Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

Συμμοριοποίηση της νεολαίας και Σχολική Βία (εξαιρετικό!)

Ευγενία Σαρηγιαννίδη 
Παρακολουθήσαμε τις τελευταίες ημέρες τα τεκταινόμενα σχετικά με την υπόθεση ξυλοδαρμού ενός 17χρονου μαθητή σε σχολείο του Βύρωνα από μαθητές γυμνασίου και λυκείου, όταν (όπως διαβάσαμε) ζήτησε το λόγο επειδή η αδερφή του είχε πέσει θύμα bullying.
Το σενάριο, χιλιοειπωμένο και γνωστό, το έχουμε δει να συμβαίνει και σε άλλα παρόμοια περιστατικά:

Στην αρχή η κοινωνία σοκάρεται, μετά συζητά, αναλύει, καταθέτει τις απόψεις της, κουβεντιάζει το ζήτημα, ακούει τις απόψεις των διαφόρων ειδικών, τις οποίες αναπαράγει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, αυτούσιες ή διαστρεβλωμένες και τέλος σιγά σιγά ξεχνάει και ξεθυμαίνει το ενδιαφέρον της, μέχρι τουλάχιστον να συμβεί κάτι αντίστοιχο, που πιθανότατα θα οδηγήσει στην εκ νέου εκκίνηση της προαναφερόμενης πορείας.

Κάθε φορά η ίδια ιστορία, οι συνέπειες της οποίας στους τρόπους σκέψης, στις νοοτροπίες και στις συμπεριφορές των ανθρώπων δεν αποτιμώνται ποτέ.

Καταρχάς, ας αναρωτηθούμε ποιες θα μπορούσαν να είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας τηλεοπτικής «φλυαρίας»; Ποιος ο ρόλος των διάφορων ειδικών και κυρίως των ψυχολόγων και των υπολοίπων κοινωνικών επιστημόνων, όταν συμμετέχουν σε πάνελ ή εκπομπές, που δεν επιτρέπουν παρά παρεμβάσεις σύντομες, οι οποίες διακρίνονται από τη «λογική της ατάκας»;

Πώς όλη αυτή η παραφιλολογία γύρω από ζητήματα νεανικής παραβατικότητας και βίας, αξιοποιείται εμπορικά υπό το πρόσημο δήθεν της κοινωνικής ανάλυσης και του «διαφωτισμού» των ανθρώπων γύρω από τα αίτια τέτοιων συμπεριφορών με σκοπό δήθεν την πρόληψή τους;

Οι παρεμβάσεις των ειδικών, συνήθως με τους τηλεοπτικούς όρους που είναι οργανωμένες, οδηγούν σε ψυχολογίζοντα σχήματα σκέψης και κλινικοποιημένα υπεραπλουστευτικά συμπεράσματα και καταχρηστικές γενικεύσεις γύρω από θέματα όπως εκείνο της νεανικής παραβατικότητας, ενδεχομένως και εγκληματικότητας, χωρίς τις περισσότερες φορές να μπορούν εμβαθύνουν.

Δημιουργείται έτσι ένα γνωστικό χάος στους «καταναλωτές ειδήσεων» - ένα χάος τεκμηριωμένο, όπως υποτίθεται, επιστημονικά – που διαστρεβλώνει όμως την πραγματική συνθετότητα των κοινωνικών σχέσεων και της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης μέσα στο σύγχρονο πολιτικό - πολιτισμικό πλαίσιο της μετανεωτερικότητας.

Συγχρόνως, δίνοντας μια νότα έστω και αρνητικής, ως προς το περιεχόμενο, δημοσιότητας (αλλά παρόλα ταύτα, επιθυμητής δημοσιότητας), του κάθε επικείμενου δράστη, συμβάλλει ενδεχομένως και στην αναπαραγωγή τέτοιων φαινομένων.

Για να το πούμε αλλιώς,
αυτό που αποσιωπάται, είναι ο ρόλος – ενδεχομένως ενισχυτικός ως προς την επανεμφάνιση παρόμοιων φαινομένων και γεγονότων – της επιστημονοφανούς αερολογίας στην οποία καταγίνονται στα ΜΜΕ οι διάφοροι λίγο ως πολύ ειδικοί, οι οποίοι καλούνται σε κάθε τέτοια περίσταση να «εκφράσουν τη γνώμη τους».

Με άλλα λόγια, θα λέγαμε ότι «πολύ ψυχολογία έχει πέσει»: Μέσω «ψυχολογίας» η αιτία του «κακού» αποδίδεται στα άτομα ή και με πιο ψυχοκοινωνιολογικούς όρους, στις «επιρροές» που έχουν δεχτεί από το περιβάλλον. Ποιες ακριβώς επιρροές; Ανάλογα με τον ειδικό (ψυχολόγο, κοινωνιολόγο, εγκληματολόγο) το βάρος ως προς τις προτεινόμενες ερμηνείες του φαινομένου αποδίδεται πότε σε εγγενείς ψυχικές αιτίες (με ή χωρίς βιολογικό υπόβαθρο και προεκτάσεις), πότε στην οικογένεια και τις ελλείψεις στη φροντίδα και τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού, πότε στις ανεπάρκειες του σχολικού περιβάλλοντος, πότε στην κακή χρήση της τεχνολογίας και των βίαιων βιντεοπαιχνιδιών, πότε στην μίμηση κακών προτύπων που προβάλλονται στην τηλεόραση κλπ.

Κάθε μια από αυτές τις αιτίες
μπορεί ενδεχομένως να ισχύει από μόνη της ή συνδυαστικά με κάποια άλλη, ή και να ισχύουν όλες μαζί. Παρόλα αυτά είναι εξαιρετικά δύσκολο να ερμηνεύσει κανείς, σοβαρά, παρόμοιου τύπου γεγονότα και φαινόμενα με λίγα λόγια και στον ελάχιστο χρόνο που συνήθως διαθέτει, όταν εκφράζεται στα ΜΜΕ, χωρίς όλες οι παραπάνω ερμηνείες να καταντήσουν στομφώδη στερεότυπα, που μιλούν χωρίς να λένε τίποτα επί της ουσίας και καταλήγουν συνήθως σε εύπεπτες γενικολογίες.

Θα λέγαμε συνεπώς πως η εν λόγω δημοσιότητα λειτουργεί ως σύστημα επιβράβευσης της συμμοριοποίησης που υποκαθιστά την χαμένη κοινωνική συνοχή και καθιστά ευάλωτο θύμα όποιον προβάλει αντιστάσεις ως μεμονωμένο άτομο στην γενίκευση της εξαχρείωσης των ηθών.


Το παραπάνω επιτρέπει στους διαπράττοντες εγκληματικές ή παραβατικές πράξεις να λένε με ένα είδος έπαρσης:
«Ποιος είμαι τελικά! Πόσο εύκολο είναι να μιλάνε για εμένα! Το «σύστημά τους» (τα «σχολεία τους», η «δικαιοσύνη τους», τα «κυβερνητικά στελέχη τους», οι «δημοσιογράφοι τους», οι επιστήμονές τους» κλπ.) δουλεύουν για να με κάνουν διάσημο. Εδώ μέχρι και την Υπουργό Παιδείας φέραμε στον Βύρωνα!».

Η όλη προσέγγιση τέτοιων φαινομένων λοιπόν λειτουργεί:


α). Όπως ακριβώς η αρνητική διαφήμιση, αφού αναβαθμίζει την εικόνα των ατόμων ειδικά στο «κοινό» στο οποίο απευθύνονται.

β. Όπως τα αμορτισέρ, αφενός εξομαλύνοντας την κατάσταση, αφετέρου αποσιωπώντας συστηματικά την κοινωνιοπολιτισμική της ουσία και αποφορτίζοντάς την μέσα στην υπερπληθώρα των γνωμών και των απόψεων που δια του λόγου εκτονώνονται.

γ). Αποφεύγοντας να «βάλουν το νυστέρι στην πληγή που σαπίζει», δηλώνοντας ευθαρσώς και χωρίς πολλά λόγια πώς ακριβώς αντιμετωπίζεται σε αυτήν την χώρα η εγκληματικότητα ανηλίκων ή /και ενηλίκων, εντός ή εκτός σχολείων.

Επιπρόσθετα, θα πρέπει για την ερμηνεία και την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων, να λάβουμε υπόψη μας ότι:


1). Το περιστατικό του ξυλοδαρμού στο σχολείο του Βύρωνα, η υπόθεση Γιακουμάκη και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, λαμβάνουν χώρα σε μια κοινωνία σε κατάσταση αποσύνθεσης, που συγκαλύπτει πίσω από τον υποκριτικό φερετζέ της «ανεκτικότητας» την εξατομίκευσή της, την αδιαφορία της και την ανικανότητά της να αναλάβει το στοιχειώδες καθήκον του κοινωνικού ελέγχου των ατομικών, νεανικών ιδίως, συμπεριφορών.

Άλλωστε, με την αποδιοργάνωση των θεσμικών πλαισίων της οικογένειας και του σχολείου, το ενήλικο κοινωνικό περιβάλλον γονέων και εκπαιδευτικών, αφού καταρχάς παραιτήθηκε από τον παραδοσιακό ρόλο του, κατάντησε συχνά να υφίσταται το ίδιο την παρενόχληση και την απαξίωση από την πλευρά των παιδιών και των μαθητών. Και αυτό συμβαίνει τόσο πιο συχνά, όσο περισσότερο οι ενήλικες φαίνονται ανίκανοι να αντιδράσουν ή ακόμα μοιάζουν αδιάφοροι και αποστασιοποιημένοι από τα προβλήματα και τις δυσκολίες των παιδιών και των εφήβων, των οποίων ωστόσο θεωρητικά, η κοινωνία των ενηλίκων έχει αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση και την κοινωνικοποίηση.

Στο σημείο αυτό
αξίζει να αναρωτηθεί κανείς για την αποτελεσματικότητα της «λύσης» που πρότεινε η νυν Υπουργός Παιδείας όταν δήλωσε τη δημιουργία ενός θεσμού «Δασκάλου Εμπιστοσύνης»…

2). Η γυάλα μέσα στην οποία μεγαλώνουν πολλά από τα παιδιά σήμερα, η οποία καλλιεργεί την πιο συγκαλυμμένη – και γι’ αυτό πιο σκληρή – μορφή βίας, η οποία στρέφεται είτε προς τον άλλο, είτε πολύ συχνά προς τον εαυτό. Η βία αυτή τροφοδοτείται από τις ιδεολογίες ανταγωνισμού προς τους άλλους, την επιθυμία για ατομική διάκριση με οποιοδήποτε τρόπο και ενισχύεται από τις νοοτροπίες της νεολαγνείας και του υπερπροστατευτισμού.

Χαρακτηριστικά η νυν Υπουργός Παιδείας αναφέρει πως έχουν ληφθεί παιδαγωγικά (sic!) μέτρα για τους μαθητές που εμπλέκονται στο περιστατικό ξυλοδαρμού και ότι τέτοια περιστατικά «δεν έχουν καμία απολύτως θέση στο σχολείο». Κι όμως θα μπορούσε να της απαντήσει κάποιος πως τέτοια περιστατικά, εφόσον συμβαίνουν, έχουν θέση στα σχολεία και αν η κ. Υπουργός υπονοεί πως δεν θα έπρεπε να έχουν θέση στα σχολεία, πώς ακριβώς τα «παιδαγωγικά μέτρα» στα οποία αναφέρεται και τα ευχολόγια τα οποία συμπεριλαμβάνουν, θα συνεισφέρουν πραγματικά στην αντιμετώπιση και πρόληψή τους;

3). Η λήθη στην οποία έχει περιπέσει το αρχαιοελληνικό τρίπτυχο Υπερβολή – Ύβρη – Τιμωρία, η εύκολη υπέρβαση δηλαδή ορίων και «συνόρων», πέραν από τα οποία «δεν πάει κανείς» – και όποιος θα πήγαινε θα έπρεπε να αναμένει βαρύ τον πέλεκυ.

Διότι βία υπήρχε πάντοτε. Υπήρχε όμως και ένα όριο διαφορετικό για τον κάθε άνθρωπο, που το καθόριζε η κοινή λογική και η κοινωνική εμπειρία και το οποίο φρόντιζε να μη ξεπεράσει κανείς. Αν κάποιος το ξεπέρναγε, έβρισκε απέναντί του την ίδια την κοινωνία. Ένα «ως εδώ σε παίρνει γιατί ο κάθε άνθρωπος έχει τα όρια και τις αντοχές του».

Δηλαδή υπήρχε ένας κοινωνικός έλεγχος που ναι μεν ήταν ελαστικός, αλλά όχι υπερβολικά ανεκτικός, βάζοντας μέτρο στις συμπεριφορές που κινούνταν προς τα άκρα.