Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Μανόλης Αναγνωστάκης: Η Ποίηση της αριστερής τραγωδίας


«Έρχονται από μακριά οι νέοι σαλπιγκτές
Των επιλέκτων κλάσεων του μέλλοντος
Οι κραυγές τους γκρεμίζουν τα σαθρά τείχη
Τήκουν τη λάσπη σε φωτεινούς ρύακες…»

91 χρόνια από την γέννησή του.
10 Μάρτη 1925: Γεννήθηκε ο Μανόλης Αναγνωστάκης ένας από τους κορυφαίους ποιητές και δοκιμιογράφους της μεταπολεμικής γενιάς.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανήκει στην τραγική γενιά των κομμουνιστών που έζησε την καταιγίδα των μεγάλων ιστορικών διαψεύσεων…


Που είδε το αμυδρό φως της Οκτωβριανής Επανάστασης να σβήνει από το σταλινικό σύστημα τρόμου και φρίκης…

Αυτή η θύελλα του αντεπαναστατικού σταλινισμού δεν τον καταπόντισε, όπως πολλούς άλλους. Παρέμεινε μαχόμενος και πιστός στα σοσιαλιστικά ιδεώδη και αναζήτησε το «φως» στην «ανανεωτική αριστερά»…

Νέα τραγική διάψευση: Δεν ήταν το «φως», αλλά το σκοτάδι «αναπαλαιωμένο».

Οι ποικίλες αυτές διαψεύσεις που βίωσε σπαρακτικά αποτυπώνονται στην ποίησή του.

«…Έρχεται το μεγάλο παρανάλωμα
Μέσα στους πίδακες των πρόσχαρων νερών.
Έρχονται οι τελευταίες προγραφές.

Μα τώρα αυτός είναι απλός θεατής
Ανώνυμος ανθρωπάκος μέσα στο πλήθος
Με τα χέρια στο στήθος σαν έτοιμος νεκρός…


Για τους σημερινούς «αριστερούς» που κυβερνούν σήμερα η ποίηση του Αναγνωστάκη είναι ιδιαίτερα προφητική:

«Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τόξερα τί κάθαρμα ήσουν,
Τί κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα»


Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είχε γνωρίσει, τους «αριστερούς» κάλπικους παράδες πολύ καλά. Φυσικά δεν θα φανταζόταν τότε που έγραφε τους στίχους, τη σημερινή κυβερνητική καταιγίδα των κάλπικων παράδων με τα κόκκινα γιλέκα…

Δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ο ποιητής την ολική μετάλλαξη της Αριστεράς και το σημερινό κατάντημά της: Κυβέρνηση δωσίλογων ανδρεικέλων του 4ου Ράιχ.

Δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί καν, ότι αυτοί οι πρώην αριστεροί σύντροφοι, δεν θα αποτελέσουν, απλώς, τα «ηθικά αποδεκτά ρούχα» της καθεστωτικής προπαγάνδας και της πλανητικής τρομοκρατίας, αλλά και την κυβερνητική κακουργία των μαφιόζων του χρήματος. Την «αριστερή» εκείνη κυβέρνηση που θα εκτελούσε τα τελευταία «συμβόλαια θανάτου» της ελληνικής κοινωνίας και του λαού της: Τα «συμβόλαια θανάτου» του 4ου Ράιχ, εκείνα που δεν μπορούσαν να εκτελέσουν τα άλλα κόμματα, παρά μόνο εκείνοι με τα ισόβια πιστοποιητικά αριστερών φρονημάτων…

Η μεγάλη αξία της Ποίησης του Αναγνωστάκη έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι αυτή ξεπέρασε τη συνείδηση της εποχής του. Προφήτευσε αυτό που δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τότε: Το σημερινό κατάντημα της αριστεράς και ένα από τα πιο θλιβερά δράματα της Ιστορίας: Την αποκρουστική της μετάλλαξη σε εμπροσθοφυλακή του 4ου Ράιχ, της Νέας Τάξης.

Διαβάστε κάποια ενδεικτικά προφητικά κομμάτια της Ποίησης του Αναγνωστάκη, για τους «αριστερούς» συντρόφους και το ιστορικό μας δράμα:


«…γράφουν, συζητούν, αγορεύουν σε συνέδρια και σεμινάρια για τη βαρβαρότητα των πόλεων, τη μαζοποίηση, την αλλοτρίωση, το αδιέξοδο του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού από προοδευτική πάντα σκοπιά, αριστερή και συνήθως άκρως ριζοσπαστική – πόσο βολεμένοι οι ίδιοι σε θέσεις με γερούς μισθούς και επιμίσθια, με παροχές και ταξίδια, πόσο δεμένοι οι ίδιοι με το σύστημα που καταριούνται και, υποτίθεται, αγωνίζονται για την ανατροπή του, πόσο βέβαιοι τελικά πως τίποτα ευτυχώς δεν κινδυνεύει ν’ αλλάξει, τουλάχιστον στα αμέσως προσεχές μέλλον».

-Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρει γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.

-Το τι δεν πρόδωσες εσὺ να μου πεις
Εσὺ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορὲς και τα λαϊκὰ παζάρια
Και μείνατε χωρὶς μάτια για να βλέπετε, χωρὶς αφτιὰ
Ν᾿ ἀκούτε, με σφραγισμένα στόματα και δὲ μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.


Φοβάµαι...

Φ ο β ά µ α ι τους ανθρώπους που εφτά
χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει
χαµπάρι και µια ωραία πρωία -
µεσούντος κάποιου Ιουλίου-βγήκαν στις
πλατείες µε σηµαιάκια κραυγάζοντας
«δώστε τη χούντα στο λαό».

Φ ο β ά µ α ι τους ανθρώπους που µε
καταλερωµένη τη φωλιά πασχίζουν
τώρα να βρούν λεκέδες στη δική σου.

Φ ο β ά µ α ι τους ανθρώπους που σου
κλείναν την πόρτα µην τυχόν και τους
δώσεις κουπόνια και τώρα τους βλέπεις
στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν
γαρίφαλα και να δακρύζουν.

Φ ο β ά µ α ι τους ανθρώπους που
γέµιζαν τις ταβέρνες και τα σπάζαν στα
µπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα
ξανασπάζουν όταν τους πιάνει το
µεράκι της Φαραντούρη και εχουν και
«απόψεις».

Φ ο β ά µ α ι τους ανθρώπους που
άλλαζαν πεζοδρόµιο όταν σε
συναντούσαν και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις
ίσιο δρόµο.

Φ ο β ά µ α ι, φοβάµαι πολλούς
ανθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ακόµη περισσότερο.
Μανολης Αναγνωστάκης

Νοέµβρης 1983

Δύο ακόμα χαρακτηριστικά ποιήματα

Κι ήθελε ακόμη

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ Δεν παραδέχτηκα την ήττα.
Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.

Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους

Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σ’ εξώστες με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η διάγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεκτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω,
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω
Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.


Μιλώ

Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε σους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια σους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει.
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.