Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΑ.ΣΟ.Κ.



Σημείωση: Το κείμενο είναι γραμμένο το 1975. Δεν θα μπορούσε, συνεπώς, να βρίσκεται έξω από τις εντάσεις και το «γλωσσικό» της εποχής, έξω από τη «γλωσσική ατμόσφαιρα» της περιόδου. Τότε είχαμε «πνιγεί» από τη μαρξολογία, ιδιαίτερα από τη «μαρξιστική» καπηλεία του ΠΑΣΟΚ. Ένας από τους στόχους του κειμένου ήταν να κτυπήσει κι αυτή την υστερική μαρξολογία της εποχής.
«Μια μαρξιστική εκτίμηση για την πολιτική κατάσταση πρέπει να βασιστεί πρώτα απ’ όλα σ’ έναν αντικειμενικό καθορισμό του κοινωνικού χαρακτήρα των κομμάτων που αποτελούν τα κύρια πρόσωπα στη σκηνή του ελληνικού πολιτικού δράματος».
Παντελής Πουλιόπουλος

Το κλειδί της ερμηνείας


Το ΠΑΣΟΚ, είναι ένας νεοσύστατος πολιτικός σχηματισμός, που πολώνει ένα λαϊκό ρεύμα και επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τμήματα της ριζοσπαστικοποιημένης νεολαίας. Πρέπει, συνεπώς, απαραίτητα να μελετηθεί, να καθοριστεί ο κοινωνικός του χαρακτήρας και να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο ρόλος του και η πορεία του.

Κάθε φαινόμενο πολιτικό έχει πάντα βαθιές κοινωνικές αιτίες και μία μαρξιστική ανάλυση ξεκινάει απ’ αυτές, στηρίζεται πάνω σ’ αυτές και δεν περιορίζεται στις ιδιότητες και το παρελθόν των αρχηγών. Το ΠΑΣΟΚ δεν δημιουργήθηκε από το «αστικό» πρόσωπο και τις ιδιότητες του Ανδρέα, αλλά από αντικειμενικές αιτίες της ιδιόμορφης ελληνικής πραγματικότητας. Στο πρόσωπο του Ανδρέα απλώς διαθλώνται σήμερα τα συμφέροντα και οι προλήψεις πλατειών κατεστραμμένων λαϊκών στρωμάτων. Εκφράζει ταυτόχρονα την άνοδο του μαζικού κινήματος και το καθυστερημένο επίπεδο συνειδητότητάς του.

Ο Ανδρέας γίνεται ο κόμβος απρόσωπων ιστορικών δυνάμεων, είναι μία ατομική προσφορά σε μια ομαδική ζήτηση. ΄Οσοι αναζητούν το μυστικό της δημιουργίας του ΠΑΣΟΚ στην προσωπικότητα του Ανδρέα ή προσδιορίζουν τον κοινωνικό του χαρακτήρα από τον Ανδρέα, πέφτουν στον ιδεαλισμό, απορρίπτουν τη μαρξιστική αντίληψη για χάρη της μυστικιστικής.

Τον Απρίλη του 1975 γράφαμε: «΄Ενα από τα πιο σταθερά και ουσιαστικά γνωρίσματα του ελληνικού καπιταλισμού, είναι ο αργός ρυθμός στην εξέλιξή του. Η καθυστερημένη οικονομία, η πρωτόγονη κοινωνική διάρθρωση και το χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο, ήταν τα φυσικά επακόλουθα. Η ανισόμερη ανάπτυξη, που είναι ο πιο γενικός νόμος του ιστορικού γίγνεσθαι, έχει εκδηλωθεί με δύναμη σ’ όλους τους σταθμούς ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, σε όλα τα επίπεδα και σ’ όλη την πολυπλοκότητα και πολυμορφία του. Χωρίς την κατανόηση αυτού του νόμου είναι αδύνατο να καταλάβουμε την ιστορική εξέλιξη και πορεία της ελληνικής καπιταλιστικής κοινωνίας». («Η επαναστατική δυναμική της σημερινής περιόδου», Νέοι Στόχοι, Νο 6).
Αυτός ο ίδιος νόμος είναι που μας δίνει το κλειδί για μια βαθύτερη εξήγηση του φαινομένου ΠΑΣΟΚ. Οι βαθύτερες οικονομικές αιτίες και μεταβολές που συντελέστηκαν στον ελληνικό χώρο ήταν που όξυναν στο έπακρο τις κοινωνικές αντιθέσεις της ελληνικής αστικής κοινωνίας και επέφεραν πολιτικές διαφοροποιήσεις και ανακατατάξεις εξαιρετικά σημαντικές.

Μια γενική θεωρητική παρεμβολή και μια σύντομη ιστορική αναδρομή στο παρελθόν γίνεται αναγκαίο.

Κοινωνικές καταβολές

Σε μια εποχή που το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα είχε περάσει στο στάδιο της μονοπωλιακής του ανάπτυξης, ο ελληνικός καπιταλισμός με το καθυστερημένο επίπεδο ανάπτυξής του, ασφυκτιούσε θανάσιμα μέσα στη λαβή του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού του περίγυρου.

΄Αμεσα αντιμετώπιζε την ανάγκη να σπάσει την απομόνωσή του και να συνδεθεί με το παγκόσμιο παραγωγικό σύστημα. Η ιστορική του, ωστόσο, καθυστέρηση δεν του επέτρεπε μια φυσιολογική και ομαλή πορεία προς αυτή την κατεύθυνση. ΄Ηταν υποχρεωμένος να πηδήσει πάνω από τα ιστορικά στάδια ανάπτυξης που πέρασαν οι προηγμένες καπιταλιστικές χώρες και να συνδεθεί απ’ ευθείας με το σημερινό στάδιο ανάπτυξής τους.

Η ίδια η λογική των σύγχρονων μονοπωλιακών σχέσεων παραγωγής
και ο καθολικός νόμος του μονοπωλιακού ανταγωνισμού, εξαφάνιζαν κάθε δυνατότητα ομαλής πορείας. Το άλμα, ωστόσο, θα δημιουργούσε τεράστια κοινωνικά προβλήματα και πολλούς κινδύνους. Η συνέχιση της απομόνωσης πάλι θα οδηγούσε σε πλέρια χρεοκοπία και μαρασμό.

Τελικά όμως οι νόμοι της παγκόσμιας αγοράς ήταν ο καθοριστικός συντελεστής και στάθηκαν ισχυρότεροι από τα εθνικά σύνορα. Το προτσές της μονοπωλιακής διείσδυσης και συγκέντρωσης άρχισε να εκδηλώνεται και να αναπτύσσεται μέσα στη δεκαετία του 1950. ΄Εφθασε στην κορύφωσή του, με σπασμωδικό και ορμητικό χαρακτήρα, μέσα στα χρόνια της δικτατορίας, που βασικά – όπως έχουμε ξαναγράψει – αποτελεί προϊόν αυτής της μονοπωλιακής αναγκαιότητας.

Η διείσδυση των μονοπωλιακών σχέσεων παραγωγής μετά το 1950 και η γρήγορη μονοπωλιακή ανάπτυξη κατέστρεψε πλατειά μικροαστικά στρώματα κυρίως αγροτικά. Αυτό ωστόσο δεν σήμαινε καθόλου την απλή προλεταριοποίηση και καταστροφή των μεσαίων τάξεων. Καταστρέφοντας τις μεσαίες τάξεις ο καπιταλισμός – την αγροτιά στη περίπτωσή μας – δημιουργεί άλλα μικροαστικά στρώματα. Δηλαδή ξαναεμφανίζει και αναπαράγει τη μικροαστική τάξη με διαφορετική μορφή.

Αυτή είναι γενικά η λογική του καπιταλιστικού συστήματος: Καταστρέφει τις μεσαίες τάξεις και ξαναδημιουργεί πάντα από την αρχή τη μικρο-μπουρζουαζία σε διαφορετική μορφή: Βιοτέχνες, μικρο-μαγαζάτορες, ελεύθερους επαγγελματίες γύρω από το βιομηχανικό κύκλωμα, τεχνικούς, υπαλλήλους μέσα σ’ αυτό1. «Στις χώρες όπου αναπτύχθηκε ο σύγχρονος πολιτισμός – μας λέει ο Μαρξ και ο ΄Ενγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο-, διαμορφώθηκε μια καινούργια τάξη μικροαστών, που ταλαντεύεται ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη και που σαν συμπληρωματικό κομμάτι της αστικής κοινωνίας ξαναδημιουργείται πάντα από την αρχή, που τα μέλη της όμως εκσφενδονίζονται διαρκώς προς τα κάτω, προς το προλεταριάτο, και που ακόμα, με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, βλέπουν να πλησιάζει η στιγμή που θα εξαφανιστούν ολότελα σαν αυτοτελές τμήμα της σύγχρονης κοινωνίας και θα αντικατασταθούν στο εμπόριο, στην μανιφακτούρα και στη γεωργία, με επιστάτες και υπηρέτες».

Με την αυξανόμενη έτσι μονοπώληση του ελληνικού καπιταλισμού οι ενδιάμεσες τάξεις – η παλιά και η νέα μικρο-μπουρζουαζία που συνολικά αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το μισό του πληθυσμού –έχαναν προοδευτικά κάθε ίχνος ανεξαρτησίας, ζούσαν στην περιφέρεια της μεγάλης βιομηχανίας και του τραπεζικού συστήματος, τρέφονταν με ψίχουλα και με καταπραϋντικές ενέσεις ελεημοσύνης των πολιτικών ηγεσιών του μεγάλου κεφαλαίου.

Στη χώρα μας, όπου η αγροτική τάξη ήταν περισσότερο από το μισό του πληθυσμού, ήταν φυσικό ν’ απασχολεί ιδιαίτερα το μεγάλο κεφάλαιο και τα πολιτικά του συγκροτήματα. Αποτελούσε τη μαζική εφεδρεία του μεγάλου κεφαλαίου, το τμήμα εκείνο του πληθυσμού που κάλυπτε τις αυξημένες ανάγκες της εκβιομηχάνισης και χτυπιόταν πιο σκληρά από το μονοπωλιακό ορθολογισμό της παραγωγής.

Γι’ αυτό, το μεγάλο κεφάλαιο πάντα επεδίωκε να κρατήσει αυτή τη μάζα σε μια κατάσταση παθητικότητας και εκλογικής πελατείας.

Η ιστορική αδυναμία από τη μια να υπάρξει και να διατηρηθεί ένα σοβαρό, αληθινά αυτόνομο, αγροτικό κόμμα με καθορισμένο ριζοσπαστικό χαρακτήρα και η απουσία, από την άλλη, μιας επαναστατικής ηγεσίας, που θα την τραβούσε με το μέρος του προλεταριάτου, μετέτρεψε τις αγροτικές μάζες, σε απλά βοηθητικά εξαρτήματα των αστικών παρατάξεων, που στην επιδίωξή τους να τα τραβήξουν στην πολιτική εκείνη που προωθούσε τους γενικούς σκοπούς της τάξης του κεφαλαίου, «επεξεργάζονταν – μας τονίζει ο Π. Πουλιόπουλος- κάθε φορά, ιδιαίτερα μοτίβα προπαγάνδας και ζύμωσης, ιδιαίτερες “ ιδεολογίες”, μ’ ένα λόγο μια ιδιαίτερη πολιτική σκηνοθεσία.

Από δω πηγάζει η ιστορική αναγκαιότητα περισσότερων κομμάτων της μπουρζουαζίας σε κάθε χώρα και σε κάθε εποχή». ΄Ετσι η αγροτική τάξη δεν αντέδρασε σοβαρά, παρά μόνο επεισοδιακά στη ραγδαία εξαφάνισή της, σαν αυτοτελές τμήμα της κοινωνίας και δίχως αντίσταση, χάνοντας κάθε ανεξαρτησία, μετατράπηκε σε υπηρετικό εξάρτημα της βιομηχανίας και του τραπεζικού συστήματος.

Ας δούμε τώρα τις πολιτικές επιπτώσεις του μαρασμού των μεσαίων τάξεων κατά την προδικτατορική περίοδο.

Καραμανλική οκταετία

Κατά τη διάρκεια της καραμανλικής οκταετίας (1955-1963) επιδεινώθηκε εξαιρετικά η πτώχευση των πολυάριθμων μεσαίων ταξικών στρωμάτων.

Χαρακτηριστικό του φαινομένου είναι η μαζική μετανάστευση που κατά την περίοδο αυτή έφτασε στα μεγαλύτερα ύψη. Αυτό σήμαινε ότι η καταστροφή των μεσαίων ταξικών στρωμάτων δεν μπορούσε ν’ απορροφηθεί από την ελληνική αστική κοινωνία και διοχετεύονταν ή στην τροφοδότηση της γερμανικής βιομηχανίας που ανθούσε τότε (σήμερα η γιγάντια στρατιά των ανέργων είναι μόνιμο και καθολικό φαινόμενο) ή στην περιθωριοποίηση και ατομικοποίηση αυτών των στρωμάτων. Δηλαδή στην αναπαραγωγή τους με άλλη κοινωνική μορφή.

Η κοινωνική κρίση που προκλήθηκε απ’ αυτή την κατάσταση πήρε θεαματικές διαστάσεις. Η δυσαρέσκεια και η αγανάκτηση της μικρομπουρζουαζίας συσσωρευόταν και άρχισε να ροκανίζει τις καθιερωμένες πεποιθήσεις της.

Η πρώτη πολιτική έκφραση
αυτής της οξυμένης κοινωνικής κρίσης ήταν η απότομη στροφή πλατειών μικροαστικών μαζών στην ΄Ενωση-Κέντρου. Το 53% που κέρδισε στις εκλογές του 1964 είναι ο πολιτικός δείκτης που δείχνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την απότομη, ενστικτώδη κίνηση πλατειών λαϊκών μαζών προς τ’ αριστερά.

Η ενστικτώδης αυτή δυσαρέσκεια και αγανάκτηση, μια και το προλεταριάτο, λόγω της παραλυτικής πολιτικής του ηγεσίας, ήταν ανίκανο να την προωθήσει πιο πέρα και να τη συγκεντρώσει γύρω του, διοχετεύτηκε προσωρινά στο άλλο μεγάλο αστικό πολιτικό συγκρότημα, την ΄Ενωση-Κέντρου.

Μπορούμε λοιπόν να πούμε, κάνοντας μια απλοποίηση, ότι το 1964 εκδηλώνεται στην Ελλάδα, εμβρυακά και θολά ακόμα, το φαινόμενο της ριζοσπαστικοποίησης, που το γνωρίσαμε αργότερα σ’ όλο τον κόσμο με κορυφωμένες διαστάσεις τα χρόνια 1968-1972.

Η Ε.Κ. λοιπόν, υποχρεωμένη να παίζει το παιχνίδι του δημοκρατισμού – έχοντας και ένα πολύτιμο σύμμαχο την ΕΔΑ – για να τραβήξει με τη μεριά της τις μάζες που αγανακτούσαν από τον οικονομικό και κοινωνικό τους ξεπεσμό, συγκέντρωσε όλο το κύμα της μικροαστικής δυσαρέσκειας.

Η αδυναμία, όπως αναφέραμε, να υπάρξει αυτόνομο μικροαστικό κόμμα, εκκόλαψε μέσα στους ίδιους κόλπους της Ε.Κ. έντονες μικροαστικές μερίδες, που ο βαθμός πίεσης της μικροαστικής δυσαρέσκειας είχε αποφασιστικές επιδράσεις πάνω τους.

Η ενστικτώδης κίνηση των μικροαστικών μαζών προς τ’ αριστερά είχε και τις ανάλογες πολιτικές επιπτώσεις σε μέρη της Ε.Κ. Η απότομη και ορμητική μετατόπιση των μικροαστικών μαζών προς το μέρος της, η πλατειά αυτή εκλογική της βάση που η αδιάκοπη οικονομική της πτώση και η κοινωνική της διαφοροποίηση δυνάμωνε τις μαχητικές της διαθέσεις και τις αριστερές της κατευθύνσεις, συγκρούονταν με την αστική φύση της Ε.Κ., τη σταθερή πολιτική της γραμμή, που επεδίωκε όχι μόνο να φράξει το δρόμο μιας σοσιαλιστικής συνειδητότητας αλλά να νοθεύσει και τη δημοκρατική συνείδηση των μαζών, να καταστρέψει τον υγιή και πολύτιμο πυρήνα του δημοκρατισμού των μαζών που εκφραζόταν με την μαχητική τους διάθεση και με το ίδιο το γεγονός της θεαματικής κοινοβουλευτικής νίκης της Ε.Κ.

Αυτή η κατάσταση αναπόφευκτα δημιούργησε ρωγμές, ενθάρρυνε αντιπολιτευτικές τάσεις στους κόλπους της και συνέβαλε εξαιρετικά στην προώθηση μιας πολιτικής επιλογής πάνω στη βάση των συμφερόντων της μικροαστικής τάξης.

Ο Ανδρέας, πιο πολύ αυθόρμητα παρά συνειδητά, εκφράζει αυτές τις πολιτικές διεργασίες. Αντανακλά και αναπαράγει πολιτικά την ίδια την ενστικτώδη ακόμα κίνηση των εξαθλιωμένων μικροαστών προς τ’ αριστερά. Είναι ακόμα η αρχή. Η ολοκλήρωση ωστόσο αυτής της «διαλεκτικής κίνησης»– η δικτατορία την ανέκοψε αλλά και της έδωσε πιο εκρηκτική διάσταση –είναι το σημερινό ΠΑΣΟΚ.



Ένωση Κέντρου: Η μήτρα του ΠΑΣΟΚ

Η ΄Ενωση Κέντρου με την άνοδό της στην κυβέρνηση, έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τα προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού. Το μεγάλο κεφάλαιο όντας το ίδιο σε αδιέξοδο δεν άφηνε περιθώρια για μικροαστικά καταπραϋντικά. Η ανάγκη μιας πιο γρήγορης και ουσιαστικής ένταξής της στο παγκόσμιο παραγωγικό κύκλωμα, αποκτούσε εξαιρετικά επιτακτικό χαρακτήρα. Η αυξανόμενη διείσδυση του μονοπωλιακού κεφαλαίου, ο μονοπωλιακός ορθολογισμός της παραγωγής και η εισαγωγή σύγχρονων τεχνολογικών μέσων, είχαν ως αποτέλεσμα, από τη μια να μεταφέρονται όλο και περισσότερο οι ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις στον ελληνικό χώρο και από την άλλη, να επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο ή κατάσταση των μικροαστικών στρωμάτων.

Η θερμοκρασία της κοινωνικής κρίσης της ελληνικής αστικής κοινωνίας αρχίζει να ανεβαίνει πυρετικά. Η μικρή μπουρζουαζία και πρώτα οι κατεστραμμένες μάζες των πόλεων και του χωριού αρχίζουν να παίρνουν όλο και περισσότερο εχθρική στάση απέναντι στην ΄Ενωση Κέντρου. Ο ελληνικός λαός διαπιστώνει μέρα με την ημέρα την ανημποριά και την ψευτιά της πολιτικής της Ε.Κ.,

Η Ε.Κ., ένα καθαρά αστικό κόμμα – προερχόμενο από το Φιλελεύθερο Κόμμα, που ήταν το πιο συνεπές κεφαλαιοκρατικό από τη γέννησή του – παρά την «προσήλωσή» της στη δημοκρατία και τις «προοδευτικές» υποσχέσεις της ήταν στο βάθος ένα κόμμα -όπως κάθε αστικό κόμμα σήμερα- αντιδημοκρατικό και βαθιά εχθρικό προς το κίνημα των μαζών.

Ο φιλελευθερισμός της ο κεντημένος «με όμορφα ρητορικά λουλούδια» ξεκινούσε ακριβώς απ’ το γεγονός ότι η Ε.Κ., σαν το πιο γνήσιο κληρονομικά αστικό κόμμα, γνώριζε καλλίτερα το κίνημα των μαζών και γι’ αυτό το φοβόταν περισσότερο.

Το μαζικό κίνημα που ξέσπασε μετά το ανακτορικό πραξικόπημα τον Ιούλη του 1965, τρόμαξε περισσότερο την Ε.Κ. παρά τα ανάκτορα.


Αν κατάφερε αυτό το κίνημα να το συγκρατήσει και να το εκτονώσει, αυτό οφείλεται στην ολοκληρωτική ανυπαρξία μιας επαναστατικής ηγεσίας.

Η παραδοσιακή ηγεσία της εργατικής τάξης με τη συγκεκριμένη πολιτική μορφή της ΕΔΑ (ένας εργατομικροαστικός πολιτικός συνασπισμός) δεν έκανε τίποτε άλλο απ’ το να φωτογραφίζει τα οπίσθια της Ε.Κ., αφήνοντας έτσι ελεύθερο τον Γ. Παπανδρέου να ξεδιπλώσει όλες τις διπλωματικές του ικανότητες.

Πρέπει να το παραδεχτούμε. Ο Γ. Παπανδρέου υπήρξε πραγματικά ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς ηγέτες της αστικής τάξης στην Ελλάδα, ο πιο ικανός και ο πιο έξυπνος ίσως πολιτικός της διπλωμάτης.

Σφυγμομέτρησε ορθά την κατάσταση του κινήματος. Είδε την ενστικτώδη, αυθόρμητη, ακατάβλητη δύναμή του. Γνώριζε ωστόσο πολύ καλά, σε αντίθεση με τη μικροαστική μυωπία της ΕΔΑ, ότι οι επαναστατικές διαθέσεις των μαζών παραχωρούν σχεδόν πάντα τη θέση τους, και τις περισσότερες φορές πολύ πιο γρήγορα (όταν μάλιστα λείπει στοιχειωδώς μια επαναστατική ηγεσία) σε μια κούραση ή σε μια στροφή προς την αντίθετη κατεύθυνση, μόλις εξατμιζόταν η αυταπάτη και εισχωρούσε η απογοήτευση.

Με επιδέξιους λοιπόν ελιγμούς που κούρασαν και απογοήτευσαν τις μάζες ρίχνοντάς τες μέσα στο δρόμο των κοινοβουλευτικών αδιεξόδων, ο Γ. Παπανδρέου άνοιξε συνειδητά την πόρτα για την αστική τάξη. Η ΕΔΑ, δέσμια της ρεφορμιστικής λογικής και της κοινοβουλευτικής της μυωπίας προλείανε ασυνείδητα το έδαφος.

Η Ε.Κ., ως κυβερνητικό κόμμα, ωστόσο, που συγκεντρώνει και στεγάζει διάφορες μικροαστικές μερίδες, έρχεται απ’ ευθείας αντιμέτωπη με τις απαιτήσεις και τα συμφέροντα των μαζών.

Η πλατειά της μικροαστική εκλογική πελατεία δημιουργεί πιέσεις στο εσωτερικό της και ο φόβος της απώλειας αυτής της πελατείας προκαλεί έντονες αντιδράσεις.

Οι απαιτήσεις όμως του μεγάλου κεφαλαίου πιέζουν με τη σειρά τους για μια δυναμική πολιτική, ικανή να παρακάμψει τη μικροαστική αντίσταση και να προωθήσει ακόμα πιο γρήγορα τη μονοπωλιακή ανάπτυξη της βιομηχανίας και του εμπορίου.

Η εσωτερική της αυτή διάσταση
είναι που καθορίζει την πολιτική της ανημποριά και σημαδεύει την πολιτική της με ατελείωτη σειρά από διφορούμενα, ψευτιές, υποκρισίες, δειλές υπεκφυγές και απλόχερη δημαγωγία.

Αναπόφευκτα οι σχέσεις των διαφόρων πολιτικών της μερίδων οξύνονται και η κυβερνητική της εξουσία κλονίζεται και καταρρέει. Το ανακτορικό πραξικόπημα και η σαλαμοποίηση της Ε.Κ. έρχονται σαν επικύρωση της κυβερνητικής της αδυναμίας και κατάρρευσης.

«Ιουλιανά»: Η ιστορική ρίζα του ΠΑΣΟΚ


Η κατάρρευση του κυβερνητικού εποικοδομήματος δίνει νέα ώθηση στην κοινωνική και πολιτική αναταραχή. Η δυσαρέσκεια και αγανάκτηση των μαζών ξεσπάει με πρωτοφανή αγριότητα. Ένα πλατύ και ορμητικό κίνημα εκδηλώνεται, που τραβάει όλο και προς τ’ αριστερά, όλο και σε πιο ξεκάθαρους αντικαπιταλιστικούς στόχους.

Ωστόσο αυτή η ρωμαλέα, αποφασιστική και επιθετική εξόρμηση των μαζών προσκρούει πάνω στην κοινοβουλευτική ρουτίνα της παραδοσιακής ηγεσίας του προλεταριάτου.


Η κρίση ηγεσίας του εργατικού κινήματος εκδηλώνεται με ιδιαίτερη οξύτητα και καθαρότητα στα «Ιουλιανά».

Η ήττα του κινήματος με τη δικτατορία της 21ης του Απρίλη είναι η φυσική συνέπεια αυτής της κρίσης και άλλη μια τραγική επιβεβαίωση της ιστορικής χρεοκοπίας της παραδοσιακής ηγεσίας του προλεταριάτου.

Τα Ιουλιανά, ωστόσο, που αποτελούν ένα πιο προχωρημένο στάδιο της ενστικτώδους και απότομης στροφής πλατειών μικροαστικών στρωμάτων προς τ’ αριστερά, προμηθεύουν και τους πολιτικούς όρους της ριζοσπαστικοποίησης αυτών των στρωμάτων. Αποτελούν την πρώτη καθαρή έκφραση της ριζοσπαστικοποίησης, προϊόν του συνδυασμού οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών παραγόντων.

Η ένταση της κοινωνικής κρίσης που προκλήθηκε από την οικονομική εξαθλίωση των μεσαίων ταξικών στρωμάτων –συνέπεια των μονοπωλιακών οικονομικών μεταβολών–συμπληρώθηκε με την πολιτική κρίση τόσο της αστικής τάξης όσο και της παραδοσιακής ηγεσίας του εργατικού κινήματος.

Κάτω απ’ αυτές τις συνδυασμένες επιδράσεις αρχίζει να κρυσταλλώνεται μέσα στην ΄Ενωση Κέντρου μια αριστερή τάση με ηγέτη τον Ανδρέα.

Το περιοδικό «Νέοι Δρόμοι» (η δικτατορία το έκοψε στο 4ο τεύχος) και η γνωστή «ανταρσία των 40» βουλευτών της Ε.Κ. αποτελούν τις πρώτες ενστικτώδεις εκφράσεις και εκδηλώσεις αυτής της πολιτικής κρυστάλλωσης.

Γίνεται επίσης η πρώτη απόπειρα της θεωρητικής της τεκμηρίωσης, στο άρθρο του Γ.Η. Κριμπά: «Το μέλλον της Ελλάδας». Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό κομμάτι του:

«Η έννοια της Κεντροαριστεράς σαν ιδεολογικό σχήμα είναι νέα στην Ελλάδα, γιατί βασικά νέα είναι και η δυνατότητα υπάρξεώς της. Κατ’ αρχήν δεν έχει καμιά σχέση με την κλασσική μορφή της αριστεράς στην Ελλάδα ή αλλού, πριν ή μετά το χωρισμό των σοσιαλιστικών και των κομμουνιστικών κομμάτων. Δεν έχει επίσης καμία σχέση με τη μορφή των συνασπισμών, που πήραν το όνομα του λαϊκού μετώπου στα χρόνια του μεσοπολέμου. Αν και έχει βαθύτατα ελληνικές ρίζες, τόσο στο δημοκρατικό αίτημα όσο και στο αντιστασιακό παρελθόν, η πολιτική παράταξη που γεννιέται με το όνομα της κεντροαριστεράς σήμερα είναι επίσης δημιούργημα μιας δεκαετίας γρήγορης οικονομικής αναπτύξεως, παράλληλα με εντεινόμενο κοινωνικό πρόβλημα. Πρόκειται επομένως, για μία παράταξη ιστορικά σύγχρονη, που αναγκαστικά ψάχνει για την ολοκλήρωσή της, την ταύτισή της με το μέλλον του ΄Εθνους, δηλαδή για τους στόχους της. ΄Οπότε, όμως, μια νέα πολιτική παράταξη ξεπερνάει το δυνητικό στάδιο και προτού φτάσει στην ολοκλήρωσή της, σαν κρατική εξουσία, ανακύπτει το ερώτημα: Είναι εφικτή; Δηλαδή, θα γίνει βιώσιμη, σαν κυβέρνηση και σαν ηγετικός φορέας αναπτύξεως του τόπου;
Η απάντηση περιέχει οπωσδήποτε το στοιχείο της ιστορικής και κοινωνικής αξιολογήσεως. Υπάρχουν, όμως και αντικειμενικά δεδομένα, τα οποία τελικά συνοψίζονται στην οξεία πολιτική συνείδηση, που εμφανίζεται σταδιακά από το 1961. Πίσω απ’ αυτή την πολιτική συνείδηση υπάρχει ένα βασικό στοιχείο της ελληνικής πραγματικότητας, πράγμα που συμβαίνει σε πάρα πολύ σπάνιες περιπτώσεις: Τα συμφέροντα των εργατών, των αγροτών και ενός σημαντικού τμήματος της μεσαίας τάξης είναι μάλλον συμπληρωματικά στο σύνολό τους παρά ανταγωνιστικά. Υπάρχει, επομένως αντικειμενικά η ταξική βάση για μια πολιτική παράταξη, η οποία ενώνει το βασικό δημοκρατικό αίτημα με τα κοινωνικά αιτήματα των ομάδων, που συνολικά αποτελούν τις μάζες των φτωχών ανθρώπων. Μ’ αυτή την έννοια η κέντρο-αριστερά είναι κέντρο, εφόσον εκπροσωπεί πολίτες με κεντρώα φρονήματα αλλά αριστερά αιτήματα. Αλλά είναι επίσης αριστερά, εφόσον αποτελεί τον πολιτικό φορέα για μια ριζική μεταβολή στην ισορροπία των ταξικών δυνάμεων».
(Νέοι Δρόμοι, Ιανουάριος 1967).

Η πολιτική λοιπόν κρίση του κεφαλαίου από τη μια και της παραδοσιακής ηγεσίας της εργατικής τάξης από την άλλη, προμήθευσαν τις πολιτικές βάσεις για την γέννηση αυτού του πολιτικού φαινομένου.

Ο ίδιος αυτός διπλός χαρακτήρας της πολιτικής κρίσης προμήθευσε και την πολιτική βάση του βοναπαρτισμού της 21ης Απρίλη.

Τα Ιουλιανά στην Ελλάδα και το πολιτικό αδιέξοδο των χρόνων 1965-1967, είναι αντανάκλαση αυτής της κρίσης.

«Ο κατατεμαχισμός των αστικών μερίδων, το άγριο αλληλοφάγωμά τους, η αδυναμία τους να δώσουν μία λύση στην κρίση και η ανυπαρξία επαναστατικής ηγεσίας της εργατικής τάξης, ικανή να δώσει στην κρίση επαναστατικές λύσεις, να το έδαφος απ’ όπου ξεφύτρωσε ξαφνικά η βοναπαρτιστική κλίκα της 21ης Απρίλη, σαν αναγκαίο επακόλουθο».

Αυτά γράφαμε στην «εξέγερση του Νοέμβρη» (εργασία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέοι Στόχοι).

Υποχρεωνόμαστε να το επαναλαμβάνουμε συνεχώς γιατί σήμερα τόσο το ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ, όσο και η πλειοψηφία των δυνάμεων που μιλούν στο όνομα του «Λαού», μετατοπίζουν τα βαθύτερα αίτια της δικτατορίας στις αστυνομικές συνομωσίες των «σκοτεινών κύκλων της ανωμαλίας», κ.λπ.

Συμπερασματικά, τα Ιουλιανά αποτελούν τις πρώτες βίαιες επιπτώσεις της μονοπωλιακής συγκέντρωσης της ελληνικής οικονομίας.

Αποτελούν επίσης και τον πρώτο σταθμό, την ιστορική ρίζα του ΠΑΣΟΚ. Ιστορικά το ΠΑΣΟΚ ξεκινάει από εκεί.

Αν η πολιτική του φυσιογνωμία διαμορφώθηκε μετά τις 23 Ιούλη 1974, αυτό οφείλεται στη βίαιη ανακοπή των πολιτικών εξελίξεων την νύχτα της 21ης Απρίλη 1967.

Το γεγονός αυτό συνετέλεσε επιπρόσθετα σε μια πιο οξεία έκφραση του φαινομένου μετά την πτώση της χούντας, που αυτό με τη σειρά του συντελεί στο να χάνουμε από τα μάτια μας, την ιστορική στιγμή της εκδήλωσής του.

Χωρίς να βρούμε τις ιστορικές καταβολές του ΠΑΣΟΚ και την ταξική αφετηρία του, αναπόφευκτα η σκέψη μας θα πέσει σε αδιέξοδο, μετέωρη μπροστά σε θεαματικά πηδήματα της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ. «Η υλιστική μέθοδος (όπως μας τονίζει ο ΄Ενγκελς στην εισαγωγή του στο έργο του Μαρξ «οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850») είναι υποχρεωμένη να δείχνει ότι τα διάφορα πολιτικά κόμματα είναι λίγο ή πολύ αντίστοιχη πολιτική έκφραση των τάξεων και των ταξικών ομάδων που η οικονομική εξέλιξη δημιουργεί».

Η πολιτική συγκρότηση του ΠΑΣΟΚ

Πώς συγκροτήθηκε το ΠΑΣΟΚ, τι είναι αυτή η συγκρότηση και τι εκφράζει; Είναι εξαιρετικά χρήσιμο ν’ απαντήσουμε σ’ αυτές τις ερωτήσεις για να δούμε τι κρύβεται πίσω από τη θεωρία και την πράξη του «Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος».

Η σοσιαλιστική διαφήμιση και απάτη που με καταπληκτική τυμπανοκρουσία απλώνεται κάθε μέρα, δεν έχει άλλο σκοπό απ’ το να νοθεύσει τις σοσιαλιστικές διαθέσεις των μαζών, να τις υπνωτίσει με κάθε λογής ταχυδακτυλουργίες, λαϊκές σοσιαλιστικές επινοήσεις και ψεύτικες ελπίδες.

Για να προσανατολιστεί κανείς μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, «δεν πρέπει –μας λέει ο Λένιν – να πιστεύει τα λόγια, μα να μελετά την πραγματική ιστορία των κομμάτων, να μελετά όχι τόσο εκείνο που τα κόμματα λένε για τον εαυτό τους, μα εκείνο που κάνουν, πώς ενεργούν στη λύση των διαφόρων πολιτικών ζητημάτων, ποια στάση κρατούν στα ζητήματα που θίγουν τα ζωτικά συμφέροντα των διαφόρων τάξεων της κοινωνίας των τσιφλικάδων, των κεφαλαιοκρατών, των αγροτών κ.λπ.» (“Τα πολιτικά κόμματα στη Ρωσία”).

Το ΠΑΣΟΚ σχηματίστηκε πολιτικά μετά την αλλαγή της 23 του Ιούλη 1974.
Από την αρχή της συγκρότησής του ήταν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό από αστούς πολιτικούς, αντιστασιακούς δημοκράτες, φιλελεύθερους, ριζοσπάστες σοσιαλίζοντες και απογοητευμένους κομμουνιστές.

Μια ατέλειωτη σειρά από γνωστούς πολιτικούς, δικηγόρους, καθηγητές της αστικής και μικροαστικής τάξης, που φιγουράρανε με το χρίσμα του αντιστασιακού, από καλοπροαίρετους και χαμένους μικροαστούς «με χάος πολιτικής σύγχυσης στο μυαλό τους», από ανθρώπους που κοιμόνταν μέσα στα χρόνια της δικτατορίας για να ξυπνήσουν ξαφνικά το 1974, από γνωστούς αποστάτες του επαναστατικού μαρξισμού, από ρεφορμιστές και αντιστασιακούς αγύρτες, εχθροί της εργατικής τάξης όλοι αυτοί, από κοινού ανέλαβαν να φτιάξουν το «Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα», να μας διδάξουν το 1974 το σοσιαλισμό και να οδηγήσουν το «λαό» στην απελευθέρωσή του!

Δεν μπορείς ούτε αηδία να νοιώσεις παρά μόνο οίκτο για τη μικροαστική κακομοιριά. Αλλά δεν υπάρχουν περιθώρια για συναισθηματολογίες.

Από την ίδρυσή του λοιπόν το ΠΑΣΟΚ αποτελεί μια πολιτική συμμαχία διαφόρων πολιτικών παραγόντων και ανεύθυνων προσωπικοτήτων με δημοκρατικά, αντιστασιακά, σοσιαλιστικά ψευδώνυμα. Είναι ένας «Δημοκρατικός Συνασπισμός» που κατά την ίδια την διακήρυξή του είναι παλλαϊκός, δηλαδή αταξικός.

΄Ενας συνασπισμός, που απευθύνεται σε όλους τους «συνεπείς δημοκράτες» σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, μικροαστικά, αγροτικά, εργατικά, ακόμα και αστικά, δηλαδή υπερταξικός και ακομμάτιστος. «Το ΠΑ.ΣΟ.Κ δεν είναι κόμμα αλλά κίνημα», «συμμαχία των μη προνομιούχων» μας διαβεβαιώνουν διαρκώς οι ηγέτες του.

Σκοπός τώρα του συνασπισμού αυτού είναι «η εθνική ανεξαρτησία, η λαϊκή κυριαρχία, η κοινωνική απελευθέρωση, η δημοκρατική διαδικασία».

Σκοπός του δηλαδή είναι να διασώσει και να «συμπληρώσει» την αστική δημοκρατία με σπουδαίες και ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, να της δώσει το πραγματικό της περιεχόμενο, να την κάνει δηλαδή «καθαρή» , «Λαϊκή Δημοκρατία».

Πώς θα γίνουν αυτά;
Με μια «παλλαϊκή εθνοσυνέλευση», που θα πραγματοποιηθεί με ελεύθερες εκλογές και με νίκη του ΠΑΣΟΚ!

Όλα τα μοτίβα της πολιτικής ζύμωσης του ΠΑΣΟΚ στηρίζονται πάνω στη θεωρία και την πράξη της συμμαχίας όλων των «προοδευτικών δυνάμεων», «των μη προνομιούχων», πάνω στη λογική του δημοκρατικού συνασπισμού.

Δεν υπάρχει πρόγραμμα της εργατικής τάξης που επιδιώκει να κερδίσει τους ταξικούς συμμάχους της.

Υπάρχει μόνο πρόγραμμα του «λαού». Δεν υπάρχει πρόγραμμα ταξικό, σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, αλλά υπερ-ταξικό, δημοκρατικό. Δεν μπορεί εδώ να μην θυμηθούμε τα παρακάτω τόσο παραστατικά, λόγια του Μαρξ:

«Μα ο δημοκράτης, επειδή αντιπροσωπεύει τη μικροαστική τάξη, δηλαδή μια μεταβατική τάξη που μέσα σ’ αυτήν αμβλύνονται ταυτόχρονα τα συμφέροντα δύο τάξεων, φαντάζεται πως βρίσκεται πάνω από την ταξική αντίθεση, Οι δημοκράτες αναγνωρίζουν ότι απέναντί τους στέκεται μια προνομιούχα τάξη, αυτοί, όμως μαζί με το υπόλοιπο έθνος, αποτελούν το λαό. Εκείνο που αντιπροσωπεύουν είναι το δίκιο του λαού. Γι’ αυτό δεν έχουν ανάγκη σ’ έναν επικείμενο αγώνα να εξετάσουν τα συμφέροντα και τις σχέσεις των διαφόρων τάξεων. Δεν έχουν ανάγκη να ζυγίζουν με πολλή μεγάλη λεπτολογία τα μέσα τους. Νομίζουν πως δεν έχουν παρά να δώσουν το σύνθημα και ο λαός, με όλα τα ανεξάντλητα μέσα του θα ριχτεί πάνω στους καταπιεστές”. (18η Μπρυμαίρ).

Και όμως το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να μας πείσει ότι πιστεύει στον Μαρξ. Το κακό είναι που τον υιοθετούμε δογματικά! Μα αν είναι δογματισμός το θεμέλιο της μαρξιστικής θεωρίας (το ταξικό κριτήριο, οι σχέσεις των τάξεων, η πάλη των τάξεων) που το ΠΑΣΟΚ δεν εξετάζει ποτέ, τότε δεν υπάρχει ούτε μαρξισμός ούτε Μαρξ. ( Παραπέμπουμε πάνω σ’ αυτό το ζήτημα στην εργασία της Θάλειας Βεργή:
«ΠΑΣΟΚ: ένα βήμα πίσω από τον επιστημονικό στον ουτοπικό σοσιαλισμό», περιοδικό Νέοι Στόχοι, τεύχος 9, Νοέμβριος 1975).


Θα συνεχίσουμε με επόμενα κεφάλαια

 ΟΛΑ τα κείμενα θα συγκεντρωθούν ΕΔΩ:
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=7599