Κυριακή 17 Απριλίου 2022

Η συντριπτική νίκη Όρμπαν και ο ακήρυχτος πόλεμος στην ΕΕ

(Σ.Μ.)

 

 

 

ΠΗΓΗ

 

 

 

 

 «Θα θυμόμαστε αυτή τη νίκη μέχρι το τέλος της ζωής μας, γιατί έπρεπε να παλέψουμε ενάντια σε ένα τεράστιο πλήθος αντιπάλων: την τοπική αριστερή πτέρυγα, τη διεθνή αριστερή πτέρυγα, τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών, όλα τα χρήματα και τους θεσμούς της αυτοκρατορίας του Σόρος, τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης, και τον Ουκρανό πρόεδρος επίσης. Ποτέ δεν είχαμε τόσους πολλούς αντιπάλους ταυτόχρονα.»

 

 

– Ο Βίκτορ Όρμπαν στην ομιλία του αμέσως μετά τον εκλογικό θρίαμβο της 3ης του Απρίλη.

 

 

 

Οι εθνικές εκλογές της Ουγγαρίας πριν μερικές εβδομάδες ανέδειξαν, σαφώς, με συντριπτική πλειοψηφία νικητή για 4η φορά τον Βίκτορ Όρμπαν και τον πολιτικό σχηματισμό του Fidesz (Φίντες). Σπάνια έχει συναντήσει κανείς σε εθνικές εκλογές σε χώρα της Ευρώπης να τίθενται συμπυκνωμένα και ταυτόχρονα τόσα πολλά βασικά ζητήματα –και μάλιστα ρητά–, τα οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθορίζουν το μέλλον του Ουγγρικού λαού και της χώρας. Τα διλήμματα αυτά διατυπώθηκαν καθαρά τόσο από τον ηγέτη του Fidesz, όσο και από την ενωμένη αντιπολίτευση έξι κομμάτων που προσπάθησε ανεπιτυχώς να σπάσει την λαϊκή πλειοψηφία και κυριαρχία υπό τον Βίκτορ Όρμπαν.

 

 

 

Όπως ο ίδιος το έθεσε προεκλογικά,οι εκλογές στην Ουγγαρία είναι ζήτημα «ειρήνης ή πολέμου», λέγοντας ότι η ήττα του θα είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη στρατιωτική υποστήριξη για την Ουκρανία.

«Εάν η αριστερά κερδίσει τις εκλογές της Κυριακής, οι αποστολές όπλων στην Ουκρανία θα ξεκινήσουν αμέσως… Γι’ αυτό λέω ότι το διακύβευμα στις εκλογές είναι πλέον η ειρήνη ή ο πόλεμος. Η αριστερά αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την ειρήνη, ενώ το Fidesz αποτελεί εγγύηση», τόνισε ο Όρμπαν.

 

 

 

Φυσικά, όταν μιλούσε για την Αριστερά εννοούσε όλες τις τάσεις τις φιλοευρωπαϊκής παγκοσμιοποιητικής «αριστεράς», «σοσιαλιστών» κ.λπ., που συνασπίστηκαν με τα άλλα (φιλελεύθερα-συντηρητικά ως …ακροδεξιά!) φιλοδυτικά κόμματα, μήπως και καταφέρουν να τον ρίξουν και εμπλέξουν την Ουγγαρία στον πόλεμο, στο πλευρό της Υπερεθνικής Ελίτ (Υ/Ε). Ο Peter Marki-Zay (Πίτερ Μάρκι-Ζάι), ηγέτης του αντιπολιτευόμενου συνασπισμού, κατηγόρησε τον Όρμπαν για «προδοσία» του ΝΑΤΟ και της ΕΕ υιοθετώντας μια φιλορωσική στάση που συνδέεται με τη στενή του σχέση με τον Πρόεδρο Πούτιν. Όπως διατύπωσε το δίλημμα από τη μεριά του, «ο Όρμπαν πρόδωσε την Ουγγαρία, πρόδωσε την Ευρωπαϊκή Ένωση, πρόδωσε το ΝΑΤΟ, πρόδωσε όλους εμάς», είπε ο Marki-Zay. «Δεν μπορεί να είναι για πάντα η μαριονέτα του Πούτιν. Πρέπει να ταχθεί με την Ευρώπη και πρέπει να ταχθεί με το ΝΑΤΟ». Και όπως το έθεσε ξεκάθαρα, το διακύβευμα αυτών των εκλογών είναι «ή με τη Δύση ή με την Ανατολή».

 

 

 

Όμως λογάριασαν χωρίς τον ξενοδόχο, τον Ουγγρικό λαό, ο οποίος αποφάνθηκε για τον προσανατολισμό της χώρας του στην κρίσιμη αυτή καμπή, τόσο για τα εθνικά του θέματα, όσο και για τα σοβαρά εσωτερικά ζητήματα, ότι παρόλο που ανήκει στην ΕΕ αλλά και το ΝΑΤΟ, σίγουρα δεν θέλει να είναι ένα άβουλο προτεκτοράτο τους (π.χ. όπως η Ελλάδα), και εκδήλωσε για ακόμα μια φορά την εμπιστοσύνη του στην πολιτική Όρμπαν.

 

 

 

Πάραυτα αντέδρασε η ΕΕ, αφού δύο μόλις μέρες μετά την πανηγυρική επανεκλογή Όρμπαν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επανεκκίνησε τη σύγκρουση μεταξύ της ΕΕ και της Ουγγαρίας σχετικά με το Κράτος Δικαίου (και τώρα σαφώς βέβαια και με τη, στην ουσία, φιλορωσική στάση του Όρμπαν) και διεμήνυσε ότι ξεκινά μια διαδικασία που θα μπορούσε να παγώσει δισεκατομμύρια ευρώ που πρόκειται να λάβει η Ουγγαρία από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, καθώς επίσης και τα κονδύλια για την ανάκαμψη των χωρών από την Πανδημία. Αντίθετα, η ΕΕ αλλάζει την προσέγγισή της προς την Πολωνία, με την οποία η Ουγγαρία είχε συστήσει κοινό μέτωπο (βλέπε παρακάτω), ακολουθώντας την πολιτική του «καρότου» γι’ αυτήν, έναντι του «μαστιγίου» για την Ουγγαρία, και δρομολογεί εξελίξεις για να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ ΕΕ και Πολωνίας, εάν βέβαια η Πολωνία ανακαλέσει ορισμένα από τα αιτήματά της την τελευταία στιγμή.

 

 

 

Αυτό οφείλεται στη σφοδρή αντιρωσική και φιλονατοϊκή στάση της Πολωνίας και με την παρέμβαση της ΕΕ ήδη διασπάται το κοινό μέτωπό της με την Ουγγαρία, η οποία τελικά απομονώνεται μέσα στην ΕΕ.

 

 

 

Τι αντιπροσωπεύει όμως η «περίπτωση» Όρμπαν για μια μικρή χώρα η οποία μάλιστα βρίσκεται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ;

 

 

 

Η πολιτική Όρμπαν προπομπός εθνικής κυριαρχίας

 

 

 

Την 1η Φεβρουαρίου, πριν το ξέσπασμα του πολέμου, ο Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας επισκέφθηκε τη Μόσχα και είχε συνάντηση με τον Ρώσο Πρόεδρο, με σκοπό (αλλά και  αποτέλεσμα) να συσφιγχθούν περαιτέρω οι ήδη καλές σχέσεις των δύο χωρών με στενότερη συνεργασία σε όλους τους τομείς. Στον οικονομικό τομέα, οι δύο χώρες αύξησαν τον εμπορικό κύκλο εργασιών από το περασμένο έτος κατά 30%, παρ’ όλους τους περιορισμούς λόγω της πανδημίας, ενώ προχωρούν από κοινού στην κατασκευή πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας στο έδαφος της Ουγγαρίας. Στον τομέα της ενέργειας, η Ουγγαρία σε συμφωνία με τη Ρωσία και την Gazprom, κατάφερε να εξασφαλίσει σταθερή παροχή σε καύσιμα και μάλιστα σε φθηνότερες τιμές από ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη μέχρι το 2036. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Β. Όρμπαν «ολόκληρη η ήπειρος βιώνει ενεργειακή κρίση, αλλά η Ουγγαρία είναι ευγνωμονούσα για τη σύμβαση και σχεδιάζει να αυξήσει την άντληση». Μάλιστα, ο πρόεδρος της Ουγγαρίας μόλις τώρα, μετά τις νέες κυρώσεις κατά της Ρωσίας και το ρωσικό τελεσίγραφο για πληρωμή του φυσικού αερίου σε ρούβλια, δήλωσε πολύ επιτυχημένα ότι η Ουγγαρία δεν πρόκειται να αντικαταστήσει το ρωσικό αέριο με… πουλόβερ, διότι είναι ζωτικής ανάγκης για την (ενεργειακή) ύπαρξη της Ουγγαρίας.

 

 

 

Φυσικά, μένει να δούμε εάν θα μπορέσει ο Όρμπαν να εφαρμόσει αυτές τις πολιτικές μέσα σε μια ΕΕ που γίνεται κάθε μέρα και περισσότερο ένα δυτικό προτεκτοράτο της Υ/Ε. Έτσι, ακόμα και η κραταιά Γερμανία αναγκάστηκε να παρατήσει τη φθηνή τροφοδότησή της από τον ρωσικό αγωγό αερίου και να προμηθεύεται πολύ ακριβότερο υγροποιημένο αέριο από τις… ΗΠΑ! Στην προαναφερθείσα συνάντηση, η Ρωσία διά στόματος Πούτιν παρέδιδε ακόμα 5 εκατομμύρια δόσεις του πετυχημένου ρωσικού εμβολίου Σπούτνικ, δεδομένου ότι η Ουγγαρία ήταν η πρώτη χώρα που προμηθεύτηκε μεταξύ άλλων το ρωσικό εμβόλιο, σπάζοντας την απαγόρευση της ΕΕ. Μάλιστα στην Ουγγαρία διεξήχθη και η πρώτη συγκριτική έρευνα για την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια των εμβολίων, όπου το Σπούτνικ αναδείχτηκε γενικά σαν το καλύτερο εμβόλιο, το οποίο χρησιμοποιούν ήδη πάνω από 70 χώρες, με την κυβέρνηση Πούτιν να δεσμεύεται για τη μεταφορά της σχετικής τεχνογνωσίας του εμβολίου, ώστε η Ουγγαρία να γίνει συμπαραγωγός χώρα.

 

 

 

Στον εξωτερικό τομέα και πριν το ξεκίνημα της στρατιωτικής επέμβασης της Ρωσίας, στην κρίσιμη κατάσταση που διαγραφόταν στην περιοχή λόγω της απευθείας (επιθετικής) ανάμειξης της Υπερεθνικής Ελίτ (βλ. ΝΑΤΟ) στην κρίση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, ο Ούγγρος πρωθυπουργός είχε χαρακτηρίσει την επίσκεψή του «ειρηνευτική», τονίζοντας έτσι τη σημασία μιας ουσιαστικής προσέγγισης και συνεννόησης των αντιμαχόμενων μερών.

 

 

 

Επομένως, βλέπουμε ότι η Ουγγαρία, μια χώρα περίπου σαν την Ελλάδα σε μέγεθος, και παρόλο που είναι μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, υπό την ηγεσία του Βίκτορ Όρμπαν, προσπαθεί να χαράξει τη δική της αυτόνομη εθνική πορεία, συσφίγγοντας τις σχέσεις της με τη Ρωσία. Και όλα αυτά, μάλιστα, σε μια περίοδο έντονης κρίσης στις σχέσεις της τελευταίας με τη Δύση, δεδομένης της σταθερής προσπάθειας περικύκλωσης της Ρωσίας, που έχει ως σκοπό την τελική υποταγή της. Και, τώρα, με το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης με την απόφαση της Ρωσίας για την αναγκαία στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία, εκεί που θα περιμέναμε ο Όρμπαν να κάνει πίσω σαν το «καλό παιδί» και να ευθυγραμμιστεί με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, οργανισμούς από τους οποίους φυσικά δεσμεύεται, αυτός αταλάντευτα κηρύττει ότι ο πόλεμος αυτός δεν είναι την Ουγγαρίας, ότι δεν κατηγορεί γι’ αυτόν τη Ρωσία (αντιτιθέμενος σθεναρά στην επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας) και ότι δεν αλλάζει τον προσανατολισμό και την πολιτική της χώρας του. Και πράττει κατ’ αυτόν τον τρόπο για το συμφέρον της χώρας του βέβαια. Η συνέπεια ήταν να εισπράξει την επίθεση από τη δυτική μαριονέτα Ζελένσκι και τη μήνη της Υπερεθνικής Ελίτ, που εδώ και καιρό ψάχνει κάποιον τρόπο για να τελειώνει μαζί του.

 

 

 

Και όμως η μικρή Ουγγαρία –και πολύ περισσότερο τώρα σε συνθήκες πολέμου– υψώνει σταθερά το ανάστημά της, έστω και εντός ΕΕ (μην αμφισβητώντας προς το παρόν την ένταξη της σε αυτήν), και διεκδικεί το εθνικό της αυτεξούσιο, δηλ. την ανεξαρτησία της, να αποφασίζει η ίδια για τα σημαντικά εθνικά, οικονομικά και πολιτιστικά της θέματα. Γι’ αυτό και ο Βίκτορ Όρμπαν, επί 10 ολόκληρα χρόνια απολαμβάνει την υποστήριξη της πλειοψηφίας του Ουγγρικού λαού και έτσι κατέστη ο μακροβιότερος πρωθυπουργός της χώρας του και ο μακροβιότερος εν ενεργεία αρχηγός κράτους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

 

 

Τι ήταν όμως αυτό που καθιέρωσε τον Όρμπαν σαν τον ηγέτη της Ουγγαρίας στη δεύτερη πολιτική του περίοδο, που εγκαινιάστηκε με τη νίκη του στις εκλογές του 2010; Ας δούμε εν τάχει την πολιτική διαδρομή Όρμπαν.

 

 

 

Ο Βίκτορ Όρμπαν ξεκίνησε απλά σαν ένας μετακομουνιστικός κεντροδεξιός πολιτικός, του λεγόμενου κλασικού φιλελευθερισμού, που συνέβαλε στην ένταξη της χώρας του στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, ενώ ήταν ο πρωτεργάτης της ένωσης των δυνάμεων των κεντροδεξιών φιλελεύθερων συντηρητικών κομμάτων στην Ουγγαρία, θητεύοντας σε σημαντικές ή κορυφαίες πολιτικές θέσεις στους εθνικούς ή ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ήδη όμως από την πρώτη πολιτική του περίοδο (1998-2002) που συμμετείχε στη διακυβέρνηση, παρόλη την ιδιωτικοποίηση της οικονομίας που συντελέσθηκε, έλαβε μέτρα κοινωνικού χαρακτήρα: μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, προσπάθεια για μείωση του πληθωρισμού και της ανεργίας, επανεισαγωγή των καθολικών επιδομάτων μητρότητας, κατάργηση των διδάκτρων στα πανεπιστήμια, ενώ καθιέρωσε νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία και εκπαίδευση κ.λπ. των εθνικών ουγγρικών μειονοτήτων που ζουν στις γειτονικές χώρες.

 

 

 

Μετά από μια μακρά περίοδο στην αντιπολίτευση, μπαίνει στη δεύτερη πολιτική του περίοδο (2010 ως σήμερα), και κάνοντας μια σημαντική συνειδητή πολιτική στροφή, εγκαταλείποντας τον κλασικό φιλελευθερισμό, περνάει στον λεγόμενο «δεξιό εθνικό συντηρητισμό». Έτσι, σε μια σημαντική ομιλία του το 2014 απέρριψε την κλασική φιλελεύθερη θεωρία του κράτους ως ελεύθερης ένωσης ατομικιστικών ατόμων (το οποίο αποτελεί πρότυπο και στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη αγορά, αποδομώντας κάθε έννοια έθνους, και γενικότερα κοινότητας). Αντίθετα, όπως σημείωσε, το είδος κράτους που υποστηρίζει, αν και σέβεται τις παραδοσιακά φιλελεύθερες έννοιες όπως τα δικαιώματα του πολίτη, αποκαλείται σωστά «μη φιλελεύθερο» (illiberal), επειδή θεωρεί την κοινότητα, και όχι το άτομο, ως τη βασική πολιτική μονάδα. Έτσι, σύμφωνα με την αντίληψη του Όρμπαν, το κράτος είναι μέσο οργάνωσης, αναζωογόνησης ή ακόμη και οικοδόμησης της εθνικής κοινότητας. Στην πράξη, ισχυρίστηκε ο Όρμπαν, ένα τέτοιο κράτος θα πρέπει να προωθεί την εθνική αυτάρκεια, την εθνική κυριαρχία, τις οικογενειακές αξίες, την πλήρη απασχόληση και τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, αναφέροντας χώρες όπως η Τουρκία, η Ινδία, η Σιγκαπούρη, η Ρωσία και η Κίνα ως παραδείγματα επιτυχημένης διακυβέρνησης, που δεν έχουν σχέση με τις φιλελεύθερες δυτικές «δημοκρατίες».

 

 

 

Φυσικά, εδώ θα μπορούσε κάποιος να εκφράσει σοβαρές επιφυλάξεις για το κατά πόσο μια χώρα που είναι πλήρως ενσωματωμένη στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά μπορεί πράγματι να εφαρμόσει παρόμοιες πολιτικές (ιδιαίτερα μέσα στην ΕΕ ένα από τα κατεξοχήν όργανα της Υπερεθνικής Ελίτ!).

 

 

 

Στην πράξη, οι κυβερνήσεις του Όρμπαν πήραν μια σειρά από μέτρα τα οποία θα προστάτευαν και θα τόνωναν την εθνική υπόσταση του Ουγγρικού λαού. Το 2015  μαζί με τις χώρες του ομάδας Βίσεγκραντ (Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία, Σλοβακία) η Ουγγρική κυβέρνηση ανέλαβε πολυάριθμες ενέργειες για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και τη μείωση των επιπέδων προσφύγων και απαγόρευσε στην ουσία την παράνομη είσοδο μεταναστών στη χώρα, θεσπίζοντας αυστηρότερους κανόνες για την παροχή ασύλου. Στο οικονομικό πεδίο, μεταξύ άλλων θεσπίστηκε ένας νόμος για τις κεντρικές τράπεζες που «δίνει στην Ουγγαρία μεγαλύτερη ανεξαρτησία από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα». Παράλληλα, ο Όρμπαν αμφισβήτησε τον Nord Stream II, έναν νέο αγωγό φυσικού αερίου Ρωσίας-Γερμανίας. Είπε ότι θέλει να ακούσει ένα «εύλογο επιχείρημα γιατί ο South Stream ήταν κακός και ο Nord Stream όχι». Ο South Stream αναφέρεται στον βαλκανικό αγωγό που ακυρώθηκε από τη Ρωσία τον Δεκέμβριο του 2014 μετά από εμπόδια από την ΕΕ.

 

 

 

Στα θέματα οικογένειας, η κυβέρνηση Όρμπαν, πέρα από την περαιτέρω ενίσχυση των κινήτρων εναντίον της υπογεννητικότητας, απέρριψε κατηγορηματικά τις πολιτικές «των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ», που επιβάλλει η Υ/Ε μέσω της ΕΕ, αρνούμενος να υιοθετήσει τα παράλογα σχήματα «γονέας 1 και 2» στη θέση του «πατέρα» και της «μητέρας», και δεν ενέκρινε τη θέσπιση ειδικών δικαιωμάτων για τους LGBT+, συμβαδίζοντας με την πολιτική άλλων χωρών στα ζητήματα αυτά, όπως η Ρωσία.

 

 

 

Με αυτά και άλλα σημαντικά μέτρα, στον τομέα της διακυβέρνησης, των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, ελέγχου της Δικαιοσύνης και των ΜΜΕ, ήταν αναπόφευκτο να έρθει (όπως και η κυβέρνηση της Πολωνίας) σε άμεση σύγκρουση με την ΕΕ και έμμεσα την Υπερεθνική Ελίτ, και το δήθεν φιλελεύθερο Κοινοτικό Δίκαιο της ΕΕ, αφού οι κυβερνήσεις Όρμπαν αυτά που πρεσβεύουν και αυτά που πράττουν, όχι απλώς δεν είναι συμβατά με την προωθούμενη από την Υ/Ε παγκοσμιοποίηση, αλλά είναι και ευθέως αντίθετα με αυτήν και την υπονομεύουν: αντίκεινται στην κατάργηση των κρατών-εθνών, της εθνικής και πολιτιστικής κυριαρχίας και ομοιογένειάς τους, και εν μέρει στην κατάργηση της οικονομικής τους κυριαρχίας. Γι’ αυτό και η ΕΕ πολεμά εδώ και καιρό με λύσσα την κυβέρνηση Όρμπαν και κάθε παρόμοια κυβέρνηση ελπίζοντας να τις ανατρέψει.

 

 

 

Το ερώτημα όμως είναι: Γιατί αυξανόμενες λαϊκές πλειοψηφίες σε πολλές χώρες υποστηρίζουν παρόμοια μέτρα και αιτήματα που, πέρα από τα οικονομικά αιτήματα, σε άλλες εποχές θα χαρακτηρίζονταν «συντηρητικά» έως «ρατσιστικά»: εννοώντας εδώ τη διατήρηση των παραδοσιακών αξιών, τη μη αποδοχή της «ελεύθερης» δηλαδή παράνομης μετανάστευσης κ.λπ., όπως σκόπιμα χαρακτηρίζονται έτσι σήμερα από την Υπερεθνική Ελίτ;

 

 

 

Η απάντηση βέβαια είναι διότι οι λαοί ζουν στο πετσί τους και αντιλαμβάνονται, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, ότι βάλλεται η εθνική τους ανεξαρτησία αλλά και η ύπαρξή τους η ίδια, από την καθολικευμένη επιβολή της νεοφιλελεύθερης Παγκοσμιοποίησης, που θα σημάνει την πλήρη οικονομική, πολιτική, εθνική και πολιτιστική υποδούλωση και σαλαμοποίησή τους. Έτσι, σε πολλές χώρες αναδύονται άτυπα κινήματα εθνικής κυριαρχίας (σημείωση 1) που εκπροσωπούν σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό τα λαϊκά και εργατικά στρώματα (αλλά αντιπροσωπεύονται προς το παρόν, κυρίως από τέως συντηρητικούς πολιτικούς), σε έναν υπόρρητο ή ρητό αγώνα κατά της Παγκοσμιοποίησης, όπως εκδηλώθηκαν κατεξοχήν στη Βρετανία με το BREXIT όπου τα εργατικά κυρίως στρώματα το επέβαλαν—και επειδή τμήμα της αστικής τάξης επίσης το επεδίωκε για οικονομικούς κυρίως λόγους— και έτσι τελικά η Αγγλία επέτυχε περήφανη λύση κατά της Υπερεθνικής Ελίτ, έστω και αν σήμερα η κυβέρνηση Τζόνσον πρωτοστατεί στον αγώνα κατά της Ρωσίας, μαζί με την υπόλοιπη Υ/Ε!  Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι και η Ρωσική Ελίτ υπό τον Πούτιν δεν έχει μέχρι τώρα αρχίσει αγώνα για εθνική και οικονομική αυτοδυναμία, που θα σήμαινε τη ρήξη και έξοδο από την Παγκοσμιοποίηση, και αυτήν ακριβώς την αδυναμία εκμεταλλεύεται σήμερα η Υ/Ε κατά της Ρωσίας του Πούτιν…

 

 

 

Ανάλογα κινήματα έχουν ξεκινήσει μεταξύ άλλων στη Γαλλία, την Ιταλία, στις ΗΠΑ και ακόμα και στη Γερμανία, όπου το εθνικοκυριαρχικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) όχι μόνο αμφισβητεί ευθέως πλέον την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, αλλά εναντιώθηκε και στην αντιρωσική στάση της Y/E. Με τη σειρά της, αυτό που αντιπροσωπεύει η περίπτωση Όρμπαν είναι η «oυγγρική περίπτωση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της»: ένα μικρό έθνος που θέλει να παραμείνει ζωντανό και επιδιώκει την μεγαλύτερη δυνατή ανεξαρτησία του τόσο από τη Δύση, όσο και από την Ανατολή, με γνώμονα το εθνικό συμφέρον.

 

 

 

Και είναι αξιοσημείωτη η θαρραλέα πολιτική και εθνική στάση του Όρμπαν, γιατί παρόλο που η χώρα του έχει σε κάποιον βαθμό αντικομουνιστική και αντιρωσική παράδοση, αυτός, όπως και ο Ουγγρικός λαός, δεν διστάζει να δει καθαρά το συμφέρον της πατρίδας του και προσεγγίζει σταθερά και όχι ευκαιριακά τη Ρωσία, σαν ένα ανεξάρτητο κράτος. Παρόλο βέβαια που η Ουγγαρία ανήκει στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, ξεπερνάει τη γειτονική Πολωνία, που ναι μεν έχει έρθει σε σημαντική αντίθεση με την ΕΕ, αλλά στο ζήτημα του πολέμου, το σφοδρά αντιρωσικό κυβερνόν κόμμα υιοθέτησε όπως ήταν αναμενόμενο, μια άθλια φιλο-ΝΑΤΟϊκή στάση, ταυτιζόμενο πλήρως με την Υπερεθνική Ελίτ, και μόνο η Ελληνική κυβέρνηση του Μητσοτάκη μπορεί να την ανταγωνιστεί σε αθλιότητα.

 

 

 

Φυσικά, όπως έχουμε τονίσει σε όλες μας τις αναλύσεις η πραγματική λύση και προοπτική για τους λαούς δεν προέρχεται από «σωτήρες» επαγγελματίες πολιτικούς, και σίγουρα καμιά πραγματική εθνική ανεξαρτησία δεν μπορεί να υπάρξει στα πλαίσια της ΕΕ και εντός των θεσμών της Παγκοσμιοποίησης. Μπορείτε όμως να φανταστείτε τις υποτελείς «κυβερνήσεις» της Ελλάδας με τους επαγγελματίες πολιτικούς της να σήκωναν το ανάστημά τους στα μισά από όσα το ορθώνει για τη χώρα της η κυβέρνηση Όρμπαν στα πλαίσια της εθνικής κυριαρχίας του Ουγγρικού λαού, όταν αυτοί οι ίδιοι πρωτοστατούν στην προώθηση της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης και της ατζέντας της Νέας Διεθνούς Τάξης, και μάλιστα σήμερα πρωτοστατούν στο ψέμα και την αθλιότητα εναντίον της Ρωσίας που αγωνίζεται για εθνική κυριαρχία;

 

 

 

Και αυτό γιατί είναι άλλο να είσαι μια φιλοδυτική φιλο-ΕΕ χώρα που όμως κοιτάει το εθνικό ή/και λαϊκό της συμφέρον σε στοιχειώδη ζητήματα (κρατώντας μια ουδέτερη ή έστω «χλιαρή» σώφρονα στάση ισορροπίας στην σημερινή κρίση, όπως έκανε παραδειγματικά η Τουρκία και άλλες χώρες), και είναι άλλο να είσαι μια δυτικόδουλη χώρα, «ανήκομεν εις την Δύσιν», ένα κανονικό προτεκτοράτο της Υπερεθνικής Ελίτ, όπως κατάντησε η Ελλάδα από το 2010, η οποία καταστρέφει κάθε οικονομική αυτοδυναμία της, ενώ σήμερα καταστρέφει και τη μακραίωνη σχέση φιλίας της με τη Ρωσία για χάρη των αφεντικών της, καθώς βυθίζει σε περαιτέρω φτώχεια και εξαθλίωση τον Ελληνικό λαό (πιθανόν κόβοντας αύριο το Ρωσικό φυσικό αέριο, εκτοξεύοντας την τιμή στην κατανάλωση ενέργειας 50% και πάνω). Και αυτό, όταν δεν διαθέτουμε εδώ και χρόνια αγροτικά μας προϊόντα στη Ρωσία, αφού κάνουμε εμπάργκο, με καταστροφικά αποτελέσματα στη γεωργία μας, ενώ από φέτος ξεκινούμε εμπάργκο και στον ρωσικό τουρισμό, με ό,τι συνέπειες θα επιφέρει και αυτό για το λαό μας…

 

 

 

Σ.Μ.

 

 

 

Υ.Γ. Βέβαια, ενόψει και της συνεχιζόμενης και εντεινόμενης σύγκρουσης στην Ουκρανία, είναι πολύ πιθανό εάν τελικά η Υπερεθνική Ελίτ επιβληθεί και απομονώσει τη Ρωσία (έστω κι εάν η Ρωσία καταφέρει να αποτρέψει την πλήρη περικύκλωσή της), ο Όρμπαν να εξαναγκαστεί  από την Υ/Ε να επιλέξει σαφώς στρατόπεδο, ειδάλλως θ’ αποβληθεί από την ΕΕ…

 

 

 

Σημειώσεις

 

 

 

Για τα νέα κινήματα εθνικής κυριαρχίας που αναδύονται κυρίως στην Ευρώπη αλλά και τις ΗΠΑ, διαβάστε μεταξύ άλλων:

 

 

 

1. Ανακοίνωση ΜΕΚΕΑ: Τα εργατικά στρώματα στη Βρετανία άνοιξαν τον δρόμο για πανευρωπαϊκό αγώνα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση

 

 

 

2. Ευρωεκλογές ’19: Μεγάλη νίκη και εδραίωση των κομμάτων που εκπροσωπούν τα κινήματα για Εθνική κυριαρχία

 

 

 

3. Γιατί φουντώνει το κίνημα κατά της ΕΕ σε όλη την Ευρώπη;

 

 

 

4. Επίσης, τεκμηριωμένα όλη την εκτενή ανάλυση του Grexit.gr / ΜΕΚΕΑ για τις τεκτονικές αλλαγές των τελευταίων χρόνων στον αγώνα για μια δημοκρατική κοινότητα κυρίαρχων λαών, στο βιβλίο του Τάκη Φωτόπουλου (προς το παρόν μόνο στα αγγλικά) The New World Order in Action: Globalization, the Brexit revolution and the “Left”