Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

Ο «προοδευτικάριος» και η κλιματική αλλαγή

 

Του Γιάννη Παπαμιχαήλ

(τ. Καθηγητή Ψυχολογίας Παντείου Πανεπιστημίου)

 

 
Το χειρότερο ίσως στις νοοτροπίες του σύγχρονου τυπικά εγγράμματου και πληροφορημένου δυτικού πολίτη, δεν είναι τόσο η αποϊεροποίηση των πάντων, ο μηδενισμός μέχρι τρέλας, οι πολιτικά ορθές, οικειόφοβες ιδεοληψίες παντός τύπου, ο αφελής, μηχανιστικός και εργαλειακός τρόπος σκέψης περί της κοινωνίας και του ανθρώπου, το κυνικά πραγματιστικό πλαίσιο της καταναλωτικής αυτοεκπλήρωσης του καθενός στο αέναο παρόν και άλλα τέτοια μεταμοντέρνα πράγματα. Το χειρότερο είναι ο πολιτισμικός πρόδρομος και η μεθοδολογική προϋπόθεση όλων αυτών, δηλαδή η συστηματική αντικατάσταση του συγκεκριμένου και βιωματικά γνωστού, από κάτι αφηρημένο που υποτίθεται ότι το υπερβαίνει, το περιέχει και το εκφράζει.

Είναι άλλωστε αυτή ακριβώς η προσχηματική αντικατάσταση που εμφανίζεται στις κοινωνικές συνειδήσεις ως μορφωτική και πολιτισμική πρόοδος που συντελέστηκε ιστορικά στο δυτικό κόσμο, σε στενή συνάρτηση αφενός με την αναμφισβήτητη εξέλιξη των τεχνοεπιστημονικών γνώσεων και αφετέρου, με την εικονική «απομάγευση» των συνειδήσεων (με άλλα λόγια τον «θάνατο του θεού», της ιστορίας και των συλλογικών υποκειμένων, στα οποία, άλλοτε ο Θεός και άλλοτε η ιστορία, απέδιδαν ένα κοινό σκοπό, ένα έδαφος και ένα νόημα ζωής, κάποιες κοινές αισθητικές αντιλήψεις και μια σχετική έστω εσωτερική συνοχή). Για τον ελληνικό ιδιαίτερα κόσμο, είναι ίσως ένα από τα τιμήματα της μετάβασης από το χωριό στο πανεπιστήμιο, για την οποία ανησυχούσε ιδιαίτερα ο Σεφέρης.

Η άκριτη μεταφορά αυτών των εξελίξεων από την τεχνοεπιστημονική, στην κοινωνική και πολιτική σφαίρα, υπό τους όρους της «προόδου» (δηλαδή της «κίνησης προς το καλύτερο»), σε συνάρτηση με τη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, κατέληξε, κατά το διάστημα της μετάβασης στον 21ο αιώνα που μόλις τώρα αρχίζει (δηλαδή κατά το διάστημα των τελευταίων 40 – 50 ετών), στην κατασκευή μιας απολαϊκοποιημένης και μεταδημοκρατικής φιλελεύθερης ιδέας της προοδευτικότητας και μιας αριστεροφανούς αντίστοιχης ιδεολογίας της διαχείρισης των αντιφάσεων του σύγχρονου κόσμου. Υπό το πρόσημο της πολιτικής ορθότητας, όλα τα παραπάνω κατέκλυσαν και ισοπέδωσαν όχι μόνο την ιστορική μνήμη ή τις λαϊκές παραδόσεις, αλλά και την πολιτική σκέψη και την ίδια τη δημοκρατία ως μόνιμο διακύβευμα των συλλογικών αγώνων. Ειλικρινής ή όχι, η πίστη στα παραπάνω μεθοδολογικής φύσης ιδεολογήματα χαρακτηρίζουν την παχύρευστη και στομφώδη ημιμάθεια των περισσότερων σημερινών ελίτ. Κατά προέκταση, της τυπικά ελιτοποιημένης πληβειακής μάζας, που μιμούμενη, όπως μπορεί, αυτές τις φιλοσοφικά και πολιτικά μισοαγράμματες ελίτ, με στόχο να γίνει και αυτή κοινωνικώς διακεκριμένη, έστω στο πεδίο του lifestyle, πετυχαίνει μόνο να αποδομήσει τον σπουδαιότερο όλων των συνεκτικών κοινωνικών ιστών: την κοινή λογική.

Γέμισε έτσι, ο δυτικός κόσμος από πιστούς του επιστημονισμού που θεωρούν ότι είναι υπεύθυνα και σοβαρά άτομα μόνον και μόνον επειδή η συνήθης ημιμάθειά τους συνοδεύεται από έλλειψη φαντασίας. Μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή τους, απασχολούμενοι συνήθως σε επαγγέλματα παροχής υπηρεσιών, μακριά από κουραστικές και υποβαθμισμένες συνθήκες εργασίας και παραγωγής πλούτου, τα άτομα αυτά συνθέτουν την εμπιστοσύνη τους στις θετικές ιδίως επιστήμες (και στους αντίστοιχους επιστήμονες) με μια απολύτως πειθαρχημένη στάση η οποία κατά αυτούς απορρέει από τον «ορθό λόγο». Η τυφλή τους πίστη στην επιστήμη και στην τεχνολογία, αφορά το σύνολο των συνθηκών της ζωής (των φυσικών και των κοινωνικών) και την πεποίθηση ότι τα άτομα για να λειτουργήσουν ορθολογικά, οφείλουν να υποτάσσονται σε μια συλλογική πειθαρχία.

Και τα ατομικά δικαιώματα; Θα λέγαμε ότι η πολιτική θρησκεία του νομικού δικαιωματισμού, αφού, όπως φαίνεται, έκανε τη δουλειά της εξατομικεύοντας τις κοινωνίες, αποδομώντας τους κοινωνικούς τους ιστούς και γεμίζοντας τη δυτική δημοκρατική πολιτική πραγματικότητα με μειονότητες όλων των ειδών, τώρα πια μπορεί να αποσυρθεί στα αζήτητα και εν μέρει να ξεχασθεί: μπαίνουμε μάλλον σε μια νέα φάση. Την φάση μιας μόνιμης καθεστωτικής κατάστασης εκτάκτου ανάγκης. Ο πρώην δικαιωματούχος, αν θελήσει να αποστασιοποιηθεί από τους κανόνες που του επιβάλλονται είτε ως άτομο, είτε ως μειονότητα, θα τιμωρηθεί. Όπως παρατηρούσε ο Guy Debord, στα πειθαρχημένα και ηλίθια παιδιά, ένας σωρός από ειδικούς στην υπηρεσία πατερναλιστικών καθεστώτων, δίνουν οδηγίες και εντολές που το νοήμον κοινό αποδέχεται κάθε φορά χωρίς συζήτηση, ακόμα και αν αυτές οι εντολές αντιστρέφονται την επόμενη μέρα.

Μπορούμε λοιπόν να περιμένουμε ότι η δουλική, σχεδόν αποκτηνωμένη, ασυνεχής μάζα των ελληνόφωνων, αλλά και πιο γενικά, των απανταχού προοδευτικάριων, δεν θα διστάσει ιδιαίτερα να αποδεχτεί ως έκφραση κάποιας προχωρημένης οικολογικής ευαισθησίας, τα αποκρουστικά δάση των γιγαντιαίων αιολικών πάρκων στο όνομα της «πράσινης ενέργειας». Ίσως μάλιστα θα θεωρήσει την καταστροφή των πραγματικών συγκεκριμένων τόπων ζωής και εργασίας (τα βουνά, τα νησιά, τα δάση, τους κάμπους κλπ.) – των χώρων δηλαδή, των οποίων κάθε συγκεκριμένη ιστορικά κοινωνία, άξια αυτού του ονόματος, έχει την ευθύνη της ισορροπημένης διαχείρισης και συντήρησης, ως ένα βήμα αξιοποίησης, συνεπώς προόδου προς την κατεύθυνση της παγκοσμιοποιητικά αφηρημένης συμμετοχής στην μέριμνα για την «κλιματική αλλαγή», όπως την προσδιορίζουν και την επιβάλλουν αντικειμενικά ως παγκόσμια προτεραιότητα, κάποιοι γνωστοί διεθνείς κύκλοι οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων.

Οι επιπτώσεις στο συγκεκριμένο, οικείο φυσικό περιβάλλον; Η ασχήμια των τσιμέντινων δασών; Ποιες επιπτώσεις; Ποια ασχήμια; «Γιατί καλέ, ήταν χρήσιμο και ωραίο ένα φαλακρό βουνό, ένα ξερόνησο ή ένα γυμνό τοπίο στην μέση του πουθενά;», θα απαντήσει ο αφελής, αλλά ωστόσο πτυχιοποιημένος και πληροφορημένος ιδιώτης, ως προοδευτικάριος υπηρεσίας. Καμία απολύτως συζήτηση δεν είναι δυνατή με τέτοια κοινωνικά υποκείμενα. Ο προοδευτικάριος έχει τη δική του πεποίθηση, τη δική του αφασική ακαλαισθησία «Η ασχήμια δεν είναι ποτέ ουδέτερη», έγραφε ο William Morris, «δρα πάνω στον άνθρωπο και καταστρέφει την ευαισθησία του σε τέτοιο βαθμό, που δεν αισθάνεται πλέον τον υποβιβασμό του – και έτσι τον προετοιμάζει να κατέβει άλλο ένα σκαλοπάτι».

Άλλο ένα σκαλοπάτι σε ποια κλίμακα; Σε εκείνην του ζώου άραγε; Μάλλον όχι. Το ζώο δεν φταίει σε τίποτα, ούτε συμμετέχει σε παρόμοιες καταστροφές. Ίσως στην κλίμακα του αδιάφορου ιδιώτη, όπως υποστήριζε ο Γκράμσι πριν ενός αιώνα: «η αδιαφορία είναι αβουλία, παρασιτισμός, δειλία – όχι ζωή». Ίσως, τελικά στην κλίμακα του ναρκισσευόμενου υπάνθρωπου με άποψη περί παντός επιστητού ή ακόμα του πρώιμου μετανθρώπου, που, όταν κάτι υπερβαίνει τον προγραμματισμό του, δεν είναι σε θέση ούτε καν να αδιαφορήσει.…