Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Η αυθάδης πρόκληση περί «γενοκτονίας των Τσάμηδων»


Τη δεκαετία του 1990 οι διεθνείς μαφιόζοι της ιμπεριαλιστικής κακουργίας με ηγέτιδα δύναμη τις ΗΠΑ, χρησιμοποίησαν την Αλβανία για τον τεμαχισμό των Βαλκανίων και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Το ιδεολογικό παραμύθι: «Η μεγάλη Αλβανία»…
Σήμερα αυτό το παραμύθι έχει …αποκαλυφτεί, αφού, βεβαίως έσπειρε τη φρίκη στα Βαλκάνια, τα κύλησε στο αίμα και τα τεμάχισε…


Φυσικά πολλοί Αλβανοί είναι αθεράπευτα «κολλημένοι» στο παραμύθι της «Μεγάλης Αλβανίας» και συνεχίζουν να προκαλούν, με τις πλάτες των προστατών τους (των διεθνών ιμπεριαλιστών νταβάδων).

Μία τέτοια αυθάδης πρόκληση ήταν το πανό που ανάρτησαν οι Αλβανοί φίλαθλοι στον αγώνα Αλβανίας - Ελβετίας.

Το πανό αναφερόταν στους Τσάμηδες,
στα τσιράκια των δυνάμεων Κατοχής στην Ελλάδα, κατηγορώντας την Ελλάδα για τη γενοκτονία τους!!!

Φυσικά οι μαφιόζοι της ηγεσίας του Ποδοσφαίρου, ακόμα σιωπούν!!!

Η σκανδαλώδης αδράνειά τους και σιωπή τους δεν αποδεικνύει μόνο την ΑΠΑΤΗ του «ποδοσφαιρικού ιδεώδους», αλλά και τούτο: Ότι πίσω από την πράξη των Αλβανών υπάρχουν πολιτικοί υποκινητές και οι «προστάτες» τους…


Για τους Τσάμηδες θα αναδημοσιεύσουμε ένα απόσπασμα από παλιό άρθρο του Φ. Κ. Βώρου:
«ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟΣ ΤΣΑΜΙΚΟΣ» (δημοσιευμένο στο ΡΕΣΑΛΤΟ-τεύχος 3)
Ολόκληρο το κείμενο βρίσκεται και εδώ:
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?p=15671#15671


«Ποιοι ήταν λοιπόν οι φίλοι Τσάμηδες και ποια η ιστορία τους σε σχέση με μας;

Ίσως Χριστιανοί παλαιότερα, εγκατεστημένοι στην περιοχή της Θεσπρωτίας (επαρχίες Φιλιατών, Μαργαριτίου, Παραμυθιάς), εξισλαμισμένοι, πιθανόν βίαια, κατά τον 17ο αιώνα, ύστερα από την επανάσταση Διονύσιου του Σκυλόσοφου.

Οι ίδιοι θεωρούσαν ότι ήταν Τούρκοι και έπρατταν ανάλογα. Λογουχάρη, κατά τον α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1912—13), όταν ο ελληνικός στρατός όδευε από Άρτα-Πρέβεζα προς τα Γιάννενα και ο Τούρκος διοικητής της περιοχής οργάνωνε την άμυνά του, τότε οι Τσάμηδες της γειτονικής περιοχής του πρόσφεραν την υπηρεσία τους: ανέλαβαν την άμυνα της παραθαλάσσιας ζώνης (παράλια Θεσπρωτίας) για να εμποδίσουν πιθανή απόβαση ελληνικού στρατού από το Ιόνιο πέλαγος και πλευροκόπηση –κύκλωση του τουρκικού.

Ύστερα από τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13)
και τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) εκκρεμούσε η οριοθέτηση των ελληνοαλβανικών συνόρων, που είχε ανατεθεί σε μικτή Επιτροπή• σ΄αυτήν η παρουσία εκπροσώπων Αυστρίας και Ιταλίας προστάτευε αντίστοιχα τα αλβανικά συμφέροντα προς βορρά και νότο (με το νόημα της «Προστασίας» των συμφερόντων των «Προστατών»). Ακολούθησαν εργώδεις διαπραγματεύσεις κατά τις οποίες ο ιταλός εκπρόσωπος και ο αυστριακός συνάδελφός του χαρακτήρισαν ως επικίνδυνη για τις χώρες τους την κατοχή και των δύο ακτών του στενού της Κέρκυρας από την Ελλάδα!

Η τελική απόφαση υπογράφτηκε στη Φλωρεντία (17.12.1913). Με αυτήν καθορίστηκαν τα σύνορα Ελλάδας-Αλβανίας: κατακυρώθηκαν στην Αλβανία οι πόλεις Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Δέλβινο, Λεσκοβίκι, Άγιοι Σαράντα, Μοσχόπολη, Χιμάρα, Πωγώνι, όπου ζούσαν 120.000 Έλληνες (ελληνική μειονότητα).

Σύμφωνα με την ίδια οριοθέτηση
έμειναν στο ελληνικό έδαφος, περιοχή Θεσπρωτίας, περίπου 20.000 Τσάμηδες, πού ζούσαν όπως είπαμε, στις επαρχίες Φιλιατών, Μαργαριτίου, Παραμυθιάς, σε χωριά με πληθυσμό μικτό ή μόνο τσάμικο.

Το Υπόμνημα του γυμνασιάρχη Χρ. Σούλη,
γραμμένο το 1941 και υποβαλλόμενο προς τις αρχές Κατοχής πρώτα στους Ιταλούς –το 1941- ύστερα στους Γερμανούς-1944) εγκλείει αναμφίβολα το τεκμήριο της άμεσα ελεγχόμενης ακρίβειας, της διαπιστωμένης πληθυσμιακής εικόνας των Τσάμηδων, γιατί αλλιώς μπορούσε άμεσα να διαψευστεί και η αριθμητική ανακρίβεια να τιμωρηθεί. ΄Αλλωστε, δεν έχει αμφισβητηθεί ο αριθμός από αλβανική πλευρά.

Στα πλαίσια της «υποχρεωτικής ανταλλαγής» των πληθυσμών μετά τη συνθήκη της Λοζάνης (1923) ετοιμάζονταν και οι Τσάμηδες να φύγουν, θεωρώντας τους εαυτούς τους Τούρκους• επειδή όμως θεωρούνταν εξισλαμισμένοι χριστιανοί, η Ελληνική Κυβέρνηση υποχώρησε σε ιταλική παρέμβαση να τους αφήσει όπου ζούσαν και πριν (αυτά γίνονταν το 1926, δικτατορία Πάγκαλου). Έτσι παρέμειναν στην Ελλάδα και έκανε αργότερα γι’ αυτούς λεπτομερή καταγραφή ο γυμνασιάρχης Σούλης. Ανάλογη ήταν η στατιστική εικόνα του 1928.

Και είναι κάπως κωμικό (αν και ιστορικά πολύ διδακτικό) ότι τους Τσάμηδες θυμήθηκε και διαμαρτυρήθηκε υπέρ τους ο μεγαλόψυχος ιδρυτής του ιταλικού φασισμού.
Στο γνωστό τελεσίγραφο του Τσιάνο στις 28.10.1940 (κήρυξη του ιταλοελληνικού πολέμου) μία από τις αιτιάσεις του εναντίον μας διατυπώνεται έτσι: «Η Ιταλική κυβέρνησις δέον σχετικώς να υπενθυμίσει… τας προκλητικάς ενεργείας… δια της τρομοκρατικής πολιτικής …έναντι του πληθυσμού της Τσαμουριάς…» .

Είναι συνηθισμένο φαινόμενο στην ιστορία «η αλαζονεία της δύναμης» να περιβάλλει την ιταμότητα ή τη θρασύτητα με λόγους χριστιανικής, ανθρωπιστικής στοργής υπέρ των αδικουμένων!

Η πιο κρίσιμη φάση στην ιστορία των Τσάμηδων
αρχίζει από τη στιγμή που Ιταλοί και Γερμανοί (μαζί και οι Βούλγαροι) επέβαλαν Τριπλή Κατοχή στην Ελλάδα. Η φασιστική Κυβέρνηση της ιταλοκρατούμενης Αλβανίας περιλαμβάνει στο πρόγραμμά της την «απελευθέρωση» της Τσαμουριάς (Θεσπρωτίας), όπου ζούσαν περίπου 20.000 «Τσάμηδες».

Αυτή η πρόθεση από αλβανική πλευρά βρήκε άμεση ανταπόκριση στην Τσαμουριά, όπου οι Τσάμηδες είχαν και πικρές αναμνήσεις από την ελληνική διοίκηση, ειδικά τις ημέρες της 4ης Αυγούστου (1936-40). Και την εποχή που ο Χρ. Σούλης, γυμνασιάρχης, συνέτασσε το Υπόμνημά του (1941) οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας σε συνεργασία με τον ιταλικό στρατό κατοχής (αργότερα τον γερμανικό) είχαν ξεκινήσει απηνή διωγμό σε βάρος του ελληνικού στοιχείου της περιοχής, με δολοφονίες, λεηλασίες, εμπρησμούς.

Συγκρότησαν «Κυβέρνηση των Τσάμηδων» με πρόεδρο τον Μ. Ντίνο και οργάνωσαν χωριστή νεολαία των Τσάμηδων, τη «Μιλίτσια». Και, όταν έπεσε ο Μουσολίνι (1943) κι έχασαν την ιταλική προστασία, οργάνωσαν εθνικιστικές ομάδες («Μπαλί Κομπετάρ») , που συνεργάζονταν ανοιχτά με τους Γερμανούς εναντίον των Ελλήνων.

Οφείλουμε βέβαια
να θυμίζουμε ότι οι Τσάμηδες δεν είχαν καλές αναμνήσεις από την 4η Αυγούστου.

Φυσικά, η ελληνική κοινωνία, που γέννησε τόσο ρωμαλέο αντιστασιακό κίνημα (1941-44), δεν άφησε αναπάντητη την πρόκληση των Τσάμηδων.
Μάλιστα, η συγκεκριμένη τοπική ανάγκη επιτάχυνε τη συγκρότηση ένοπλων ελληνικών τμημάτων. Το καλοκαίρι του 1941 η πρώτη ελληνική ένοπλη δύναμη με επικεφαλής το Σπύρο Ιωάννου άρχισε αγώνα κατά των Τσάμηδων και σύντομα ενισχύθηκε από δεύτερη ομάδα υπό τον Β. Μπαλούμη. Σε λίγο οι δύο ομάδες ενώθηκαν και το Φλεβάρη του 1942 συγκρούστηκαν με Ιταλούς στα υψώματα Κριεζή και τους προκάλεσαν σοβαρές απώλειες.

Αργότερα (6.11.42)
κατάφεραν να σκοτώσουν τον Γ. Σαντίκ, πού ήταν επικεφαλής των ένοπλων Τσάμηδων. Μια τρίτη ομάδα υπό τον Σπύρο Κόκορη, δάσκαλο έφεδρο αξιωματικό, εμφανίστηκε το 1943 .

Αλλά και ο ΕΔΕΣ συγκρούστηκε με τους Τσάμηδες.

Ο Nigel Clive, άγγλος αξιωματικός-σύνδεσμος του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής το 1943-44 με την περιοχή δράσης του ΕΔΕΣ, επιφορτισμένος ειδικά με τη συλλογή πληροφοριών για τις κινήσεις των Γερμανών στην ΄Ηπειρο, γράφει : «Στη διάρκεια μιας επιχείρησης κοντά στη Μενίνα (Ιούνιος ‘44) ο Ζέρβας άρχισε αντίποινα σε βάρος ορισμένων τουρκαλβανικών (τσάμικων) χωριών, που οι κάτοικοί τους είχαν συνεργαστεί με τους Ιταλούς και ύστερα συνέχιζαν τη συνεργασία με τους Γερμανούς. Ο ηγέτης τους Νουρί Ντίνο Μπέη, που κατοικούσε στα Γιάννενα, ήταν ένας από τους στενότερους συνεργάτες των γερμανικών υπηρεσιών πληροφοριών …(Αυτή ήταν η βασική κατηγορία)».

Την ενοχλητική αυτή συμμαχία των Τσάμηδων με τους κατακτητές Ιταλούς-Γερμανούς την ένιωσαν και οι βρετανοί «σύνδεσμοι» που βρίσκονταν τότε στις γραμμές του ΕΛΑΣ.

Ο N. G. L. Hammond στο βιβλίο του: Δυτική Μακεδονία: Αντίσταση και Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή 1943-44 , σελ 187-88, γράφει:
«Ο ΕΔΕΣ και ο ΕΛΑΣ είχαν να αντιμετωπίσουν εξοπλισμένους χωρικούς, οι οποίοι στην ΄Ηπειρο ήταν αλβανόφωνοι μωαμεθανοί που… τους είχαν εξοπλίσει οι Ιταλοί, για να τους βοηθούν. Ο ΕΔΕΣ ήταν τόσο ασφυκτικά περιορισμένος… ώστε επέλεξε να ξεκαθαρίσει το έδαφος από αυτή την αντιδραστική εστία».

Και σε σημείωση (84, στη σελ. 324) προσθέτει:


«Στην Τσαμουριά απείλησαν τις επικοινωνίες μας με την Ιταλία από την οποία έρχονταν δια θαλάσσης ΤΥΚ, ΕΟ και εφόδια στην πλησίον ακτή της Ηπείρου».

Περισσότερο αντικειμενική, τεκμηριωμένη φαίνεται η αφήγηση της τελικής φάσης σε δυο σχετικά πρόσφατες μελέτες για τους Τσάμηδες. Οι συγγραφείς αυτών των μελετών δίνουν πολύ περισσότερες λεπτομέρειες για την αντιδικία που εκδηλώθηκε στην περιοχή των Τσάμηδων και για τα αίτιά της από τα 1922 και εντονότερα κατά τη διάρκεια της ιταλογερμανικής Κατοχής, (1941-44), όταν ήταν έκδηλη η διάθεση συνεργασίας της μειονότητας με τους κατακτητές και πολύ πιο έκδηλη η πρόθεση των κατακτητών να εξωθήσουν τη μειονότητα σε συνεργασία μαζί τους για εξυπηρέτησή τους.

Στην τελική όμως φάση η πλευρά του ΕΔΕΣ (έχοντας σχετική διαταγή και από το συμμαχικό στρατηγείο, τους Βρετανούς) πρωτοστάτησε στη βίαιη λύση του όλου θέματος, ενώ ο «ΕΛΑΣ προσπάθησε να συνδράμει με την επιμελητεία του τους εξαθλιωμένους πλέον Τσάμηδες» .

Θλιβερός Επίλογος

Όταν οι Ιταλοί κατέρρευσαν (1943) και οι Γερμανοί αποχώρησαν (1944), οι Τσάμηδες ανησύχησαν, πολύ λογικά, για την τιμωρία που θα επέσυρε όλη η κατοχική δράση τους, ιδιαίτερα μέσα σε κλίμα γενικευμένης αυτοδικίας, που επικρατούσε τότε, όπως συμβαίνει σε τέτοιες μεταβατικές καταστάσεις.

Την άνοιξη του 1945 άρχισε και η διαδικασία υποβολής μηνύσεων από Έλληνες ιδιώτες, αλλά και από τις κρατικές υπηρεσίες εναντίον συγκεκριμένων προσώπων (Τσάμηδων) για συγκεκριμένες αδικοπραξίες κατά προσώπων (Ελλήνων) και για συνεργασία με τον εχθρό (δηλαδή τους Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές).

Το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων Ιωαννίνων καταδίκασε (με την απόφασή του αριθμ.344/23.5.1945) 1930 Τσάμηδες ερήμην …Είχαν φύγει για να αποφύγουν τη Δικαιοσύνη.

Αυτοπροαίρετα κακούργησαν και έγιναν φυγόδικοι για να αποφύγουν τη βέβαιη τιμωρία.


Αναμφίβολα, η καταδίκη ανθρώπων ερήμην μπορεί να αφήνει περιθώρια πλάνης, αφού δεν ακούστηκε απολογία. Αλλά ήταν δική τους η επιλογή, η φυγή, η απουσία από το δικαστήριο, η μη απολογία. Οι ίδιοι καταδίκασαν εαυτούς σε «αειφυγία» (=παντοτινή φυγή). Η τωρινή συνηγορία ενός πρεσβευτή νεοφερμένου στα Τίρανα (1992) υποδηλώνει μάλλον διπλωματική προσπάθεια εκείνου να εδραιώσει τη θέση του και ίσως να προσφέρει «συμβουλές» που υποδαυλίζουν τοπικές διενέξεις και κάνουν αναγκαία την παρουσία μακρινού «προστάτη». Η συμπεριφορά του αποκαλύπτει άκομψη επέμβαση στα εσωτερικά της χώρας μας και περιφρόνηση στοιχειώδους σεβασμού προς τη δικαιοσύνη. Μου θυμίζει το βιβλίο του W. Fullbright, The Arrogance of Power , που ο συγγραφέας του με αυτό θέλησε να διδάξει στους συμπατριώτες του ότι η παραβίαση των αρχών δικαίου στο εξωτερικό επιστρέφει αργά ή γρήγορα ως τιμωρία στο εσωτερικό μιας χώρας, κάθε αλαζονικής χώρας.

Τα γεγονότα του Los Angeles
(σφαγές και λεηλασίες) την άνοιξη του 1992 ίσως αποτελούν προειδοποίηση για τους Αμερικανούς να φροντίσουν για τη δικαιοσύνη στη δική τους κοινωνία, αντί να υποδαυλίζουν διενέξεις σε ξένες χώρες. Έχουν καταντήσει (η ηγεσία τους) εχθροί της ειρήνης του κόσμου... Από το 1992 ως σήμερα έχουν συμβεί πολλά από αμερικανική πλευρά, δυστυχώς. Πιο πρόσφατη είναι η «απελευθέρωση» του Ιράκ….»