Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

«Μια γυναίκα χωρίς άντρα είναι ένα ψάρι χωρίς ποδήλατο» [1] (;)

 

 Της



 

Ευγενίας Σαρηγιαννίδη



 

Σε πολλές μεσογειακές και ορθόδοξες κοινωνίες, το αρρενωπό ιδεώδες  δεν είναι τόσο μια πατριαρχική πολιτισμική κατασκευή, όσο  μια αρετή που αναδεικνύεται κατά προτεραιότητα από τις ίδιες τις γυναίκες. Είναι αυτές που δίνουν στα αγόρια μέχρι να γίνουν άντρες τα πιο σκληρά μαθήματα αρρενωπότητας. Και αυτό συμβαίνει διότι περιμένουν πολλά από αυτούς και γι’ αυτό μοιάζουν πολύ απαιτητικές απέναντί τους. Προτιμούν να τους κρίνουν πάνω στις πράξεις τους, παρά στα λόγια τους και δεν τους αφήνουν καμία δεύτερη ευκαιρία, αν μια στιγμή ξεφύγουν από τις θεωρούμενες αντρικές αρετές. Είναι άραγε αυτό επιβίωμα μιας πολύ σκληρής μητριαρχικής πραγματικότητας ή όχι; Και δεν αναφερόμαστε μόνο σε αρχαιοσπαρτιατικές κοινωνίες του «ταν ή επί τας», όπου οι μητριαρχικές αναφορές είναι προφανείς, αλλά και σε πιο συγκαλυμμένες σύγχρονες εκδηλώσεις «φαλλοκρατισμού». Το να κρατήσεις την πόρτα σε μια γυναίκα, να σηκωθείς όταν φτάνει στο τραπέζι ή να πληρώσεις τον λογαριασμό σε ένα εστιατόριο είναι μορφές ιπποτισμού που δεν είναι καθόλου αναγκαστικά συνώνυμες ενός εμμέσως εξουσιαστικού πατριαρχικού πνεύματος και μιας υποτίμησης των γυναικών.



 

Οι σύγχρονες δυτικές γυναίκες σε μεγάλο βαθμό βρίσκονται πράγματι σε μια διαδικασία μετάβασης- πάνω σε μια «γέφυρα» από τη μια πλευρά της οποίας βρίσκονται τα παραδοσιακά αντρικά και γυναικεία πρότυπα από την άλλη μεριά το ξεχαρβάλωμα των ταυτοτήτων και των ρόλων. Πηγαινοέρχονται ανάμεσα στις όχθες: Επί παραδείγματι, επιθυμούν να αρέσουν, να τις διεκδικούν, να τις ερωτεύονται, να τις καταλαβαίνουν και να τις στηρίζουν. Από την άλλη μεριά, δεν επιθυμούν τη δέσμευση, δεν θέλουν κανέναν «πάνω», αλλά ούτε και δίπλα στο κεφάλι τους. Οι ίδιες που ζουν σε ένα αέναο παρόν «sex and the city» ευημερίας, μιλούν από μια στιγμή και ύστερα για τα «βιολογικά ρολόγια» τους, καταφεύγοντας κάποιες από αυτές με την ψυχή στο στόμα σε απονενοημένες και εσπευσμένες τεκνοποιήσεις.



 

Ήδη, το 1977 ο Λαυρέντιος Γκεμερέυ στο βιβλίο του «Η δύση της Δύσης» έγραφε: «η ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η γυναίκα της μεταγενέστερης αστικής κοινωνίας είναι θαυμάσια προκαθορισμένη στο να επιταχύνει το τέλος αυτής της κοινωνίας με την συνεχή μείωση της γεννητικότητας. Με την παύση της μητρότητας παύει η ίδια η ανθρώπινη ζωή – εκτός αν η χημική βιομηχανία αναλάβει την αναπαραγωγή του ανθρώπου. Θα είναι άραγε αυτό το επόμενο κεφάλαιο της τεχνολογικής επανάστασης; Ένας τέλειος κόσμος του ρομπότ, μια ανθρωπότητα χωρίς φύλο;»[2]



 

Παράλληλα, σήμερα παρατηρούμε όλο και πιο συχνά μια παράλληλη τάση ρομποτοποίησης και επαγγελματοποίησης του μητρικού ρόλου: η διαπαιδαγώγηση και η ανατροφή των παιδιών εγκαταλείπεται στους ειδικούς, η τεκνοποίηση μετατρέπεται σε επιβίωμα κοινωνικής αναγνώρισης του δύοντος «παλαιού» κόσμου. Οι γονείς συμμετέχουν σε σχολές γονέων, σε ομάδες γονέων, συμβουλεύονται ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και διάφορους ειδικούς που δραστηριοποιούνται άμεσα ή έμμεσα στον χώρο της ψυχικής υγείας και της οικογενειακής συμβουλευτικής, πολλές φορές με απορίες που επιδέχονται λίγο ή πολύ αυτονόητες απαντήσεις, απλώς και μόνον για να μετακυλήσουν την ευθύνη των επιλογών ανατροφής και διαπαιδαγώγησης στους υποτιθέμενους επιστήμονες που τους πλαισιώνουν



 

.

Παράλληλα, παρατηρείται μια κοινωνική υποκρισία πίσω από κινήσεις φαινομενικά καλών προθέσεων, όπως αυτό του «Κινήματος “Me too”». Η ορθώς καταγγελτική στάση  απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή βίας (συμβολικής ή άμεσης), προς οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε θέση αδυναμίας και δεν μπορεί να αμυνθεί και να απαντήσει αποτελεσματικά στη βία που υφίσταται, συγκαλύπτει, συχνά με την συμμετοχή, συνενοχή και συνεισφορά των ίδιων των θυμάτων, μια κουλτούρα αφενός σαγήνης και αρνητικής συναίνεσης, αφετέρου θυματοποίησης, η οποία αξιοποιείται εμπορικά και κοινωνικά από τα ίδια τα θύματα. Διότι, δυστυχώς θα σημειώναμε, είναι κοινό μυστικό, πως η αξιοποίηση των προσωπικών σχέσεων, ιδιαίτερα όταν αυτές διέρχονται από κλίνες, αποτελεί μια από τις συχνότερες τακτικές κοινωνικής ανόδου και επιτυχίας, όχι μόνο για τις γυναίκες, αλλά και για πολλούς άντρες. Και πολλές φορές τα θύματα, όχι μόνον συναινούν και υποκύπτουν στις ορέξεις της εκάστοτε αρσενικής ή θηλυκής εξουσίας που θα τους «ξεχωρίσει από το σωρό», αλλά και αξιοποιούν δεόντως την υλοποίηση των επιθυμιών που διέγειραν, πριν σε κάποιες περιπτώσεις τις καταγγείλουν μετά βδελυγμίας.



 

  

Με άλλα λόγια, όλες αυτές οι γυναίκες (αλλά και αρκετοί άντρες), που κάποια στιγμή στη ζωή τους  επωφελήθηκαν από τις πρακτικές της πατριαρχικής κοινωνίας και τις αξιοποίησαν δεόντως υπέρ τους, σήμερα καταγγέλλουν αυτές ακριβώς τις πρακτικές, θυματοποιούνται εκ των υστέρων και εμφανίζονται ως όψιμοι κατήγοροι αυτής της κοινωνίας. Ενδεχομένως, συμβάλλοντας στην οντολογική μεταμόρφωση των ηθών και των εθίμων των παραδοσιακών κοινωνιών συχνά μάλλον προς την κατεύθυνση μιας φαινομενικής βελτίωσης σε βάρος πολλές φορές των πιο συναισθηματικά φορτισμένων εκδηλώσεων (καλών η κακών) των παραδοσιακών δυτικών κοινωνιών.



 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η οργή με την οποία «κάποιες Γαλλίδες «φεμινίστριες» αντέδρασαν  σε μια επιστολή που συνυπέγραψε η Κατρίν Ντενέβ, μαζί με άλλες περίπου 100 Γαλλίδες, αναφορικά με την καταχρηστική γενίκευση της νομικής έννοιας της σεξουαλικής παρενόχλησης των αντρών προς τις γυναίκες. Μεταξύ άλλων η επιστολή έγραφε: «Ο βιασμός είναι έγκλημα, αλλά η προσπάθεια να αποπλανήσει κανείς κάποιον, ακόμη κι επίμονα ή αδέξια, δεν είναι. Οι άνδρες τιμωρούνται γενικευμένα, διώχνονται από τη δουλειά τους, όταν το μόνον που έκαναν ήταν να αγγίξουν ένα γόνατο ή να προσπαθήσουν να κλέψουν ένα φιλί. Μια νόμιμη διαμαρτυρία κατά της σεξουαλικής βίας που υφίστανται οι γυναίκες, ιδιαίτερα στην επαγγελματική ζωή τους, έχει μετατραπεί πλέον σε κυνήγι μαγισσών.» Το πολιτικά ορθό καθεστώς στη Γαλλία κατήγγειλε μετά βδελυγμίας όλα τα παραπάνω απολύτως αυτονόητα, που έχουν καταλήξει να ποινικοποιούν το φλερτ σε τέτοιο βαθμό, που καθιστούν τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων αβίωτες. Επί της ουσίας, συνιστούν την «πίσω» πουριτανική και φασίζουσα πλευρά (όπως επισημαίνει και η επιστολή) του ίδιου ακριβώς ιδεολογικοπολιτισμικού νομίσματος που εκ πρώτης όψεως φαίνεται «προοδευτικό» και άκρως ριζοσπαστικό.» [3]



 

Αναδεικνύεται επομένως, ένα ρεύμα νεοφεμινισμού το οποίο αμφισβητεί τη βασική διαφοροποίηση αρσενικού – θηλυκού, δηλαδή του οντολογικού συνόρου του γένους. Παράλληλα, ένα άλλο ρεύμα διαφορικού νεοφεμινισμού κυριαρχούμενου από τις λεσβίες, επαναλαμβάνει ότι τα αρσενικά είναι η προσωποποίηση του κακού και ο πόλεμος των φύλων δεν τελειώνει με τίποτα. Με άλλα λόγια, το πρώτο ρεύμα συγκροτείται γύρω από την ιδέα ότι τα βιολογικά φύλα δεν υπάρχουν και είναι απλά ιδεολογικές και κοινωνικές κατασκευές, ενώ το δεύτερο θεωρεί τους άντρες σαν μονίμως από την φύση τους κατοικημένους από την κουλτούρα του βιασμού και την επιθυμία της γυναικοκτονίας. Και τα δύο ρεύματα του νεοφεμινισμού αντιμετωπίζουν την σχέση των δυο φύλων μόνο από την οπτική γωνία της σχέσης κυρίαρχου – κυριαρχούμενου: Ο λευκός ετεροφυλόφιλος άντρας είναι πάντα σε τελευταία ανάλυση ο μόνιμος ένοχος.



 

Καταλήγουμε έτσι στο τέλος του ερωτισμού και της γοητείας. Διότι τα πράγματα αυτά στηρίζονται στο ημίφως των σχέσεων της γοητείας και της φινέτσας της επιθυμίας. Αυτό το πλαίσιο συντρίβεται από την ιδέα ότι η σεξουαλική παρενόχληση αρχίζει με ένα χαμόγελο και ένα επίμονο βλέμμα. Οτιδήποτε μπορεί να γοητεύσει μια γυναίκα καταγγέλλεται πλέον σαν απειλή. Οτιδήποτε μπορεί να γοητεύσει έναν άντρα στηλιτεύεται σαν στερεότυπο γένους. Η διαπίστωση ότι μια γυναίκα μπορεί να δημιουργήσει μια επιθυμία σε έναν άντρα θεωρείται τμήμα της κουλτούρας του βιασμού. Η έμμονη ιδέα της συναίνεσης κάνει όλα τα υπόλοιπα. Θα μπορούσαμε να φτάσουμε στο σημείο να στηλιτεύουμε τα αγόρια που αυνανίζονται σκεπτόμενα ένα κορίτσι χωρίς να έχουν ζητήσει την συγκατάθεσή του; Αν υποθέσουμε ότι οι γυναίκες προτιμούν να κάνει ο άντρας το «πρώτο βήμα», μήπως καταργώντας αυτό το «πρώτο βήμα» με την κατηγορία της παρενόχλησης σταματάμε αυτομάτως τις ερωτικές σχέσεις πριν καν αρχίσουν; Κι αν το «πρώτο βήμα» ποινικοποιείται ως παρενόχληση, όταν εκπορεύεται από τους άντρες, γιατί δεν θα μπορούσε να ισχύει και το ανάποδο, ώστε να καταργηθεί εντελώς και από τα δύο φύλα; Μήπως τελικά θα ποινικοποιηθεί και θα ενοχοποιηθεί ως υπεύθυνη για όλα τα σεξουαλικά εγκλήματα η ίδια η επιθυμία και το σώμα που την ενσαρκώνει και την εκφράζει;



 

Η θεωρία του γένους προδίδει στην ίδια την σύλληψή της την πουριτανική έμμονη ιδέα να τελειώσουμε με το φύλο. Η ιδέα του γένους είναι το τελευταίο κόλπο του νεοπουριτανισμού. Ο νεοφεμινισμός αναγεννά την παλιά ηθική τάξη. Φτάνουμε έτσι στο τέλος των διαφορών και την αποφυλοποίηση της κοινωνίας. Το ιδεώδες που προτείνεται είναι μια κοινωνία που γενικεύεται το trans και καταλήγει ουδέτερη: μια κοινωνία χωρίς σύνορα, ούτε γεωγραφικά ούτε φύλου, όπου δεν θα υπάρχουν παρά άτομα και γένη εναλλασσόμενα. Ένας κόσμος κλώνων.


       

Όπως έλεγε ο Baudrillard (Οκτ. 1999) ήδη για την κλωνοποίηση: «Δεν μιλάμε για κλωνοποίηση παρά με όρους βιολογικούς, όμως αυτή η κλωνοποίηση είχε ως προοίμιο μια διανοητική κλωνοποίηση. Το σύστημα του σχολείου, της πληροφορίας και της κουλτούρας των μαζών επιτρέπει να κατασκευάζονται όντα που καθίστανται ακριβές αντίγραφο τα μεν των δε. Η γενετική κλωνοποίηση δεν κάνει παρά να επισφραγίσει αυτή τη διανοητική κλωνοποίηση.»


 

    

 




[1] Σύνθημα Γαλλικού Μάη

  

[2] Γκεμερέυ, Λ. (1977). Η δύση της Δύσης, εκδ. Παπαζήση, σ. 143

[3] Σαρηγιαννίδη, Ε. (2020). Ψυχοκοινωνιολογικά Θραύσματα της Σύγχρονης Πραγματικότητας, Αθήνα: εκδ. Ινφογνώμων, σ. 140