Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Αστοχίες, προχειρότητες και κρυμμένοι στόχοι στη δημόσια εκπαίδευση


Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη



Το φαινόμενο δεν είναι καινούριο όμως τα τελευταία τέσσερα χρόνια τείνει να γίνει ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.


Αναφέρομαι σε ενέργειας και πρακτικές του υπουργείου παιδείας που δηλώνουν, αστοχία, προχειρότητα αλλά και προσπάθεια να επιτευχθούν συγκεκριμένοι στόχοι που δεν θα ήθελε να είναι άμεσα ορατοί.

Ποιος δεν θυμάται την υπόσχεση της κυρίας Διαμαντοπούλου ότι θα μπουν μαχαίρι στις αποσπάσεις σε διάφορους φορείς με σκοπό να επιστρέψουν «όλοι» οι εκπαιδευτικοί στην τάξη;

Όπως αποδείχτηκε, η υπόσχεση εξυπηρετούσε την ανάγκη της τότε κυβέρνησης να εμφανίσει πλεόνασμα εκπαιδευτικών το οποίο με κατάλληλο «εξορθολογισμό» θα μπορούσε να καλύψει και με το παραπάνω, τις ανάγκες των σχολείων, χωρίς να χρειάζονται προσλήψεις. Έτσι και έγινε. Δραστική μείωση των προσλήψεων, αναβολή του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ μέχρι που φτάσαμε, για πρώτη φορά μεταπολεμικά, σε απολύτως μηδενικές προσλήψεις μόνιμων εκπαιδευτικών.

Μετά ακολούθησε η καταιγίδα των συγχωνεύσεων και καταργήσεων των σχολικών μονάδων «για παιδαγωγικούς λόγους». Πραγματικά, αυτό το τελευταίο ήταν ότι καλύτερο, ως ανέκδοτο, που άφησε πίσω της η κυρία Διαμαντοπούλου για να τη θυμόμαστε μαζί με το περίφημο «πρώτα ο μαθητής».

Ποιος δεν θυμάται επίσης, τις δημόσιες δηλώσεις της υπουργού για «άριστους» εκπαιδευτικούς που καινοτομούν και για «άχρηστους» αντιδραστικούς εκπαιδευτικούς, δείχνοντας προς τους αναπληρωτές και ωρομίσθιους. Πολύ σύντομα ακολούθησε μια άλλη «άστοχη» δήλωση περί ανυπαρξίας αδιόριστων εκπαιδευτικών.

Εννοείται ότι το ζήτημα δεν είναι θέμα προσώπου αλλά θέμα συγκεκριμένης πολιτικής γραμμής, που ο εκάστοτε υπουργός υλοποιεί, στο χώρο της εκπαίδευσης.

Σβήνοντας με τις δηλώσεις αυτές τους αναπληρωτές και τους ωρομίσθιους από το χώρο της εκπαίδευσης, απάλλαξε το υπουργείο της από την υποχρέωση να διορίζει αναπληρωτές, επιβαρύνοντας τον κρατικό προϋπολογισμό; Πώς να διορίσει κάποιους που δεν αποδέχεται ότι υπάρχουν;
Και μετά ήρθε το ΕΣΠΑ. Νέα ήθη και έθιμα. Θα υπάρχουν αναπληρωτές όσο θα υπάρχουν ΕΣΠΑ. Κάθε χρόνο θα βλέπουμε. Η παιδεία αντιμετωπίζεται πλέον ως μονοετής καλλιέργεια.

Εξαγγέλλονται πράματα και θάματα. Ξένες γλώσσες από το Δημοτικό, Νέο Σχολείο, βιβλία στην ώρα τους, διαδραστικοί πίνακας, χτένες και καθρεφτάκια για τους ιθαγενείς…

Το τι έγινε το γνωρίζουμε. Άλλα δεν ξεκίνησαν καν, άλλα αναβλήθηκαν επ’ αόριστον και άλλα έγιναν φωτοτυπίες που τα πήρε ο μνημονιακός άνεμος. Έμειναν οι χτένες και τα καθρεφτάκια για τους ιθαγενείς…

Πώς να ξεχάσουμε την υποχρεωτική τριετή υπηρέτηση των νεοδιόριστων πάλι για παιδαγωγικούς λόγους (εδώ κι αν έπεσε γέλιο) η οποία έγινε διετής εννοείται πάντα για παιδαγωγικούς λόγους.

Ακολούθησε η μανία της αξιολόγησης. Εθελοντική αυτοαξιολόγηση σχολικής μονάδας με μηδαμινή συμμετοχή, αξιολόγηση σχολικής μονάδας, αξιολόγηση εκπαιδευτικών, διαβούλευση για την αξιολόγηση με μηδαμινή συμμετοχή αλλά παρόλα αυτά το υπουργείο προχώρησε μόνο του σε ότι σχετίζεται με το επίμαχο θέμα της αξιολόγησης. Για να είμαστε δίκαιοι, είχε αρωγούς τους γνωστούς έμπειρους τηλεοπτικούς «αναλυτές», αυτούς τους ίδιους που δεν είχαν πάρει, τόσα χρόνια, χαμπάρι την εγκληματική, όπως αποδεικνύεται, δράση της Χρυσής Αυγής.

Φτάσαμε στις μέρες του νυν υπουργού, του υπουργού της επιστράτευσης και των απολύσεων, όπως αποκαλείται από πολλούς.

Χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως «άστοχη» η παρουσία του στα εγκαίνια ιδιωτικού ΙΕΚ το οποίο διαφήμιζε τις ειδικότητες του προγράμματός του και ήταν ίδιες με αυτές που την επόμενη μέρα κατήργησε ο υπουργός από τα δημόσια ΕΠΑΛ, ανοίγοντας την πόρτα της απόλυσης σε 2.500 περίπου εκπαιδευτικούς.

Ίσως τελικά και να μην ήταν και τόσο «άστοχη» αυτή του η ενέργεια. Μάλλον ήταν συμβολική, δείχνοντας ξεκάθαρα τόσο στην εκπαιδευτική κοινότητα όσο και στην κοινωνία ολόκληρη τι σκοπεύει να διαλύσει και τη σκοπεύει να στηρίξει ετούτη εδώ η κυβέρνηση με την πολιτική της.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε στο σήμερα με τον υπουργό να μοιράζει «οργανικές σχολείου» σε όλους τους εκπαιδευτικούς.

Όσοι μιλούν για μεθοδευμένη προσπάθεια που οδηγεί σε κατάργηση των «οργανικών υπουργείου», οι οποίες προστατεύονται από το Σύνταγμα, έτσι ώστε ο υπουργός να μπορεί να απολύει όποτε «θα κρίνεται απαραίτητο», εισπράττουν την απάντηση: «Αν ήταν τόσο εύκολο, γιατί δεν έκανε νωρίτερα κάτι τέτοιο το υπουργείο; Τόσο αφελείς είναι;»

Η απάντηση έρχεται εύκολα με αντιστροφή του ερωτήματος: «Αν ήταν τόσο εύκολο να ικανοποιηθεί ένα πάγιο αίτημα της εκπαιδευτικής κοινότητας, όπως αυτό της απόκτησης οργανικής θέσης από όλους τους εκπαιδευτικούς, γιατί δεν το έκανε νωρίτερα το υπουργείο; Τόσο αφελείς είναι; Κανένας σύμβουλος και κανένας υπουργός δεν το σκέφτηκε τόσα χρόνια;»

Προφανώς, ούτε περί αφέλειας πρόκειται ούτε περί απειρίας. Η συγκεκριμένη κίνηση έχει σκοπό να λύσει, συνταγματικά, τα χέρια της κυβέρνησης για να μπορεί να απολύει πιο εύκολα ικανοποιώντας, όποτε χρειαστεί, τις μνημονιακές αριθμητικές απαιτήσεις περί απολύσεων.

Παράλληλα, αναγκάζει τους διευθυντές των σχολείων, να ενημερώνει ηλεκτρονικά σε καθημερινή βάση το πότε προσήλθε, πόσο εργάστηκε και πότε έφυγε ο κάθε εκπαιδευτικός του σχολείου για να δείξει προς τα έξω ότι τα σχολεία θα αρχίσουν να λειτουργούν σαν ρολόι άσχετα με το αν τα τμήματα έγιναν 30άρια ή με το αν το άγχος, η αγωνία και η αβεβαιότητα των εκπαιδευτικών που τρέχουν να προλάβουν τη μία «υποχρέωση» μετά την άλλη μετακινούμενοι ανάμεσα σε δύο, τρία ή και περισσότερα σχολεία.

Χρυσώνει όμως το χάπι, δίνοντας, δήθεν, τη δυνατότητα σε όσους εκπαιδευτικούς δεν συμπληρώνουν ωράριο, να απασχολούνται σε άλλες εκπαιδευτικές δραστηριότητες ή σε γραμματειακή υποστήριξη μέχρι και σε πέντε σχολεία.

Γιατί λέω πιο πάνω «δήθεν»; Γιατί, αν όντως το υπουργείο ενδιαφερόταν για τους εκπαιδευτικούς θα μπορούσαν και θα έπρεπε να το εφαρμόσουν από την αρχή της χρονιάς και να μην στέλνουν συναδέλφους να συμπληρώνουν το ωράριο δύο και τριών ωρών σε άλλα σχολεία.

Δεν το είχαν σχεδιάσει από την αρχή της χρονιάς; Να πιστέψουμε ότι λειτούργησαν με τόση προχειρότητα σε έναν τόσο σοβαρό τομέα (οι ίδιοι το λένε) όπως αυτός της εκπαίδευσης;

Τέλος, το νομοσχέδιο για το «Νέο Λύκειο» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μνημείο προχειρότητας. Ακόμη και αν δεν μπούμε στην ουσία των αλλαγών που ψηφίστηκαν αρκεί η αναφορά σε ένα και μόνο ζήτημα, αυτό της τράπεζας θεμάτων, για να αποδείξει, κατά τη γνώμη μου την προχειρότητα του εγχειρήματος.

Ποιος θα γεμίζει με θέματα την τράπεζα θεμάτων και τι είδους θέματα θα περιλαμβάνει; Θα είναι στα πλαίσια των σχολικών βιβλίων ή των επιστημονικών φαντασιώσεων διαφόρων «εγκεφάλων»;

Θα έχουν όλοι οι καθηγητές και οι μαθητές πρόσβαση στα θέματα αυτά;
Πώς θα γίνεται η επιλογή των θεμάτων στις εξετάσεις; Πώς θα εξασφαλίζεται η κλιμακούμενη δυσκολία και ο αποκλεισμός της περίπτωσης ο εκπαιδευτικός του σχολείου να επιλέξει το ίδιο θέμα με αυτό που θα «βγει» από την τράπεζα θεμάτων τη μέρα της εξέτασης;

Έχει αρχίσει να «γεμίζει» η τράπεζα αυτή; Αν όχι, πότε θα αρχίσει;

Αναρωτιέμαι αν ο συγκεκριμένος τρόπος εξέτασης θα μπορέσει να ισχύσει από φέτος και σε μια τέτοια περίπτωση, αν θα ισχύσει ακόμη και αυτό το ίδιο το «Νέο Λύκειο» για τα παιδιά που φοιτούν από φέτος στην Α’ λυκείου.

Όπως και να έχει, οι αστοχίες, οι προχειρότητες και τα νέα νομοθετήματα, συνθέτουν στο χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης ένα καταστροφικό παζλ για την ίδια τη δημόσια εκπαίδευση και για όσους εμπλέκονται με αυτήν.

Ας μη βιαστούν κάποιοι να μιλήσουν για καταστροφολογία ή τουλάχιστον, πριν το κάνουν, ας κάνουν μια αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν για να δούνε ποιος καταστρέφει βήμα-βήμα τη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση.