Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ Ο ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ


Του Ηλία Σιαμέλα
Και να ‘ναι,
Του ποταμού ο αντίλαλος
Αντίθετα και μόνος …


ΠΟΙΗΤΗΣ
Κύλα Αλφειέ, γέρο σοφέ, σιγά, σιγά, τα όνειρά σου
Είναι ο άνεμος γλυκός, γλυκιά είναι η καρδιά σου
Κι εγώ, θα ξανασάνω στο δεντρί, σ τον ίσκιο τον κρασάτο
Και θα φιλώ την ομορφιά, στο πρόσωπό σου το δροσάτο
Μα να π’ ακούγεται λαλιά, στο ξάγναντο του Μύλου,
Που ανεβαίνει στο βουνό, με τα φτερά του ήλιου
Είν’ ένα πουλί μοναχικό, κρυφό καμάρι της καρδιάς σου
Στο Λύκαιο πάνω σα περισκοπεί, και θρέφει τ’ όνομά σου
Κρατά τη μελωδία τ’ αηδονιού, τ’ ανύχτωτα όνειρά σου
Σα σκύβει και σα λούζεται στη δροσερή αγκαλιά σου
Όραμα να ήτανε σ τα μάτια μου, στίχοι με σμίλη χαραγμένοι,
Υπέρλαμπροι, σα χάραμα, στα χρώματα λουσμένοι
Νύμφες γυμνές κρυφόπαιζαν, στον ώριο καλαμιώνα
Χρυσάφι είχαν στα χείλη τους, ασημονέρια στα λαγόνια
Και η Αρέθουσα μακριά, πηγή, μες των δεντριών τα κλώνια,
Στης Ορτυγίας τον παράδεισο, ακοίμητη ανάπνια κι αιώνια…

Εκεί ήσουν Αλφειέ, στη σκέψη μου και στη γαλήνια την καρδιά μου
Όταν σε είδα ξάφνου να πονάς, απ’ ένα σπυρί στα σωθικά σου
Πως όταν σε ζώνει το θεριό, κι ανατριχιάς σαν ο οσκρός κεντρίζει
Ένα κοπάδι είναι όλοι αυτοί, πολιτικοί, αχόρταγοι, και σκύλοι
Και σαν την όχεντρα οι οχτροί, κρατικοδίαιτοι και οι ψύλλοι
Θλίψη αμέτρητη σκορπoύν, περίπτυστο καρτέρι του θανάτου
Αποκοντά κι οι άνθρωποι απόχτησαν, τη μυρωδιά του βάλτου
Μαυροντυμένο το νερό , κι ο δρόμος μας σκοντάφτει στην νωθρότη
Αυτή που ο αμορφοποίητος εσμός, μαζί της βαδίζει προς τα σκότη
Ω, ποταμέ και να ξανάνιωνες, σε μια μειλίχια εποχή να ζούσες
Της Αρκαδίας πάλε να γινόσουν η ηχώ, και στην ψυχή της να κυλούσες

ΠΟΤΑΜΟΣ
Ναι, ήμουν καθάριος κάποτε, και νύμφες λούζονταν στα νερά μου
Τα δέντρα ολοπρόθυμα, ακόμη και οι σκιές λαλούσαν τ’ όνομά μου
Παιγνίδια με τον ήλιο στήναμε, σ’ απάτητες κι απόμακρες γωνιές
Κι οι χρυσαφένιες πέστροφες ζευγάρωναν, κάτω απ’ τις τιλιές
Κοντά και οι βουκόλοι σα ροβόλαγαν, αφήνοντας τις στρούγκες
Κοπάδια έφερναν να πιουν, να δροσιστούν στις γούρνες
Φωνές που με συντρόφευαν, ζωή παντού και λιόχαρα λουλούδια
Μαζί και οι ποιμενίδες, π’ έφερναν του κόσμου τα καλούδια
Στήθη στητά σπαρτάριζαν, και άνθιζαν στων εραστών τις φούχτες
Την ώρα που ο κότσυφας κελάηδαγε πάνω στων καλαμιών τις φούντες
Και σαν η πάχνη αναδευότανε και σκέπαζε τη ντροπαλή ψυχή μου
Κι ο έρωτας κυκλόφερνε και στέναζε στη σκοτεινή αυλή μου
Τότε του Ιόνιου τα νερά, μ’ ανείπωτη λαχτάρα τα περνούσα
Και τις αλίπλακτες Σικελικές ακτές, ακράτητα φιλούσα

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ω, ποταμέ, θύμα και φτύσμα των καιρών και της παραφροσύνης
Ωραία ήταν η γη που σε ανάδειξε, φωλιά της καλοσύνης
Τρογύρω σου οι θεοί, ο ουρανός, οι άνθρωποι και οι μύθοι
Της Αρκαδίας η ύπαιθρο, τα βοσκοτόπια και η γαλήνια φύση
Οι ευωδιές απ’ τους καρπούς και τα δεντρά, να σμίγουν στον αέρα
Κι ο βοσκός στο ένα χέρι το γιδοράβδι να κρατά, και τ’ άλλο τη φλογέρα…

ΠΟΤΑΜΟΣ
-ΝΑΙ, Ποιητή, στο αιώνιο διάβα μου, τι χίλια καλά κι αν είδα
Τι κι αν έζησα την Αρμονία του καλού, και χόρτασα της Άνοιξης τα μύρα
Τώρα μπροστά σε βάρβαρα μάτια θα μιλώ, και με πρησμένα χείλια
Βρισιά στον έναστρο ουρανό, γροθιά στης ποίησης τα στήθια

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ω, συμφορά κακή, της μοίρας τα παιχνίδια, τα ανούσια
Και οι άνθρωποι μια σπιθαμή, τσιμπάνε σαν κουνούπια
Στάχτη φυτρώνει γύρω μας, σκοτάδι και πανούκλα
Μασκαρεμένοι οι στοχαστές, και η Ελλάδα δούλα
Ω Αλφειέ, η φύση που αγάπησες κι έθρεψες είναι πια νεκρή
Μια συνοικία δολοφόνων, οργώνει δίπλα σου, και καταστρέφει ότι βρει
Και σαν η όρεξη κρατά, τα άγρια ένστικτα αυξάνουν και πληθαίνουν
Η αποχτήνωση ανθεί, και οι λειψοί ταγοί μωραίνουν
Πάει ο ευαίσθητος λαός, πεθάνανε και της φυλής οι παραδόσεις
Μον’ φυλακές όλοι σα νείρονται, και χρήματα σε δόσεις…

ΠΟΤΑΜΟΣ
Ω, ποιητή, στο Λύκαιο Δία θάθελα τα χέρια να υψώσω
Και μιαν ευχή στον ουρανό, με θέρμη να απλώσω
Ας ήταν τούτα τα μαύρα τα νερά, να στέρευαν, να σφαλιστούν στον Άδη
Μόνο τα δάκρυα να κυλάν των ποιητών, στην κοίτη μου, σα χάδι

ΠΟΙΗΤΗΣ
ΝΑΙ, μα ποταμέ, δεν τέλειωσα κι υπάρχουν βάσανα μεγάλα
Που δε μπορώ να πω, γιατί οι στίχοι μου ηχούνε σαν κατάρα
Μόν’ ένα σου λέω, με όση ευγένεια απόμεινε, στου ποιητή την πένα
Δίπλα στην Κοίτη σου θα φτιάξουνε Χαβούζα, και Δηλητήριων στέρνα
Πυρηνικά εισαγωγής κι Απόβλητα θα θάβουνε, Σκουπίδια και Χολέρα …
Είναι αυτοί που ρίξανε στα τάρταρα τη γη, και την Αρκαδική Ιδέα

ΠΟΤΑΜΟΣ
Ω, Εσείς παλιοί μου σύντροφοι, απέθαντα σμαράγδια της ζωής μου
Όλου του κόσμου οι ποιητές, π’ ανθίσατε στον κήπο της ψυχής μου
Της Αρκαδίας η Χρυσή Εποχή, και η πάναγνη φύση των ανθρώπων
Και του Ησίοδου η πένα π’ άστραψε και φώτισε το διάβα των αιώνων
Μην κλάψετε εσείς νεκροί και ταπεινοί, η ομορφιά οριστικά εχάθη
Το ΣΙΔΕΡΕΝΙΟ ΓΕΝΟΣ παραμέρισε, το ΤΙΠΟΤΕΝΙΟ ΓΕΝΟΣ να ‘ρθει .


ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, (προς Σαδδουκαίους):
Όταν το φως του ποταμού ραγίσει
Ένα στοιχειό είν’ ο άνθρωπος
Και μάταιη η φύση.

Παρώρεια Αρκαδίας , 1 Σεπτεμβρίου 2011