Το editorial του Δρόμου της Αριστεράς που κυκλοφορεί
Eνώ είναι φανερό ότι τα «ωστικά κύματα» του πολέμου έχουν ήδη φθάσει και στη γειτονιά μας (θέμα αποστρατιωτικοποίησης νησιών, αποστολή όπλων στην Ουκρανία, λειτουργία βάσεων ΗΠΑ στη χώρα, ιδίως Αλεξανδρούπολη-Σούδα, κυκλοφορία αεροπλανοφόρων και μαχητικών σε θάλασσες και ουρανούς), η πολιτική ηγεσία και η αφρόκρεμα του πολιτικού συστήματος προετοιμάζεται για εκλογές, πιθανά πριν το καλοκαίρι. Τα σημάδια είναι αρκετά (ανακοινώσεις υποψηφιοτήτων, παραιτήσεις από κρατικές θέσεις όσων θέλουν να θέσουν υποψηφιότητα, έκτακτη ενίσχυση σε αδύναμους πριν το Πάσχα, αναστολή πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, «αύξηση» κατώτατου μισθού). Και ο τόνος που μίλησε ο κ. Μητσοτάκης στο υπουργικό συμβούλιο προϊδέαζε σχετικά: «Ο πολιτικός χρόνος πυκνώνει»… Από κοντά και ο Τσίπρας, που έχει ξεκινήσει προεκλογικές περιοδείες: «Δεν αποκλείεται ο κ. Μητσοτάκης να επιλέξει να δραπετεύσει άμεσα». Στη βάση αυτή ξεκινά και η προετοιμασία όλων των κομματικών σχηματισμών και πιάνουν κανονική δουλειά και οι δημοσκοπικές εταιρείες.
Σκεφθείτε
όμως: πανδημία, ενεργειακή κρίση, πόλεμος, επισιτιστική κρίση, χωρίς
ανάπαυλα, στη σειρά και συνεχόμενα… και ο πολιτικός κόσμος σκέφτεται
απλά την «αναπαραγωγή του». Κάτω από άλλες συνθήκες, μια μεγάλη
αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού σε κρίσιμες συνθήκες θα ήταν αναγκαία –
υπό την προϋπόθεση να έμπαινε ανοικτά και καθαρά το θέμα απομάκρυνσης
της χώρας από τον πόλεμο, κι όχι της εμπλοκής της σε αυτόν, η προστασία
της ενεργειακής πολιτικής και η λήψη μέτρων ενάντια στην ακρίβεια και
τις ανατιμήσεις, κι όχι η πριμοδότηση των «κολλητών» ιδιωτών και η
δουλική εφαρμογή των ενεργειακών πολιτικών της Ε.Ε. και των μεγάλων
επιχειρήσεων. Τουλάχιστον αυτά, και με έμφαση.
Όμως δεν πρόκειται περί αυτού. Μικροπολιτικοί υπολογισμοί της Ν.Δ.
και των άλλων κομμάτων περιορίζουν την αντιπαράθεση σε ένα ανώδυνο πεδίο
(ποιος θα τα κάνει πιο καλά αυτά που γίνονται έτσι κι αλλιώς…) και σε
μια προσωποποίηση: ο Μητσοτάκης ή ο Τσίπρας είναι καλύτερος για
πρωθυπουργός; Ακόμη χειρότερα, και τα τρία συστημικά κόμματα έχουν
σταθερά ίδιο προσανατολισμό στα βασικά θέματα. Για παράδειγμα και τα
τρία κόμματα υπηρετούν την ΝΑΤΟφροσύνη και έχουν δώσει όρκους σε Πάιατ
και σε Τραμπ-Μπάιντεν, δεν έχουν βάλει ούτε έναν αστερίσκο στις συνόδους
της Ε.Ε., προωθούν με φανατισμό τον «διάλογο» με την Τουρκία.
Οι βαθμοί κυριαρχίας μιας χώρας και η προσπάθεια να αποκτηθούν
τέτοιοι –ιδιαίτερα σε συνθήκες μεγάλων γεωπολιτικών αναδασμών– και η
ζυγισμένη φιλειρηνική στάση με γνώμονα την κυριαρχία της χώρας
(ιδιαίτερα όταν αυτή απειλείται) αποτελεί στις τωρινές συνθήκες βασικό
ζητούμενο. Κι αυτό το μεγάλο ζητούμενο το προσπερνούν με πιρουέτες τα
συστημικά κόμματα. Θέλουν να «παίξουν» αυτοί στο κέντρο της θεατρικής
πολιτικής σκηνής, να «ματώσουν» στη σικέ αντιπαράθεση, και να παραμένει ο
λαός σκέτα ψηφοφόρος, παθητικός, φοβισμένος, συντηρητικοποιούμενος,
χωρίς έκφραση, χωρίς φωνή.
Σε
αυτό το ζήτημα έχουν συμφωνήσει τα κόμματα, αφού βολεύει όλους και
έχουν υπογράψει ισχυρά συμβόλαια σε όλη την περίοδο της πανδημίας και
των έκτακτων (αντιδημοκρατικών, αντισυνταγματικών, δικτατορικών) μέτρων
που επιβλήθηκαν. Η κατάργηση του δημόσιου χώρου και των δικαιωμάτων θα
είναι η «κανονικότητα». Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης θα επεκταθεί σε
όλους τους τομείς: ο πόλεμος, η επισιτιστική κρίση, η φοβερή ακρίβεια σε
καύσιμα και είδη πρώτης ανάγκης θα δημιουργήσουν ένα νέο περιβάλλον που
θα πλήξει την κοινωνία σχεδόν στο σύνολό της.
Υπάρχει όμως ένα μεγάλο και βασικό ζήτημα που άπτεται της
αβεβαιότητας η οποία γίνεται δομικό στοιχείο της κατάστασης. Υπό την
έννοια ότι υπάρχει ογκούμενη μια δυσαρέσκεια και αγανάκτηση στα λαϊκά
στρώματα, που κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει το πώς θα συμπεριφερθεί
(και δη εκλογικά) μέσα στο νέο τοπίο που δημιουργεί η νέα κατάσταση με
τον πόλεμο αμέσως μετά την πανδημία. Το νέο «σόου» που ίσως παρουσιαστεί
με τις πρόωρες εκλογές ίσως επιφυλάσσει εκπλήξεις. Μπορεί να
ισχυριστούν τα κόμματα ότι όλα τα προβλήματα είναι «εισαγόμενα»
(πόλεμος, ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός, πανδημία), και να νομίζουν ότι
αυτό θα μπλοκάρει τελείως τη λαϊκή αγανάκτηση. Όμως σε συνθήκες τέτοιας
βαθύτατης κρίσης συντελούνται διεργασίες που ξεπερνούν κατά πολύ τα
εκλογικά ποσοστά, τις μικροπολιτικές κομπίνες, τις κοκορομαχίες των
αρχηγών. Για παράδειγμα, ενώ ο πολιτικός κόσμος ορκίζεται στο όνομα της
«Δύσης», μέσα στο λαό και ευρύτατα στην κοινωνία υπάρχει μια απαίτηση
για ουδετερότητα, όπως και αισθήματα φιλορωσικά. Περιπλέκονται έτσι
πολλά ζητήματα, και σε λίγο η αντιρωσική υστερία μπορεί να πάρει κι
άλλες διαστάσεις, συνοδεύοντας την άκρατη ΝΑΤΟφροσύνη. Όντως, δεν είναι
απλό πράγμα η Πολιτική σε μια χώρα σαν την Ελλάδα…