Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

Περί καφενειακών συζητήσεων...


του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη
  ΠΗΓΗ

Ορισμένες φορές οι θεολογικές συζητήσεις –σε ημερίδες, συνέδρια η συμπόσια– φέρνουν στον νου την ατμόσφαιρα του παραδοσιακού καφενείου. Δεν θυμίζουν, δηλαδή, ναό μέσα στον οποίον επιτελείται η «λειτουργία του Λόγου», δηλαδή η μύηση στην κοινωνία, γνώση και προσκύνηση του μυστηρίου της σαρκώσεως του Θεού Λόγου. Για να εξηγηθή κάπως αυτή η, ίσως προκλητική, άποψη είναι χρήσιμο να δώσουμε μια περιγραφή του «ελληνικού καφενείου», όπως φυσικά εμείς αντιλαμβανόμαστε την καθημερινή λειτουργία του.
Πρέπει να ομολογηθή ότι οι συζητήσεις στα παραδοσιακά καφενεία είναι απολαυστικές. Εκεί αντιμετωπίζονται και «λύνονται» όλων των ειδών τα προβλήματα πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, εκκλησιαστικά, ακόμη και επιστημονικά. Μέσα στην ατμόσφαιρα του καφενείου όλοι αποκτούν κάποια αίσθηση ειδικότητας η έστω στοιχειώδους επάρκειας για όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο καφές, το ποτό και η ανάγκη να βρεθή θέμα για συζήτηση γεννούν απόψεις και κριτικές αποτιμήσεις για όλους και για όλα.

Στους θαμώνες του καφενείου είναι δυνατόν να διαπιστώση κανείς διάφορες ποιότητες ανθρώπινων συμπεριφορών, τις οποίες σχηματικά μπορούμε να τις κατατάξουμε σε τρεις κατηγορίες:

Στην πρώτη ανήκουν οι σοβαροί συζητητές, αυτοί που έχουν γνώσεις και ευαισθησίες.

Στην δεύτερη ανήκουν οι πρόχειρα ενημερωμένοι «ειδήμονες», που έχουν για όλα τα θέματα γνώμη και κρίση, και μάλιστα συνήθως αιχμηρή.

Στην τρίτη, τέλος, κατηγορία ανήκουν αυτοί που θέλουν απλώς να περνάνε καλά και είναι αδιάφοροι για ιερά και όσια και για ό,τι ξεπερνά τις σωματικές αισθήσεις τους.

Οι πρώτοι –που αποτελούν την μειοψηφία– στις συζητήσεις τους θυμούνται συνήθως το παρελθόν, το κρίνουν, λυπούνται η χαίρονται γι’ αυτό, αλλά έχουν και την δυνατότητα να σχολιάζουν με οξυδέρκεια το παρόν. Αυτοί συνήθως αγαπούν την ιστορία και είναι ευαίσθητοι στις ταλαιπωρίες των ανθρώπων. Σέβονται τα ιερά που διασώζει η παράδοσή μας. Είναι γερά θεμελιωμένοι στο παρελθόν, χωρίς όμως να χάνουν την επαφή με την σύγχρονη πραγματικότητα. Γι’ αυτούς το καφενείο λειτουργεί σαν μια «μικρή αγορά του δήμου», σαν χώρος ζύμωσης απόψεων και διαμόρφωσης της λεγόμενης κοινής γνώμης.

Για την δεύτερη και την τρίτη κατηγορία –που αποτελούν την πλειοψηφία– το καφενείο δεν λειτουργεί σαν «μικρή αγορά του δήμου». Δεν είναι χώρος σύγκρουσης η ζύμωσης απόψεων. Είναι μόνον ένας τρόπος να «σκοτώνεται η ώρα», να περνά ο χρόνος χωρίς την αίσθηση του υπαρξιακού κενού, χωρίς την κατά πρόσωπον αντιμετώπιση των βασανιστικών ερωτημάτων για το νόημα της ζωής.

Κάποιοι από αυτούς, χωρίς να μιλούν, απλώς «αγοράζουν λόγια», για να έχουν με κάτι να απασχολούν τον νου τους.

Κάποιοι άλλοι δήθεν θυμώνουν με τις νοοτροπίες, τα έργα και τα λόγια των ανθρώπων της επικαιρότητας, χωρίς όμως να διακατέχονται από βαθύ πόνο η έστω από πραγματικό κοινωνικό ενδιαφέρον. Απλώς ο θυμός τους τους δίνει την αίσθηση κάποιου κύρους η μια ψευδαίσθηση ζωής με νόημα.

Γι’ αυτές τις κατηγορίες των θαμώνων ο χώρος του καφενείου χρησιμοποιείται μόνον ως θάλαμος ψυχολογικής αποσυμπίεσης, ως θεραπευτήριο των εφήμερων αισθημάτων, κυρίως ως παυσίπονο για τα άλγη της ανίας. Γι’ αυτούς υπάρχει μόνο το σήμερα με τα πάθη και τα «λόγια» του. Το παρελθόν, ειδικά η διδακτική ιστορία, τους είναι άγνωστη η ανεπιθύμητη. Αν ορισμένοι από αυτούς διαθέτουν κάποια ευαισθησία, πνίγονται στα άγχη της σύγχρονης πραγματικότητας.

Γι’ αυτό πάντα μιλούν για την ανάγκη του εκσυγχρονισμού, ώστε το «ρωμαίϊκο» να μην είναι μόνιμα ουραγός της Ευρώπης. Μέσα στο εκσυγχρονιστικό πάθος τους, μάλιστα, θέλουν αλλαγές ακόμη και στην Εκκλησία. Θέλουν η «συντηρητική», κατά την γνώμη τους, Εκκλησία μας να περάση στην «μετα-πατερική θεολογία», να συναντηθή με την εποχή μας και να βρή τις «συνάφειές» της με όλα τα σύγχρονα θρησκευτικά και αντιθρησκευτικά ρεύματα, με τα κοινωνικά συστήματα (μαρξιστικά η φιλελεύθερα), καθώς και με τις απόψεις της σύγχρονης επιστήμης.

Ήδη όμως περάσαμε σε «καφενειακές» θεολογικές συζητήσεις... Ας δούμε, λοιπόν, με συντομία τις αντιστοιχίες τους με όσα προαναφέραμε για την ατμόσφαιρα των παραδοσιακών καφενείων.

Υπάρχουν θεολογικές συνάξεις –ημερίδες η συνέδρια– που είναι πράγματι μυσταγωγίες. Αυτό εξαρτάται από το θέμα τους, αλλά πρωτίστως από τους εισηγητές τους. Υπάρχουν όμως και άλλες συνάξεις που δημιουργούν προβληματισμούς και απορίες όχι γιατί τάχα διευρύνουν την σκέψη μας, ανοίγοντάς την σε άγνωστους μέχρι τώρα δρόμους θεολογικής σκέψεως και εκκλησιαστικής ζωής, αλλά γιατί δεν μπορεί να χωρέση το μυαλό μας τις παραμορφωτικές επανερμηνείες και το μέγεθος της παραχάραξης απλών βιωμένων αληθειών της πίστεώς μας, που είναι θεμέλιο της εκκλησιαστικής ζωής.

Συνήθως, πάντως, σε όλες τις θεολογικές συνάξεις υπάρχουν εισηγητές με γνώση, πείρα και ευαισθησίες, οι οποίοι γνωρίζουν τα όρια της επιστημονικής έρευνας, την οποία διαχωρίζουν από την διατύπωση ατομικών οραματισμών για το μέλλον της Εκκλησίας και του κόσμου.

Γνωρίζουν την μεγάλη σημασία που έχει η μελέτη της ιστορίας, την οποίαν ερευνούν απροκατάληπτα και μέσα από την έρευνά της προσδιορίζουν το περιεχόμενο των όρων με τους οποίους περιγράφηκε η ζωή της Εκκλησίας και διατυπώθηκε η θεολογία της.

Υπάρχουν όμως ορισμένοι που δεν αναπαύονται σ’ αυτήν την περιοριστική επιστημονική εργασία. Αγαπούν τις «υπερβάσεις» και τα «ανοίγματα». Αυτά όμως απαιτούν εμπειρικούς γνώστες της θεολογίας μας. Απαιτούν θεολόγους-προφήτες της νέας χάριτος. Αν, λοιπόν, θέλουμε μια τέτοια σύγχρονη θεολογία, για να είναι ορθόδοξη, δηλαδή σωστική, θα πρέπει να την αναμένουμε από σύγχρονους προφήτες, δηλαδή από θεόπτες πατέρες. Γιατί μόνον αυτοί, λόγω της εμπειρικής γνώσεως του Θεού που διαθέτουν, μπορούν να εκφράσουν με πιστότητα την εν Χριστώ αποκάλυψη, χρησιμοποιώντας, μαζί με τους καθαγιασμένους όρους της πίστεως μας, και εκφραστικά μέσα από το πολιτισμικό περιβάλλον της μεταμοντέρνας εποχής μας.

Δυστυχώς όμως, στους κόλπους της Εκκλησίας, από αιώνων, υπάρχουν πολλοί που αυτοθεωρούνται ειδήμονες για θέματα που είναι πολύ πάνω από τις δυνατότητές τους η έξω από την εμπειρία τους. Έτσι, για γεγονότα, των οποίων δεν είναι αυτόπτες, έχουν άποψη και η κριτική που ασκούν στους αντιφρονούντες είναι συνήθως αιχμηρή. Γι’ αυτό ο Μ. Βσίλειος, ήδη από την εποχή του, διαπίστωνε «πολλήν τινα και υπερβάλλουσαν την τε προς αλλήλους και την προς τας θείας Γραφάς διαφωνίαν των πολλών». Κι’ αυτό οφειλόταν στο ότι πολλοί απομακρύνονταν από την διδασκαλία του Χριστού και προσπαθούσαν να επιβάλλουν «λογισμούς τινας και όρους ιδίους».

Αυτοί που αγαπούν τις «υπερβάσεις» και τα «ανοίγματα» συνήθως δεν αγαπούν την ιστορία η την μελετούν με καχυποψία, χρησιμοποιώντας ως κριτήρια απόψεις από το σύγχρονο κοσμικό περιβάλλον.

Ορισμένοι μάλιστα μιλούν με έναν μάλλον προσποιητό θυμό, γι’ αυτούς που περιχαρακώνουν την Εκκλησία από τον κόσμο και αλλοιώνουν έτσι τον αυθεντικό Χριστιανισμό.

Αυτοί, επίσης, διαπιστώνουν στους αγίους Πατέρες αντιφεμινισμό και ενσπείρουν αμφισβήτηση για το κύρος των Οικουμενικών Συνόδων, λέγοντας ότι ήταν υποκείμενες στις ιδιοτελείς επιδιώξεις των αυτοκρατόρων. Σαν να μην ενεργούσε μέσα στους αγίους Πατέρες, που συγκρότησαν αυτές τις Συνόδους, η λαμπηδόνα του Αγίου Πνεύματος.

Οι «ανοικτοί» θεολόγοι στην θέση της ιστορίας έχουν βάλει τα σύγχρονα θρησκευτικά, κοινωνικά και επιστημονικά ρεύματα, στα οποία θέλουν να βρίσκουν «συνάφειες» με την θεολογία της Εκκλησίας.

Αυτές οι «συναφειακές» θεολογικές συζητήσεις, για κάποιους είναι αποτέλεσμα ποιμαντικού και θεολογικού πόνου, για κάποιους άλλους, όμως, μάλλον είναι αναπλήρωση ψυχικού κενού η αποφόρτιση ψυχολογικής έντασης, όπως οι συζητήσεις στα παραδοσιακά καφενεία για τους ψυχολογικά φορτισμένους θαμώνες τους. Οι συζητήσεις αυτές τους αποφορτίζουν από το άγχος που αισθάνονται για την «πτωχή Ορθοδοξία», στις επαφές που έχουν με την πλούσια Δύση.

Εννοείται φυσικά ότι αυτό συμβαίνει, όταν δεν αισθάνονται τον δικό τους άφθαρτο θεολογικό και εκκλησιαστικό πλούτο.

Πάντως, αυτές οι συζητήσεις μας βοηθούν να γνωρίσουμε κάπως τα πνεύματα των καιρών, αλλά μας επισημαίνο