Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2022

ΦΤΑΙΝΕ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ;

Του
 Γιάννη Παπαμιχαήλ*

 


 

Ακριβώς πριν από 155 χρόνια, στις 17 Φεβρουαρίου 1867, ο Βίκτωρ Ουγκώ καλούσε επισήμως όλους τους ευρωπαίους να υποστηρίξουν την εξέγερση των Κρητικών κατά των Τούρκων κατακτητών του νησιού με τα εξής λόγια: «Γιατί η Κρήτη εξεγείρεται; Επειδή ο μεν θεός την έχει τον πιο ωραίο τόπο του κόσμου, οι δε Τούρκοι τον πιο εξαθλιωμένο».


 

Διαβάζοντας τα εξωφρενικά πράγματα που συνέβησαν πρόσφατα σε οίκο ευγηρίας της Κρήτης, με τους υπαλλήλους του γηροκομείου  να ταπεινώνουν, να χλευάζουν, να κακομεταχειρίζονται και να κλέβουν ακόμα και το φαγητό από τους ανήμπορους να αντιδράσουν υπερήλικες τρόφιμους του ιδρύματος, χωρίς όμως να εξεγείρεται σχεδόν κανείς από όσους γνώριζαν την κατάσταση εκ των έσω, αναρωτιόμαστε  αν θα ήταν δυνατόν κάποιος Έλληνας ή φιλέλληνας πριν 155 χρόνια, να φανταστεί χειρότερη ηθική εξαθλίωση απ’ αυτήν. Γίνεται άραγε μια κοινότητα ανθρώπων να κατέβει πιο χαμηλά; Μάλλον ναι!

 
 
 

Τον ίδιο αποτροπιασμό δημιουργεί και η είδηση της βασανιστικής θανάτωσης με την μέθοδο της ασφυξίας ενός 7χρονου αγοριού από τον φίλο της μητέρας,  ενώ η ίδια έπαιζε στο άλλο δωμάτιο βιντεοπαιχνίδια!...


 
 

 

 

Όταν πάλι πληροφορούμαστε ότι ο δήμιος υποχρέωσε το παιδί, πριν το σκοτώσει, σε πολύωρη ορθοστασία και ύστερα το τσιμέντωσε στο μπαλκόνι για χρόνια, ενώ όταν η «οικογένεια» μετακόμισε, κουβαλούσε τα λείψανα σε εργαλειοθήκη, τότε δεν είναι δύσκολο να σκεφτούμε ότι η συλλογική εξοικείωση με την φρίκη συμβαδίζει πλέον αναφανδόν με την πιο νοσηρή εξαθλίωση ορισμένων τμημάτων του πληθυσμού, που δυστυχώς, φαίνονται σταδιακά να διευρύνονται.


 
 

 

Ίσως δεν υπάρχουν χειρότερες μορφές εξαθλίωσης. Και γι’ αυτές, «δεν ευθύνονται οι Τούρκοι»...


 
  

 

Επιπλέον, με την εν ψυχρώ δολοφονία του Άλκη από μια λούμπεν συμμορία, που έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη και «ερμηνεύτηκε ψύχραιμα» στο όνομα της τυφλής οπαδικής βίας, έχουμε την αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά ούτε με τα κοινωνικά αντανακλαστικά των στενών συγγενών των θυμάτων της καθημερινής εξαγρίωσης. Πράγματι, υπό την ιδεολογική κάλυψη της προσχηματικής πολιτικής ορθότητας που απαγορεύει κάθε «εκδήλωση εχθροπάθειας», πολλοί δήλωσαν ότι εκστασιάστηκαν από την ψύχραιμη αντιμετώπιση του φονικού από την οικογένεια του θύματος. Τόσο ψύχραιμη θα λέγαμε, που, στα λόγια τουλάχιστον, αγγίζουν κάποια μορφή συναισθηματικής αποστασιοποίησης  των πενθούντων οικείων από την βασανιστική ανάμνηση των δραματικών συνθηκών που χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, οδήγησε το παιδί τους στον τάφο. Το λογικοφανές ερώτημα «τι άλλο να πουν οι άνθρωποι;» δεν θα είχε τεθεί με αυτούς τους όρους, ούτε προ 155, ούτε προ 25 μόλις ετών. Χωρίς να προκρίνουμε έμμεσα κάποια μορφή αυτοδικίας, πιστεύουμε ότι θα ήταν ενδεχομένως καλύτερα, αν οι συγγενείς του θύματος δεν έλεγαν τίποτα. Τίποτα απολύτως.


 
 

 

Βέβαια, η ψυχραιμία και η έλλειψη πάθους θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί και ως μια ένδειξη «προόδου» που έχει συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες στις κοινωνικές και πολιτικές νοοτροπίες όλων των τυπικά εγγράμματων και ιδεολογικά «απολαϊκοποιημένων» δυτικών πολιτών.


 
 

Ισχύει και αυτό, όπως θα έλεγε και ο σχετικιστής της γειτονιάς.


 

Ή μήπως όχι; Ή μήπως δεν είναι τελικά παρά η πιο ακραία έκφραση της εξατομίκευσης μιας εικονικής κοινωνίας «ούτε καν δούλων» που έχουν συνειδησιακά συνηθίσει και έμμεσα αποδεχτεί την ιδεολογική και ψυχοπολιτική εξαθλίωσή τους;

 
 

Σε αυτές τις περιπτώσεις ακραίας εξαθλίωσης, όπως έχουν δείξει πασίγνωστες ανθρωπολογικές μελέτες (π.χ. στην φυλή των Ιks στην περιοχή της σημερινής Ουγκάντα, που με απόφαση της τότε κυβέρνησης στερήθηκαν του πατρογονικού εδάφους της ζωής τους), ακόμα και  οι πιο στενοί συνεκτικοί δεσμοί (π.χ. της μητέρας προς το παιδί της ή των παιδιών προς τους ηλικιωμένους γονείς τους), τείνουν σταδιακά να κοπούν, αφήνοντας χώρο σε κοινωνικές συμπεριφορές απίστευτα αδιάφορες και σκληρές προς τα πιο αδύναμα και ανυπεράσπιστα μέλη της κοινότητας. Άλλωστε, θα ήταν χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι τα θερμά συναισθήματα του συνανήκειν «ψυχή τε και σώματι» σε μια κοινωνική και πολιτική συλλογικότητα «ξέβαφε» προ ολίγου ακόμα καιρού, στο ίδιο το ταξικό πεδίο των συγκρούσεων και των αντιπαραθέσεων, με τρόπο όχι ψύχραιμο, «αλλά εκδικητικά εχθροπαθή», όπως καταμαρτυρά και το ξεχασμένο πλέον σύνθημα: «δρόμο που εβάφη με αίμα συντρόφου, με αίμα θα βάψουμε εμείς  μπουρζουά!...».

 
 

Όμως, αφού στο κάτω κάτω της γραφής, εικόνα της κοινωνίας είναι  οι πολιτικοί και συνεπώς «της μοιάζουν», τι το περίεργο αν την ίδια «ψυχραιμία» δείχνει συστηματικά η επίσημη πολιτεία για τις δολοφονίες οικείων-ομοεθνών, Ελλήνων πολιτών δηλαδή, στην Αλβανία ή πιο πρόσφατα στην Ουκρανία; Αν στις διακρατικές σχέσεις με τους γείτονες, η μόνιμη γραμμή «κατευνασμού» της επιθετικότητάς τους συνίσταται σε μια ελληνική υποχωρητικότητα τόσο «ψύχραιμη» που καταλήγει να μοιάζει με τη γνωστή χιουμοριστική προτροπή «κάνε μου καμάκι, πέφτω εύκολα», θα φταίνε πάλι άραγε οι Τούρκοι, αν συμπεράνουν ότι πολιτικά και «οντολογικά», με τους Έλληνες τουλάχιστον, δεν θα έχουν ποτέ μεγάλο πρόβλημα να κάνουν τα δικά τους; Ποιος άραγε θα μπορούσε και θα ήθελε να αντιδράσει;

 
 

Ενδιαφέρουσα αν και φαινομενικά άσχετη με τα παραπάνω είναι η περίπτωση του σχολείου μιας μεγάλης, λαϊκό-μικροαστικής γειτονιάς της Αθήνας, όπου ένας καθηγητής μουσικού λυκείου τόλμησε να πει σε έναν μαθητή που εμφανίστηκε στο σχολείο με φούστα ότι είναι η «ντροπή της κοινωνίας». Δεν κατάλαβε ο άνθρωπος ότι παρόμοιες απαξιωτικές παρατηρήσεις, στιγματίζουσες κάποιες υποτίθεται παρεκκλίνουσες κοινωνικές συμπεριφορές, αποτελούν το μόνο κοινώς αποδεκτό όνειδος της σημερινής νεοελληνικής κοινωνίας. Με άλλα λόγια, δεν κατάλαβε ότι αν κάποιος σήμερα παρεκκλίνει από τον κοινώς αποδεκτό κανόνα, αυτός δεν είναι πλέον ο μαθητής με την φούστα, αλλά ο ενήλικας εκπαιδευτικός, που με τα λόγια του, απαξιώνει αυτήν την «ελεύθερη» ατομική επιλογή του μαθητή. Και όντως, στα κοινωνικά δίκτυα έγινε χαμός με το συντηρητικό αυταρχισμό και την «έλλειψη ανεκτικότητας» του καθηγητή: Όλοι οι πολιτισμικώς, ιδεολογικώς εξαμερικανισμένοι, «προοδευτικοί» νεοέλληνες, έπεσαν να φάνε τον εκπαιδευτικό που τόλμησε να στιγματίσει τις «ανήσυχες αναζητήσεις» και τους «πειραματισμούς» με το εύπλαστο «κοινωνικό φύλο» των εφήβων που ντύνονται  όπως τους αρέσει και στο κάτω κάτω, ίσως και να ασφυκτιούν με τον εγκλεισμό τους στα στενά δίπολα του παραδοσιακού, βιολογικού τους προκαθορισμού…

 
 

Άλλωστε, οι ριζοσπάστες γονείς και κηδεμόνες των Λιοσίων (νυν Ιλίου) έσπευσαν να δηλώσουν και έμπρακτα την συμπαράστασή τους στον φουστανοφόρο μαθητή, τον αδικημένο δικαιωματούχο της διαφορετικότητας που τόσο σκληρά στιγματίστηκε, στέλνοντας την άλλη μέρα τα αγόρια στο σχολείο με φούστες. Σε «ένδειξη διαμαρτυρίας»…

 
 

Εντασσόμενοι πρακτικά σε όλα τα εξαμερικανισμένα, μεταμοντερνίζοντα ιδεολογήματα της μόδας, οι καλοί αυτοί άνθρωποι των Λιοσίων, όλοι μαζί «κουϊρίζουν» (queering). Στα αμερικανογενή, εισαγόμενα ιδεολογήματα του γενικευμένου σχετικισμού, αυτή η «θεωρία queer» σημαίνει αποδόμηση κάθε σταθερής αναφοράς ή αξίας, ριζοσπαστική κυριολεκτικά αποκαθήλωση, όχι μόνο του αισθήματος του ιερού, των ηθών ή των εθίμων, αλλά και αποσταθεροποίηση των διπολικών στοιχείων που συγκροτούν τις τρέχουσες γνωστές κατηγορίες της ταξινόμησης.  Σημαίνει αποδομώ λογικά, ηθικά και πολιτισμικά τα πάντα πέραν εννοείται από τους νέους ριζοσπαστικούς κανόνες της μεταμοντερνίζουσας σχετικιστικής αποδόμησης κάθε προηγούμενης κανονικότητας στο όνομα της διαφορετικότητας και του δικαιωματισμού. Σημαίνει ότι «αποσύρω κάθε νόημα από την ιδέα της κανονικότητας, για να ελευθερώσω τα άτομα από τις κοινωνικές προσδοκίες που προωθούνται στις ατομικές συνειδήσεις  από τους ισχύοντες κανόνες».

 
 

Μετά από όλα αυτά, ο συντηρητικός καθηγητής των Λιοσίων ίσως να κατάλαβε πια ότι ο μαθητής με την φούστα δεν αποτελεί καθόλου την ντροπή, αλλά το καμάρι της συμπλεγματικής, μικροαστικής βλαχοκοσμοπολίτικης νεοελληνικής κοινωνίας. Έτσι, στη μαθητική παρέλαση της 25ης Μαρτίου ίσως θα πρέπει να περιμένουμε να χειροκροτήσουμε και άλλα τέτοια «της Ελλάδος παιδιά» με τις γαλανόλευκες φουστίτσες τους.

 
 

«Φταίνε άραγε οι Τούρκοι» γι’ αυτήν την εξέλιξη  των νοοτροπιών και των ηθών, που ορισμένοι συντηρητικοί (σύμφωνα με κάποιους κύκλους «φασίστες»), εξακολουθούν να αποκαλούν «ντροπή ή εξαθλίωση»; Μάλλον όχι͘ -αν και ενδεχομένως, οι γείτονές μας, με τις ανατολίτικες, ισλαμογενείς παραδόσεις τους, τα βάρβαρα και «διεισδυτικά» πατριαρχικά τους ήθη και έθιμα, τις «μη επαρκώς εκσυγχρονισμένες» κοινωνικές νοοτροπίες τους, ενδεχομένως εξ αποστάσεως προς το παρόν, την απολαμβάνουν...

 
 

Ίσως όμως, πέραν του μαύρου σαρκασμού, όλα αυτά τα διάσπαρτα και ασύνδετα μεταξύ τους καθημερινά περιστατικά απαντούν εν μέρει και στο περιβόητο ερώτημα: «γιατί η σημερινή ελληνική κοινωνία δεν εξεγείρεται;»: διότι, ως πολιτισμικά συγκροτημένη πολιτική κοινότητα έχει πάψει ήδη να υπάρχει. Εκρήγνυται εσωτερικά, τρώει τις σάρκες της, παρατηρεί άφωνη και κατσιασμένη τα καθημερινά συμπτώματα της διάλυσής της.

 
 

 Ο Βίκτωρ Ουγκώ θα συμφωνούσε  μάλλον αν λέγαμε  ότι όπως σε όλες τις ιστορικές συνθήκες της εσωτερικής αποσύνθεσης, οι παρακμάζουσες κοινωνίες, όταν φτάνουν να ελπίζουν μόνο σε θαύματα για την αναγέννηση ή την επιβίωσή τους, όχι μόνο αντικειμενικά εξαφανίζονται, αλλά και ιστορικά είναι άξιες της μοίρας τους. Με άλλα λόγια, ακολουθούν την πορεία του «κρατιδίου  της  Κομμαγηνής, που έσβησε σαν το μικρό λυχνάρι» όπως έγραφε ο Σεφέρης («Τελευταίος Σταθμός»). Μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερού με «τις μεγάλες πολιτείες που έζησαν χιλιάδες χρόνια και έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες, χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια».

 
 

* Πρώην καθηγητή Ψυχολογίας Παντείου Πανεπιστημίου