Της
Ευγενίας Σαρηγιαννίδη*
-«Είχες και στο χωριό σου staycation;
- Βεβαίως! Μόνο που δεν το λέγαμε έτσι...!»
Κωμικός διάλογος σε καφέ της «Αθηναϊκής Ριβιέρας»
στα πλαίσια συζήτησης για την τιμή της ξαπλώστρας,
14/7/24
Λίγες μέρες μετά τη δημοσίευση ενός άρθρου[1] μου στον ιστότοπο slpress.gr αναφορικά με το πως νοηματοδοτούνται οι διακοπές σήμερα επηρεαζόμενες από το lifestyle της εποχής και τα social media, διάβασα τυχαία τον όρο «staycation» σε ένα άρθρο[2]. Ο αρθρογράφος Γιάννης Τσεκούρας συνοψίζει τον ορισμό της έννοιας, όπως αυτός περιγράφεται στο διαδίκτυο: «Ο όρος έχει και σελίδα στη Wikipedia. Εκεί διαβάζουμε πως πρόκειται για μια περίοδο «κατά την οποία ένα άτομο ή μια οικογένεια μένει στο σπίτι του και συμμετέχει σε δραστηριότητες αναψυχής σε απόσταση μιας ημέρας από το σπίτι του και δεν απαιτεί διανυκτέρευση. Στα βρετανικά αγγλικά, ο όρος αναφέρεται όλο και περισσότερο στον εγχώριο τουρισμό: διακοπές στη χώρα, σε αντίθεση με ταξίδια στο εξωτερικό». Επίσης, «οι συνήθεις δραστηριότητες ενός staycation περιλαμβάνουν τη χρήση της πισίνας, επισκέψεις σε τοπικά πάρκα και μουσεία, και συμμετοχή σε τοπικά φεστιβάλ και πάρκα αναψυχής». Σύμφωνα με διάφορα δημοσιεύματα που κυκλοφορούν σχετικά με το θέμα, υποτίθεται πως πρέπει κανείς να φέρει τις διακοπές…στο σπίτι του, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.»
Βεβαίως, τα τελευταία χρόνια είμαστε εξοικειωμένοι με «αγγλισμούς» που έχουν κατακτήσει ισχυρή θέση στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Να λοιπόν άλλη μια, για να μην σταματά η διαδικασία της εκπαίδευσης της σκέψης μας από τις μόδες της εποχής.
Όπως πολύ εύστοχα αναφέρει η κ. Χριστιάνα Στυλιανού σε άρθρο[3] της περιγράφοντας το staycation ως μια απόπειρα ρομαντικοποίησης της φτώχειας: «Όλες αυτές οι «χαριτωμενιές» που ρομαντικοποιούν την φτώχεια και την ανέχεια, δεν αποτελούν λύση, αλλά έναν εμπαιγμό για τους ανθρώπους που παλεύουν καθημερινά να επιβιώσουν.»
Περάσαμε λοιπόν από το πασοκικό χαριτωμένο τραγούδι του Βαγγέλη Γερμανού (1989) «Θάλασσα γυαλί στα μέρη του Μπαλί» στο μεταπασοκικό οριακά προ επίσημης έναρξης της οικονομικής κρίσης (2007) «Θωμά είσαι σπίτι, γιατί σε παίρνω και μιλάει, αν τελικά θα πάμε στη Χαβάη πάρε κι εσύ λεφτά απ’ το σπίτι» που τραγουδήθηκε από την Άλκηστη Πρωτοψάλτη. Λίγο αργότερα στην μεταμνημονιακή, πανδημιόπληκτη Ελλάδα, «Μείναμε Σπίτι. Μείναμε Ασφαλείς», για να φτάσουμε σήμερα στη νεοφτωχομπινεδιάρικη Ψωροκώσταινα να συζητάμε για το λαϊφσταϊλάτο staycation.
Να διευκρινίσουμε ότι στην πραγματικότητα και επί της ουσίας το staycation δεν αφορά καθόλου τον αποκλεισμό κάποιων ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων από την εξωραϊσμένη εκδοχή του ελληνικού καλοκαιριού, όπως την οραματίζονταν οι Ευρωπαίοι «προσκυνητές» – και όχι απλοί τουρίστες – άλλων εποχών, που εμπνέονταν από συγγραφείς όπως ο Jacques Lacarriere και το περίφημο βιβλίο του με τίτλο «Το ελληνικό καλοκαίρι». Αυτό χάθηκε, μαζί με την εμπορευματοποίηση του «μπλε που ξόδεψε ο Θεός για να μην τον βλέπουμε», όπως έλεγε ο Ελύτης. Και το staycation είναι εν μέρει το τίμημα αυτής της εμπορευματοποίησης του «περίφημου» τουριστικού προϊόντος μας, που συνοψιζόταν στο τρίπτυχο «sea, sex and sun» στο οποίο για τους «κουλτουριάρηδες» προστίθετο λίγη σάλτσα αρχαιότητας και ιστορίας.
Διότι, όταν κοστολογείς τα πάντα, ξεπουλάς τα πάντα και καταναλώνεις τα πάντα, θα πρέπει να έχεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου πως κάποια στιγμή το εμπόρευμα που εσύ δημιούργησες ευτελίζοντας τον πολιτισμό, την ιστορία και το φυσικό πλούτο σου κάποια στιγμή δεν θα έχεις την οικονομική δυνατότητα ούτε καν εσύ ο ίδιος (ή τα παιδιά σου) να το αγοράσεις. Όπως επίσης θα πρέπει να αναμένεις πως θα βρεθούν ανταγωνιστές να αξιοποιήσουν τα τουριστικά προσόντα που έχουν και ομοιάζουν με τα δικά σου (δες Τουρκία, Μάλτα κλπ.). Γιατί πριν φτάσουμε στο staycation είχε ήδη μετατραπεί σε μυκονιάτικο beach bar τύπου «super paradise» «το περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι», όπου «διψάσαμε το μεσημέρι μα το νερό γλυφό». (Σεφέρης, «Άρνηση»). Τώρα βρίσκεις όχι μόνο παγωμένο νερό, αλλά και cocktail και finger food και milk shake και ότι τραβάει η ψυχή σου.
Ήδη κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Γ. Παπαμιχαήλ έγραφε σε ένα άρθρο του με τίτλο «ο Ζορμπάς πέθανε», πως η μαζικοποίηση του τουρισμού θα οδηγούσε ντετερμινιστικά στην παρακμή του. Όπως σημείωνε τη δεκαετία του ’70 - στα τέλη, εκεί που «η μεταπολίτευση αποκατέστησε τη δημοκρατία…» (sic) - o EOT χρησιμοποιούσε ως διαφημιστικό σποτ στην Γαλλία την φράση «Η Ελλάδα σας ανήκει» για να προσελκύσει τους τουρίστες της εποχής. Προφητικό σύνθημα πολλαπλώς, θα σημειώναμε, μιας που, από την μεταπολίτευση έως και το μνημονιακό σήμερα, η Ελλάδα, όλο και περισσότερο, ανήκει σε άλλους και όχι στους Έλληνες…
Θα ήταν όμως χρήσιμο να γυρίσουμε το χρόνο λίγο πίσω· στην ιστορία του σχετικά πρόσφατου νεοελληνικού, ιδιωτικού βίου. Αφενός για να μην ξεχάσουμε, με τον βομβαρδισμό που επιδέχεται ο νους μας από όλους αυτούς τους νεολογισμούς – αγγλισμούς, να θυμόμαστε, να σκεφτόμαστε και να νιώθουμε. Αφετέρου, για να διευκρινίσουμε πως το staycation ως κοινωνική πρακτική και διαχείριση του ελεύθερου χρόνου, δεν είναι μόνο μια υπόθεση ρομαντικοποίησης της φτώχειας, όπως πολύ ορθά αναφέρει η κ. Στυλιανού στο προαναφερόμενο άρθρο της. Θα προσθέταμε πως δεν είναι μόνο μια απόπειρα να μας πείσουν πως «ότι δεν μπορείς να αποφύγεις απόλαυσε το», πως δεν είναι μόνο μια προσπάθεια «την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι», να «διακοπάρουμε» (!) εντός της κατοικιδιοποιημένης συνθήκης μας, αλλά περισσότερο και πάνω από όλα πρόκειται για ένα εγχείρημα λαϊφσταϊλοποίησης (για να τολμήσουμε κι εμείς έναν νεολογισμό) της οικονομικής στενότητας, παράλληλα με την εμπορευματοποίηση των νοοτροπιών και των συνειδήσεων σε διαταξικό επίπεδο.
Με άλλα λόγια, πολύ ρετρό η φράση: «Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί»:
Γιατί αν σήμερα δεν μπορείς να πάρεις το ιδιωτικό σου γιωτ να σε πάει Χαβάη, Μαλδίβες, Μπαλί ή έστω να επιβιβαστείς στο συμβατικό αεροπλάνο για μια «εξωτική» Ταϋλάνδη, υπάρχουν στην «Αθηναϊκή Ριβιέρα» (sic!) ομώνυμα beach bar με ανάλογη «typical greek» μουσική στη διαπασών (π.χ. Γιαχαμπίπι κλπ.), για να ζήσεις κι εσύ στοιβαγμένος σε ξαπλώστρες, που στην πλειοψηφία τους τις πληρώνεις πανάκριβα και μάλιστα ανάλογα με την χωροταξική τους διαρρύθμιση χωρίζονται σε «Α΄ Ζώνη», «Β΄ Ζώνη» κ.ο.κ. (για να νιώσουμε και λίγο Μονακό βρε αδερφέ, μιας που υπάρχουν στον κόσμο και άλλες «Ριβιέρες» εκτός από τη δική μας…), μέσα σε μια θάλασσα, που όταν δεν είναι διακοσμητική (γιατί πολλές από αυτές έχουν χαρακτηριστεί από κόκκινες έως μπορντώ από τα βακτηρίδια), βλέπεις μέσα της περισσότερα κεφάλια από νερό. Άσε που μπορείς να αισθανθείς την κοσμοπλημμύρα ενός «κοσμοπολίτικου προορισμού» κολλημένος στην κίνηση ή ψάχνοντας να βρεις «πάρκινγκ στον ήλιο» ανάμεσα σε χιλιάδες αυτοκίνητα. Και όλα αυτά βεβαίως για να ζήσεις «αλά ελληνικά» την λαϊφσταϊλάτη εκδοχή των staycation διακοπών σου….
Αλήθεια, τι ήταν παραδοσιακά οι διακοπές και ποια η σχέση τους με το ελληνικό καλοκαίρι; Πως φτάσαμε από το ρομαντικό ιδεώδες του «δικαιώματος στην τεμπελιά» (Λαφάργκ) στο δικαίωμα στις διακοπές το οποίο, όταν το αποστερούμαστε, μας δημιουργεί την ψυχική ανάγκη να εκλογικεύσουμε την «άγια φτώχεια» με νεολογισμούς τύπου staycation;
Αλήθεια, όταν υπήρχαν διακοπές, για ποιους ήταν;
Θυμάμαι έναν πατέρα δικηγόρο, που συμβούλευε το γιο του να γίνει καθηγητής ή δάσκαλος για να έχει διακοπές το καλοκαίρι, μιας και στην Ελλάδα σχεδόν αποκλειστικά η μόνη επαγγελματική κατηγορία που έκανε διακοπές για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν οι εκπαιδευτικοί. «Θυμάμαι» διάφορα … μιας και η συλλογική μνήμη δεν έχει σβήσει εντελώς και κάτι έχει απομείνει μέσω αφηγήσεων και ελληνικών ταινιών για τους κάτω των σαράντα να μνημονεύουν και να επικαλούνται, ακόμα κι αν οι ίδιοι δεν τα έχουν ζήσει προσωπικά. Κάπως έτσι και από την πλευρά μου «θυμάμαι»… «τα μπάνια του λαού» τις Κυριακές. Θυμάμαι τις καρότσες των φορτηγών φορτωμένες με ανθρώπους που κρέμονταν σαν τσαμπιά με προορισμό τις πλησιέστερες παραλίες. Θυμάμαι πως οι διακοπές ήταν κυρίως για τα παιδιά. Πολλές φορές όμως ούτε καν γι’ αυτά, γιατί οι σχολικές διακοπές σήμαιναν για τα παιδιά απασχόληση στις οικογενειακές δουλειές, όπου βοηθούσαν όπως μπορούσαν τους γονείς τους. Θυμάμαι πως 2,5 μήνες το καλοκαίρι στο χωριό (για πολλούς βουνίσιο χωριό και όχι θαλασσινό), τα παιδιά περνούσαν τις διακοπές με τους παππούδες και τις γιαγιάδες, ενώ οι γονείς πήγαιναν επίσκεψη κανένα Σαββατοκύριακο με το ΚΤΕΛ, οι πιο προνομιούχοι με ταξί – και σπανίως με αυτοκίνητο. Θυμάμαι τους πατεράδες να μένουν πίσω και να δουλεύουν και να στέλνουν «τη γυναίκα με τα παιδιά» κάπου να παραθερίσει, «για να έρθουν σε επαφή με την φύση τα παιδιά που κατοικούσαν σε αστικά κέντρα». Θυμάμαι στο «Δέντρο που πληγώναμε» (Αβδελιώδης), όλα τα παιδιά ενός ορεινού χωριού της Χίου, μαζί με συνοδούς ενηλίκους, να κατηφορίζουν στην πιο κοντινή παραλία για να τσαλαβουτήξουν στη θάλασσα μαζί με το αυτοκινούμενο όχημά τους, τον γάιδαρο. Θυμάμαι τους ασχολούμενους με αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες να λένε: «Που να πάω εγώ παιδάκι μου; Που να αφήσω τα ζώα ή το μποστάνι μου;» - και δεν έφευγαν από τον τόπο τους σχεδόν ποτέ, παρά μόνο αν υποχρεώνονταν για λόγους υγείας, ή εξαιτίας πολιτικών διώξεων (παλαιότερα) ή για λόγους κοινωνικών υποχρεώσεων (αρραβώνες, γάμους κλπ.).
Παλαιότερα λοιπόν, οι άνθρωποι δεν έκαναν ούτε vacation, ούτε staycation. Απλώς δεν μετακινούνταν τόσο πολύ και τόσο συχνά. Έβγαιναν, κυκλοφορούσαν, δεν ήταν όλο το χρόνο κλειδαμπαρωμένοι σε τσιμεντένια κουτιά, αλλά δεν ταξίδευαν. Και όσοι ταξίδευαν το έκαναν συνήθως για λόγους δουλειάς (ναυτικοί, έμποροι) και επιστρέφοντας έφερναν τις εμπειρίες τους από τους κοντινούς ή μακρινούς «άλλους κόσμους» που είχαν επισκεφτεί, στους συντοπίτες τους. Πολλοί από αυτούς τους παλαιούς Έλληνες, που δεν έπασχαν από εξωτισμό, που δεν εκλογίκευαν ούτε δικαιολογούσαν τη φτώχεια τους, σαν να ήταν ντροπή, απλά ζούσαν τη ζωή τους, δεν είχαν ταξιδέψει για μεγάλο μέρος του βίου τους, ούτε μέχρι την πλησιέστερη κωμόπολη του Νομού που υπαγόταν το χωριό τους. Ο Χρηστοβασίλης στο διήγημά του «Ο Κουτσογιάννης στα Γιάννινα» περιέγραφε τον κεντρικό ήρωα, νεαρό κτηνοτρόφο, με τα εξής λόγια: «Ο Κουτσογιάννης ήταν ο αγριάνθρωπος του χωριού, το σκιώρισμα των λόγγων, των λάκκων και των πλαγιών. Είχε γίνει είκοσι χρονών και δεν ήξερε τι θα ειπεί Γιάννινα, αν και το χωριό του δεν ήταν πλειότερο από έξη ώρες μακριά απ’ αυτή την πολιτεία.»[4]
Και προφανώς το νόημα της υπενθύμισης όλων αυτών δεν είναι μια επιστροφή πίσω στο χρόνο, ούτε μια ρομαντική εξιδανίκευση του παρελθόντος, αλλά η επισήμανση πως υπάρχουν πολλοί τρόποι ένας άνθρωπος να διαχειριστεί τον ελεύθερο χρόνο του, αν βεβαίως τον έχει, γιατί του τον στερούν κι αυτόν με ποικίλους τρόπους (π.χ. με συνθήκες εργασιακής δουλειάς ή από την άλλη μεριά με μετατροπή του ελεύθερου χρόνου σε κενό χρόνο κλπ.). Και οι τρόποι αυτοί δεν διέρχονται μονόδρομα από τις μαζικοποιημένες ευκαιρίες καταναλωτισμού αγαθών και υπηρεσιών ή από τις εκάστοτε μόδες της εποχής, που μετατρέπουν σε εμπορευματοποιημένο lifestyle (κοστολογημένο ακριβά ή φθηνά, ανάλογα τις δυνατότητες του καθενός), όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής.
Γιατί ίσως αυτό που μας βυθίζει στην πολυτελή ή φτωχική μιζέρια μας είναι πως ξεχάσαμε να ζούμε «απλά και όμορφα»…
Ή ακόμα πως ξεχάσαμε και εγκαταλείψαμε τα «Ψηλά Βουνά» (Ζαχαρίας Παπαντωνίου)…