Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Πινακοθήκη

ΣΤΑΘΗΣ

Aρχεται η συνεδρίασις. Φάτσες και Μουτσούνες. Στου Ορφέα την ταβέρνα, όλοι τα περνάμε ωραία. Λαδόκολλα, λίγο τυρί, αλμυρό να τραβάει το κρασί, σαρδελίτσα παστή -και στις γιορτές ρέγγα- πιάσε και μια μισή κι άσε, κάπελα, την κορδέλα να γυρίσει, ιστορία ν’ αρχινήσει...
Ωπα-ώπα, μπαμπάκο. Η ολομέλεια συνέρχεται και στο βήμα ανέρχεται ο
Βαρύς-βαρύς Βορίδης!
Πιάστε, μάγκες, τα γιοφύρια και πλακώσαν τα τσεκούρια. Βαρύ ύδωρ! Αντί του πρωθυπουργού ο κ. Βορίδης. Ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Για μια κυβέρνηση ανδρεικέλων, τι το καλύτερο από έναν πολιτικό που έλκει την καταγωγή του απ’ την ΕΠΕΝ; Τι το καλύτερο από έναν πολιτικό που ακόμα δηλώνει: «είμαι βαθύτατα αντικομμουνιστής και το γνωρίζετε» - ποιος λοιπόν πιο κατάλληλος γκαουλάιτερ;
Μάκης Βορίδης, στιβαρός, νωχελικός, πομπώδης!
Αντί του κ. Σαμαρά.
Κι αντί του κ. Μπαλτάκου.
Πιάσε, κάπελα, άλλη μισή και δώσε τον λόγο στον επόμενο:
Ευάγγελος Βενιζέλος! Ο νούμερο 2 του Βορίδη! Νούμερο 2 ο Μπενύτο;! φρίξον, Ηλιε! Νούμερο 2 του Βορίδη;! Κλάψτε, ουρανοί κι αστέρια! Ας πάψει να βρέχει ο Νεφεληγερέτης! Κι εσύ, Ολυμπε, γονάτισε! Εκεί που κρεμάγαν οι σοσιαλισταράδες τ’ άρματα, κρεμάνε τώρα οι επενίτες τα τσεκούρια.
Ομως, μόνος αυτός και μόνον ο ίδιος απ’ το όλον ΠΑΣΟΚ! Ο Μπενύτο ο Ολος. Μόνος αυτός, καλλίρυτος, τους Αχαιούς θα καλοπιάσει, διότι απ’ τα φουσάτα τα
παλιά της Πασοκιάς έμειναν πολύ λίγοι για να ’ναι πολλοί οι πολύ γελοίοι.
Γεράσιμος Γιακουμάτος. Ο γαλατάς. Τσέλιγκας! Αρχοντας και τζοπανασκέρης. Με τα σαράντα πρόβατα και με τα χίλια γίδια. Πρόβατο που δεν δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στο μαντρί του το τρώει ο λύκος (και πέφτει η τιμή του)...
Δημήτρης Αβραμόπουλος. Δεν θα παραστεί. Δεν ασχολείται με τα επίγεια. Δημιουργεί τώρα την Ανω Βουλή. Αψβούργοι 67%! Βουρβώνοι 69%! Χοετζόλερν 68,5%! Ρομανώφ 99,9%! Εκτακτη εμφάνιση, στον ρόλο του Βόλγα, ο κ. Σταύρος Θεοδωράκης. (Παραπόταμοι: Ψαριανός και Τατσόπουλος.) Πιάσε, ρε κάπελα, μια οκά να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Και μη νερώνεις το κρασί, πάμε παρακάτω.
Τζαμτζής!!! Βαστάτε Τούρκοι τ’ άλογα, τσόγλανοι και παλικάρια γίναμε μαλλιά κουβάρια. Πίσω οι κότες στο κοτέτσι, βγήκαν παπαγαλάκια στο κλαρί κι αλοζανφάν ντε λα πατρί. Πήρε ο φούφουτος τον γκρα του κι αναγάλλιασε η περικεφαλαία του. Ωπα, κάπελα, το ξίνισες, ξαναφέρε απ’ το καλό!
Χρύσανθος Λαζαρίδης. Βαρύς αχός ακούγεται και τηγανίζει μέντες. Τέτοιες στιγμές, μα τη Μεγαλόχαρη, ακούω φωνές μέσα στο κεφάλι μου ότι θα ξαναπάρουμε την Πόλη - δηλαδή το Βερολίνο. Οτι θα λευτερωθούμε - άμποτες! Χρύσανθος, το βαρύ πυροβολικό της Τρόικ... sorry, της πατρίδος: ϋμπεργκρουπενφύρερ του Μπαλτάκου και σταυραδέρφι της Χόχτιφ. Κουράγιο, Ελλάδα μου, ακόμη τούτη την άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες και θα μας πληρώσει τους φόρους της η Μερσεντομπεμβέ και άμα λάχει η Οπελ.
Μιλάει ο Χρύσανθος στη Βουλή και βαράνε τα σήμαντρα της Αγια-Σοφιάς, για ν’ ανέβει στο βήμα
ο κ. Ψυχάρης Τζούνιορ. Το μάτι του Κυρίου και Θεού του στο Κοινοβούλιο. Πόσα χρωστάει ο ΔΟΛ; τόσα να κόψουμε απ’ τους συνταξιούχους. Ομως, βάλε, κάπελα, κρασί, βάλε άκρατο, βάλε πολύ, στο βήμα ανεβαίνει η Σιγή:
ο κ. Αδωνις Γεωργιάδης. Φιμωμένο μου αηδόνι. Ασίκη και γαζή μου. Ποιος σου πήρε τη μιλιά, ποια κακιά νεράιδα; Μην είν’ ο Σαμαράς, μη κείνος ο Αρλούμπας; Σφίγγεται η καρδιά μου, αδέρφια! Να μιλάει η αοιδός Ρεπούση και να σιωπά λεξοφονιάς Αδωνις; Ποιος το θέλει τέτοιο άδικο; (Παρένθεση: προς τους συντρόφους της Αριστεράς, αυτά τα σταλινικά του στυλ, όπου μιλάμε εμείς δεν μιλάει ο Αδωνις, δεν είναι καλά δείγματα γραφής. Κλείνει η παρένθεση.)
Χαρδούβελης Γκίκας Γκέκας Βεληγκέκας. Επάγγελμα, Γίγας. Πίσω, γορίλες! έρχονται, γκοντζίλες! Από ενάτης πρωινής χθες, όποιος πει λέξη στο Κοινοβούλιο φορολογείται. Με τη λέξη. Λέξη και πρόστιμο, συλλαβή και προσαύξηση. Αφορολόγητες μένουν μόνον οι μαλακίες. Συνεπώς όποιος θέλει μπορεί να πει όσες μαλακίες θέλει, χωρίς κόστος. Οικονομικό, πολιτικό ή άλλο. Περάστε, κόσμε, τον λόγο τώρα έχει η κυρία
Βούλτεψη. Τα κράνη και στο χαράκωμα! Μάνα, γιατί με γέννησες; Πού με πονεί και πού με σφάζει! Βάλε μου, κάπελα, κρασί! με κώνειο. Παραδώστε με στη Μέρκελ, κάντε μου ρινότμηση, φορολογήστε με εις είδος, πάρτε μου ό,τι πολυτιμότερο έχω, βάλτε με να μάθω αρχαία ελληνικά, προδίδω ό,τι να ’ναι κι όποιον να ’ναι, εγκαταλείπω την Αριστερά, παραδίδομαι - μόνον μη μ’ αφήνετε με την κυρία Βούλτεψη να μου λέει παραμύθια στο σκοτάδι - ούτε ο διάολος στην κόλαση δεν θα με τιμωρήσει τόσο.
Γιωργάκης. Respect! Και χίλια likes. Δεν θα μιλήσει στη Βουλή, αντ’ αυτού θα μιλήσει το Μνημόνιο, το ποδήλατό του και η Βίβλος: εν αρχή ην το χάος. Κι ύστερα ο Θεός έπλασε τους Παπανδρέου και τους Καραμανλήδες. Κι έγινε της Εύας όταν έφαγε το μήλο. Εκτοτε, εκδιωχθέντες οι άνθρωποι εκ του παραδείσου, περιπλανώνται σε ένα απέραντο φρενοκομείο. Απόκοντα και ο
Φώτης Κουβέλης. Κουράσθηκε ο φτωχός απ’ τις πολλές περιπλανήσεις και ως άλλος αμήχανος Οδυσσέας είπε να γυρίσει σπίτι του και να ζητήσει από την Πηνελόπη ψήφο εμπιστοσύνης. Είμαι μαζί σου, Φώτη, ναυτάκι κι εγώ, όταν με πέταγες στη θάλασσα για να κυβερνήσεις με τη Μέρκελ, τον Φούχτελ και τη Ζήμενς. Κι όσο σκυλοπνιγόμουνα, Φώτη μου, είδα πολλά και νόον έγνω. Είδα σπίτια να πεινούν, μαγαζιά να κλείνουν, είδα και άνεργους πολλούς περισσότεροι να γίνονται, είδα αυτοκτονίες και θανάτους, αρρώστια ανεμπόδιστη και ξενιτιά φαρμάκω. Είδα πολλά, μα πιο πολύ απ’ όλα είδα όσα ψήφισες αίμα να ’ναι στα χέρια σου. Τώρα θες να σκουπίσεις τα αίματα στου ΣΥΡΙΖΑ την ποδιά και άφεση να πάρεις - ανθρώπινο θα ήταν, Φώτη μου, αν δεν είχε υπάρξει τόσο απάνθρωπο.
Τελευταίος γύρος, ανήγγειλε ο κάπελας, ψώνιο κι αυτός, νομίζει ότι έχει μπαρ στο Μανχάταν. Σπίτια σας, τελείωσε η συνεδρίαση. Βγάζω απ’ την τσέπη τυλιγμένο λίγο κεφαλοτύρι ακόμα, το απλώνω στη λαδόκολλα απαλά κι αδιάφορα, πλακώνουν τρεις μισές, πίνει τη μία με τη μία ο κάπελας και ρωτάει (το φίδι το κολοβό): και ο
Μιχαλολιάκος, ρε λεβέντες; Θα μιλήσει, δεν θα μιλήσει; Μόνον θα ψηφίσει; Δεν ξέρω, αγαπητέ μου. Το πολίτευμα σ’ αυτήν την περίπτωση το ρυθμίζει(!) ο δικαστής(!).
Ομως, ποιο πολίτευμα; του κουρελιασμένου Συντάγματος; Των εντολών της Τρόικας; της Κομαντατούρ Μέρκελ. Θυμίζει πλέον η Βουλή των Ελλήνων τη Βουλή της Περγάμου λίγο πριν να δώσει την Πέργαμο κληρονομιά στη Ρώμη ο τελευταίος Ατταλος - διέπρεψε ως κηπουρός ο μπαγάσας. Και ως δωρητής σώματος (των άλλων). Γραικύλοι η πλειοψηφία στη Βουλή της Περγάμου, αλλά δεν έκαναν καραγκιοζιλίκια ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης απ’ τον εαυτόν τους για να παραδώσουν τους εαυτούς τους στους Ρωμαίους. Ωπα- ώπα,
μπαμπάκο, η παράστασις έλαβε τέλος, αύριο πάλι. Πάμε σπίτι τώρα, εμάς κανείς δεν θα μας καταχέσει την παράγκα. Ωπα-ώπα, παιδί μου, βάστα με να σε βαστώ και μη φοβάσαι. Μόνον πάρε και μια φιάλη για τον δρόμο, διότι, αν καθ’ οδόν προς την παράγκα της οικίας μας μάς βγει μπροστά ο Κατηραμένος Οφις, θα τον αντιμετωπίσω...

 ΠΗΓΗ:
http://www.enikos.gr/stathis/268983,Pinako8hkh.html