Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Η ΣΤΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ

Του Ηλία Σιαμέλα


 «Της Ρούμελης οι μπέηδες και του Μοριά οι αγάδες
Στο Ντερβενάκι κείτονται κορμιά δίχως κεφάλια
Στρώμά ‘χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο μια πέτρα
Κι απουπανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη».

Κλέφτικο τραγούδι


Έλα ψυχή μου να διαβείς, μες την αντάρα να περάσεις. Να δεις πως συντελείται το κακό, πως πάλε ατιμάζεται το σώμα της Ελλάδας. Στα Τάρταρα ρίξαν τη ζωή, και στα σκυλιά την αξιοπρέπεια.

Έλα να δεις το πέρασμα του Δράμαλη, τη Νέα Εκστρατεία. Να δεις Σουλτάνους Μέρκελ – Σαρκοζί, να δεις «αλόγατα» και «ιππείς», ολάκερες στρατιές από ναζί, και πλάνους τοκογλύφους.

Να δεις στο πρόσωπο του Δράμαλη, τον κούφο Παπαδήμο.
Σα Σερασκέρης χρίζεται, τομάρι λιόντα σαν του βάζουν. Κι ο Πασόκμπεης κοντά, σαν πληγωμένο όρνιο. Δίπλα, τ’ αδέρφι τ’ ομογάλαχτο, Σαμάρμπεης τ’ όνομά του. Και να κι ο Καρατζαφέρ, με το μυαλό τ’ Αλήπασα, πως περιμένει ολάρματος, πρώτος, σε τούτης της στρατιάς τη μούλα για ν’ ανέβει.

Κι οι καμηλιέρηδες απόκοντα, βαστάζοι ένας κι ένας. Πρώτοι και καλύτεροι, οι αγάδες καναλάρχες. Τα τουρκολάγνα σίριαλ τους, αρέσουν στο δοβλέτι. Βλέπω του «ουρανού» το κ(α)λοκάναλο σάλπιγγες να γυαλίζει, κι ακούω του Μπάμπη τη λαλιά της Μέρκελ τα κοντάρια ν’ ακονίζει. Βλέπω και τη Ρεπουσομάνα να μετρά, τ’ άστεγα κορμιά τα πληγωμένα, στα πεζοδρόμια όταν σέρνονται, γλυκά συνωστισμένα.

Μα και του “MEGA” η μιλιά, πιοτό της Κίρκης είναι και μεθάει. Κάνει τους νάνους αρχηγούς, κοράκια τα χρίζει περιστέρια. Κι ο Σημίτης από δίπλα τους, ω! ψυχή μου τι μου θύμισες, ω! χίλιες προδοσιές, ω! μιας κρεμάλας πανηγύρια!

Είναι κι ο Ρέππας πιο κοντά, γερός κι απελέκητος κι «Αρκουδάρχης» μέγας. Είναι και η Ντόρα η τρανή, κόρη ικανή, της τρόικας βυζάχτρα. Είναι και η Άννα η δούκισσα, που νείρεται του Νέου Δράμαλη το θρόνο.

Μα να κι ο Βενιζέλμπεης, μέσα στην κρυοχειμονιά, ήρωας και σωτήρας: «Παραδοθείτε αδέρφια μου, έτσι για να σωθούμε»!

Ω, Μάνα γη που με ανάστησες, πες μου, ποιος με πατάει πρώτος; Ποιο είναι τούτο το πολυπλόκαμο θεριό, στο σβέρκο μου από πάνω; Ποιες είναι οι μήτρες οι κακές, που γέννησαν της κόλασης το χρώμα; Τούτη η Νέα Στρατιά του Δράμαλη, έχει κομμέν’ αυτιά και χαλασμένα μάτια. Είν’ σάπιοι οι πιο πολλοί, στης διαφθοράς το βάλτο βουτηγμένοι. Κλέφτες, φριχτοί, σιχαμεροί ασπάλακες, με στόμα χρυσωμένο. Την αρπαγή έχουν για στέμμα τους, το δόλο στο μυαλό τους.


 
Κι όμως, όλοι τούτοι οι τύραννοι, θέλουν εσαεί να κυβερνάνε. Διαγουμίζουν και καίνε αυτόν τον τόπο, χωρίς ντροπή και τσίπα. Συνεχίζουν οι άθλιοι να κατατρομάζουν τους πολίτες. Να τους φτωχαίνουν, να τους εξαθλιώνουν, να τους τρελαίνουν, να τους ταπεινώνουν, στην αιμοβόρα ανεργία να τους σπρώχνουν. Κάνουν ανθρώπους, μέχρι χτες νοικοκυραίους, άστεγους κι απελπισμένους. Τους κάνουν οι απάνθρωποι, να σέρνονται ημίγυμνοί και νηστικοί στα πάρκα, στα βρώμικα πεζοδρόμια. Τους κάνουν ν’ αυτοκτονούν από ντροπή, τους ωθούν σε ιδιόχειρα κρεματόρια…

Γι’ αυτό ήρθ’ η στιγμή να παραθέσω πεζά και καθαρά, λίγες μόνο γραμμές από την πιο ένδοξη ιστορία αυτού του τόπου: Ο Δράμαλης, αφού προήχθη από τον Σουλτάνο σε Σερασκέρη, ετοίμασε ένα εντυπωσιακό για εκείνη την εποχή στράτευμα από 24.000 πεζούς και 6.000 ιππείς, με κανόνια, με χιλιάδες ημίονους και καμήλες, κι αναχώρησε από τη Λάρισα σπέρνοντας, απ’ όπου περνούσε, τον πανικό και το φόβο. Έτσι, χωρίς αντίσταση έφτασε μέχρι τη Βοιωτία, λεηλάτησε την Κωπαΐδα, έκαψε τη Θήβα, και προχώρησε ανενόχλητος μέχρι τον Ισθμό. Ο όγκος της Στρατιάς του Δράμαλη ήταν τόσο μεγάλος, που έκανε το σώμα στρατού που είχαν αποστείλει οι έλληνες στα Γεράνεια, υπό τον Ρήγα Παλαμήδη, να εγκαταλείψει τις θέσεις του αμαχητί. Όμως εκείνη η μεγάλη και μέχρι τότε αήττητη στρατιά, κυριολεκτικά κατατροπώθηκε στα Δερβενάκια, χάρις στο ανοιχτό μυαλό του στρατηγού Κολοκοτρώνη.

Όλα αυτά τα γράφω, για να δούνε οι δοσίλογοι των Αθηνών, ότι όσες στρατιές τοκογλύφων κι αν έχουν πίσω τους, όσα ΔΝΤ, όσους ναζί, όσα ΜΜΕ, όσους προδότες, κάποια ώρα, σε κάποια Δερβενάκια, στο Γουδί, ή σε κάποιο Σύνταγμα, ο λαός, με αρχηγό κάποιον Νέο Κολοκοτρώνη, θα στριμώξει όλη τούτη τη Νέα διεφθαρμένη Στρατιά του Δράμαλη και θα την αποδεκατίσει. Δε μπορεί, είναι αξίωμα! Όλα σε τούτο τον κόσμο κάνουν τον κύκλο τους.

Μα, ήρθε και η στιγμή που πρέπει ν’ ακουστεί, κι αυτή η παραλλαγή, απ’ το παλιό ηρωικό τραγούδι. Έτσι όπως την άκουσα κι εγώ εκεί ψηλά στο Αρκουδόρεμα, στο έρμο Λιμποβίσι. Τα χιονισμένα έλατα κρατούσαν το σκοπό, κι ο προφητικός ψυχρός αέρας στ’ αυτί μου τραγουδούσε:

Αν μυαλό δε βάλουνε… Αν φρόνηση δεν έχουν…
Των Αθηνών οι μπέηδες, προέδροι και αγάδες
Στο Σύνταγμα σύντομα θα κείτονται, κορμιά δίχως κεφάλια
Για στρώμα θάχουνε την άσφαλτο, προσκέφαλο τη στάχτη
Και για πανωσκεπάσματα, τ’ αδάμαστου λαού τις μούντζες…


Λιμποβίσι Αρκαδίας, (Συνειδησιακά Ελεύθερη Ζώνη, σε μια ατιμασμένη και υποδουλωμένη χώρα)

Πέμπτη, 9 Φεβρουαρίου 2012