Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Αναφορικά για τον Τρότσκι

Από αναγνώστη

Από το ετήσιο συνέδριο του Σύνδεσμου Σλαβικών, Ανατολικοευρωπαϊκών και Ευρασιατικών Σπουδών στις 21 Νοεμβρίου 2010.
Το αντικείμενο αυτής της ομάδας εργασίας είναι ένας άνδρας που παραμένει, ακόμη και εβδομήντα χρόνια μετά τη δολοφονία του από ένα Σταλινικό πράκτορα, μια επίμονα σύγχρονη μορφή. Ο Τρότσκι ήταν ένας από τους τιτάνες της πολιτικής και πνευματικής ζωής του εικοστού αιώνα.


Όμως οι προσπάθειες για τον διασυρμό του Τρότσκι, τη διαστρέβλωση του θεωρητικού του έργου και την κατασκευή πλαστών αφηγήσεων για τη ζωή του συνεχίζονται. Ο Τροτσκισμός παραμένει τόσο πολιτικά αιρετικός στον εικοστό πρώτο αιώνα όσο ήταν ο Σπινοζισμός τον δέκατο όγδοο. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια η εχθρότητα προν τον Τρότσκι έχει γίνει πιο έντονη και έχει πάρει έναν ιδιαίτερα μοχθηρό χαρακτήρα.

Είμαστε, πρέπει να αναφερθεί, πολύ μακριά από την εποχή όταν έντιμοι φιλελεύθεροι αντίπαλοι του Τρότσκι διάβαζαν τα έργα του με έντονο ενδιαφέρον και ακόμη με θαυμασμό. Στην έκταση που ο φιλελευθερισμός διατηρούσε ένα ορισμένο επίπεδο πνευματικής ακεραιότητας και πίστευε ακόμη ειλικρινά στα δημοκρατικά του ιδεώδη, ήταν δυνατό, στη δεκαετία του 1930, για έναν άνδρα όπως ο Τζον Ντιούι (όχι όμως, βέβαια, για τους φιλελεύθερους συνοδοιπόρους του Σοβιετικού καθεστώτος, όπως οι εκδότες του Nation) να διαφωνεί με τον Τρότσκι ενώ αναγνώριζε πρόθυμα την μεγαλοφυΐα, το θάρρος και την εντιμότητα του. Και όχι μόνο αυτό.

Ο Ντιούι ένοιωθε υποχρεωμένος – σύμφωνα με τις αρχές του – να παράσχει στον Τρότσκι τα μέσα για να υπερασπίσει τον εαυτό του ενάντια στις κατηγορίες των Σταλινικών.

Αργότερα, στις δεκαετίες του 1950, του 1960 και του 1970, μια νέα γενιά ιστορικών επιδίωξε να ασχοληθεί αντικειμενικά και έντιμα με την Οκτωβριανή Επανάσταση και τις μεγαλύτερες μορφές της, συμπεριλαμβάνοντας τον Λέων Τρότσκι.

Ο Αλεξάντερ Ραμπίνοβιτς, βασιζόμενος σε διεξοδική αρχειακή έρευνα, τεκμηρίωσε τον αποφασιστικό ρόλο που έπαιξε ο Τρότσκι στην ανάπτυξη της στρατηγικής της Οκτωβριανής εξέγερσης και της τακτικής με την οποία εφαρμόστηκε. Ο Ρίτσαρντ Μπ. Ντέι διερεύνησε την οικονομική σκέψη της Αριστερής Αντιπολίτευσης. Ο Μπαρούχ Κνέι-Παζ δημοσίευσε μια λεπτομερή εξέταση της πολιτικής και κοινωνικής σκέψης του Τρότσκι. Όπως φάνηκε τελικά, η δημοσίευση της μελέτης του Κνέι-Παζ το 1978 αποδείχτηκε ότι ήταν το ανώτατο σημείο του επίσημου ακαδημαϊκού έργου για τον Τρότσκι – με εξαίρεση τις προσπάθειες του Πιερ Μπρουέ, που δεν ήταν μόνο ένας επιφανής ιστορικός αλλά ήταν επίσης Τροτσκιστής.

Στα τελευταία 20 χρόνια έχουμε δει μια αντι-πνευματική αντεπανάσταση στον τομέα των Σοβιετικών μελετών γενικά και, ειδικότερα, στη μελέτη του Λέων Τρότσκι. Η αρχική αιτία αυτής της αντίδρασης δεν είναι δύσκολο να εντοπιστεί. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης είχε ένα αποθαρρυντικό αποτέλεσμα σε μεγάλα τμήματα της φιλελεύθερης ιντελλιγκέντσιας στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δυτική Ευρώπη. Ανεξάρτητα από τις προσωπικές πολιτικές τους πεποιθήσεις, όλοι οι ιστορικοί που έκαναν σοβαρό έργο για τη Ρωσική επανάσταση ωθούνταν από την πεποίθηση ότι ο Οκτώβρης του 1917 αποτελούσε μια μείζονα καμπή στην παγκόσμια ιστορία.

Η προέλευση του, το ίδιο το γεγονός, όσα επακολούθησαν, και εκείνοι που έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο σε αυτό το ιστορικό δράμα απαιτούσαν ευσυνείδητη μελέτη. Η κατάρρευση του 1991 φάνηκε ότι αποδυνάμωνε αυτή τη θεμελιώδη πεποίθηση. Η εποχή της αστικής θριαμβολογίας και του δικού της διανοούμενου, του Φράνσις Φουκουγιάμα, είχε φτάσει, με την ευγενική φροντίδα της εταιρείας RAND. Η Οκτωβριανή Επανάσταση, διακηρυσσόταν τώρα, δεν ήταν μόνο ένα πολιτικό έγκλημα. Ήταν ένα λάθος, που ήταν μάλιστα άσκοπο!

Η ίδια η ιδέα ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση πρότεινε ακόμη και τη δυνατότητα μιας ιστορικά βιώσιμης εναλλακτικής στον καπιταλισμό είχε αναιρεθεί σε όλη της την έκταση.

Αυτό το επιχείρημα είχε μια ουσιαστική επίπτωση στην ακαδημαϊκή κοινότητα, της οποίας η πεποίθηση για την ανθρώπινη πρόοδο είχε ήδη υπονομευτεί, ακόμη και πριν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, όχι μόνο από τις αερολογίες στα χρόνια του Ρήγκαν αλλά επίσης από τον υποκειμενισμό και τον ανορθολογισμό της Σχολής της Φραγκφούρτης και του Μετα-Μοντερνισμού. Ωστόσο, η προσπάθεια της άρνησης της ουσίας και της ορθότητας του Οκτώβρη του 1917 στεκόταν από την αρχή πάνω σε πολύ ασταθή ιστορικά και λογικά θεμέλια, αφού τελικά το Σοβιετικό κράτος, το οποίο προήλθε από την επανάσταση, είχε επιβιώσει όχι μόνο για 71 μέρες, όπως στην περίπτωση της Παρισινής Κομμούνας, αλλά για 73 χρόνια.

Στη διάρκεια της ύπαρξης της, η Σοβιετική Ένωση είχε υποστεί μια εντυπωσιακή βιομηχανική μεταμόρφωση, νίκησε τη Ναζιστική Γερμανία στον πόλεμο, ανύψωσε σε μεγάλο βαθμό τους όρους διαβίωσης και το πολιτιστικό επίπεδο του λαού της, σημείωσε αξιόλογα επιτεύγματα στην επιστήμη, και άσκησε τεράστια παγκόσμια επιρροή. Επιπλέον, ο ισχυρισμός ότι το αποτέλεσμα του Δεκέμβρη του 1991 ήταν το αδυσώπητο προϊόν του Οκτώβρη του 1917 απαιτούσε να υποβαθμιστούν ή να αγνοηθούν από τους ιστορικούς οι εναλλακτικές προοπτικές της πορείας της Σοβιετικής εξέλιξης κάτω από τον Στάλιν και τους επιγόνους του – προοπτικές που δεν υπήρχαν μόνο στη φαντασία, αλλά που είχαν όντως διατυπωθεί και παλευτεί προγραμματικά. Ένα ιδιαίτερα κυνικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης μπορεί να βρεθεί στα γραφτά του Βρετανού ιστορικού Έρικ Χόμπσμπομ, ένα παλιό μέλος του Σταλινικού Βρετανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που δικαιολόγησε το καθεστώς του Στάλιν σαν «το μόνο παιχνίδι στην πόλη.»

Ειρωνικά, ο ισχυρισμός των αντι-Μαρξιστών ότι το τελικό αποτέλεσμα της Σοβιετικής ιστορίας ήταν το αναπόφευκτο επακόλουθο της Επανάστασης του 1917 – ότι οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν στο πολιτικό και το οικονομικό πεδίο από τις πρώτες μέρες του Πολεμικού Κομμουνισμού και της ΝΕΠ μέχρι την κολλεκτιβοποίηση, τις μεταρρυθμίσεις Λίμπερμαν και την Περεστρόικα του Γκορμπατσώφ αποτελούσε τον μόνο πιθανό δρόμο εξέλιξης – αντέγραφε πιστά τα επιχειρήματα του Σταλινικού καθεστώτος, το οποίο επιδίωκε να αποκρύψει τα λάθη του παρουσιάζοντας τη γραφειοκρατική αυθαιρεσία σαν μια έκφραση «ιστορικής αναγκαιότητας.» Αυτή η διαστροφή μιας αυθεντικά υλιστικής και διαλεκτικής σύλληψης του Μαρξιστικού ντετερμινισμού ξεσκεπάστηκε επιδέξια από τον καθηγητή Ντέι το 1990 στην οξυδερκή του διάψευση του «Εκβιασμού της Μοναδικής Εναλλακτικής.» Η πραγματεία του Ντέι γράφτηκε ακριβώς την παραμονή της οριστικής αποτυχίας της Περεστρόικας του Γκορμπατσώφ, τη διάλυση της ΕΣΣΔ από τη Σταλινική γραφειοκρατία, και την αποκατάσταση του καπιταλισμού.

Καθώς σωστά παρατήρησε ο Ντέι: «Όταν ο Στάλιν αγιοποίησε τον Λένιν στη μέση της δεκαετίας του 1920, απέκλεισε από τη σκέψη του Λένιν κάθε λεπτή διάκριση και προσκόλλησε πάνω της κάθε αληθοφανή δικαιολόγηση για την αυταρχική οργάνωση της πολιτικής και οικονομικής ζωής.» (2) Ήταν σημαντικό ότι ο Ντέι συνέδεσε την αντίθεση του στον «εκβιασμό της μοναδικής εναλλακτικής» (ή «του μόνου παιχνιδιού στην πόλη» του Χόμπσμπομ) με μια εξέταση της εναλλακτικής που πρότεινε ο Τρότσκι. Τονίζοντας τον σύνδεσμο ανάμεσα στη φιλοσοφική σκέψη του Τρότσκι και την προγραμματική αντιπολίτευση του στην εθνικιστική γραμμή του σοσιαλισμού σε μια χώρα, ο Ντέι εξήγησε:

Ο Τρότσκι θεωρούσε τις ιστορικές αντιφάσεις σαν το υλικό της κοινωνικής πολιτικής. Ακολουθώντας τη Χεγκελιανή και Μαρξιστική αφοσίωση στην καθολικότητα, πίστευε επίσης ότι οι αντιφάσεις έπρεπε να κατανοηθούν μέσα στο «σύνολο» της παγκόσμιας οικονομίας, της οποίας ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός ήταν τώρα τα «μέρη.» Με την εμφάνιση της παγκόσμιας αγοράς, το εθνικό κράτος – καπιταλιστικό ή σοσιαλιστικό – δεν μπορούσε πλέον να υπάρχει σαν «ένα ανεξάρτητο οικονομικό πεδίο.» Ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας «δεν διαταρασσόταν από το γεγονός ότι ένα σοσιαλιστικό σύστημα επικρατεί σε μια χώρα ενώ ένα καπιταλιστικό επικρατεί στις άλλες.»

Σε ένα περιβάλλον διαμορφωμένο από τη μετα-Σοβιετική καπιταλιστική θριαμβολογία, λίγοι ιστορικοί ήταν διατεθειμένοι να αναπτύξουν ιστορικό έργο ακολουθώντας τον δρόμο που πρότεινε ο Ντέι και να διερευνήσουν τις ιστορικές εναλλακτικές στον Σταλινισμό. Η μοναδική μεγάλη εξαίρεση στο ισχύον πρότυπο πνευματικής κατάπτωσης μπροστά στη δύναμη της πολιτικής και ιδεολογικής αντίδρασης ήταν το έργο του ιστορικού και κοινωνιολόγου Βαντίμ Ρογκόβιν στη Ρωσία, που έδωσε τον τίτλο στον πρώτο τόμο της επτάτομης ιστορίας του για την Τροτσκιστική αντιπολίτευση στον Σταλινισμό από το 1923 μέχρι το 1940, Υπήρχε Εναλλακτική;

Η ανανεωμένη επίθεση ενάντια στην ιστορική υπόληψη του Τρότσκι στη δεκαετία του 1990 προήλθε από την ανάγκη των αστών ιδεολόγων να αρνηθούν τη δυνατότητα ότι ο δρόμος της Σταλινικής δικτατορίας δεν ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να είχε ακολουθηθεί στην ΕΣΣΔ. Η ίδια η ύπαρξη του Τρότσκι ως ένας επαναστατικός αντίπαλος του καθεστώτος – και, επιπλέον, ένας που αποτελούσε μια μείζονα απειλή για τη Σταλινική γραφειοκρατία – έπρεπε να απορριφθεί. Έτσι, από την ίδια τη φύση και τον σκοπό της, αυτή η επίθεση απαιτούσε την αναβίωση των μεθόδων πλαστογράφησης και ακόμη των ίδιων ψεμάτων που είχαν χρησιμοποιηθεί από το Σταλινικό καθεστώς στον αδιάκοπο πόλεμο τους ενάντια στον Τρότσκι. Όλα τα γεγονότα που είχαν εδραιωθεί από τους ιστορικούς στα τελευταία 40 χρόνια (από την έκδοση του πρώτου τόμου της βιογραφίας του Ντόιτσερ στη δεκαετία του 1950) για τη ζωή και το έργο του Τρότσκι έπρεπε, για να χρησιμοποιήσουμε αυτό που επρόκειτο να γίνει ένα αγαπημένο σλόγκαν των διαστρεβλωτών, «να τεθούν σε αμφισβήτηση.» Αυτό ήταν το σχέδιο που ανακήρυξε για τον εαυτό της η αποκαλούμενη Επιθεώρηση Μελετών για τον Τρότσκι που ιδρύθηκε στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ο καθηγητής Ίαν Θάτσερ ήταν ένας από τους συν-ιδρυτές της. Η επιθεώρηση δεν διάρκεσε πολύ. Μόνο τέσσερα τεύχη κυκλοφόρησαν. Αλλά η Επιθεώρηση ανέπτυξε τον τρόπο πλαστογράφησης που επρόκειτο να καθοδηγήσει όλα τα έργα ενάντια στον Τρότσκι που θα γράφονταν στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια. Τα κύρια συσταστικά λειτουργίας αυτής της μεθόδου ήταν: 1) ισχυρισμοί ότι καλά εδραιωμένα γεγονότα για τη ζωή του Τρότσκι – όπως η ηγεσία του της εξέγερσης του Οκτώβρη 1917, ο κρίσιμος ρόλος του ως ο δημιουργός και στρατιωτικός διοικητής του Κόκκινου Στρατού, η αφοσίωση του στον διεθνισμό, και η ασυμβίβαστη αντίθεση του στον Σταλινισμό – ήταν μύθοι ώριμοι για ξεσκέπασμα, 2) δηλώσεις ότι τα γραφτά του Τρότσκι, ανάμεσα τους τέτοια αναγνωρισμένα λογοτεχνικά αριστουργήματα όπως η αυτοβιογραφία του και η μνημειώδης του Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, ήταν αναξιόπιστα· και 3) προσβολές ενάντια στην πνευματική, πολιτική και ηθική ακεραιότητα του Τρότσκι.

Η διαδοχή των οικονομικών κρίσεων και η εντεινόμενη γεωπολιτική αστάθεια στην πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα έδωσαν μια επιπλέον ώθηση στην επίθεση ενάντια στον Τρότσκι. Καθώς η θριαμβολογία της δεκαετίας του 1990 έδωσε τη θέση της στην ανησυχία για το μέλλον του καπιταλισμού, αντιδραστικοί ακαδημαϊκοί θυμήθηκαν με φόβο τις επιπτώσεις της βιογραφικής τριλογίας του Ισαάκ Ντόιτσερ – Ο Ένοπλος, Άοπλος και Εξόριστος Προφήτης – σε μια γενιά πολιτικά ριζοσπαστικοποιημένης νεολαίας στη δεκαετία του 1960. Η βιογραφία του Ντόιτσερ οδήγησε τους φοιτητές σε ακόμη πιο επικίνδυνο υλικό, στα γραφτά του ίδιου του Τρότσκι! Σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική, δεκάδες χιλιάδες νέοι αισθάνθηκαν την ακαταμάχητη διανοητική επίδραση από τα γραπτά αυτής της πολιτικής και λογοτεχνικής μεγαλοφυΐας. Σε μια περίοδο καινούργιας και, κατά πάσα πιθανότητα, ακόμη μελαλύτερης κρίσης, δεν υπήρχε κίνδυνος ότι αυτή η διαδικασία μπορεί να επαναληφθεί; Πώς μπορούσε να εμποδιστεί αυτό; Έτσι, μέσα σε διάστημα έξι ετών, εμφανίστηκαν οι βιογραφίες των καθηγητών Σουέιν, Θάτσερ και Σέρβις ενάντια στον Τρότσκι. Όλες αυτές οι βιογραφίες άρχιζαν με μια κατηγορηματική καταγγελία του έργου του Ντόιτσερ. «Ο Ντόιτσερ ανέχθηκε, και μάλιστα βοήθησε στην καλλιέργεια του μύθου του Τρότσκι,» δήλωσε ο Σουέιν. Ο Θάτσερ χαρακτήρισε χλευαστικά την βιογραφία του Ντόιτσερ σαν ένα ανάγνωσμα μιας «περιπετειώδους ιστορίας για αγόρια» και διαμαρτυρήθηκε ότι στηριζόταν πάρα πολύ στα γραπτά του ίδιου του Τρότσκι. Ο Σέρβις απέρριψε τον Ντόιτσερ σαν κάποιο που «προσκυνούσε στον ναό του Τρότσκι.».

Αυτά τα βιβλία γράφτηκαν με τον ξεκάθαρο σκοπό να μπολιάσουν τους αναγνώστες ενάντια στην επιρροή του Τρότσκι. Όπως έγραψε ωμά ο Σουέιν στη δεύτερη πρόταση του βιβλίου του: «Οι αναγνώστες αυτής της βιογραφίας δεν θα βρούν τον δρόμο τους προς τον Τροτσκισμό.»

Κανείς από αυτούς τους συγγραφείς δεν βγήκε μέσα από το έργο τους ενάντια στον Τρότσκι με την ακεραιότητα ή την υπόληψη τους απείραχτη. Έχω αφιερώσει σημαντικό χρόνο στα τελευταία τρία χρόνια για την αποκάλυψη των αναρίθμητων πλαστογραφήσεων και διαστρεβλώσεων που περιέχονται σε αυτά τα βιβλία. Μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι είμαι κάποιος δικηγόρος που έχει ένα μόνο πελάτη. Αλλά κάθε ελπίδα ότι θα μπορέσω να βρω κάποια ανάπαυλα στο έργο της διάψευσης συκοφαντιών και πλασtογραφήσεων ενάντια στον Τρότσκι είναι πρόωρη. Τον Οκτώβριο πήγα στη Γερμανία για να μιλήσω σε μια συνάντηση στο Βερολίνο που είχε συγκληθεί για την εβδομηκοστή επέτειο της δολοφονίας του Τρότσκι. Αναγκάστηκα να αφιερώσω ένα σημαντικό μέρος από τα σχόλια μου για να αντικρούσω ένα λιβελλογράφημα ενάντια στον Τρότσκι που είχε γραφτεί πρόσφατα από ένα μέλος του διδακτικού προσωπικού της ιστορίας του Πανεπιστήμιου του Χούμπολντ. Είναι φανερό ότι η εκστρατεία ενάντια στον Τρότσκι δεν είναι ένα αποκλειστικά Αγγλο-Αμερικανικό εγχείρημα.

Πράγματι, ακόμη μια προσθήκη στην αντι-Τροτσκιστική φιλολογία έχει γίνει πρόσφατα από τον Ρώσο ιστορικό Ρόυ Μεντβέντεφ. Αυτό είναι ένα όνομα γνωστό στους φοιτητές της Ρωσικής ιστοριογραφίας. Απέκτησε μια διεθνή φήμη με την έκδοση του Ας Κρίνει η Ιστορία. Η πρώτη έκδοση στην Αγγλική γλώσσα αυτού του έργου δημοσιεύτηκε το 1972. Η δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση εμφανίστηκε το 1989. Το Ας Κρίνει η Ιστορία θεωρήθηκε ευρέως σαν η πρώτη σημαντική προσπάθεια από ένα Σοβιετικό ιστορικό να αποκαλυφθούν τα εγκλήματα του Στάλιν και του Σταλινισμού. Η πολιτική προοπτική του Μεντβέντεφ ήταν ο μετριοπαθής ρεφορμισμός. Τα γραπτά του στρέφονταν προς την Κρουστσεφική και αργότερα προς την Γκορμπατσοφική πτέρυγα της Σιοβιετικής γραφειοκρατίας, τις οποίες και εξέφραζαν. Δεν είχε ποτέ πολιτική συμπάθεια για τον Τρότσκι. Ωστόσο, στο Ας Κρίνει η Ιστορία έγραψε: «Όσο αφορά ειδικά τον Τρότσκι, οι δραστηριότητες του και η τραγική του μοίρα απαιτούν μια ακριβή και προσεκτικά σταθμισμένη εκτίμηση.»

Αυτό γράφτηκε πριν από 21 χρόνια. Στην πρόσφατη πραγματεία του, η οποία εμφανίζεται σαν εισαγωγή σε μια νέα βιογραφία του Λέων Τρότσκι από τον Ουκρανο-Αμερικανό μελετητή Γκεόργκιυ Τσερνιάβσκιι, ο Μεντβέντεφ καταφεύγει στις ίδιες πλαστογραφήσεις τις οποίες αναίρεσε στο Ας Κρίνει η Ιστορία. Ειρωνικά, η εισαγωγική πραγματεία του Μεντβέντεφ αντιφάσκει στην ευνοϊκή γενικά εικόνα του Τρότσκι που έδωσε ο Τσερνιάβσκιι. Φαίνεται σαν να ένοιωσαν οι εκδότες την υποχρέωση να αντισταθμίσουν τη θετική παρουσίαση του Τσερνιάβσκιι με τις σφοδρά αρνητικές και ανέντιμες δηλώσεις του Μεντβέντεφ.

Υπάρχει μια εκπληκτική διαφορά ανάμεσα σε αυτό που έγραψε ο Μεντβέντεφ το 1989 και σε αυτό που γράφει το 2010. Στο Ας Κρίνει η Ιστορία, ο Μενβέντεφ ανέφερε:

Είναι γενικά γνωστό ότι το Σοβιέτ της Πετρούπολης έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση και προετοιμασία της εξέγερσης και είχε επικεφαλής τον Τρότσκι. ... Το αποτέλεσμα της νικηφόρας ένοπλης εξέγερσης στην Πετρούπολη ήταν η μεταβίβαση της εξουσίας στα Σοβιέτ. Η Προσωρινή Κυβέρνηση ανατράπηκε.

... Ο ρόλος του Τρότσκι στην πρακτική προετοιμασία και εκτέλεση της Οκτωβριανής Επανάστασης ήταν εξαιρετικά σημαντικός, καθώς ένας μεγάλος αριθμός αφηγήσεων από άμεσα συμμετέχοντες και αυτόπτες μάρτυρες επιβεβαιώνει.

Αλλά τι λέει τώρα ο Μεντβέντεφ;

Ναι, τον Οκτώβρη του 1917 ο Τρότσκι ήταν επικεφαλής του Σοβιέτ της Πετρούπολης καθώς και της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής αυτού του Σοβιέτ. Μια ένοπλη εξέγερση προετοιμάστηκε, αλλά δεν χρειάστηκε· η εξουσία πέρασε από την Προσωρινή Κυβέρνηση στα χέρια των Σοβιέτ γοργά και ειρηνικά· οι Κόκκινοι Φρουροί έπρεπε να καταλάβουν βίαια μόνο το Κρεμλίνο στη Μόσχα.

Έτσι, για να υποτιμήσει τον ρόλο του Τρότσκι στην Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Μεντβέντεφ ξεφορτώνεται την εξέγερση στην Πετρούπολη. Δεν υπήρχε, βλέπετε, τίποτε στην πραγματικότητα να κάνει ο Τρότσκι το βράδυ της 24-25 Οκτώβρη του 1917. Αυτή η εκδοχή είναι μια παραλλαγή της προσέγγισης που χρησιμοποιήθηκε από τον πρώην συνάδελφο του Ίαν Θάτσερ στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, καθηγητή Τζέιμς Ουάιτ, που έγραψε στην Επιθεώρηση Μελετών για τον Τρότσκι ότι το βράδυ της εξέγερσης, ο αδέξιος και δύσμοιρος Τρότσκι αφέθηκε στο Ινστιτούτο Σμόλνυ από τους πιο ικανούς συντρόφους του, όπως ο Στάλιν, για να απαντά απλά το τηλέφωνο.

Ο Μεντβέντεφ έγραψε το 1989:

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δραστηριότητα του Τρότσκι έπαιξε ένα θεμελιώδη ρόλο στη μεταμόρφωση του Κόκκινου Στρατού από ένα συνάθροισμα αντάρτικων και μισο-αντάρτικων σχηματισμών σε μια επαρκώς πειθαρχημένη στρατιωτική μηχανή. Ο Τρότσκι μπόρεσε να οργανώσει δεκάδες χιλιάδες πρώην τσαρικούς αξιωματικούς για να λειτουργήσουν μέσα στον στρατό, από υπαξιωματικούς μέχρι και το βαθμό του στρατηγού. Εάν είναι αλήθεια ότι ο Κόκκινος Στρατός δεν θα είχε μπορέσει να κερδίσει τον Εμφύλιο Πόλεμο χωρίς στρατιωτικούς κομμισσάριους, είναι επίσης αλήθεια ότι δεν θα είχε μπορέσει να το πετύχει αυτό χωρίς στρατιωτικούς ειδικούς. (12)

Αλλά τώρα ο Μεντβέντεφ ισχυρίζεται: «Το να αναφέρεται με υπερβολική έμφαση ο Τρότσκι ονομαστικά σαν ο ‘υπέρτατος στρατιωτικός διοικητής’ του Κόκκινου Στρατού ευνοούσε πρωταρχικά τους στρατηγούς της Λευκής Φρουράς.»

Στο Ας Κρίνει η Ιστορία, ο Μεντβέντεφ αναγνώρισε ότι ο ρόλος του Τρότσκι στην ηγεσία του Μπολσεβίκικου Κόμματος ήταν δεύτερος μόνο σε αυτό του Λένιν. Έγραψε:

Το 1921-1922 ο Τρότσκι θεωρούνταν η δεύτερη πλέον σημαντική μορφή στη Μπολσεβίκικη ηγεσία. Χαιρετισμοί προς τιμή των συντρόφων Λένιν και Τρότσκι αναγγέλονταν σε πολλά συλλαλητήρια και συναντήσεις, και εικόνες του Λένιν και του Τρότσκι ήταν αναρτημένες στους τοίχους πολλών Σοβιετικών και κομματικών οργανώσεων. Το όνομα του Τρότσκι αναφερόταν σε τραγούδια και στρατιωτικά εμβατήρια. Αυτή η περίοδος ήταν αναμφίβολα το απόγειο της σταδιοδρομίας του Τρότσκι σαν επαναστάτη και πολιτικού ηγέτη του Σοβιετικού κράτους. Η στάση του Λένιν προς τον Τρότσκι εκείνη την περίοδο ήταν εμφατικός σεβασμός, όπως ήταν και του Τρότσκι προς τον Λένιν.

Αλλά η πραγματεία του Μεντβέντεφ το 2010 προσφέρει μια πολύ διαφορετική εκτίμηση:

Ωστόσο, στην πραγματικότητα το Μπολσεβίκικο κόμμα το 1917 δεν είχε «δεύτερους ηγέτες.» ...Ο Τρότσκι συχνά αποκαλούσε τον εαυτό του «δεύτερο» [μετά τον Λένιν], και ήταν ατομικά πεπεισμένος ότι ήταν. Αυτή η πεποίθηση του αποτέλεσε τη βάση των αξιώσεων του για εξουσία και για την κληρονομιά του Λένιν μετά τον θάνατο του ηγέτη.

Ωστόσο, όπως ο μεγάλος Νικολό Παγκανίνι παρατήρησε κάποτε, υπάρχουν πολλοί «δεύτεροι.» Είναι λοιπόν πιο ακριβές να μιλάμε όχι για ένα «δεύτερο ηγέτη,» αλλά για μια «δεύτερη σειρά» ηγετών, ανάμεσα στους οποίους μπορούμε να δούμε το 1917-1920 όχι μόνο τον Λεβ Τρότσκι, αλλά επίσης τον Γιάκοφ Σβερντλώφ, τον Τζόζεφ Στάλιν, τον Λεβ Κάμενεφ, τον Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, τον Φέλιξ Ντζερζίνσκι, καθώς και τον Νικολάι Μπουχάριν και τον Νικολάι Κρεστίνσκι. (15)

Η απόπειρα του Μεντβέντεφ να υποβιβάσει τον Τρότσκι είναι, καθώς γνωρίζει πολύ καλά, μια κραυγαλέα πλαστογράφηση των ιστορικών γεγονότων. Ο Γιάκοφ Σβερντλώφ έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην οργανωτική δομή του Μπολσεβίκικου κόμματος. Ωστόσο, δεν ήταν ένας ανεξάρτητος πολιτικός ηγέτης, και ακόμη περισσότερο ένας θεωρητικός. Όσο για τον Στάλιν, τον Κάμενεφ και τον Ζινόβιεφ, οι μεταπτώσεις στους πολιτικούς τους ρόλους το 1917 είναι γενικά γνωστές. Και οι τρεις τους, στη μια ή την άλλη περίπτωση, αντιτάχτηκαν στην ανεξάρτητη πάλη για εξουσία από την εργατική τάξη. Τον Μάρτη του 1917 ο Στάλιν και ο Κάμενεφ (καθώς και ο Σβερντλώφ) υιοθέτησαν μια διαλλακτική στάση προς την αστική Προσωρινή Κυβέρνηση. Τον Οκτώβρη του 1917 ο Κάμενεφ και ο Ζινόβιεφ αντιτάχτηκαν στην εξέγερση. Ο Ντζερζίνσκι έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στα πρώτα χρόνια της επανάστασης σαν ηγέτης της Τσεκά, της κρατικής αστυνομικής οργάνωσης που ιδρύθηκε από το Σοβιετικό καθεστώς για να καταπολεμήσει τις αντεπαναστατικές δυνάμεις. Ο Μπουχάριν, χωρίς αμφιβολία, ήταν ένας σημαντικός, αν και ασταθής, ηγέτης. Αλλά τόσο ο Ντζερζίνσκι όσο και ο Μπουχάριν ούτε καν πλησίαζαν το ανάστημα του Τρότσκι σαν επαναστατικοί ηγέτες. Όσο για τον Κρεστίνσκι, ένα μελλοντικό μέλος της Αριστερής Αντιπολίτευσης (και θύμα των εκκαθαρίσεων του Στάλιν), θα ήταν ο τελευταίος που θα δυσφήμιζε τον ρόλο του Τρότσκι σαν συν-ηγέτη της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Στην τωρινή του προσπάθεια να υποτιμήσει τον ρόλο του Τρότσκι το 1917, ο Μεντβέντεφ υποτιμά τη σημασία ενός γενικά γνωστού σχόλιου του Λένιν:

Την 1 Νοέμβρη 1917, σε μια συνεδρίαση της Κομματικής Επιτροπής της Πετρούπολης, ο Λένιν αποκάλεσε τον Τρότσκι σαν «τον καλύτερο Μπολσεβίκο.» Αλλά αυτό ήταν μια σκόπιμη υπερβολή, αφού ο Τρότσκι είχε προσχωρήσει τελικά στους Μπολσεβίκους το καλοκαίρι του 1917 και είχε εκλεχτεί μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (Μπολσεβίκων) στο Έκτο Συνέδριο.

Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε τίποτε πρόχειρο σε αυτή την εκτίμηση, η οποία έγινε από τον Λένιν στο μέσο μιας σφοδρής πάλης ζωής και θανάτου ενάντια στους αντιπάλους του μέσα στην ηγεσία του Μπολσεβίκικου Κόμματος που απαιτούσαν να δεχτεί τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης συνασπισμού με τους Μενσεβίκους. Η τύχη του Μπολσεβίκικου Κόμματος και της επανάστασης κρεμόταν από την έκβαση αυτής της πάλης. Καθώς εξιστόρησε ο Αλεξάντερ Ραμπίνοβιτς στο βιβλίο του Οι Μπολσεβίκοι στην Εξουσία:

Στη διάσκεψη της Επιτροπής της Πετρούπολης, προσπαθώντας ολοφάνερα να διατηρήσει την ψυχραιμία του χωρίς να το καταφέρνει εντελώς, ο Λένιν κατηγόρησε τους εκπρόσωπους της Κεντρικής Επιτροπής ότι η συμπεριφορά τους στις διασκέψεις του Βίκζχελ ήταν προδοτική. Ο μόνος τον οποίο ξεχώρισε ανάμεσα στους Μπολσεβίκους για έπαινο ήταν ο Τρότσκι. «Ο Τρότσκι αναγνώρισε από πολύ καιρό ότι η ενοποίηση είναι αδύνατη και από εκείνη τη στιγμή δεν έχει υπάρξει καλύτερος Μπολσεβίκος.» (17)

Στο δοκίμιο του για τον Τρότσκι στις Επαναστατικές Σιλουέτες, ο Ανατόλ Λουνατσάρσκι, ο Μπολσεβίκος κομμισσάριος για τον πολιτισμό, χαρακτήρισε τον Τρότσκι σαν τον «δεύτερο μεγάλο ηγέτη της Ρωσικής επανάστασης.» Προσπαθώντας να συγκρίνει τον Λένιν και τον Τρότσκι, ο Λουνατσάρσκι επίστωσε τον Λένιν με το προτέρημα ότι ήταν ένας επαναστάτης πολιτικός με «αλάθητο ένστικτο,» λιγότερο επιρρεπής να παρασύρεται από τα συναισθήματα του, παρά μόνο προσωρινά. Η εκτίμηση του Λουνατσάρσκι, γραμμένη το 1919, περιλάμβανε τις ακόλουθες σημαντικές επιφυλάξεις:

Θα ήταν λάθος, ωστόσο, να φανταστούμε ότι ο δεύτερος μεγάλος ηγέτης της Ρωσικής επανάστασης είναι κατώτερος από τον σύντροφο του σε όλα: υπάρχουν, για παράδειγμα, απόψεις όπου ο Τρότσκι αναμφισβήτητα υπερτερεί – είναι πιο λαμπρός, πιο σαφής, πιο δραστήριος. Ο Λένιν είναι ικανός όσο κανένας άλλος να αναλάβει την προεδρία του Συμβούλιου των Λαϊκών Κομμισσάριων και να καθοδηγήσει την παγκόσμια επανάσταση με μεγαλοφυή έμπνευση, αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να είχε ανταπεξέλθει στο τιτάνιο καθήκον που επωμίστηκε ο Τρότσκι, με εκείνες τις αστραπιαίες κινήσεις από το ένα μέρος στο άλλο, εκείνες τις εκπληκτικές ομιλίες, εκείνες τις θεαματικές διαταγές της στιγμής, εκείνο τον ρόλο αυτού που ηλεκτρίζει έναν αδύναμο στρατό με αδιάκοπη έξαψη, εδώ τη μια στιγμή, εκεί την άλλη. Δεν υπάρχει ένας άνθρωπος σε όλη τη γη που θα μπορούσε να είχε αντικαταστήσει τον Τρότσκι από αυτή την άποψη. (1Cool [Η έμφαση προστέθηκε]

Η πραγματεία του Μεντβέντεφ, καθώς αντιμετωπίζει με περιφρόνηση τα ιστορικά γεγονότα, είναι γεμάτη με πολυάριθμα υποτιμητικά σχόλια: «Ο Τρότσκι δεν διακρίθηκε πολύ σαν Λαϊκός Κομμισσάριος για τις Εξωτερικές Υποθέσεις,»(19) «Στη δεκαετία του 1930 ο ρόλος και η επιρροή του Τρότσκι μεγαλοποιήθηκαν υπερβολικά από τις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις...»(20) «Κανείς, είτε τώρα είτε στο παρελθόν, δεν μπόρεσε να περιγράψει συνοπτικά και με λογική συνοχή ακόμη και σε ένα μικρό φυλλάδιο ορισμένα «θεμέλια του Τροτσκισμού.»(21)

Δηλώσεις όπως αυτές δείχνουν την έκταση της πνευματικής οπισθοδρόμησης του Μεντβέντεφ. Αλλά ακόμη χειρότερη, με κριτήριο το προηγούμενο έργο του Μεντβέντεφ, είναι η νέα εκτίμηση του για τον Στάλιν. Το πλέον ισχυρό σημείο του Ας Κρίνει η Ιστορία ήταν η καταδίκη του για τον ρόλο του Στάλιν στη Σοβιετική ιστορία. Ο Μεντβέντεφ εξήγησε ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους γράφτηκε το Ας Κρίνει η Ιστορία ήταν να απαντήσει σε «πείσμονες προσπάθειες να αποκατασταθεί ο Στάλιν που γίνονταν επίμονα από το 1969.»(22) Πρόβαλε επιχειρήματα ενάντια σε εκείνους μέσα στη Σοβιετική γραφειοκρατία που επιδίωκαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να δικαιολογήσουν ή να ελαχιστοποιήσουν τις εγκληματικές δραστηριότητες του Στάλιν. Ο Μεντβέντεφ αντιτάχτηκε στον γενικά διαδεδομένο ισχυρισμό ότι οι δραστηριότητες του Στάλιν στη δεκαετία του 1920 ήταν ορθές, και ότι μόνο οι μεταγενέστερες πράξεις του πρέπει να καταδικαστούν. Ο Στάλιν είχε προκαλέσει ολέθρια ζημιά στην υπόθεση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση και διεθνώς. Ο Μεντβέντεφ εξήγησε ότι ενώ ο Στάλιν χρησιμοποιούσε Μαρξιστικές φράσεις για να κάνει θεμιτές τις πράξεις του, ποτέ δεν ήταν Μαρξιστής.

Αλλά τώρα ο Μεντβέντεφ προσφέρει μιαν εντελώς διαφορετική εκτίμηση για τον Στάλιν, ο οποίος, γράφει:

...μελέτησε πολύ καλύτερα από τον Τρότσκι όλα τα έργα του Λένιν, πολλά από τα οποία ο Τρότσκι δεν είχε καν διαβάσει. Ο Στάλιν ήταν αυτός, λοιπόν, που μπόρεσε με αρκετή ταχύτητα και επιτυχία να ανασυντάξει τη θεωρητική κληρονομιά του Λένιν σε μια μάλλον ολοκληρωμένη εννοιολογική σύλληψη των ‘θεμελίων του Λενινισμού’... Ούτε ο Τρότσκι, ούτε ο Μπουχάριν, ούτε ο Κάμενεφ, ούτε ο Ζινόβιεφ ήταν ικανός να το κάνει αυτό, αν και προσπάθησαν. Όλες οι απόπειρες του Τρότσκι να βασιστεί στη θεωρητική και πολιτική κληρονομιά του Λένιν αποδείχτηκαν ανεπιτυχείς και αναιρέθηκαν εύκολα από τον Στάλιν. Αλλά χωρίς το στήριγμα της κληρονομιάς του Λένιν ο Τρότσκι δεν είχε καμμία ελπίδα να κερδίσει αναγνώριση και να νικήσει.(23)

Έτσι λοιπόν ο αναγνώστης οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο Στάλιν ήταν αυτός που εκπροσωπούσε την κληρονομιά του Λένιν, και αυτό εξηγεί τη νίκη του ενάντια στον Τρότσκι. Ο Μεντβέντεφ δίνει άλλους λόγους για τη νίκη του Στάλιν: Όταν επρόκειτο για τη δύναμη του χαρακτήρα, την πολιτική θέληση, τη σκληρότητα και πολλές άλλες ιδιότητες που είναι αναγκαίες στην πάλη για εξουσία, ο Στάλιν ήταν κατά πολύ ανώτερος από τον Τρότσκι.»(24) Αλλά στο Ας Κρίνει η Ιστορία ο Μεντβέντεφ έγραψε περιφρονητικά για εκείνους που μιλούσαν με θαυμασμό για τη «θέληση» του Στάλιν:

Ένας δολοφόνος που πυροβολεί από την ενέδρα ούτε που χρειάζεται μια ισχυρότερη θέληση από το θύμα του. Ένας έντιμος άνθρωπος δεν διαπράττει εγκλήματα όχι επειδή δεν έχει δυνατό χαρακτήρα· ο χαρακτήρας του απλά είναι στραμμένος προς άλλες επιδιώξεις. Πολύ συχνά αποκαλούμε δυνατό έναν άνδρα ο οποίος παραβιάζει όλα τα αποδεκτά πρότυπα στις ανθρώπινες σχέσεις και όλους τους κανόνες έντιμης πάλης· όσο πιο πολύ αγνοεί περιφρονητικά αυτούς τους κανόνες, τόσο πιο δυνατός και πιο αποφασιστικός φαίνεται σε μερικούς ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, τα περισσότερα εγκλήματα δείχνουν όχι τη δύναμη της θέλησης, αλλά την αδυναμία των ηθικών αρχών.(25)

Πού βρίσκονται τα αίτια για τον τρομερό πνευματικό εκφυλισμό του Μεντβέντεφ; Είναι καθαρά άλλο ένα θύμα της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, η οποία έχει καταστρέψει την πολιτική και ηθική του ισορροπία. Ο Μεντβέντεφ έχει γίνει ένας ένθερμος θαυμαστής του Βλαντιμίρ Πούτιν, τον οποίο συγκρίνει με τον Μέγα Πέτρο! Αυτός ο αποπροσανατολισμός δεν είναι απλά ένα ζήτημα της προσωπικής αδυναμίας του Μεντβέντεφ. Παρά την προηγούμενη καταδίκη του για τον Σταλινισμό, η πολιτική του αντίθεση προς τον Τροτσκισμό απέκλεισε τη δυνατότητα να κάνει μια ολοκληρωμένη κριτική του Σοβιετικού καθεστώτος. Η κατάρρευση του τον ξάφνιασε, και παρασύρθηκε, όπως τόσο πολλοί άλλοι Σοβιετικοί διανοούμενοι, στο αντιδραστικό περιβάλλον του Ρωσικού εθνικισμού και σωβινισμού. Αυτό είναι που τον έχει προσελκύσει προς τον Στάλιν.

Στα καλύτερα χρόνια του, ο Μεντβέντεφ έγραψε ότι ο Σταλινισμός θα ήταν θεμιτό να χαρακτηριστεί σαν μια «σοβαρή και παρατεταμένη ασθένεια της Σοβιετικής κοινωνίας.» Αυτή ήταν μια γόνιμη και καρποφόρα ιδέα, η οποία μπορεί να φανεί χρήσιμη σε μια έρευνα του αντι-Τροτσκισμού. Υπάρχει ένα σαφώς παθολογικό στοιχείο στην επίμονη, για πολλές δεκαετίες, πλαστογράφηση της σκέψης και των πράξεων του Τρότσκι. Αλλά η πηγή αυτής της ασθένειας δεν είναι βιολογική, αλλά κοινωνική. Είναι η εκδήλωση έντονων αντιφάσεων μέσα στην κοινωνία. Σε περίοδους διογκούμενης κρίσης, ο αντι-Τροτσκισμός φουντώνει σαν ένας ιδεολογικός αμυντικός μηχανισμός ενάντια στην επαναστατική κριτική της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης και στην αυξανόμενη πιθανότητα για αντίσταση της εργατικής τάξης ενάντια στην καπιταλιστική καταπίεση.

Ο Αλεξάντερ Ραμπίνοβιτς – ένας από τους λίγους σύγχρονους ιστορικούς ο οποίος, αν και δεν είναι Μαρξιστής, πιστεύει ακόμη βαθιά στην ιστορική σημασία του Οκτώβρη – είπε το ίδιο πράγμα με ένα πιο άμεσο και απλό τρόπο. Γιατί, τον ρώτησα πρόσφατα, συνεχίζονται οι επιθέσεις ενάντια στον Τρότσκι 70 χρόνια μετά τον θάνατο του. «Επειδή,» απάντησε ο Ραμπίνοβιτς, «ο Τρότσκι είναι ακόμη μια απειλή.» Πραγματικά, για όλους εκείνους που υπερασπίζουν την αδικία και την ανισότητα, είναι σίγουρα μια απειλή.

 
Σημείωση ΡΕΣΑΛΤΟ:
Σχετικά κείμενα για τον Τρότσκι και τις μοχθηρές επιθέσεις εναντίον του διαβάστε εδώ:
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=6739
Και εδώ:
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=6319