Γράφει: Ο Ιωάννης Γκεζερλής
Θεμελιώδης αρχή και πρωταρχικός νόμος μέσα στο απέραντο σύμπαν είναι η κίνηση. Μία έννοια κεφαλαιώδους σημασίας που ενυπάρχει σε κάθε στοιχείο ζωής, αλλά και στοιχειοθετεί, ορίζει και αποδεικνύει την ίδια τη ζωή. Τίποτα δεν υπάρχει σ’ όλη την δημιουργία που να μην υφίσταται την δύναμη αυτή. Ο άνθρωπος, τα ζώα τα φυτά, ακόμα και η άψυχη ύλη που φαντάζει ακίνητη (οι πέτρες, οι βράχοι τα βουνά), υπόκεινται στην δύναμη της κίνησης και της αλλαγής.
Ο Σωκράτης (Θεαίτητος) βλέπει στην κίνηση δύο δυνάμεις, και την ορίζει ως μετατόπιση και ως μεταβολή. Και ως μετατόπιση νοούμε την κίνηση εκείνη που δέχεται ένα σώμα -είτε από εσωτερική είτε από εξωτερική δύναμη- και του προκαλεί αλλαγή στη θέση, οπότε κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο χώρος-τόπος. Ως μεταβολή δε, την κίνηση εκείνη που διέπει ένα σώμα και του προκαλεί μεταβολή-αλλοίωση στη μορφή ή την ουσία του, οπότε κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο χρόνος. Η κίνηση λοιπόν που λαμβάνει χώρα εν τόπω και χρόνω κυλάει σ’ όλα τα σώματα ως ωστική και ζωογόνος δύναμις. «Τα πάντα ρει» (όλα ρέουν, κινούνται) θα πει κι ο Ηράκλειτος και θα δώσει το στίγμα της δύναμης αυτής που συνέχει τα σύμπαντα.
Η κίνηση λοιπόν ορίζει την ζωή, και η κίνηση είναι η ίδια η ζωή, και η ζωή είναι κίνηση. Ό,τι μένει ακίνητο σκουριάζει, αλλοιώνεται, φθείρεται, νεκρώνεται και αποσυντίθεται. Την ακινησία ορίζει η φθορά και ο θάνατος. Τα αναπόδραστα δεσμά του Άδου, που καθηλώνουν στο σταυρό των παθών και των θλίψεων την ψυχή του ανθρώπου, «μη δυναμένην ανακύψαι εις το παντελές». Ο άνθρωπος αδρανοποιείται, παραλύει, στενάζει υπό το βάρος του ζυγού και τα σπλάγχνα του σπαράσσονται στην ορμή και τη βία των αρπακτικών θλίψεων. Μόνη του ελπίδα ο ημίθεος αθλητής του δύσβατου δρόμου της Αρετής.
«Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι» θα πει ο Χριστός και καλεί τον άνθρωπο να τεθεί σε κίνηση απαρνούμενος τον ακίνητο, νωθρό και υπέρβαρο εαυτό του που τον καθηλώνει στη νοσηρή, λιμνάζουσα και αραχνιασμένη καθημερινότητα. Καλείται ο άνθρωπος ν’ αφήσει την αγαλμάτινη στατική (statua) αίγλη του και να πορευθεί στα βήματα του Θεανθρώπου, «όπου αν υπάγη». Κι είναι αυτός δρόμος μακρύς, δύσβατος, δρόμος αρετής, πολύπαθος, δρόμος ανηφορικός, σταυρώσιμος, οδός στενή και τεθλιμμένη, μα με πατημασιές αδρές χαραγμένη, ίχνη που δεν σβήνουν από καμιά νεροποντή ή κακοκαιρία, μα που μένουν αναλλοίωτα στο χρόνο, φανερά και στον πιο άπειρο ανιχνευτή.
Είναι ο δρόμος που χάραξε με τη σταυρική του θυσία πρώτος ο Θεάνθρωπος Χριστός και που τώρα προσκαλεί αβίαστα και ελεύθερα, όποιον θέλει, να μπει στην ίδια πορεία. Μια πορεία δύσκολη, με εμπόδια και κακουχίες. Μια πορεία που ζητάει απ’ τον οδοιπόρο αγάπη, δικαιοσύνη, αλήθεια, πίστη, ελπίδα και υπομονή, ώσπου να βγει σε διέξοδο, να εξέλθει νικητής στο φως της ημέρας. Ένα ταξίδι αλλιώτικο, που χαρίζει στον άνθρωπο γνώσεις και εμπειρίες, μα που δεν τον αφήνει διψασμένο σαν πατήσει της πατρίδος του το χώμα. Γιατί και το ταξίδι τον γεμίζει, και πλούτος ανεξάντλητος αρχίζει ν’ αναβλύζει, «ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον», δρόσος λαμπροφόρου Αναστάσεως, σαν φτάσει μ’ ανακούφιση στον προορισμό του.
Δεν βαδίζει ο άνθρωπος πίσω από άνθρωπο άπειρο, που δεν γνωρίζει που πηγαίνει. Έχει στο ταξίδι του οδηγό που ξέρει την πορεία. «Εν ω γαρ πέπονθεν αυτός πειρασθείς, δύναται τοις πειραζομένοις βοηθήσαι» (εφόσον έπαθε αυτός δοκιμαζόμενος, μπορεί και όλους τους δοκιμαζόμενους να βοηθήσει). Ξέρει τα κατατόπια, τους κρημνούς και τις παγίδες, τα δύσβατα και όλους τους κινδύνους και ανά πάσα στιγμή δίνει τη λύση στ’ αδιέξοδα.
Σε όλη αυτή την πορεία, σ’ αυτό το θεοβάδιστο δρόμο ο άνθρωπος ακολουθεί τα χνάρια του Χριστού. Ζει με το Χριστό και ζει το Χριστό. «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός» θα πει ο Απ. Παύλος και θα δείξει την έμπρακτη βίωση της ζωής του Χριστού. Τα πάθη, το Σταυρό και την Ανάσταση. Γεγονότα που βιώνει ο κάθε άνθρωπος συσταυρούμενος και συνανιστάμενος. «Χθες συνεθαπτόμην σοι Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι σοι», ακούμε όλη την πασχάλιο περίοδο. Βιώνουμε τα πάθη και το Σταυρό Του και εξερχόμαστε μαζί του νικητές πατώντας τις πύλες του Άδου, για μια καινούργια αρχή, για μια καινούργια ζωή. «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής της αιωνίου απαρχήν».
Δοξάζουμε το Χριστό που σταυρώθηκε, ανεστήθη και ανίσταται εις το διηνεκές μέσα σε κάθε καρδιά που βλέπει και βιώνει προσωπικά το γεγονός της Αναστάσεως. Δεν αρκείται ο Χριστός να τον μάθουμε από τρίτους. Θέλει και επιθυμεί την προσωπική επαφή, σαν κι αυτή που είχε με τους Αποστόλους, τους φίλους Του. «Υμείς φίλοι μου εστέ». Είναι φίλοι Του όλοι οι πονεμένοι, οι καταπιεσμένοι, οι υποδουλωμένοι, οι αδικημένοι, οι δεδιωγμένοι και περιφρονημένοι. Είναι φίλοι Του οι χήρες και τα ορφανά, οι άρρωστοι, οι φτωχοί, οι απολυμένοι εργάτες, οι καταπιεσμένοι εργαζόμενοι, οι ανασφάλιστοι, οι λιμοκτονούντες συνταξιούχοι, οι μαθητές οι εμπεσόντες στους υλιστές, οι κατασπαρασσόμενοι από τις ύαινες δανειζόμενοι, οι πεινώντες, οι διψώντες, οι εν φυλακή, οι άστεγοι, οι παρά τας οδούς και φραγμούς. Είναι φίλοι Του. Χωρίς να τον γνωρίζουν. Είναι ομοιοπαθείς κι αυτό αρκεί για να τους θεωρεί και αδελφούς του. Και έχει και για αυτούς κρυμμένη στο μανίκι Του την Ανάστασή τους, χωρίς να το γνωρίζουν, χωρίς να το προσμένουν, χωρίς καν να το φαντάζονται.
Στους πάντες δίνει την Ανάσταση νυν και αεί. Τώρα και για πάντα. Ο Θεάνθρωπος Χριστός δεν ήλθε μόνο για την άλλη ζωή. Η Ανάσταση δεν είναι παρηγοριά μελλοντική. Είναι δώρο που χαρίζεται απ’ αυτή τη ζωή σ’ όλους όσους είναι φίλοι κι αδελφοί Του. Γιατί πονάει με κάθε πονεμένο, πάσχει με κάθε αναξιοπαθούντα, αγωνιά με κάθε συντετριμμένο, τους οποίους οι άνθρωποι οι υψηλόφρονες δεν καταδέχονται ούτε να τους κοιτάξουν. Και προσμένει, και περιμένει πότε θα κινηθούμε, πότε θα ενεργοποιηθούμε, πότε μαζί Του θα συνεργασθούμε, κινώντας κι εμείς τα χέρια και τα πόδια μας, για ν’ αναστηθούν όλοι οι απονεκρωμένοι.
Ανάσταση για τους πονεμένους είναι η ανακούφιση. Ανάσταση για τους καταπιεσμένους είναι η ανάταση. Ανάσταση για τους υποδουλωμένους είναι η ελευθερία. Ανάσταση για τους αδικημένους είναι η δικαιοσύνη. Ανάσταση για τους διωγμένους και τους περιφρονημένους είναι η αγάπη. Ανάσταση για τις χήρες και τα ορφανά είναι η φροντίδα. Ανάσταση για τους αρρώστους είναι η θεραπεία. Ανάσταση για τους φτωχούς είναι τα υλικά αγαθά. Ανάσταση για τους απολυμένους εργάτες, είναι η εργασία. Ανάσταση για τους ανασφάλιστους είναι η ασφάλεια. Ανάσταση για τους συνταξιούχους είναι ο άξιος μισθός. Ανάσταση για τους σακατεμένους μαθητές είναι η υγιής παιδεία. Ανάσταση για τους δανειζόμενους είναι η πάταξη της τοκογλυφίας. Ανάσταση για τους πεινώντες είναι ο χορτασμός. Ανάσταση για τους διψώντες είναι το ξεδίψασμα. Ανάσταση για τους φυλακισμένους είναι η απελευθέρωση. Ανάσταση για τους άστεγους είναι η στέγη. Ανάσταση είναι η κάλυψη των αναγκών. Ανάσταση είναι το γέμισμα των κενών. Ανάσταση είναι ο Χριστός, που ως Θεάνθρωπος νοιάζεται και για τον υλικό και για τον πνευματικό άνθρωπο. Συμπάσχει, είναι κοντά του. Είναι φίλος κι αδελφός Του. Η απόσταση του θεού ταιριάζει σε άλλους θεούς φτιαχτούς, ανθρώπινους, όχι ζώντες και αληθινούς. «Ον εθεασάμεθα, ον ακηκόαμεν και αι χείρες ημών εψηλάφισαν», αυτόν που είδαμε, που ακούσαμε και τον ψηλάφισαν τα χέρια μας, θα πει ο Άγ. Ιωάννης ο Θεολόγος κι ο λόγος του γίνεται προσευχή κι άπλετα σαν χαρμόσυνη καμπάνα αντηχεί: «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν Άγιον, Κύριον Ιησούν τον μόνον αναμάρτητον. Τον Σταυρόν σου, Χριστέ, προσκυνούμεν, και την αγίαν σου Ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν».
Είναι η προσευχή της Ανάστασης. Είναι η προσευχή της Εξόδου από τον Άδη και η πορεία προς το φως. Το πέρασμα προς τη Ζωή. Ο δρόμος προς την Ανάσταση. Η Οδός της Αναστάσεως με αρχή και τέλος. Οδός Αναστάσεως με αρχή την Αίγυπτο και τέλος την Ιερουσαλήμ. Οδός Αναστάσεως με αρχή την Αίγυπτο των παθών και της σκλαβιάς και τέλος την Άνω Ιερουσαλήμ. Οδός Αναστάσεως με αρχή τον τύραννο Άδη και χωρίς τέλος τον Ελευθερωτή Παράδεισο. Οδός Αναστάσεως με αρχή το θάνατο και χωρίς τέλος τη Ζωή. Οδός Αναστάσεως με αρχή τον άνθρωπο και χωρίς τέλος τον Θεάνθρωπο. Οδός Αναστάσεως με αρχή τον πιστό και χωρίς τέλος το Χριστό. Οδός Αναστάσεως. Εκεί που μένουν οι ζωντανοί. Εκεί που μένουν οι υπομείναντες εις τέλος. Εκεί που μένουν οι πτωχοί τω πνεύματι, οι ελεήμονες και οι πραείς. Εκεί που μένουν οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης. Εκεί που μένουν οι νυν κλαίοντες. Εκεί που μένουν οι αεί χαίροντες. Ένθα εστί ευφραινομένων η κατοικία. Οδός Αναστάσεως. Εκεί που είναι το πατρικό μας σπίτι. Οδός Κοινή. Οδός Καινή. Παγκόσμιος Οδός. Απλώνει σταυρωτά την αγκαλιά της ως του ουρανού τα μήκη και της γης τα πλάτη. Η Οδός η Αλήθεια και η Ζωή.
Βαδίζοντας την Οδό αυτή της Αληθείας ακολουθούμε τη Ζωή βιώνοντας τη μέρα τη Λαμπρή, τη φωτεινή, την Ηλιόχαρη Πασχαλιά, το ξημέρωμα μιας καινούργιας ζωής. Τα σκοτάδια της μελαγχολίας, της απαισιοδοξίας και της απόγνωσης διαλύονται. Το ανέσπερο φως απαστράπτει ωραίο εκ του τάφου. Τα πάντα γύρω αποκτούν νόημα, φεύγει η ομίχλη της αμφιβολίας κι ο ουρανός καθαρίζει. «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια».
Το άπλετο φως του Ήλιου, το πόμα το καινόν, εισχωρεί σαν ανοιξιάτικο αεράκι στις καρδιές μας, τις ξεσηκώνει, τις βγάζει έξω στη μέρα, σ’ ένα σκίρτημα αγαλλίασης, ανοίγματος και κοινωνίας με τον πλησίον σε ένα σώμα, το Αναστημένο σώμα του Χριστού. Είναι η Ανάσταση, η ημέρα η Λαμπρή, η φωτεινή, η Ηλιόλουστη Πασχαλιά, η Πασχαλιά που περιμέναμε αγναντεύοντάς την στου Γολγοθά το λόφο. Η Πασχαλιά που άνθισε κι ευωδίασε με χίλια μύρα και αρώματα. Η Πασχαλιά που μας κάνει να σκιρτάμε. Η Πασχαλιά που μας κάνει και χορεύουμε. Η Πασχαλιά που μας κάνει και τραγουδάμε.
Καλώς ήλθες, Πασχαλιά,
μύρο δροσάτο στα μαλλιά,
χαίρε, η Ανάσταση
της ζωής ανάπλαση.
Χαίρε, λύτρο χρυσαφί
λαμπερόηχο μάλαμα,
χαίρε, μάννα τ’ ουρανού
πόμα από ανάμα.
Καλώς ήρθες, Άνοιξη
πορφυροφορεμένη,
ομορφοπλουμοστόλιστη,
χαίρε, πεποικιλμένη
Καλώς ήλθες, Άγιο Φως,
χαίρε, του σκότους ο εχθρός,
του Άδη, χαίρε, ο θάνατος,
θανάτου ο Αθάνατος.
Χαίρε, Ελπίδα κοφτερή,
αστράπτουσα μαρμαρυγή,
ουρανοχρυσοφώτιστη
Δόξα του Ήλιου, χαίρε.
Χαίρε, η οδός, χαίρε, η ζωή
χαίρε, η Αλήθεια, χαίρε1
χαίρε, ο άσειστος, ο απάνεμοςχαίρε, λεπτή αύρα, χαίρε.
Θεμελιώδης αρχή και πρωταρχικός νόμος μέσα στο απέραντο σύμπαν είναι η κίνηση. Μία έννοια κεφαλαιώδους σημασίας που ενυπάρχει σε κάθε στοιχείο ζωής, αλλά και στοιχειοθετεί, ορίζει και αποδεικνύει την ίδια τη ζωή. Τίποτα δεν υπάρχει σ’ όλη την δημιουργία που να μην υφίσταται την δύναμη αυτή. Ο άνθρωπος, τα ζώα τα φυτά, ακόμα και η άψυχη ύλη που φαντάζει ακίνητη (οι πέτρες, οι βράχοι τα βουνά), υπόκεινται στην δύναμη της κίνησης και της αλλαγής.
Ο Σωκράτης (Θεαίτητος) βλέπει στην κίνηση δύο δυνάμεις, και την ορίζει ως μετατόπιση και ως μεταβολή. Και ως μετατόπιση νοούμε την κίνηση εκείνη που δέχεται ένα σώμα -είτε από εσωτερική είτε από εξωτερική δύναμη- και του προκαλεί αλλαγή στη θέση, οπότε κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο χώρος-τόπος. Ως μεταβολή δε, την κίνηση εκείνη που διέπει ένα σώμα και του προκαλεί μεταβολή-αλλοίωση στη μορφή ή την ουσία του, οπότε κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο χρόνος. Η κίνηση λοιπόν που λαμβάνει χώρα εν τόπω και χρόνω κυλάει σ’ όλα τα σώματα ως ωστική και ζωογόνος δύναμις. «Τα πάντα ρει» (όλα ρέουν, κινούνται) θα πει κι ο Ηράκλειτος και θα δώσει το στίγμα της δύναμης αυτής που συνέχει τα σύμπαντα.
Η κίνηση λοιπόν ορίζει την ζωή, και η κίνηση είναι η ίδια η ζωή, και η ζωή είναι κίνηση. Ό,τι μένει ακίνητο σκουριάζει, αλλοιώνεται, φθείρεται, νεκρώνεται και αποσυντίθεται. Την ακινησία ορίζει η φθορά και ο θάνατος. Τα αναπόδραστα δεσμά του Άδου, που καθηλώνουν στο σταυρό των παθών και των θλίψεων την ψυχή του ανθρώπου, «μη δυναμένην ανακύψαι εις το παντελές». Ο άνθρωπος αδρανοποιείται, παραλύει, στενάζει υπό το βάρος του ζυγού και τα σπλάγχνα του σπαράσσονται στην ορμή και τη βία των αρπακτικών θλίψεων. Μόνη του ελπίδα ο ημίθεος αθλητής του δύσβατου δρόμου της Αρετής.
«Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι» θα πει ο Χριστός και καλεί τον άνθρωπο να τεθεί σε κίνηση απαρνούμενος τον ακίνητο, νωθρό και υπέρβαρο εαυτό του που τον καθηλώνει στη νοσηρή, λιμνάζουσα και αραχνιασμένη καθημερινότητα. Καλείται ο άνθρωπος ν’ αφήσει την αγαλμάτινη στατική (statua) αίγλη του και να πορευθεί στα βήματα του Θεανθρώπου, «όπου αν υπάγη». Κι είναι αυτός δρόμος μακρύς, δύσβατος, δρόμος αρετής, πολύπαθος, δρόμος ανηφορικός, σταυρώσιμος, οδός στενή και τεθλιμμένη, μα με πατημασιές αδρές χαραγμένη, ίχνη που δεν σβήνουν από καμιά νεροποντή ή κακοκαιρία, μα που μένουν αναλλοίωτα στο χρόνο, φανερά και στον πιο άπειρο ανιχνευτή.
Είναι ο δρόμος που χάραξε με τη σταυρική του θυσία πρώτος ο Θεάνθρωπος Χριστός και που τώρα προσκαλεί αβίαστα και ελεύθερα, όποιον θέλει, να μπει στην ίδια πορεία. Μια πορεία δύσκολη, με εμπόδια και κακουχίες. Μια πορεία που ζητάει απ’ τον οδοιπόρο αγάπη, δικαιοσύνη, αλήθεια, πίστη, ελπίδα και υπομονή, ώσπου να βγει σε διέξοδο, να εξέλθει νικητής στο φως της ημέρας. Ένα ταξίδι αλλιώτικο, που χαρίζει στον άνθρωπο γνώσεις και εμπειρίες, μα που δεν τον αφήνει διψασμένο σαν πατήσει της πατρίδος του το χώμα. Γιατί και το ταξίδι τον γεμίζει, και πλούτος ανεξάντλητος αρχίζει ν’ αναβλύζει, «ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον», δρόσος λαμπροφόρου Αναστάσεως, σαν φτάσει μ’ ανακούφιση στον προορισμό του.
Δεν βαδίζει ο άνθρωπος πίσω από άνθρωπο άπειρο, που δεν γνωρίζει που πηγαίνει. Έχει στο ταξίδι του οδηγό που ξέρει την πορεία. «Εν ω γαρ πέπονθεν αυτός πειρασθείς, δύναται τοις πειραζομένοις βοηθήσαι» (εφόσον έπαθε αυτός δοκιμαζόμενος, μπορεί και όλους τους δοκιμαζόμενους να βοηθήσει). Ξέρει τα κατατόπια, τους κρημνούς και τις παγίδες, τα δύσβατα και όλους τους κινδύνους και ανά πάσα στιγμή δίνει τη λύση στ’ αδιέξοδα.
Σε όλη αυτή την πορεία, σ’ αυτό το θεοβάδιστο δρόμο ο άνθρωπος ακολουθεί τα χνάρια του Χριστού. Ζει με το Χριστό και ζει το Χριστό. «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός» θα πει ο Απ. Παύλος και θα δείξει την έμπρακτη βίωση της ζωής του Χριστού. Τα πάθη, το Σταυρό και την Ανάσταση. Γεγονότα που βιώνει ο κάθε άνθρωπος συσταυρούμενος και συνανιστάμενος. «Χθες συνεθαπτόμην σοι Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι σοι», ακούμε όλη την πασχάλιο περίοδο. Βιώνουμε τα πάθη και το Σταυρό Του και εξερχόμαστε μαζί του νικητές πατώντας τις πύλες του Άδου, για μια καινούργια αρχή, για μια καινούργια ζωή. «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής της αιωνίου απαρχήν».
Δοξάζουμε το Χριστό που σταυρώθηκε, ανεστήθη και ανίσταται εις το διηνεκές μέσα σε κάθε καρδιά που βλέπει και βιώνει προσωπικά το γεγονός της Αναστάσεως. Δεν αρκείται ο Χριστός να τον μάθουμε από τρίτους. Θέλει και επιθυμεί την προσωπική επαφή, σαν κι αυτή που είχε με τους Αποστόλους, τους φίλους Του. «Υμείς φίλοι μου εστέ». Είναι φίλοι Του όλοι οι πονεμένοι, οι καταπιεσμένοι, οι υποδουλωμένοι, οι αδικημένοι, οι δεδιωγμένοι και περιφρονημένοι. Είναι φίλοι Του οι χήρες και τα ορφανά, οι άρρωστοι, οι φτωχοί, οι απολυμένοι εργάτες, οι καταπιεσμένοι εργαζόμενοι, οι ανασφάλιστοι, οι λιμοκτονούντες συνταξιούχοι, οι μαθητές οι εμπεσόντες στους υλιστές, οι κατασπαρασσόμενοι από τις ύαινες δανειζόμενοι, οι πεινώντες, οι διψώντες, οι εν φυλακή, οι άστεγοι, οι παρά τας οδούς και φραγμούς. Είναι φίλοι Του. Χωρίς να τον γνωρίζουν. Είναι ομοιοπαθείς κι αυτό αρκεί για να τους θεωρεί και αδελφούς του. Και έχει και για αυτούς κρυμμένη στο μανίκι Του την Ανάστασή τους, χωρίς να το γνωρίζουν, χωρίς να το προσμένουν, χωρίς καν να το φαντάζονται.
Στους πάντες δίνει την Ανάσταση νυν και αεί. Τώρα και για πάντα. Ο Θεάνθρωπος Χριστός δεν ήλθε μόνο για την άλλη ζωή. Η Ανάσταση δεν είναι παρηγοριά μελλοντική. Είναι δώρο που χαρίζεται απ’ αυτή τη ζωή σ’ όλους όσους είναι φίλοι κι αδελφοί Του. Γιατί πονάει με κάθε πονεμένο, πάσχει με κάθε αναξιοπαθούντα, αγωνιά με κάθε συντετριμμένο, τους οποίους οι άνθρωποι οι υψηλόφρονες δεν καταδέχονται ούτε να τους κοιτάξουν. Και προσμένει, και περιμένει πότε θα κινηθούμε, πότε θα ενεργοποιηθούμε, πότε μαζί Του θα συνεργασθούμε, κινώντας κι εμείς τα χέρια και τα πόδια μας, για ν’ αναστηθούν όλοι οι απονεκρωμένοι.
Ανάσταση για τους πονεμένους είναι η ανακούφιση. Ανάσταση για τους καταπιεσμένους είναι η ανάταση. Ανάσταση για τους υποδουλωμένους είναι η ελευθερία. Ανάσταση για τους αδικημένους είναι η δικαιοσύνη. Ανάσταση για τους διωγμένους και τους περιφρονημένους είναι η αγάπη. Ανάσταση για τις χήρες και τα ορφανά είναι η φροντίδα. Ανάσταση για τους αρρώστους είναι η θεραπεία. Ανάσταση για τους φτωχούς είναι τα υλικά αγαθά. Ανάσταση για τους απολυμένους εργάτες, είναι η εργασία. Ανάσταση για τους ανασφάλιστους είναι η ασφάλεια. Ανάσταση για τους συνταξιούχους είναι ο άξιος μισθός. Ανάσταση για τους σακατεμένους μαθητές είναι η υγιής παιδεία. Ανάσταση για τους δανειζόμενους είναι η πάταξη της τοκογλυφίας. Ανάσταση για τους πεινώντες είναι ο χορτασμός. Ανάσταση για τους διψώντες είναι το ξεδίψασμα. Ανάσταση για τους φυλακισμένους είναι η απελευθέρωση. Ανάσταση για τους άστεγους είναι η στέγη. Ανάσταση είναι η κάλυψη των αναγκών. Ανάσταση είναι το γέμισμα των κενών. Ανάσταση είναι ο Χριστός, που ως Θεάνθρωπος νοιάζεται και για τον υλικό και για τον πνευματικό άνθρωπο. Συμπάσχει, είναι κοντά του. Είναι φίλος κι αδελφός Του. Η απόσταση του θεού ταιριάζει σε άλλους θεούς φτιαχτούς, ανθρώπινους, όχι ζώντες και αληθινούς. «Ον εθεασάμεθα, ον ακηκόαμεν και αι χείρες ημών εψηλάφισαν», αυτόν που είδαμε, που ακούσαμε και τον ψηλάφισαν τα χέρια μας, θα πει ο Άγ. Ιωάννης ο Θεολόγος κι ο λόγος του γίνεται προσευχή κι άπλετα σαν χαρμόσυνη καμπάνα αντηχεί: «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν Άγιον, Κύριον Ιησούν τον μόνον αναμάρτητον. Τον Σταυρόν σου, Χριστέ, προσκυνούμεν, και την αγίαν σου Ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν».
Είναι η προσευχή της Ανάστασης. Είναι η προσευχή της Εξόδου από τον Άδη και η πορεία προς το φως. Το πέρασμα προς τη Ζωή. Ο δρόμος προς την Ανάσταση. Η Οδός της Αναστάσεως με αρχή και τέλος. Οδός Αναστάσεως με αρχή την Αίγυπτο και τέλος την Ιερουσαλήμ. Οδός Αναστάσεως με αρχή την Αίγυπτο των παθών και της σκλαβιάς και τέλος την Άνω Ιερουσαλήμ. Οδός Αναστάσεως με αρχή τον τύραννο Άδη και χωρίς τέλος τον Ελευθερωτή Παράδεισο. Οδός Αναστάσεως με αρχή το θάνατο και χωρίς τέλος τη Ζωή. Οδός Αναστάσεως με αρχή τον άνθρωπο και χωρίς τέλος τον Θεάνθρωπο. Οδός Αναστάσεως με αρχή τον πιστό και χωρίς τέλος το Χριστό. Οδός Αναστάσεως. Εκεί που μένουν οι ζωντανοί. Εκεί που μένουν οι υπομείναντες εις τέλος. Εκεί που μένουν οι πτωχοί τω πνεύματι, οι ελεήμονες και οι πραείς. Εκεί που μένουν οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης. Εκεί που μένουν οι νυν κλαίοντες. Εκεί που μένουν οι αεί χαίροντες. Ένθα εστί ευφραινομένων η κατοικία. Οδός Αναστάσεως. Εκεί που είναι το πατρικό μας σπίτι. Οδός Κοινή. Οδός Καινή. Παγκόσμιος Οδός. Απλώνει σταυρωτά την αγκαλιά της ως του ουρανού τα μήκη και της γης τα πλάτη. Η Οδός η Αλήθεια και η Ζωή.
Βαδίζοντας την Οδό αυτή της Αληθείας ακολουθούμε τη Ζωή βιώνοντας τη μέρα τη Λαμπρή, τη φωτεινή, την Ηλιόχαρη Πασχαλιά, το ξημέρωμα μιας καινούργιας ζωής. Τα σκοτάδια της μελαγχολίας, της απαισιοδοξίας και της απόγνωσης διαλύονται. Το ανέσπερο φως απαστράπτει ωραίο εκ του τάφου. Τα πάντα γύρω αποκτούν νόημα, φεύγει η ομίχλη της αμφιβολίας κι ο ουρανός καθαρίζει. «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια».
Το άπλετο φως του Ήλιου, το πόμα το καινόν, εισχωρεί σαν ανοιξιάτικο αεράκι στις καρδιές μας, τις ξεσηκώνει, τις βγάζει έξω στη μέρα, σ’ ένα σκίρτημα αγαλλίασης, ανοίγματος και κοινωνίας με τον πλησίον σε ένα σώμα, το Αναστημένο σώμα του Χριστού. Είναι η Ανάσταση, η ημέρα η Λαμπρή, η φωτεινή, η Ηλιόλουστη Πασχαλιά, η Πασχαλιά που περιμέναμε αγναντεύοντάς την στου Γολγοθά το λόφο. Η Πασχαλιά που άνθισε κι ευωδίασε με χίλια μύρα και αρώματα. Η Πασχαλιά που μας κάνει να σκιρτάμε. Η Πασχαλιά που μας κάνει και χορεύουμε. Η Πασχαλιά που μας κάνει και τραγουδάμε.
Καλώς ήλθες, Πασχαλιά,
μύρο δροσάτο στα μαλλιά,
χαίρε, η Ανάσταση
της ζωής ανάπλαση.
Χαίρε, λύτρο χρυσαφί
λαμπερόηχο μάλαμα,
χαίρε, μάννα τ’ ουρανού
πόμα από ανάμα.
Καλώς ήρθες, Άνοιξη
πορφυροφορεμένη,
ομορφοπλουμοστόλιστη,
χαίρε, πεποικιλμένη
Καλώς ήλθες, Άγιο Φως,
χαίρε, του σκότους ο εχθρός,
του Άδη, χαίρε, ο θάνατος,
θανάτου ο Αθάνατος.
Χαίρε, Ελπίδα κοφτερή,
αστράπτουσα μαρμαρυγή,
ουρανοχρυσοφώτιστη
Δόξα του Ήλιου, χαίρε.
Χαίρε, η οδός, χαίρε, η ζωή
χαίρε, η Αλήθεια, χαίρε1
χαίρε, ο άσειστος, ο απάνεμοςχαίρε, λεπτή αύρα, χαίρε.