Τετάρτη 15 Μαρτίου 2023

ΤΕΜΠΗ

Της


Ευγενίας Σαρηγιαννίδη, Ψυχολόγου

 


 

 

 

 

Το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη ανέδειξε για πολλοστή φορά, αλλά με πολύ τραγικό και οριστικό τρόπο, τις γνωστές και χιλιοειπωμένες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας σε κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό κλπ. επίπεδο. Μας θύμισε πως έχουν ξεπουληθεί οι πάντες και τα πάντα. Μας θύμισε πως τα μνημόνια όχι μόνο δεν έφυγαν, αλλά είναι πιο εδώ από ποτέ και τις συνέπειές τους πληρώνουμε και θα συνεχίσουμε να πληρώνουμε. Μας θύμισε πως ζούμε σε μια χώρα της οποίας οι ελίτ και οι ηγεσίες, αφού περιφρόνησαν, αφαίμαξαν και κατέστρεψαν το δημόσιο πλούτο, τον ξεπούλησαν αντί πινακίου φακής. Μας θύμισε πως ζούμε σε μια χώρα που δεν σέβεται τους πολίτες της, τους εμπαίζει και σκοτώνει τα παιδιά της.



Κι όσο όλα αυτά συμβαίνουν και ξεχνιούνται γιατί αντικαθίστανται από άλλα γεγονότα που εμφανίζονται στη ροή της επικαιρότητας, οι πολίτες, κάνοντας κατά κύριο λόγο την επανάσταση του πληκτρολογίου, χτυπώντας με λύσσα τα πλήκτρα, τραυματίζοντας τα δάχτυλά τους και σπάζοντας τα νύχια τους στο πεδίο της μάχης του υπολογιστή, του τάμπλετ ή του κινητού τους τηλεφώνου, διερωτώνται μεταξύ άλλων: «Ως πότε θα ανεχόμαστε αυτή την κατάσταση;», «Πότε τελικά θα πληρώσουν οι υπεύθυνοι για τα εκάστοτε εγκλήματα;», «Τι ζούμε και τι άλλο θα ζήσουμε;», «Έπρεπε να συμβεί κάτι τέτοιο για να ξυπνήσουμε ή να αντιδράσουμε;» κλπ. κλπ.


Μάλλον, κατά πως φαίνεται, τα «νανουρίσματα» είναι κατασταλτικά και το πάπλωμα διπλής όψεως, από τη μια της προσχηματικής αντίδρασης και από την άλλη της ουσιαστικής παραίτησης, σκεπάζει καλά την εν υπνώσει ελληνική κοινωνία, η οποία εσωτερικεύει το θυμό της, τον συσσωρεύει, τον εγκλωβίζει εσωτερικά και μένει να βράζει στο ζουμί της, όπως βράζει το «βουβό κύμα»[1]που τελικά πνίγει το καράβι και μοιάζει να οδηγεί τους Greeks να γίνουν κάτι σαν νέοι Ικς, όπως περιγράφει την πορεία της απώλειας του αισθήματος της αυτοσυντήρησης της εν λόγω αφρικανικής φυλής που ζούσε στην περιοχή της Ουγκάντας, ο Γ. Παπαμιχαήλ σε σχετικό του άρθρο[2].

Και η πολύ πρόσφατη ιστορία πάντα η ίδια:
Μάτι…
Μάνδρα…
Τέμπη…

Και τόσα άλλα κοινωνικά και οικονομικά εγκλήματα με τους άμεσους και έμμεσους νεκρούς τους.

Κι αν όμως υπέθετε κάποιος πως το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη σοκάρει, θυμώνει, οργίζει τους πολίτες σε τέτοιο βαθμό, που σύντομα θα αποτελέσει την σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, ώστε να απειληθεί πραγματικά σύσσωμο το πολιτικό σύστημα και οι απολήξεις του μέσα στην κοινωνία; Κι αν η ξεδιαντροπιά, το θράσος, η πολιτική και κοινωνική ανηθικότητα, η εξόφθαλμη και επικίνδυνη ανευθυνότητα, η μετατροπή του πολιτικού κόσμου σε υπόκοσμο, η εγκληματική ασχετοσύνη των ιθυνόντων μαζί με την απληστία των ιδίων και των παρατρεχάμενών τους, τα ρουσφέτια και το πελατειακό κράτος, έφταναν την κοινωνία στα όρια της ανοχής και αντοχής της και το δυστύχημα στα Τέμπη καθίστατο η τραγική αφορμή για να αφυπνιστούν οι υπνωτισμένες, παραιτημένες, εξοικειωμένες με το απαράδεκτο και το αποτρόπαιο, άνευρες συνειδήσεις των Greeks – Iks της σύγχρονης ελληνόφωνης Ουγκάντας;

Πολύ θα το ελπίζαμε, αλλά επειδή προσπαθούμε να μην παίρνουμε τις επιθυμίες μας για πραγματικότητα, ας εγκύψουμε λίγο πιο προσεκτικά στην επικαιρότητα: στο σιδηροδρομικό δυστύχημα, στη διαχείριση και στην αξιοποίησή του :

• Από την μία πλευρά οι καθεστωτικοί δημοσιογράφοι, τα παπαγαλάκια του συστήματος μαζί με τα στελέχη της κυβέρνησης, με επαγγελματισμό και συνέπεια κυνικής, ρεαλίστριας εταίρας που πληρώνεται αδρά «γι’ αυτή τη δουλειά», πάνε να κουκουλώσουν το εγκληματικό δυστύχημα βρίσκοντας τον ιδεώδη ένοχο: «Διότι βεβαίως για όλα φταίει ο σταθμάρχης»… Βαρύ όμως το έγκλημα για να το σηκώσει μόνος του ένας «σταθμάρχης». Οπότε ρίχνουνε στην πυρά τον ιεραρχικά συμμετρικά αντίθετό του. Παραιτείται τότε και ο Υπουργός Μεταφορών. Τεχνηέντως στοχοποιούνται δύο, ώστε να κατευθυνθεί προς αυτούς η οργή της κοινωνίας και όλοι οι υπόλοιποι διαχρονικά εμπλεκόμενοι και υπεύθυνοι να παραμείνουν άγνωστοι και ατιμώρητοι.

• Από την άλλη, είναι και εκείνοι που φαίνεται πως «μίλησε το αίμα των νεκρών των Τεμπών στην ψυχή τους». Μπορεί να δουλεύουν σε συμβατικά κανάλια, μπορεί να συγχρωτίζονται με πολλούς από αυτούς που ανήκουν στην καθεστωτική πλευρά, μπορεί να είδαν μπροστά στα μάτια τους να συντελούνται πολλά εγκλήματα, που όμως δεν τους έφεραν καθόλου εκτός εαυτού, ούτε τους οδήγησαν να πετάξουν ακουστικά, ή να σταθούν κριτικά προς την συνέχιση των εκπομπών και της τηλεοπτικής τους πορείας, αλλά ωστόσο αυτό το έγκλημα - σιδηροδρομικό δυστύχημα, ήταν ίσως για εκείνους, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Και, γιατί όχι; Οφείλουμε να πιστέψουμε τις αγαθές προθέσεις και να συμμεριστούμε την αγανάκτησή τους, χωρίς δυσπιστία. Γιατί άραγε να αμφισβητήσουμε τον αιχμηρό, αντισυμβατικό, σχεδόν επαναστατικό και αντικαθεστωτικό τους λόγο; Και στους «κακόπιστους» θα λέγαμε πως έχει ο καιρός γυρίσματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτό που γυρνάει είναι ανεμοδούρα που κατευθύνεται πάντα κατά κει που φυσάει ο άνεμος. Δεν μπορούμε βέβαια να μην διαπιστώσουμε πως η ρητορική μίσους μοιάζει να εκτονώνει το μίσος. Σε μια κοινωνία που έχει μάθει να εκφράζεται, να αποφασίζει και να δρα δια αντιπροσώπων, το «πες τα χρυσόστομε» ή «να αγιάσει το στόμα σου», συνεισφέρει θετικά στη διατήρηση της ειρηνικής συνύπαρξης όλων των θυμωμένων πολιτών που έχουν κάνει στάση ζωής την γνωστή ρήση «ο καλύτερος τρόπος να βγάλεις το φίδι από την τρύπα είναι με το χέρι άλλου.»

• Παράλληλα, οι «αγανακτισμένοι επαναστάτες της οθόνης» και η κριτική τους στο καθεστωτικό αφήγημα και την ανάλογη πολιτική διαχείριση, δεν θα μπορούσε να μην γίνει με την σειρά της αντικείμενο κριτικής. Διότι πάντα υπάρχουν και οι ισορροπιστές: είτε αυτοί προέρχονται από τα επίσημα διοικητικά όργανα της ΕΣΗΕΑ, είτε από παρουσιαστές/στριες και τηλεπερσόνες που λένε πάνω κάτω πως δεν πρέπει σε καμία περίπτωση τέτοια γεγονότα να αξιοποιούνται με όρους «τηλεθέασης, επισκεψιμότητας και τα ΜΜΕ να λειτουργούν αποκλειστικά σαν επιχειρήσεις», αλλά ταυτόχρονα στηλιτεύουν το τσουβάλιασμα των δημοσιογράφων γενικά. Αναρωτιόμαστε βεβαίως που ήταν τόσο καιρό όλοι αυτοί οι λογικοί, ψύχραιμοι και ισορροπιστές άνθρωποι; Που ήταν επί παραδείγματι, όταν η κορωνομανής τρομολαγνεία επικρατούσε στα ΜΜΕ; Που ήταν όταν παρακολουθούσαμε, κατά την πρώτη καραντίνα, ξανά και ξανά τα μαύρα φέρετρα εξ Ιταλίας με θανόντες από κορωνοϊό, όπως μας έλεγαν, σε τηλεοπτικές ζώνες και ώρες που παρακολουθούσαν παιδιά; Ποια η θέση τους αναφορικά με την συστηματική αποσιώπηση από τον δημόσιο λόγο του ιατρικού επιστημονικού αντίλογου αναφορικά με τη διαχείριση της πανδημίας; Ποια η θέση τους για την υπερπροβολή των εγκλημάτων τύπου Πισπιρίγκου ή Γλυκών Νερών; Και τόσα άλλα παραδείγματα που θα μπορούσαν να προστεθούν στην λίστα. Όμως οφείλουμε και εδώ να αναγνωρίσουμε τις καλές προθέσεις που ενδεχομένως βρίσκονται πίσω από μια συνειδητοποίηση, όπως αυτή που διατυπώνουν τα διοικητικά όργανα της ΕΣΗΕΑ και να εκτιμήσουμε το δικαίωμα στην μεταστροφή και στην αλλαγή.Ίσως, άλλωστε, το «αίμα των νεκρών στα Τέμπη να μίλησε και στη δική τους ψυχή»... Φαίνεται τελικά πως θα αποτελέσει αυτό το έγκλημα («θυσία») την αφορμή, όχι μόνο να εκσυγχρονιστούν οι σιδηροδρομικές μεταφορές στην Ελλάδα, όπως είπε ένας από τους γνωστούς παπαγάλους της κυβερνητικής χυδαιολογίας, αλλά θα οδηγήσει και στην εξυγίανση των συνειδήσεων των δημοσιογραφικών και τηλεοπτικών υπαλλήλων του συστήματος. Ή μήπως όχι;


 


• Παράλληλα, πληροφορούμαστε τις αποζημιώσεις προς τις οικογένειες των θυμάτων που εξαγγέλλει η κυβέρνηση. Προφανώς, κάποιοι θα μιλήσουν για εξαγορά ενόψει προεκλογικής περιόδου – και δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητήσει κανείς πως εν μέρει τουλάχιστον έχουν δίκιο. Βεβαίως από την άλλη μεριά, οφείλει μια κυβέρνηση να δίνει αποζημιώσεις για παρόμοια ζητήματα, ανεξάρτητα από το γεγονός πως δεν υπάρχει κανένα συγκεκριμένο υλικό αντίτιμο για να ισοσκελίσει τον χαμό ενός δικού σου ανθρώπου – και ειδικά του παιδιού σου… Αλλά με αφορμή τις αποζημιώσεις και το περιεχόμενό τους αναδείχθηκε κι άλλο θέμα συζήτησης, το οποίο ύπουλα δημιουργεί ένα κοινωνικό ρήγμα στο πρώην σχεδόν συμπαγές συναίσθημα – σκέψη: «Σιωπή σε όλους τώρα ουρλιάζουν οι μάνες».


  • Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η εμπορευματοποίηση του θανάτου και του πένθους ανέβασε τα νούμερα, μάζεψε κλικ και θεάσεις στα social media απογειώνοντας τα βίντεο που έδειχναν τις κηδείες των θυμάτων. Το είδαμε κι αυτό! Τις αντιδράσεις δεν είδαμε ή δεν ακούσαμε ούτε από τους «αγανακτισμένους επαναστάτες της οθόνης», ούτε από τους ισορροπιστές δημοσιογράφους συναδέλφους τους. Είδαμε και ξαναείδαμε άσπρα φέρετρα, τα λευκά συνολάκια των συγγενών των θυμάτων, τα δάκρυα των συγγενών, τις οιμωγές των γονέων, το φέρετρο να κατέρχεται στην φρεσκοσκαμμένη τρύπα. Είδαμε και τις κηδείες να γίνονται εμπόριο. Είδαμε να μην αφήνουν οι κάμερες τους ανθρώπους και τις μάνες, που αναγνώριζαν πως δικαίως ουρλιάζουν, να θάψουν τα παιδιά τους ήσυχα, χωρίς να γίνεται ο πόνος τους σενάριο ταινίας για τις ειδήσεις των οκτώ και οι ίδιοι πρωταγωνιστές στο κινηματογραφικό δράμα «Πάρε με όταν φτάσεις…»… Είδαμε να μην σέβονται τους νεκρούς. Είδαμε να μην σέβονται τους συγγενείς τους. Είδαμε μέχρι και τους ειδικούς ψυχολόγους και λοιπούς «επιστήμονες» να σπεύδουν να μιλήσουν για το πένθος και τη διαχείρισή του πριν καν οι νεκροί αποδοθούν στις οικογένειές τους.

Το μόνο που δεν είδαμε μέσα σε αυτή την Βαβέλ του αποπροσανατολισμού, την πολύβουη φλυαρία των προσχηματικών διαλόγων που περιλαμβάνουν μπόλικο καθεστωτικό οχετό, μικρές δόσεις «επαναστατικής αγανάκτησης» και αρκετή επίκληση στο συναίσθημα, είναι την ανάθεση της υπόθεσης ρητά, σαφώς και ξεκάθαρα σε μια άτεγκτη (;) δικαιοσύνη (;;;), η οποία θα αναλάμβανε να διεξάγει έρευνα οριζόντια και κάθετη, σε βάθος το λιγότερο εικοσαετίας, για να βρει όλων των ειδών τους υπαίτιους που συνεισέφεραν έστω και ένα λιθαράκι στην δημιουργία ενός τέτοιου δυστυχήματος. Μια τέτοια δικαιοσύνη που ή την βλέπουμε πια μόνο στο σινεμά ή τη διαβάζουμε στην βεμπεριανή κοινωνιολογία και αποτελείται από ανεξάρτητους και αδέκαστους δημόσιους λειτουργούς οι οποίοι διακρίνονται από ένα είδος επαγγελματικής ηθικής που βρίσκεται υπεράνω κομμάτων, ιδεολογικών χρωμάτων, ιδιωτικών συμφερόντων, προσωπικών επιδιώξεων ανέλιξης και πράττουν σε κάθε περίπτωση το καθήκον τους, χωρίς να ολιγωρούν μπροστά σε οποιαδήποτε κοινωνική ή πολιτική πίεση. Καλά δεν είδαμε, αλλά μάλλον ούτε θα ακούσουμε αυτό το
περίφημο[3]: «Όνομα, Επίθετο, Επάγγελμα» που πρόφερε με ανέκφραστη φωνή, ο συντηρητικών πολιτικών αντιλήψεων, αλλά αδέκαστος ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης (μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας), κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων των Ανώτατων Λειτουργών του τότε ελληνικού κράτους για την άμεση η έμμεση εμπλοκή τους στην υπόθεση της δολοφονίας του Βουλευτή της αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη. Και ίσως, παρά τις ελπίδες μας, δεν θα το δούμε ούτε θα το ακούσουμε, όχι μόνο γιατί πριν από όλους εκφυλίστηκε η ίδια η δικαιοσύνη, ούτε βεβαίως γιατί οι ηγεσίες δεν εξυπηρετούν παρά ίδια συμφέροντα, αλλά και γιατί οι λαοί έχουν τις κυβερνήσεις που τους αξίζουν.


  Κι αν ένα τέτοιο συμπέρασμα, αδικεί την ελληνική κοινωνία ή είναι υπερβολικά απαισιόδοξο (που η γράφουσα αν και δεν το πιστεύει, θα το ήλπιζε)· σύντομα θα φανεί στις κάλπες… 



[3] Περιλαμβάνεται στην περίφημη ταινία «Z» του Κώστα Γαβρά, σχετικά με τη δολοφονία του Βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη