Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

«Δεν είμαστε οι εφοπλιστές του δρόμου»[: Σβήνουμε μαζί με τα αυτοκίνητά μας...


Από ΛΙΣΤΟΝ
 

Πίσω από τα εκατοντάδες φορτηγά αυτοκίνητα, τις νταλίκες και τα βυτιοφόρα που βρίσκονταν χθες παρατεταγμένα σε ουρές χιλιομέτρων, βρίσκονται ανθρώπινες ιστορίες.
Γραμμένες πίσω από τα βολάν, με 12 έως και 15 ώρες καθημερινής οδήγησης.
Δεν μπορούν πλέον να κοιτάξουν μπροστά. «Χρόνο με τον χρόνο σβήνουμε», λένε επαγγελματίες οδηγοί Οπως είπαν στην «Ε» οι επαγγελματίες οδηγοί που μίλησαν, «δεν είμαστε οι εφοπλιστές του δρόμου». Η αγανάκτηση σε όσα είχαν να πουν δεν έκρυβε τόσο οργή όσο φόβο και αβεβαιότητα για το μέλλον.

Οι περισσότεροι δυσκολεύονταν να μιλήσουν. «Παιδιά, ό,τι πουν οι πρόεδροι, εμείς τσιμουδιά».

Μανώλης Πανάγος


«Ο κόσμος λέει ότι κονομάμε λεφτά. Οτι είμαστε οι εφοπλιστές του δρόμου. Να 'ταν έτσι. Δουλεύουμε από 12 έως 15 ώρες καθημερινά. Διακοπές έχω να κάνω εννιά χρόνια. Σηκώνομαι από τις 5 το πρωί και δεν θα γυρίσω ούτε στις επτά ούτε στις εννιά ούτε στις 12. Πολλές φορές δεν ξέρω καν πότε θα γυρίσω. Στους δρόμους, κούραση, άγχος και επικινδυνότητα. Τα μάτια μου, όχι 14 αλλά 1.014. Να προσέχω διαρκώς στους καθρέφτες μη χτυπήσω κάποιον. Το στομάχι μου σφίγγεται και το νιώθω να ...ανεβοκατεβαίνει», λέει ο Μανώλης Πανάγος σαν να το ξαναζεί.

«Σηκώνομαι από τις 5 το πρωί και δεν θα γυρίσω ούτε στις 7 ούτε στις 9 ούτε στις 12. Πολλές φορές δεν ξέρω καν πότε θα γυρίσω», λέει ο οδηγός Μανώλης Πανάγος «Τα νεύρα μου τεντώνονται και όταν σου λέω τεντώνονται, τεντώνονται», συνεχίζει σφίγγοντας γροθιές και δόντια. «Και μετά να με παίρνουν στο τηλέφωνο και μου λένε, "άργησες" και "δεν έχεις πάει ακόμα;" και "να πας" και "θα χάσεις τη δουλειά σου εάν δεν πας" κ.λπ.

»Δεν καθόμαστε σε ένα κάθισμα με το ερκοντίσιον, όπως φαίνεται. Δουλεύουμε πολλές ώρες σε δύσκολες συνθήκες. Εχουμε ένα σωρό προβλήματα. Με τους πελάτες, στα εργοστάσια, στα λιμάνια κ.λπ. Ομως όλα αυτά είναι μέρος της δουλειάς. Λογικό να υπάρχουν και γι' αυτό ποτέ δεν αντιδράσαμε γι' αυτά. Ομως κόσμος τα έχει μαζί μας», επαναλαμβάνει διαρκώς με παράπονο. «Δεν είμαστε ούτε οι κακοί ούτε οι αλήτες.

Οι περισσότεροι είμαστε οικογενειάρχες και νοικοκύρηδες άνθρωποι», λέει φέρνοντας ως παράδειγμα ένα κοντέινερ.

«Μας ρωτάνε, γιατί να θέλει αυτό το κοντέινερ 1.200 ευρώ για να πάει στη Θεσσαλονίκη, ενώ το καράβι θα το φέρει από τη Σανγκάη με 1.500 ευρώ. Το καράβι όμως θα πάρει από 7 έως 20 χιλιάδες ευρώ. Εγώ από Θεσσαλονίκη θα γυρίσω άδειος. Χωρίς δουλειά να κατεβάσω. Από τα 1.200 που θα πάρω, τα 800 θα πάνε σε καύσιμα και διόδια. Μόνο σε διόδια φεύγουν 150 ευρώ. Ενα φορτηγό αυτοκίνητο φορτωμένο καίει ανά 2 χλμ. 1 λίτρο πετρέλαιο. Υπολόγισε την τιμή του πετρελαίου και τα 1.000 χλμ. Αθήνα - Θεσσαλονίκη. Επειτα με το που βάζουμε μπρος, θέλουμε 150 ευρώ σε εφορίες και ασφάλειες ημερησίως», λέει και προσθέτει αναλυτικά:

«1.800 ευρώ στην ασφάλεια, 830 ευρώ ανά δίμηνο στο ΤΣΑ, τέλη κυκλοφορίας 1.000 ευρώ και η σύνταξή μας είναι 670 ευρώ. Χρόνο με το χρόνο σβήνουμε μαζί με τα αυτοκίνητά μας. Εάν ψηφιστεί ο νόμος, τελειώσαμε. Με την απελευθέρωση θα μπουν στην αγορά οι μεγάλες εταιρείες κι εμείς θα σβήσουμε. Γιατί; Είναι αμαρτία».


«Ολα πάνω μας ξεσπάνε. Κουβαλάμε εμπορεύματα εκατομμυρίων για χιλιάδες χιλιόμετρα και με ελάχιστα ευρώ», λέει ο Μιχάλης Μπαξεβανάκης :

«Κουβαλάμε εμπορεύματα εκατομμυρίων για χιλιάδες χιλιόμετρα και με ελάχιστα ευρώ. Υποθήκη έβαλα το σπίτι της οικογένειάς μου για να πάρω το φορτηγό να δουλέψω. Να μην είμαι άνεργος, να μη γίνω κλέφτης. Περιουσία 150 χιλ. ευρώ στον δρόμο. Είμαι 33 χρονώ», λέει και σηκώνει το πόδι του δείχνοντας τη σκισμένη σόλα σε ένα ήδη φθαρμένο παπούτσι. «Τη στιγμή που σου μιλάω έχω ένα χρόνο να πληρώσω το ΤΣΑ. Είμαι ανασφάλιστος. Εχω μια εβδομάδα που παντρεύτηκα και δεν μπορώ να βάλω τη σύζυγο στο βιβλιάριό μου. Διακοπές ξεχασμένες. Βλέπω παιδιά με εγκεφαλικά και εμφράγματα. Κοίτα εμάς. Δυο μέτρα λεβέντες και όμως πέφτουμε κάτω σαν τα κοτόπουλα.

»Ολα πάνω μας ξεσπάνε. Αισθανόμαστε ξοφλημένοι. Εάν μας δινόταν η δυνατότητα να πουλήσουμε και να πάρουμε τα λεφτά, να ξεχρεώσουμε και να πάμε να γίνουμε υπάλληλοι των 1.000 ευρώ σε κάποιο γραφείο, θα είχαμε φύγει. Ομως εγκλωβιστήκαμε. Εχουμε ένα κράτος που δεν μας δίνει υποδομή να δουλέψουμε, αλλά όχι και να μας πάρουν και τις άδειες. Πώς θα πάω εγώ να πω σε μια γριά γυναίκα, ξέρεις κάτι, μάνα, χάσαμε το σπίτι, πρέπει να βρούμε αλλού γιατί μας βγάζουν έξω. Χάσαμε το αυτοκίνητο! Το μηχανάκι που έχεις και γράφει μπορεί να μην το βλέπει, όμως το βλέπεις εσύ», λέει και δείχνει τα χέρια του που έχουν ανατριχιάσει. *