτρες, με τις ντομάτες ή με τα γιαούρτια- όπως ίσως θα είχε συμβεί σε μια άλλη, παλαιότερη ιστορική εποχή.

Απέναντι
σε παρόμοιους επαγγελματίες διαχειριστές του ρεαλιστικά εθελόδουλου νεοελληνικού πολιτικού φρονήματος, δεν χωράνε πολλές μεγαλοστομίες παλλαϊκής- εθνικής αντίστασης στη νέα αποικιοκρατία και στις δυνάμεις που την υποστηρίζουν. Σε τέτοιες μεγαλοστομίες καταφεύγει εντούτοις όλο και πιο συχνά μια κάποια εθνομηδενιστική ως τώρα «αριστερά», που πολύ προσφάτως ανακάλυψε τον πολιτικό δυναμισμό των εννοιών του έθνους, της πατρίδας ή της λαϊκής, εθνικής κυριαρχίας, χωρίς όμως καμία απολύτως ρητώς διατυπωμένη αυτοκριτική για τις μέχρι σήμερα απόψεις και τις πρακτικές της. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό της ασάφειας των προθέσεων της κυβερνώσας αριστεράς ότι το γενναίο, ειλικρινές, ριζοσπαστικά σαφές και πατριωτικά αριστερό άτυπο διάγγελμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου κατά τις ψηφοφορίες του τρίτου μνημονίου στη Βουλή- και η ρητή άρνησή της να το υποστηρίξει, εξόργισε όχι μόνο τους συνήθεις μνημονιακούς «ευρωπαϊστές» της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού, αλλά και τους αριστερούς αυλικούς της ηγετικής παρέας του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και τους διάφορους φωνακλάδες, χαζοκοσμοπολίτες παρατρεχάμενους χαλβάδες της «αριστεράς και της προόδου». Εκείνους ιδίως τους μυστικοσύμβουλους της παρέας που βγήκαν προσφάτως από το περιθώριο των Εξαρχείων και του Κολωνακίου και απέκτησαν (ή έτσι νομίζουν) ένα μιντιακά προβεβλημένο ρόλο «νηφάλιου πολιτικού στοχαστή με ακαδημαϊκές και καλλιτεχνικές περγαμηνές», αλλά και «διακεκριμένου, αριστερού πολιτικού ανδρός»…

Όπως το γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης («Η ανατομία του ΟΧΙ- η υποταγή και η αντίσταση»), το ΟΧΙ είχε ένα βάθος «που φώτισε τον ελληνικό ορίζοντα με το φάντασμα του ενωμένου λαού». Εντούτοις, η σιωπή του κόσμου μπροστά στη μεταβολή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ από τον ΣΥΡΙΖΑ «εξηγείται διότι ο λαός δεν βλέπει να υπάρχουν οι απαραίτητες δυνάμεις για να εμπνεύσουν, να πείσουν και να κινητοποιήσουν σε ένα ενιαίο μέτωπο ικανό να εκπληρώσει ένα τόσο μεγάλο ιστορικό κατόρθωμα».

Θα λέγαμε ακόμα περισσότερο
ότι ο ελληνικός λαός δεν έχει πια ούτε καν «προδοτικές ηγεσίες», διότι δεν έχει καν ηγεσίες τις οποίες να εμπιστεύεται τόσο, ώστε να τις θεωρεί ικανές ακόμα και να τον προδώσουν. Φτάνει στο σημείο να ζητάει από το πολιτικό προσωπικό να του επιτρέψει να επιστρέψει σε κάποια ομαλότητα, χωρίς να περάσει πριν δια πυρός και σιδήρου. Με άλλα λόγια, το ΟΧΙ δεν ήταν ένα προοίμιο μιας κοινωνικής και πολιτικής ανατροπής – γιατί σήμερα, μετά από δεκαετίες συστηματικής αποδόμησης από την ίδια την «αριστερά», το λαϊκό κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο μιας τέτοιας ανατροπής, δεν έχει συγκροτηθεί, δεν υπάρχει. Ήταν η εκδήλωση ενός συλλογικού σκιρτήματος δυσανεξίας στα οικονομικά μέτρα των μνημονίων, μια αυθόρμητη και αντιφατική συμβολική εξέγερση μιας κοινωνίας σε κατάσταση πανικού και ταυτόχρονα αποσύνθεσης. Για να βρεθεί κάποτε σε θέση να αντισταθεί πιο αποτελεσματικά, η κοινωνία αυτή θα πρέπει όχι μόνον να διαθέτει πιο σίγουρες πολιτικές διεθνείς συμμαχίες από αυτές που έχει σήμερα, αλλά επίσης τη βούληση να δουλέψει, να αγωνιστεί, να υποφέρει τη φτώχια, ίσως και τις θυσίες που απαιτούν οι περιστάσεις. Από αυτήν την άποψη, η απίστευτη κωλοτούμπα της «αριστερής συγκυβέρνησης» ήταν ρεαλιστική και εν τέλει μάλλον δημοφιλής.

Το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν εξάλλου τόσο συγκεχυμένο που ο κόσμος, είτε απάντησε όχι, είτε ναι, το έκανε προβάλλοντας επί του ερωτήματος τις διάφορες δικές του κοινωνικές και πολιτικές αγωνίες, δηλαδή ερμηνεύοντας κατά βούληση το ίδιο το δημοψήφισμα ως ιστορική ευκαιρία έκφρασης επιμέρους, ίσως και αντιφατικών συμφερόντων, επιθυμιών, ευαισθησιών, ελπίδων και φόβων. Στη συνέχεια, αφού το όχι σε μια μόλις εβδομάδα έγινε κατανοητό ως ναι, ο ίδιος κόσμος άρχισε να αναρωτιέται: «τι ήταν όλο αυτό;» - «γιατί χάθηκαν πέντε μήνες σε ψευτοδιαπραγματεύσεις που τελικά βύθισαν ακόμα περισσότερο την κοινωνία σε απόγνωση και την οικονομία σε μια άτυπη πτώχευση;»

Με ποια επιχειρηματολογία υποστηρίχθηκε πράγματι από όλες τις κατηγορίες των προθύμων, η επιβεβαίωση «με κάθε θυσία» του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας; Κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, με το αναμφίβολα ρεαλιστικό επιχείρημα της επικείμενης άμεσης οικονομικής καταστροφής στην περίπτωση ενός GREXIT που θα συνόδευε αυτομάτως την επιλογή της αντίστασης στις απαιτήσεις των δανειστών.

Για την επιβίωση
των εγκλωβισμένων στον χρηματοπιστωτικό θάλαμο αερίων όπου λειτουργεί το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα με τις γνωστές του γερμανικές προδιαγραφές, η δημοκρατία και η λαϊκή βούληση είναι πολυτέλειες, πράγματα που θα πρέπει «προς το παρόν» να ξεχαστούν, διότι η κοινωνία και η πολιτική υποτάσσονται «ρεαλιστικά» στην οικονομία – δηλαδή, στους νεοφιλελεύθερους οικονομικούς και πολιτικούς κανόνες της σημερινής λειτουργίας του καπιταλισμού. Προέχει συνεπώς, όπως ισχυρίζονται με μεγάλες δόσεις κυνικού ρεαλισμού όλοι οι οπαδοί του έστω και ατιμωτικού συμβιβασμού, να επιβιώσουμε ως άτομα και να μην διαλυθούμε εντελώς ως κοινωνία. Από την άποψη της πολιτικής διαχείρισης του παρόντος, κάνουν άραγε λάθος όλοι αυτοί; Σίγουρα όχι! Απέναντι στην συμβολική ισχύ του ΟΧΙ ως ψυχοπολιτικού εκφραστή κάποιων εν δυνάμει λαϊκών κοινωνικών αντιστάσεων, όλοι οι ρεαλιστές της ιστορίας πάντα διαπίστωναν ορθώς – και σήμερα συνεχίζουν να διαπιστώνουν με τρόπο συνήθως «ρεαλιστικό», τον μη ρεαλιστικό χαρακτήρα των περισσότερων από τις αυθόρμητες και ανοργάνωτες εξεγέρσεις των δούλων κατά των κυρίων τους. Και η ιστορία συνήθως δεν διαψεύδει τις σκοτεινές τους προειδοποιήσεις προς τους ανοργάνωτους, εξεγερμένους υποτελείς: οι λαϊκές εξεγέρσεις των δούλων, των ραγιάδων, των δουλοπάροικων, των αποικιοκρατούμενων πληθυσμών, όσο ενθουσιώδεις και αν είναι στην αρχή, τις περισσότερες φορές καταλήγουν, μετά τη βίαιη καταστολή τους, σε καταστάσεις ακόμα πιο επώδυνης εξαθλίωσης, καθώς και στην μοιρολατρική ή εθελόδουλη αποδοχή της υποτέλειας από τους ίδιους τους δούλους.

Απέναντι στην κτηνωδία της πολιτικοοικονομικής αποικιοκρατικής ισχύος, ο ταλαίπωρος αποικιοκρατούμενος ματαίως επικαλείται το δίκαιο, την ηθική, την ιστορία ή την δημοκρατία: το «μας χρωστάνε από τις πολεμικές αποζημιώσεις και τα κατοχικά δάνεια περισσότερα από αυτά που λένε ότι τους χρωστάμε» ή η υπενθύμιση ότι το «1953 η κατεστραμμένη από τον πόλεμο Γερμανία επωφελήθηκε για την ανοικοδόμησή της τεραστίων κεφαλαίων και χαρισμένων χρεών για τα οποία δεν υπήρξαν ποτέ παρόμοια μνημόνια» - ή του ότι, όπως ισχυρίζεται ακόμα και το ΔΝΤ, «το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο χωρίς κούρεμα», ή ακόμα το ότι «από τα 250 δις ευρώ που μας δανείσατε, τα 220 κατέληξαν κατευθείαν στις γερμανικές τράπεζες και στους δανειστές, ενώ οι Έλληνες ούτε καν μπόρεσαν να οσφρανθούν τη μυρωδιά τους» (όπως δήλωσε ο D’ Alema), μόνοι μας σχεδόν τα λέμε και σχεδόν μόνοι μας επίσης τα ακούμε. Στο τέλος της ημέρας, μένουν οι ρεαλιστικές διαπιστώσεις του αποικιοκρατούμενου: «Λάθος ήταν το δημοψήφισμα, ακόμα κι αν αποτελεί μια δημοκρατική διαδικασία». Με δεδομένο τον φόβο για τις κλειστές τράπεζες και τη θέληση της πλειοψηφίας του κόσμου να μείνει («προς το παρόν»), σε αυτήν την Ευρώπη και σε αυτό το ευρώ, το δημοψήφισμα φάνηκε σαν ένα κουτοπόνηρο πολιτικό τέχνασμα του Τσίπρα και της παρέας του – ίσως ακόμα και ένα μοιραίο λάθος τόσο του παλιού, όσο και του πιο νέου πολιτικού συστήματος, που ούτε μπορεί, ούτε θέλει να οικοδομήσει τις ιστορικά αναγκαίες παραγωγικές και πολιτικές προϋποθέσεις που θα οργάνωναν και θα υποστήριζαν συλλογικά τη λαϊκή βούληση για ένα άλλου είδους ΟΧΙ, που θα είχε ως ρητές και συνειδητές συνέπειες τη ρήξη με τη γερμανική ΕΕ και την αντίσταση στο καθεστώς της νέας οικονομικής κατοχής.

Διότι τελικά, όλοι αναγνωρίζουν ότι το νέο μνημόνιο ούτε θα μπορέσει να υλοποιηθεί, ούτε θα βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο, ό,τι κι αν υποστεί η ελληνική κοινωνία. Σε πολύ λίγο χρόνο θα βρεθούμε στο ίδιο ακριβώς σημείο της άτυπης πτώχευσης από το οποίο ξεκινήσαμε και μπροστά στις ίδιες μισόκλειστες τράπεζες. Κι όσο οι συμμορίες των Σόιμπλε- Μέρκελ θα έχουν το πάνω χέρι στην Ε.Ε. και στην ίδια την Γερμανία, «έντιμοι συμβιβασμοί» με τις καταχρεωμένες κοινωνίες του ευρωπαϊκού Νότου δεν θα υπάρξουν.

Όπως ίσως θα υπενθύμιζε κάποιος ιστορικός που έχει πάντα κατά νου τον Θουκυδίδη, στις διεθνείς πολιτικές σχέσεις, η μοίρα των ανήμπορων, των αδυνάτων, των παρασιτοποιημένων παραγωγικά, των χωρίς συμμαχίες, ήταν πάντα η ίδια: υποτέλεια, εξανδραποδισμός και εξαθλίωση. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τη μοίρα όλων των αποικιοκρατούμενων λαών – εκείνων ιδίως των οποίων οι διάφορες «ελίτ», επιθυμώντας ως κάστα να επικρατήσουν σε βάρος των άμεσων και ιστορικών συμφερόντων της λαϊκής πλειοψηφίας, καθίστανται τα φερέφωνα του αποικιοκρατικού εκσυγχρονισμού και της πολιτικής, ιδεολογικής και πολιτισμικής καταδυνάστευσης των διαφόρων «ραγιάδων».

Απέναντι λοιπόν στο ενδεχόμενο μιας ρήξης
με καταστροφικές συνέπειες, που τυχοδιωκτικά, αλλά οπωσδήποτε δημοκρατικά, δημιούργησε η πρόταση του δημοψηφίσματος, οι υπαναχωρήσεις και οι ατιμωτικοί συμβιβασμοί της διαπραγματευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ με τον κυνικό και αδίστακτο Γερμανό νεοαποικιοκράτη – δανειστή, έπρεπε να χρυσώσουν το πικρό χάπι της άτακτης υποχώρησης της κυβέρνησης που παγιδεύτηκε από αυτό το λαϊκό ΟΧΙ το οποίο φαινομενικά επεδίωξε, σε διαπραγματεύσεις που δεν μπορούσαν πλέον να λάβουν χώρα παρά από θέσεις πολιτικής ισχύος άνισες και δυσμενείς για την Ελλάδα. Οι βαρύγδουπες δηλώσεις φάνηκαν από εκεί και ύστερα αντιφατικές και ανεπαρκείς. «Δεν θα υποχωρήσουμε στα πάντα και θα συμπεριλάβουμε στο νέο μνημόνιο ως μελλοντικό θέμα συζήτησης το κούρεμα του χρέους». Ή: «Δεν έχουμε εντολή να βγούμε από το ευρώ και την Ευρώπη – το ΟΧΙ δεν μας εξουσιοδότησε παρά για νέες διαπραγματεύσεις». Όμως, «αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει άλλη επιλογή έξω από την υποχώρηση και την αποδοχή των σκληρών όρων που μας επιβάλλουν οι επικυρίαρχοι για να μην μας εξοντώσουν οικονομικά». Άλλωστε, «μας έστειλαν τελεσίγραφο με προοπτική άμεσου GREXIT – και τα τελεσίγραφα δεν επιδέχονται διαπραγματεύσεις, διότι ακριβώς ως τελεσίγραφα αποκλείουν κάθε διαπραγμάτευση. Σε μια τέτοια κατάσταση απαντάς είτε με ένα συμβιβαστικό «ναι σε όλα», είτε με ένα όχι που επισφραγίζεται από υπερβατικές και ενδεχομένως αυτοθυσιαστικές πράξεις («Κούγκι», «Ζάλογγο» κλπ) – πράξεις όμως που η σημερινή κοινωνία, ίσως με το δίκιο της, δεν μοιάζει να επιθυμεί».

Όλα τα παραπάνω εν μέρει μπορεί και να αληθεύουν.
Όμως το «ναι σε όλα, αφέντη!» του τρομαγμένου δούλου που φοβάται την απομόνωση και τις στερήσεις που του επιβάλλονται, επειδή τόλμησε κάποια στιγμή να «αυθαδιάσει», εμπεριέχει στις σημερινές νεοελληνικές συγκυρίες, συνθήκες εργασίας και ζωής κυριολεκτικά ανυπόφορες. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται η «αξιοποίηση» του δημοσίου πλούτου της χώρας υπό την άμεση εποπτεία των δανειστών καθώς και το ενδεχόμενο μιας κατοχικής κυβέρνησης – Χούντας εγχώριων «τεχνοκρατών» στην υπηρεσία της συμμορίας του Σόιμπλε. Συμπεριλαμβάνεται επίσης η επικείμενη και συστηματικά οργανωμένη εξόντωση των μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, των αγροτών και των ελεύθερων επαγγελματιών, μέσω διαφόρων φοροεπιδρομών και μειώσεων μισθών ή συντάξεων που φτωχοποιούν. Η στοχοποίηση αυτών των κοινωνικών ομάδων ως «σχετικά προνομιούχων», ως «εν δυνάμει φοροφυγάδων», ίσως και … «υπευθύνων για την κρίση», ακούγεται μάλιστα και κάπως «δημοκρατική», αφού τείνει στην ισοπεδωτική κοινωνιο-οικονομική εξίσωση όλου του κόσμου της εργασίας προς τον πάτο του βαρελιού, όπου βρίσκονται κιόλας σε κατάσταση απορίας και απόγνωσης, όλο και περισσότερα, ήδη απολύτως εξαθλιωμένα στρώματα απόρων, ανέργων, αστέγων, ημιαπασχολούμενων κλπ. της κοινωνίας, για τα οποία μάλιστα, «ανθρωπιστικώς», θα ληφθεί όπως λέγεται μέριμνα ώστε να μην πεθάνουν στους δρόμους, όπως συνέβη στην αμέσως προηγούμενη γερμανική κατοχή. Ο ατιμωτικός συμβιβασμός εμπεριέχει επίσης την βουλγαροποίηση των κοινωνικών δαπανών (υγεία, παιδεία κλπ.) και του ασφαλιστικού συστήματος. Αυτή η βουλγαροποίηση θα ονομάζεται «εξορθολογισμός» και φαντάζει ως δίκαιος για την καταχρεωμένη Ελλάδα, αφού οι κάτοικοι των χωρών του πρώην ανατολικού συνασπισμού και συνήθως πρώην σύμμαχοι των Γερμανών Ναζί που αισθάνονται σήμερα και αυτοί «Ευρωπαίοι πολίτες», μοιάζουν να αποδέχονται παρόμοιους εξορθολογισμούς.

Όλες αυτές οι αποικιοκρατικές ρήτρες του νέου μνημονίου, που υπερψηφίστηκε με δημοκρατικές διαδικασίες από πολλούς εκπροσώπους του ελληνικού λαού (άλλοτε με χαρά και άλλοτε με λύπη), συνεπιφέρουν στο άμεσο μέλλον την απόλυτη οικονομική εξαθλίωση και διάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Όμως, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να αποδεχτεί τους απίστευτους εκβιασμούς έτσι ώστε να κερδίσει χρόνο(Wink. Χρόνο για ποιο πράγμα άραγε; Μήπως για να υποσκάψουμε την σημερινή ισχύ των Γερμανών;

Κάτι τέτοιο
φαίνεται να στριφογυρίζει στην επιχειρηματολογία του τύπου «θέλουμε να αλλάξουμε την ΕΕ» ή «το Βερολίνο και οι δορυφόροι του έχουν συνασπιστεί εναντίον μας – θα πρέπει λοιπόν μαζί με Άγγλους, Ισπανούς, Γάλλους και ενδεχομένως, Αμερικανούς να δοκιμάσουμε να παίξουμε το χαρτί μιας άλλης Ευρώπης».

Πρόκειται για την φαντασίωση ενός είδος ελληνικού «Μπρεστ- Λιτόφσκ»
που καλλιεργεί η αριστερή διακυβέρνηση- δηλαδή για την καταχρηστική αναλογία που ορισμένοι ίσως επιχειρήσουν ανάμεσα στην επαναστατική Ρωσία του 1918 και τις σημερινές ελληνικές περιστάσεις. Με άλλα λόγια, την αναλογία ανάμεσα στις υποχωρήσεις της σημερινής αριστερής ελληνικής κυβέρνησης στους Γερμανούς και στις υποχωρήσεις του τότε (1918) επαναστατικού καθεστώτος της Ρωσίας, το οποίο, στις συνθήκες του φονικού Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου μεταξύ της Αντάντ και των Γερμανών, αποζητούσε εναγωνίως μια ανακωχή και την ειρήνη με τους Αυστρογερμανούς που είχαν αρχίσει την προέλαση τους εντός των εδαφών της Ρωσίας, έτσι ώστε το τότε νέο επαναστατικό καθεστώς να κερδίσει χρόνο απαραίτητο για να σταθεί κάπως στα πόδια του. Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τους Γερμανούς σε συνθήκες μιας αδιαμφισβήτητης οικονομικο-πολιτικής γερμανικής ηγεμονίας πάνω στις υπόλοιπες κοινωνίες της ΕΕ. Τρέμει τις συνέπειες της αποβολής της από την Ευρώπη και το ευρώ. Οι υποχωρήσεις στη γερμανική αδιαλλαξία αντανακλούν λοιπόν όχι την προσπάθεια να διασωθεί ένα επαναστατικό καθεστώς ή έστω το αντιστασιακό πολιτικό φρόνημα του λαού, αλλά τις αντιφατικές επιθυμίες, τους δισταγμούς και τους φόβους μιας πολιτικά ανίσχυρης και οικονομικά ρημαγμένης κοινωνίας «απογοητευμένων ευρωλιγούρηδων», που σε λίγα μόλις χρόνια είδαν τα όνειρα της καταναλωτικής τους ευημερίας να καταρρέουν, αλλά επιθυμούν να ξαναρθούν οι «καλύτερες μέρες», χωρίς όμως ιδιαίτερες θυσίες: χωρίς την απαιτητική Αρετή και χωρίς την αποφασιστική Τόλμη που ο Ποιητής θεώρησε απαραίτητες προϋποθέσεις για την πολιτική ελευθερία των υπόδουλων λαών.
Όταν ένας λαός πέσει και γίνει ένα με το χώμα, για να σταθεί στα πόδια του χρειάζεται πολύς χρόνος, όπως διαπιστώνει στο προαναφερόμενο κείμενό του ο Θεοδωράκης.

Το ότι θα πρέπει να κερδίσουμε χρόνο
για να οργανώσουμε λίγο καλύτερα τη ρήξη, είναι βέβαια εκτός αμφισβήτησης. Διότι το να διακηρύσσει κάποιος, όπως το ΚΚΕ, ότι θα έπρεπε να μείνουμε έξω από την ΕΕ και να προχωρήσουμε σε μονομερή διαγραφή του χρέους είναι, ας το υποθέσουμε, ένας όμορφος στρατηγικός στόχος. Παραμένει εντούτοις ένα ερώτημα: πως ακριβώς η ελληνική κοινωνία ως παλλαϊκό κίνημα, θα έφτανε κάποια στιγμή στην οργάνωση που προϋποθέτει η υλοποίηση αυτού του στόχου; Συμφωνώντας μήπως με τις εμβριθείς διαπιστώσεις και τις αναλύσεις του ΚΚΕ και κάνοντας συλλογικούς περιπάτους μαζί με το «ταξικώς καθαρό» ΠΑΜΕ για την έμπρακτη εκδήλωση αυτής της συμφωνίας;

Επικυρώνοντας την υιοθέτηση των παραπάνω «ριζοσπαστικών» απόψεων με ψήφο στο ΚΚΕ σε κάθε εκλογική αναμέτρηση και περιμένοντας να μαζευτούν πολλοί τέτοιοι ψήφοι, ώστε το ΚΚΕ να γίνει κάποτε κυβέρνηση για να υλοποιήσει το ωραίο του πρόγραμμα; Μα αν τα πράγματα είναι τόσο εύκολα, θα μπορούσαμε να τα απλοποιήσουμε κι άλλο λίγο: αφού είναι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα που γεννάει τις ανισότητες, τις κρίσεις, τους πολέμους και τα αδιέξοδα, δεν έχουμε παρά να συμφωνήσουμε πάνω σε αυτήν τη διαπίστωση και λέγοντάς το παντού ή ψηφίζοντας τα διάφορα επί του πλανήτη ΚΚΕ, να ελπίζουμε ότι όταν κάποτε θα γίνουμε πάρα πολλοί, τότε ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει. Αν από την άλλη, δεν γίνουμε ποτέ τόσοι πολλοί, θα συνεχίσουμε να λέμε παντού τις απόψεις μας και τις διαφωνίες μας, με την πεποίθηση μάλιστα ότι έτσι συμβάλλουμε στην «ανατροπή του καπιταλισμού.»…

Τελικά, ότι με ευθύνη των εκπροσώπων του λαού το μαύρο έγινε άσπρο μόλις μια εβδομάδα μετά το μαζικό ΟΧΙ και ότι η κοινή λογική ή η βούληση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού διασκορπίστηκαν σαν στάχτη ενοχλητικού νεκρού στο πέλαγος των άνισων πολιτικών σχέσεων και μέσα στα κύματα των σοφιστικών, ρητορικών τεχνασμάτων των διαφόρων βουλευτών της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, δεν ξαφνιάζει κατά βάθος κανέναν: όλοι το περίμεναν – οι περισσότεροι δε, ίσως και να το ήθελαν. Επίσης, ανέξοδοι και θεατρικοί ήταν άλλωστε και οι λεονταρισμοί των «ακραίων» που, σίγουροι ότι οι κορώνες τους δεν θα είχαν πραγματικές πολιτικές συνέπειες, αφού το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στη βουλή ήταν δεδομένο εκ των προτέρων, έκαναν και αυτοί την επίδειξη της «αντιμνημονιακής τους συνέπειας», ελπίζοντας σε κάποια μελλοντική αύξηση των εκλογικών τους ποσοστών ή στην προετοιμασία του εδάφους για άλλο ένα, νέο, «αντιμνημονιακό» πολιτικό φορέα. Οι περιστάσεις ευνοούν εξάλλου τέτοιους υπολογισμούς, αφού τα μέτρα του νέου μνημονίου που ψηφίστηκε αυτή τη φορά στη Βουλή με πρωτοβουλία της αριστερής συγκυβέρνησης είναι τόσο δυσβάσταχτα, που είναι βέβαιο ότι στο άμεσο μέλλον θα δημιουργηθούν εστίες μαζικών κοινωνικών αντιδράσεων. Δεν είναι σίγουρο ότι οι εγχώριοι υπάλληλοι του Βερολίνου και των Βρυξελλών, που μονοπωλούν ως καθεστώς βορειοκορεάτικου τύπου την «ενημέρωση των πολιτών», θα μπορέσουν σε τέτοιες συνθήκες να είναι έστω και σχετικά αποτελεσματικοί. Τα υπερφορτωμένα με φόρους, κακοπληρωμένα, εξατομικευμένα, απροστάτευτα και χωρίς συλλογικά δικαιώματα νεοελληνικά υποζύγια των Γερμανών και των συμμάχων τους, καλούνται ωστόσο ήδη από τους εγχώριους αγωγιάτες τους, να αποκαλούν τους δανειστές «εταίρους» και να αισθάνονται ευγνωμοσύνη για το ότι τους επιτρέπουν ακόμα να ζουν, να δουλεύουν και να υποδέχονται φιλικά τους τουρίστες στη χώρα που επί της ουσίας έχει πάψει να είναι δικιά τους.

Για λόγους η ανάλυση των οποίων δεν είναι του παρόντος, η πολιτικο-οικονομική συμμορία του Σόιμπλε ίσως επιχειρήσει να σπρώξει την διχασμένη και απροετοίμαστη ελληνική κοινωνία στα άκρα, δημιουργώντας ακόμα και τεχνητά αν χρειαστεί ή μέσω ενός «προσωρινού grexit» συνθήκες δικτατορικής διακυβέρνησης ή και εμφύλιας σύγκρουσης. Με κάθε τρόπο, έστω και υπογράφοντας επαίσχυντους συμβιβασμούς, η κυβέρνηση μοιάζει προς το παρόν να έχει αποφύγει την παγίδα. Με ποιο όμως στόχο; Απλώς για να επιβιώσουμε ως άποροι και ως δούλοι ακόμα λίγους μήνες; Ή αντίθετα για να κερδίσουμε έστω λίγο χρόνο που χρειάζεται για κάποια στοιχειώδη οικονομική και πολιτική προετοιμασία της επερχόμενης σύγκρουσης και για τη διαμόρφωση συγκεκριμένων και αξιόπιστων διεθνών συμμαχιών; Άλλωστε, σύντομα όπως φαίνεται απέναντι στους Γερμανούς θα βρεθούν και άλλοι ευρωπαϊκοί και μη ευρωπαϊκοί λαοί από αυτούς που ήδη, έστω στα λόγια, δηλώνουν την υποστήριξη τους στην Ελλάδα. Η ευκαιρία να απαντήσουμε συλλογικά στους εκβιαστές μάλλον δεν θα αργήσει πολύ. Κάποιες ενέργειες, όπως η έμμεση έστω πολιτική ανοχή στην αδυναμία ή στην άρνηση των πολιτών να καταβάλλουν τους εξοντωτικούς φόρους που θα επιβληθούν, σε συνεργασία ενδεχομένως με δημοκρατικές κινήσεις Ελλήνων και ξένων εφοριακών, είναι δυνατόν να διευκολύνουν την ανάπτυξη ενός λαϊκού ρεύματος κοινωνικής ανυπακοής και αντίστασης στη νέα κατοχή. Επείγει λοιπόν η πλήρης ιδεολογική αποδόμηση του κοινωνικά βαθύτατα διχαστικού ιδεολογήματος της «φοροδιαφυγής», καθώς και της καθεστωτικά καλλιεργημένης καχυποψίας απέναντι σε όλους όσους προσπαθούν με όποιο τρόπο μπορούν να διαφυλάξουν τις όποιες οικονομίες και ιδιωτικές περιουσίες τους. Και αυτό, όχι μόνο επειδή οι πραγματικοί, μεγάλοι φοροφυγάδες ήταν και θα παραμείνουν ασύλληπτοι, αλλά και επειδή ο μέχρι σήμερα επιθυμητός βέβαια εντοπισμός κάποιων μεγαλογιατρών «με φακελάκια και καταθέσεις στην Ελβετία» ή ελεύθερων επαγγελματιών «που δεν κόβουν αποδείξεις» κλπ. κατάντησαν να λειτουργούν περισσότερο σαν ένα λαϊκίστικο άλλοθι για τους ελέγχους των εισοδημάτων και τα φορομπηχτικά μέτρα: με πρωτοβουλία του γερμανικού λαϊκού Τύπου ο «Έλληνας» βρίσκεται πλέον υπό διωγμό σε όλη την γερμανόφωνη Ευρώπη ως «τεμπέλης- διεφθαρμένος- παράσιτο». Με άλλα λόγια βρέθηκε στη θέση του διωκόμενου από το προηγούμενο γερμανικό φασιστικό καθεστώς «Εβραίου». Το ιδεολόγημα της πάταξης της φοροδιαφυγής με αυτούς τους νέους όρους, αποτελεί ένα ρητορικό τέχνασμα του νεο- αποικιοκρατικού καθεστώτος που επιθυμεί να νομιμοποιήσει ηθικά και δημοκρατικά τον ολοκληρωτισμό του επί της περιουσίας και της ζωής των εργαζόμενων Ελλήνων πολιτών και όχι βέβαια ένα μέτρο που κατατείνει στην πραγματική αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης. Σε κανένα μέρος του δυτικού κόσμου οι ιδιωτικές περιουσίες και τα εισοδήματα δεν φορολογούνται με τους τρόπους που προβλέπει το νέο μνημόνιο…

Με τον καιρό όμως,
ίσως όταν «η πλάση κοκκινίσει», με την αλλαγή νοοτροπιών, με τη συστηματική προσπάθεια για την παραγωγική ανασυγκρότηση, με την πραγματικά ενωτική εθνοαπελευθερωτική πολιτική οργάνωση των συλλογικών αντιστάσεων για να «Μείνουμε Ελλάδα» και όχι μια άθλια αποικία χρέους, τα παραπάνω υποζύγια είναι πιθανό κάποια στιγμή να αντιδράσουν και να συμπεριφερθούν προς τους δανειστές σαν σκορπιοί: In Cauda Venenum. Άλλωστε, αν είναι αλήθεια ότι ιστορικά η Ελλάδα ήταν και παραμένει μια από τις μήτρες της Ευρώπης και του δημοκρατικού πολιτικού στοχασμού, από γεωγραφικής άποψης μοιάζει περισσότερο με μια όμορφη, αλλά δηλητηριώδη βαλκανική «ουρά», κάπου μεταξύ ανατολής και δύσης. Το τι θα κάνει αυτή η «ουρά» της Ευρώπης στο μέλλον, είναι μάλλον νωρίς για να το προβλέψουμε. Η απάντηση θα εξαρτηθεί τελικά από τις δυνατότητες συγκρότησης ενός δραστήριου «μετα- αντιμνημονιακού» εθνοαπελευθερωτικού μετώπου, όλων των πατριωτικών, δημοκρατικών δυνάμεων της χώρας. Κατά τα άλλα, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Πολιτική και διανοητική φτώχεια, που επιδεικνύει την φλύαρη μιζέρια της σε εικονικούς διαλόγους στα τηλεοπτικά παράθυρα.