Το ερώτημα του επικείμενου δημοψηφίσματος θα παραμείνει συγκεχυμένο αν
δεν διατυπωθεί με σαφώς αντιαποικιοκρατικούς πολιτικούς όρους, με
κεντρικό ζητούμενο την ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας την οποία οι
προηγούμενες κυβερνήσεις παρέδωσαν στους ξένους και μάλιστα
«αμετάκλητα».
Ως αντιπολίτευση, οι άνθρωποι αυτοί έχουν το θράσος σήμερα να επικαλούνται το Σύνταγμα που οι ίδιοι κατακουρέλιασαν.
Προκειμένου να παρεμποδίσουν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, ακόμα και τώρα συνεχίζουν την προσπάθειά τους να τρομοκρατήσουν και να διχάσουν τον ελληνικό λαό.
Δεν αρκούν, ισχυρίζονται, πέντε μέρες για να ενημερωθεί επαρκώς ο ελληνικός λαός. Ξεχνούν ότι έχουν φροντίσει οι ίδιοι να τον «ενημερώσουν» επαρκώς ως κυβερνήσεις εδώ και πέντε χρόνια για τις πρακτικές και τις πολιτικές συνέπειες των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων που έχουν υπογράψει χωρίς δισταγμούς και χωρίς να έχουν ενημερώσει καθόλου για τις συνέπειες των υπογραφών τους: φτωχοποίηση, δυο εκατομμύρια άνεργοι, ισοπέδωση μικρομεσαίων, χιλιάδες αυτοκτονίες, ξεπούλημα δημόσιου πλούτου και δήμευση του ιδιωτικού με απίστευτα φορομπηχτικά μέτρα…
Αυτοί οι άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν ήδη λογοδοτήσει. Αντ’ αυτού, εμφανίζονται ως κατήγοροι της σημερινής συγκυβέρνησης κουνώντας με απίστευτη θρασύτητα το δάχτυλο και απειλώντας με… ειδικά δικαστήρια όλους όσους αρνούνται την ιδέα να ζήσουν αυτοί και τα παιδιά τους σε μια αποικία χρέους.
Απαιτούν να υπογράψει ο ίδιος ο ελληνικός λαός την υποταγή του. Δημιουργούν με όλους τους τρόπους ένα όχι απλώς διχαστικό, αλλά εμφυλιοπολεμικό κλίμα με τα λόγια και τις κινητοποιήσεις τους υπέρ του «ναι στην υποταγή», το οποίο μάλιστα εμφανίζουν, όπως έκαναν πάντα οι πατριδοκάπηλοι δωσίλογοι, ως «πατριωτική επιλογή»…
Ας κάνουμε λοιπόν τρεις διακριτές υποθέσεις γύρω από το επικείμενο δημοψήφισμα.
Αν υποθέσουμε ότι η συγκυβέρνηση ήθελε πράγματι να δώσει έμφαση στην αντιαποικιοκρατική και πολιτική διάσταση του δημοψηφίσματος, θα έπρεπε να εξηγήσει πολύ περισσότερο από ότι το κάνει, τις αιτίες της υποχώρησής της από τις αρχικές θέσεις της για το τέλος της λιτότητας. Διότι, η κυβέρνηση εν μέρει φαίνεται να έχει αυτοπαγιδευτεί κατά το διάστημα των πεντάμηνων διαπραγματεύσεων με τους δανειστές σε αντιλαϊκά μέτρα χειρότερα και από εκείνα των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων. Όμως, φαίνεται επίσης ότι και οι δανειστές θέλησαν να σπρώξουν την σημερινή συγκυβέρνηση στα άκρα και έτσι θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι παγιδεύτηκαν και αυτοί από την υποχωρητικότητα της συγκυβέρνησης.
Με άλλα λόγια, αν η βούληση της συγκυβέρνησης για ένα μαζικό λαϊκό «ΟΧΙ» ήταν πραγματική η ενδοτικότητα στις πιέσεις των δανειστών θα ήταν όντως «τακτικώς» αναγκαία για τη συνέχιση της διαπραγμάτευσης. Διότι, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αν η συγκυβέρνηση δεν είχε κάνει όλες τις παραπάνω μεγάλες υποχωρήσεις, οι δανειστές μαζί με τα εγχώρια φερέφωνά τους θα αντιμετώπιζαν την συγκυβέρνηση σαν μια ακραία ευρωσκεπτικιστική πολιτική δύναμη – κάτι σχεδόν σαν το ΚΚΕ.
Θα την κατηγορούσαν ότι επεδίωξε μόνο τη ρήξη με την ΕΕ χωρίς να κάνει καμία αξιόπιστη πρόταση για την επίλυση του ελληνικού προβλήματος χρέους. Οι υποχωρήσεις λοιπόν από τις «κόκκινες γραμμές» αποστόμωσαν όλους αυτούς, εντός και εκτός Ευρώπης. Φάνηκε ότι οι δανειστές δεν επιθυμούν ούτε διαπραγμάτευση, ούτε λύση του προβλήματος, αφού αρνήθηκαν ρητά κάθε συζήτηση για την μείωση του δημοσίου χρέους.
Η ελληνική πρόταση προς τους δανειστές είχε δυο αδιαχώριστα μεταξύ τους σκέλη: καμία υποχώρηση σε επώδυνα και αντιλαϊκά μέτρα δεν θα ήταν αποδεχτή και ρεαλιστική, αν δεν συνοδευόταν από μια συμφωνία σχετικά με το κούρεμα του χρέους, το οποίο όλοι αναγνωρίζουν ότι δεν είναι βιώσιμο. Προφανώς, ούτε η ελληνική βουλή θα μπορούσε να ψηφίσει μια συμφωνία που θα περιελάμβανε μόνο αντιλαϊκά οικονομικά μέτρα, χωρίς την παραμικρή νύξη για μια μελλοντική ρύθμιση του δημοσίου χρέους. Οι δανειστές δεν θέλησαν καμία συζήτηση περί του ζητήματος αυτού. Υπήρχε βέβαια το ρίσκο για την συγκυβέρνηση, οι δανειστές να μην απορρίψουν τις οικονομικά δυσβάσταχτες για τον ελληνικό λαό προτάσεις της ίδιας της συγκυβέρνησης. Αλλά ως γνήσιοι αποικιοκράτες και μάλιστα Γερμανοί, τις απέρριψαν, ζητώντας συνέχεια όλο και περισσότερα δυσβάσταχτα οικονομικά μέτρα. Σε αυτήν την περίπτωση το ερώτημα θα ήταν: Ποιος παγιδεύτηκε περισσότερο σε αυτήν την διαπραγμάτευση από πολιτικής άποψης;
Τότε, σύμφωνα με τα παραπάνω θα καταλαβαίναμε επίσης ότι η εξομοίωση των γερμανικά οργανωμένων αξιώσεων των δανειστών με τους μέχρι σήμερα πραγματικούς συμβιβασμούς και τις υποχωρήσεις της συγκυβέρνησης, θα οδηγούσε τις λαϊκές αντιστάσεις σε μια στείρα απόρριψη του πραγματικού πολιτικού πλαισίου του δημοψηφίσματος. Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι η έκκληση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ για ένα βροντερό ΟΧΙ στο δημοψήφισμα ήταν και είναι ένας επιθυμητός πολιτικός στόχος, τότε τόσο η αποχή, όσο και η συνειδητή επιλογή του άκυρου, θα ήταν πολιτικά ανεύθυνη, εθνικά μειοδοτική και δημοκρατικά απαράδεκτη για ένα προοδευτικό πολιτικό κόμμα και θα άγγιζε τα όρια της προδοσίας των ιστορικών συμφερόντων του ελληνικού λαού.
Ανεξάρτητα λοιπόν από τα όποια «τεχνικά» σφάλματα έγιναν κατά το πεντάμηνο της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, η συγκυβέρνηση είχε σήμερα την ευκαιρία να αναδείξει τον πολιτικό και αντιαποικιοκρατικό χαρακτήρα του δημοψηφίσματος χρησιμοποιώντας στην επικοινωνία της με τον ελληνικό λαό μόνον και αποκλειστικά την «φωνή της Αλήθειας».
Σε γενικές γραμμές, ο άξονας μιας τέτοιας επικοινωνίας θα έλεγε τα εξής: «Είναι αλήθεια ότι δείξαμε μεγάλη ενδοτικότητα στις αφόρητες, ταπεινωτικές και αποικιοκρατικές πιέσεις των λεγόμενων δανειστών. Είναι αλήθεια ότι υπήρξαμε ακραία υποχωρητικοί, ακριβώς επειδή θεωρούσαμε ότι έπρεπε να εξαντλήσουμε όλα τα περιθώρια για τη διατήρηση της σχέσης μας με τη γερμανοκρατούμενη σημερινή Ευρώπη. Και αυτό, διότι γνωρίζαμε ότι ο τρομοκρατημένος ελληνικός λαός που μας εμπιστεύτηκε το καθήκον να τον βγάλουμε από τα μνημόνια και από το βραχνά του δημοσίου χρέους, παρέμενε διστακτικός και μάλλον αρνητικός ως προς το ενδεχόμενο της πολιτικής ρήξης με αυτήν την δήθεν ευρωπαϊκή, δήθεν ένωση. Τα μέτρα που έχουμε αποδεχτεί ως τώρα είναι όντως άγρια και αντιλαϊκά. Δείχνουν όμως το πόσο προσπαθήσαμε να «Μείνουμε Ευρώπη» και να αποφύγουμε τη ρήξη. Ζητάμε συγγνώμη από τον ελληνικό λαό γι’ αυτή μας τη στάση, που ωστόσο δεν υπήρξε από μέρους μας προϊόν μιας προαποφασισμένης ελεύθερης επιλογής, όπως σπεύδουν σήμερα να μας κατηγορήσουν οι εγκάθετοι των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων, που με τις υπογραφές τους έχουν οδηγήσει τη χώρα εδώ που βρίσκεται σήμερα. Όσοι λοιπόν από το δημοκρατικό και προοδευτικό κόσμο, μας κατηγορούν για την ενδοτικότητα που δείξαμε στις διαπραγματεύσεις αποδεχόμενοι μέτρα 8 δις. σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων, έχουν εν μέρει δίκιο. Ξεχνούν ωστόσο τις αφόρητες πιέσεις που δεχτήκαμε, όχι μόνο από τα λόμπι των δανειστών και των διαμορφωτών της δυτικής κοινής γνώμης, αλλά και από όλους τους εγχώριους δήθεν φιλοευρωπαϊστές που έχουν τρομοκρατήσει την κοινωνία και την έχουν εγκλωβίσει στις λογικές του ενδοτισμού. Σήμερα ακόμα, οι πολιτικοί υπάλληλοι των γερμανικών συμφερόντων και των εγχώριων εργολάβων απευθύνονται στον ελληνικό λαό καλώντας τον να «αντισταθεί» (!!!) σε οτιδήποτε τον καλεί σε εγρήγορση και σε αντίσταση. Να αντισταθεί δηλαδή σε οτιδήποτε θα μπορούσε να φανεί απελευθερωτικό και σωτήριο για το μέλλον αυτής της χώρας. Αντίσταση γι’ αυτούς, είναι το δουλικό σκύψιμο του κεφαλιού. Όμως τα ποτάμια της εθελοδουλείας και της προδοτικής συμπόρευσης με τους εχθρούς της δημοκρατίας και του ελληνικού λαού στερεύουν, αφού όλο και πιο λίγοι πολίτες είναι σίγουροι ότι επιθυμούν ακόμα να «μείνουν» σε μια τέτοια Ευρώπη.»
Με άλλα λόγια, η φωνή της Αλήθειας θα απαιτούσε να θυμίσουμε στον ελληνικό λαό ότι «Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία». Θέλει συλλογικούς αγώνες, αποφασιστικότητα, ενδεχομένως και θυσίες – «δάκρυα και ιδρώτα». Όχι απλώς για να «Μείνουμε Ευρώπη», αλλά για να «Μείνουμε Ελλάδα» και όχι πια σε μια εθελόδουλη αποικία χρέους.
Όλα τα παραπάνω ισχύουν – ή μάλλον καλύτερα θα ίσχυαν, αν δεν υπήρχε ήδη σήμερα, Τρίτη 30 Ιουνίου η έντονη αίσθηση ότι το παιχνίδι του δημοψηφίσματος ήταν και είναι εν μέρει ή εξ ολοκλήρου «στημένο»: Η οργάνωση για ένα πραγματικά μαζικό ΟΧΙ, που υποτίθεται ότι επιθυμεί η συγκυβέρνηση, παραμένει άκρως υποτονική, λες και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι γνωστό και δεδομένο – ή ακόμα χειρότερα, αδιάφορο, ίσως και ενοχλητικό για εκείνους που σχεδίασαν την ξαφνική οργάνωση της προσφυγής στη λαϊκή βούληση.
Στις τηλεοράσεις, οι πολιτικοί των πρώην μνημονιακών συγκυβερνήσεων, μαζί με τα θολά ποτάμια και χέρι – χέρι με τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις της εκκλησίας, αλλά και τον Μπουτάρη, τον Καμίνη, τις «επιστημονικές ενώσεις» και τους διάφορους πανεπιστημιακούς που φοβούνται ότι μπορεί να χάσουν τις μικρές ή μεγάλες αρπαχτές από τα ΕΣΠΑ και τις λοιπές επιδοτήσεις του νεοελληνικού παρασιτισμού, όλοι αυτοί λοιπόν μονοπωλούν τον λόγο, τρομοκρατούν τους πολίτες με τις γνωστές εικόνες του χάους της «επόμενης μέρας με δραχμή» και προπαγανδίζουν την δουλική προτροπή του «Μένουμε Ευρώπη πάση θυσία», χωρίς να αντιμετωπίζουν έναν πραγματικό σοβαρό αντίλογο από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ.
Έτσι, ο πρόσκαιρος ενθουσιασμός μεγάλων τμημάτων του ελληνικού λαού για το πιθανό «ΟΧΙ» μετριάζεται από τον πανικό που δημιουργούν οι κλειστές τράπεζες και οι πληρωμές μισθών και συντάξεων με το σταγονόμετρο ή αφήνεται στον αυτόματο πιλότο της ενημέρωσης από τους εγκάθετους των ΜΜΕ ή της πληροφόρησης του κάθε ανήσυχου ανθρώπου μέσα από τα εξίσου σαστισμένα «πηγαδάκια» που στήνονται έξω από τα ΑΤΜ και στα σπίτια, γύρω από τις τηλεοράσεις ή από κάποιους που δήθεν διαθέτουν «ασφαλείς εσωτερικές πληροφορίες».
Στη θέση του λαϊκού ενθουσιασμού εμφανίζεται σταδιακά η καχυποψία προς όλους και προς όλα, η αναδίπλωση στις ιδιωτικές υποθέσεις, ο δουλικός «ρεαλισμός» και η συναίνεση του «δεν βαριέσαι, δεν γίνεται τίποτα». Όλοι αυτοί, είτε από τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε από τους ΑΝΕΛ, που μήνες τώρα και με διάφορα προσχήματα αρνούνται πεισματικά την κινηματική, λαϊκή και πατριωτική οργάνωση σε ευρεία κλίμακα των κοινωνικών και πολιτικών αντιστάσεων, κάτι σαν μια μαζική οργάνωση που εμείς θα προτείναμε να αποκαλείται «Μένουμε Ελλάδα», θα φανούν σύντομα συνυπεύθυνοι για την συνείδηση του αδιεξόδου που διαιωνίζουν στις λαϊκές, πολιτικές νοοτροπίες.
Μοιάζουν σαν να πάσχουν από ένα είδος αριστερο-φιλελεύθερου ελιτισμού που τους καθιστά εν δυνάμει τηλεοπτικούς αστέρες, αλλά ταυτόχρονα τους εμποδίζει να αποκτήσουν ερείσματα στις πραγματικές αγωνίες και στις επιθυμίες των λαϊκών στρωμάτων.
Με άλλα λόγια, (υπόθεση 2η) ίσως δυστυχώς φανεί σε πολύ λίγο (Κυριακή κοντή γιορτή!) ότι ο νεαρός πολιτικός που έγινε Πρωθυπουργός στις ιστορικές συνθήκες της μνημονιακής ισοπέδωσης της χώρας, καθώς και η μεταμοντερνίζουσα παρέα των στελεχών που έκαναν τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, προτιμούν να μπλοφάρουν και να σκηνοθετούν απειλές ρήξης με την ΕΕ πασπαλισμένες με ολίγον «ηρωικό Κούγκι», αλλά απεχθάνονται κάθε ιδέα σοβαρής, μαζικής οργάνωσης των λαϊκών κινητοποιήσεων που θα ήταν σήμερα απολύτως αναγκαίες. Ο Πρωθυπουργός και η παρέα του, όσες ικανότητες κι αν υποθέσουμε ότι έχουν (και σίγουρα έχουν), δεν αντέχουν σε τόση πίεση στην εγχώρια και διεθνή πολιτική σκακιέρα χωρίς έναν κινητοποιημένο λαό που να τους στηρίζει με την οργανωμένη του δυσαρέσκεια και τη βούληση να αντισταθεί.
Τελικά, ίσως φανεί, σε λίγες μέρες, ίσως και αύριο, ότι όλη η ιστορία του δημοψηφίσματος ήταν «βαρουφιές», δηλαδή ένας ελιγμός για τον λεγόμενο έντιμο συμβιβασμό, με δυο παράλληλους αποδέκτες: τον οργισμένο, αλλά και τρομοκρατημένο ελληνικό λαό αφενός, τους δανειστές και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα που για λίγες μέρες κλυδωνίστηκε, αφετέρου.
Ίσως φανεί σε λίγο ότι «οι δανειστές υποχώρησαν λίγο» σε κάποιες από τις «παράλογες απαιτήσεις τους». Κατά συνέπεια, θα πρέπει και ο ελληνικός λαός με τη σειρά του να υποχωρήσει «κάπως» και να αποδεχτεί στωικά τη μοίρα του, μαζί με τα δις που του φόρτωσαν όλοι μαζί.
Και είναι τότε ακριβώς που η κατάσταση, που έστω άθελα της δημιούργησε η πρόταση του δημοψηφίσματος και του «ΟΧΙ στην υποτέλεια», θα μπορούσε να ξεφύγει από τον ασφυκτικό έλεγχο και την ιδεολογική χειραγώγηση που έχει επιβληθεί με όλους τους τρόπους στις λαϊκές, πολιτικές νοοτροπίες: Είναι η 3η υπόθεση που θα μπορούσε να κάνει κανείς.
Ευγενία Σαρηγιαννίδη
Ως αντιπολίτευση, οι άνθρωποι αυτοί έχουν το θράσος σήμερα να επικαλούνται το Σύνταγμα που οι ίδιοι κατακουρέλιασαν.
Προκειμένου να παρεμποδίσουν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, ακόμα και τώρα συνεχίζουν την προσπάθειά τους να τρομοκρατήσουν και να διχάσουν τον ελληνικό λαό.
Δεν αρκούν, ισχυρίζονται, πέντε μέρες για να ενημερωθεί επαρκώς ο ελληνικός λαός. Ξεχνούν ότι έχουν φροντίσει οι ίδιοι να τον «ενημερώσουν» επαρκώς ως κυβερνήσεις εδώ και πέντε χρόνια για τις πρακτικές και τις πολιτικές συνέπειες των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων που έχουν υπογράψει χωρίς δισταγμούς και χωρίς να έχουν ενημερώσει καθόλου για τις συνέπειες των υπογραφών τους: φτωχοποίηση, δυο εκατομμύρια άνεργοι, ισοπέδωση μικρομεσαίων, χιλιάδες αυτοκτονίες, ξεπούλημα δημόσιου πλούτου και δήμευση του ιδιωτικού με απίστευτα φορομπηχτικά μέτρα…
Αυτοί οι άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν ήδη λογοδοτήσει. Αντ’ αυτού, εμφανίζονται ως κατήγοροι της σημερινής συγκυβέρνησης κουνώντας με απίστευτη θρασύτητα το δάχτυλο και απειλώντας με… ειδικά δικαστήρια όλους όσους αρνούνται την ιδέα να ζήσουν αυτοί και τα παιδιά τους σε μια αποικία χρέους.
Απαιτούν να υπογράψει ο ίδιος ο ελληνικός λαός την υποταγή του. Δημιουργούν με όλους τους τρόπους ένα όχι απλώς διχαστικό, αλλά εμφυλιοπολεμικό κλίμα με τα λόγια και τις κινητοποιήσεις τους υπέρ του «ναι στην υποταγή», το οποίο μάλιστα εμφανίζουν, όπως έκαναν πάντα οι πατριδοκάπηλοι δωσίλογοι, ως «πατριωτική επιλογή»…
Ας κάνουμε λοιπόν τρεις διακριτές υποθέσεις γύρω από το επικείμενο δημοψήφισμα.
Αν υποθέσουμε ότι η συγκυβέρνηση ήθελε πράγματι να δώσει έμφαση στην αντιαποικιοκρατική και πολιτική διάσταση του δημοψηφίσματος, θα έπρεπε να εξηγήσει πολύ περισσότερο από ότι το κάνει, τις αιτίες της υποχώρησής της από τις αρχικές θέσεις της για το τέλος της λιτότητας. Διότι, η κυβέρνηση εν μέρει φαίνεται να έχει αυτοπαγιδευτεί κατά το διάστημα των πεντάμηνων διαπραγματεύσεων με τους δανειστές σε αντιλαϊκά μέτρα χειρότερα και από εκείνα των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων. Όμως, φαίνεται επίσης ότι και οι δανειστές θέλησαν να σπρώξουν την σημερινή συγκυβέρνηση στα άκρα και έτσι θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι παγιδεύτηκαν και αυτοί από την υποχωρητικότητα της συγκυβέρνησης.
Με άλλα λόγια, αν η βούληση της συγκυβέρνησης για ένα μαζικό λαϊκό «ΟΧΙ» ήταν πραγματική η ενδοτικότητα στις πιέσεις των δανειστών θα ήταν όντως «τακτικώς» αναγκαία για τη συνέχιση της διαπραγμάτευσης. Διότι, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αν η συγκυβέρνηση δεν είχε κάνει όλες τις παραπάνω μεγάλες υποχωρήσεις, οι δανειστές μαζί με τα εγχώρια φερέφωνά τους θα αντιμετώπιζαν την συγκυβέρνηση σαν μια ακραία ευρωσκεπτικιστική πολιτική δύναμη – κάτι σχεδόν σαν το ΚΚΕ.
Θα την κατηγορούσαν ότι επεδίωξε μόνο τη ρήξη με την ΕΕ χωρίς να κάνει καμία αξιόπιστη πρόταση για την επίλυση του ελληνικού προβλήματος χρέους. Οι υποχωρήσεις λοιπόν από τις «κόκκινες γραμμές» αποστόμωσαν όλους αυτούς, εντός και εκτός Ευρώπης. Φάνηκε ότι οι δανειστές δεν επιθυμούν ούτε διαπραγμάτευση, ούτε λύση του προβλήματος, αφού αρνήθηκαν ρητά κάθε συζήτηση για την μείωση του δημοσίου χρέους.
Η ελληνική πρόταση προς τους δανειστές είχε δυο αδιαχώριστα μεταξύ τους σκέλη: καμία υποχώρηση σε επώδυνα και αντιλαϊκά μέτρα δεν θα ήταν αποδεχτή και ρεαλιστική, αν δεν συνοδευόταν από μια συμφωνία σχετικά με το κούρεμα του χρέους, το οποίο όλοι αναγνωρίζουν ότι δεν είναι βιώσιμο. Προφανώς, ούτε η ελληνική βουλή θα μπορούσε να ψηφίσει μια συμφωνία που θα περιελάμβανε μόνο αντιλαϊκά οικονομικά μέτρα, χωρίς την παραμικρή νύξη για μια μελλοντική ρύθμιση του δημοσίου χρέους. Οι δανειστές δεν θέλησαν καμία συζήτηση περί του ζητήματος αυτού. Υπήρχε βέβαια το ρίσκο για την συγκυβέρνηση, οι δανειστές να μην απορρίψουν τις οικονομικά δυσβάσταχτες για τον ελληνικό λαό προτάσεις της ίδιας της συγκυβέρνησης. Αλλά ως γνήσιοι αποικιοκράτες και μάλιστα Γερμανοί, τις απέρριψαν, ζητώντας συνέχεια όλο και περισσότερα δυσβάσταχτα οικονομικά μέτρα. Σε αυτήν την περίπτωση το ερώτημα θα ήταν: Ποιος παγιδεύτηκε περισσότερο σε αυτήν την διαπραγμάτευση από πολιτικής άποψης;
Τότε, σύμφωνα με τα παραπάνω θα καταλαβαίναμε επίσης ότι η εξομοίωση των γερμανικά οργανωμένων αξιώσεων των δανειστών με τους μέχρι σήμερα πραγματικούς συμβιβασμούς και τις υποχωρήσεις της συγκυβέρνησης, θα οδηγούσε τις λαϊκές αντιστάσεις σε μια στείρα απόρριψη του πραγματικού πολιτικού πλαισίου του δημοψηφίσματος. Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι η έκκληση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ για ένα βροντερό ΟΧΙ στο δημοψήφισμα ήταν και είναι ένας επιθυμητός πολιτικός στόχος, τότε τόσο η αποχή, όσο και η συνειδητή επιλογή του άκυρου, θα ήταν πολιτικά ανεύθυνη, εθνικά μειοδοτική και δημοκρατικά απαράδεκτη για ένα προοδευτικό πολιτικό κόμμα και θα άγγιζε τα όρια της προδοσίας των ιστορικών συμφερόντων του ελληνικού λαού.
Ανεξάρτητα λοιπόν από τα όποια «τεχνικά» σφάλματα έγιναν κατά το πεντάμηνο της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, η συγκυβέρνηση είχε σήμερα την ευκαιρία να αναδείξει τον πολιτικό και αντιαποικιοκρατικό χαρακτήρα του δημοψηφίσματος χρησιμοποιώντας στην επικοινωνία της με τον ελληνικό λαό μόνον και αποκλειστικά την «φωνή της Αλήθειας».
Σε γενικές γραμμές, ο άξονας μιας τέτοιας επικοινωνίας θα έλεγε τα εξής: «Είναι αλήθεια ότι δείξαμε μεγάλη ενδοτικότητα στις αφόρητες, ταπεινωτικές και αποικιοκρατικές πιέσεις των λεγόμενων δανειστών. Είναι αλήθεια ότι υπήρξαμε ακραία υποχωρητικοί, ακριβώς επειδή θεωρούσαμε ότι έπρεπε να εξαντλήσουμε όλα τα περιθώρια για τη διατήρηση της σχέσης μας με τη γερμανοκρατούμενη σημερινή Ευρώπη. Και αυτό, διότι γνωρίζαμε ότι ο τρομοκρατημένος ελληνικός λαός που μας εμπιστεύτηκε το καθήκον να τον βγάλουμε από τα μνημόνια και από το βραχνά του δημοσίου χρέους, παρέμενε διστακτικός και μάλλον αρνητικός ως προς το ενδεχόμενο της πολιτικής ρήξης με αυτήν την δήθεν ευρωπαϊκή, δήθεν ένωση. Τα μέτρα που έχουμε αποδεχτεί ως τώρα είναι όντως άγρια και αντιλαϊκά. Δείχνουν όμως το πόσο προσπαθήσαμε να «Μείνουμε Ευρώπη» και να αποφύγουμε τη ρήξη. Ζητάμε συγγνώμη από τον ελληνικό λαό γι’ αυτή μας τη στάση, που ωστόσο δεν υπήρξε από μέρους μας προϊόν μιας προαποφασισμένης ελεύθερης επιλογής, όπως σπεύδουν σήμερα να μας κατηγορήσουν οι εγκάθετοι των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων, που με τις υπογραφές τους έχουν οδηγήσει τη χώρα εδώ που βρίσκεται σήμερα. Όσοι λοιπόν από το δημοκρατικό και προοδευτικό κόσμο, μας κατηγορούν για την ενδοτικότητα που δείξαμε στις διαπραγματεύσεις αποδεχόμενοι μέτρα 8 δις. σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων, έχουν εν μέρει δίκιο. Ξεχνούν ωστόσο τις αφόρητες πιέσεις που δεχτήκαμε, όχι μόνο από τα λόμπι των δανειστών και των διαμορφωτών της δυτικής κοινής γνώμης, αλλά και από όλους τους εγχώριους δήθεν φιλοευρωπαϊστές που έχουν τρομοκρατήσει την κοινωνία και την έχουν εγκλωβίσει στις λογικές του ενδοτισμού. Σήμερα ακόμα, οι πολιτικοί υπάλληλοι των γερμανικών συμφερόντων και των εγχώριων εργολάβων απευθύνονται στον ελληνικό λαό καλώντας τον να «αντισταθεί» (!!!) σε οτιδήποτε τον καλεί σε εγρήγορση και σε αντίσταση. Να αντισταθεί δηλαδή σε οτιδήποτε θα μπορούσε να φανεί απελευθερωτικό και σωτήριο για το μέλλον αυτής της χώρας. Αντίσταση γι’ αυτούς, είναι το δουλικό σκύψιμο του κεφαλιού. Όμως τα ποτάμια της εθελοδουλείας και της προδοτικής συμπόρευσης με τους εχθρούς της δημοκρατίας και του ελληνικού λαού στερεύουν, αφού όλο και πιο λίγοι πολίτες είναι σίγουροι ότι επιθυμούν ακόμα να «μείνουν» σε μια τέτοια Ευρώπη.»
Με άλλα λόγια, η φωνή της Αλήθειας θα απαιτούσε να θυμίσουμε στον ελληνικό λαό ότι «Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία». Θέλει συλλογικούς αγώνες, αποφασιστικότητα, ενδεχομένως και θυσίες – «δάκρυα και ιδρώτα». Όχι απλώς για να «Μείνουμε Ευρώπη», αλλά για να «Μείνουμε Ελλάδα» και όχι πια σε μια εθελόδουλη αποικία χρέους.
Όλα τα παραπάνω ισχύουν – ή μάλλον καλύτερα θα ίσχυαν, αν δεν υπήρχε ήδη σήμερα, Τρίτη 30 Ιουνίου η έντονη αίσθηση ότι το παιχνίδι του δημοψηφίσματος ήταν και είναι εν μέρει ή εξ ολοκλήρου «στημένο»: Η οργάνωση για ένα πραγματικά μαζικό ΟΧΙ, που υποτίθεται ότι επιθυμεί η συγκυβέρνηση, παραμένει άκρως υποτονική, λες και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι γνωστό και δεδομένο – ή ακόμα χειρότερα, αδιάφορο, ίσως και ενοχλητικό για εκείνους που σχεδίασαν την ξαφνική οργάνωση της προσφυγής στη λαϊκή βούληση.
Στις τηλεοράσεις, οι πολιτικοί των πρώην μνημονιακών συγκυβερνήσεων, μαζί με τα θολά ποτάμια και χέρι – χέρι με τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις της εκκλησίας, αλλά και τον Μπουτάρη, τον Καμίνη, τις «επιστημονικές ενώσεις» και τους διάφορους πανεπιστημιακούς που φοβούνται ότι μπορεί να χάσουν τις μικρές ή μεγάλες αρπαχτές από τα ΕΣΠΑ και τις λοιπές επιδοτήσεις του νεοελληνικού παρασιτισμού, όλοι αυτοί λοιπόν μονοπωλούν τον λόγο, τρομοκρατούν τους πολίτες με τις γνωστές εικόνες του χάους της «επόμενης μέρας με δραχμή» και προπαγανδίζουν την δουλική προτροπή του «Μένουμε Ευρώπη πάση θυσία», χωρίς να αντιμετωπίζουν έναν πραγματικό σοβαρό αντίλογο από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ.
Έτσι, ο πρόσκαιρος ενθουσιασμός μεγάλων τμημάτων του ελληνικού λαού για το πιθανό «ΟΧΙ» μετριάζεται από τον πανικό που δημιουργούν οι κλειστές τράπεζες και οι πληρωμές μισθών και συντάξεων με το σταγονόμετρο ή αφήνεται στον αυτόματο πιλότο της ενημέρωσης από τους εγκάθετους των ΜΜΕ ή της πληροφόρησης του κάθε ανήσυχου ανθρώπου μέσα από τα εξίσου σαστισμένα «πηγαδάκια» που στήνονται έξω από τα ΑΤΜ και στα σπίτια, γύρω από τις τηλεοράσεις ή από κάποιους που δήθεν διαθέτουν «ασφαλείς εσωτερικές πληροφορίες».
Στη θέση του λαϊκού ενθουσιασμού εμφανίζεται σταδιακά η καχυποψία προς όλους και προς όλα, η αναδίπλωση στις ιδιωτικές υποθέσεις, ο δουλικός «ρεαλισμός» και η συναίνεση του «δεν βαριέσαι, δεν γίνεται τίποτα». Όλοι αυτοί, είτε από τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε από τους ΑΝΕΛ, που μήνες τώρα και με διάφορα προσχήματα αρνούνται πεισματικά την κινηματική, λαϊκή και πατριωτική οργάνωση σε ευρεία κλίμακα των κοινωνικών και πολιτικών αντιστάσεων, κάτι σαν μια μαζική οργάνωση που εμείς θα προτείναμε να αποκαλείται «Μένουμε Ελλάδα», θα φανούν σύντομα συνυπεύθυνοι για την συνείδηση του αδιεξόδου που διαιωνίζουν στις λαϊκές, πολιτικές νοοτροπίες.
Μοιάζουν σαν να πάσχουν από ένα είδος αριστερο-φιλελεύθερου ελιτισμού που τους καθιστά εν δυνάμει τηλεοπτικούς αστέρες, αλλά ταυτόχρονα τους εμποδίζει να αποκτήσουν ερείσματα στις πραγματικές αγωνίες και στις επιθυμίες των λαϊκών στρωμάτων.
Με άλλα λόγια, (υπόθεση 2η) ίσως δυστυχώς φανεί σε πολύ λίγο (Κυριακή κοντή γιορτή!) ότι ο νεαρός πολιτικός που έγινε Πρωθυπουργός στις ιστορικές συνθήκες της μνημονιακής ισοπέδωσης της χώρας, καθώς και η μεταμοντερνίζουσα παρέα των στελεχών που έκαναν τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, προτιμούν να μπλοφάρουν και να σκηνοθετούν απειλές ρήξης με την ΕΕ πασπαλισμένες με ολίγον «ηρωικό Κούγκι», αλλά απεχθάνονται κάθε ιδέα σοβαρής, μαζικής οργάνωσης των λαϊκών κινητοποιήσεων που θα ήταν σήμερα απολύτως αναγκαίες. Ο Πρωθυπουργός και η παρέα του, όσες ικανότητες κι αν υποθέσουμε ότι έχουν (και σίγουρα έχουν), δεν αντέχουν σε τόση πίεση στην εγχώρια και διεθνή πολιτική σκακιέρα χωρίς έναν κινητοποιημένο λαό που να τους στηρίζει με την οργανωμένη του δυσαρέσκεια και τη βούληση να αντισταθεί.
Τελικά, ίσως φανεί, σε λίγες μέρες, ίσως και αύριο, ότι όλη η ιστορία του δημοψηφίσματος ήταν «βαρουφιές», δηλαδή ένας ελιγμός για τον λεγόμενο έντιμο συμβιβασμό, με δυο παράλληλους αποδέκτες: τον οργισμένο, αλλά και τρομοκρατημένο ελληνικό λαό αφενός, τους δανειστές και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα που για λίγες μέρες κλυδωνίστηκε, αφετέρου.
Ίσως φανεί σε λίγο ότι «οι δανειστές υποχώρησαν λίγο» σε κάποιες από τις «παράλογες απαιτήσεις τους». Κατά συνέπεια, θα πρέπει και ο ελληνικός λαός με τη σειρά του να υποχωρήσει «κάπως» και να αποδεχτεί στωικά τη μοίρα του, μαζί με τα δις που του φόρτωσαν όλοι μαζί.
Και είναι τότε ακριβώς που η κατάσταση, που έστω άθελα της δημιούργησε η πρόταση του δημοψηφίσματος και του «ΟΧΙ στην υποτέλεια», θα μπορούσε να ξεφύγει από τον ασφυκτικό έλεγχο και την ιδεολογική χειραγώγηση που έχει επιβληθεί με όλους τους τρόπους στις λαϊκές, πολιτικές νοοτροπίες: Είναι η 3η υπόθεση που θα μπορούσε να κάνει κανείς.
Ευγενία Σαρηγιαννίδη