Αναδημοσιεύουμε ένα αποκαλυπτικό άρθρο του ΡΕΣΑΛΤΟ, γραμμένο τον Απρίλιο του 2006.
Γράφει ο Γιάννης Τζιάλλας
ΡΕΣΑΛΤΟ: τεύχος-5, Απρίλιος 2006
Το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο αποτελούσε και αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους παράγοντες του ελληνικού μεταπρατικού καπιταλισμού.
Από το 19ο αιώνα, με τη διακίνηση πολεμικού υλικού για τους Ναπολεόντιους Πολέμους, συνδέεται στενά με την ευρωπαϊκή αστική τάξη και τις επιδιώξεις της.
Στον 20ο αιώνα αποκτά τεράστια δύναμη χάρη στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους και στους ιμπεριαλιστικούς τοπικούς πολέμους (Κορέας, Βιετνάμ, Περσικού κλπ.), στους οποίους έπαιζε πάντοτε το ρόλο του βασικού μεταφορέα πολεμικού υλικού, αλλά και του ημιπαράνομου μεταπράτη προϊόντων πρώτης ανάγκης αντί αστρονομικού τιμήματος.
Στο Μεσοπόλεμο, και πιο συγκεκριμένα το 1934, η ελληνική ναυτιλία κατείχε τη δέκατη θέση στον κόσμο (μετά τη ναυτιλία της Μ. Βρετανίας, των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, Βρετανίας, Νορβηγίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ολλανδίας, Σουηδίας), συγκεντρώνοντας το 2,4% περίπου της παγκόσμιας χωρητικότητας.
Μετά τον Πόλεμο και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 βελτίωσε εντυπωσιακά τη θέση της στην παγκόσμια ναυτιλία, για να συρρικνωθεί σημαντικά στη συνέχεια, χωρίς όμως να χάσει το δεσπόζοντα ρόλο της στη διεθνή ναυτιλιακή οικονομία.
Έτσι, με κριτήριο τη συνολική χωρητικότητα των πλοίων υπό ελληνική σημαία, η ελληνική ναυτιλία κατείχε στη δεκαετία του 1960 την πέμπτη θέση στην παγκόσμια ναυτιλία, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 την τρίτη θέση, στο διάστημα 1984-86 την τέταρτη θέση, στο διάστημα 1987-1989 την πέμπτη θέση, ενώ το 1990 περιορίσθηκε στην έβδομη θέση της παγκόσμιας.
Σε όλες τις περιόδους αποσταθεροποίησης του ελληνικού πολιτικού σκηνικού το εφοπλιστικό κεφάλαιο έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο.
Είναι κοινό μυστικό ότι την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών ένα από τα βασικά κέντρα λήψης αποφάσεων ήταν ο εφοπλιστικός κόσμος. Ο πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών Στρατής Ανδρεάδης κινούσε τα νήματα της δικτατορίας. Η μαζική μεταφορά των πλοίων υπό ελληνική σημαία έκανε τον Πειραιά άντρο των εφοπλιστών και ο άνθρωπός τους, ο δήμαρχος Σκυλίτσης κι όλο το χαφιεδολόι του αλώνιζαν και τρομοκρατούσαν τον κόσμο του Πειραιά.
Η ανατροπή της χούντας ήταν μια προσωρινή νίκη του χώρου της εργασίας εναντίον του μεγάλου κεφαλαίου. Μετά τη μεταπολίτευση, όμως, το εφοπλιστικό κεφάλαιο γρήγορα ανασυντάχτηκε. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έδωσε τα απαραίτητα εχέγγυα και η σύνδεση των εφοπλιστών με τον πολιτικό κόσμο άρχισε να γίνεται για άλλη μια φορά στενότατη.
Το τραγικό ναυάγιο του «Εξπρές Σάμινα» με τους 80 νεκρούς, το Σεπτέμβριο του 2000 άφησε «ανέγγιχτη» την πλοιοκτήτρια εταιρεία και το υπουργείο εμπορικής ναυτιλίας. Μπροστά στην πανελλαδική κατακραυγή, ο εισαγγελέας Παναγ. Μπρακουμάτσος, αν και αρχικά είχε ζητήσει την αθώωσή τους (!), πρότεινε την ποινή της τετραετούς φυλάκισης και έξι μηνών για τους εκπροσώπους της πλοιοκτήτριας εταιρείας Minoan Flying Dolphins, Κώστα Κληρονόμο και Νίκο Βικάτο.
Η δικαιοσύνη έριξε στα μαλακά τους κύριους υπευθύνους και η αιτία που οδήγησε σε αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα όχι μόνο δεν έπαψε να υπάρχει, αλλά διογκώθηκε ακόμα περισσότερο, με νόμους και μέτρα που υπηρέτησαν και υπηρετούν την κερδοφορία των εφοπλιστών και όχι την ασφάλεια των επιβατών και των ναυτεργατών.
Το 2002, στη μεγάλη απεργία των ναυτεργατών, ο πλοιοκτήτης Αγούδημος περιφερόταν προκλητικά στο λιμάνι του Πειραιά μαζί με τους λιμενικούς και τα σώματα ασφαλείας.
Ο ελληνικός λαός δεν έχει ξεχάσει την πολιτική επιστράτευση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και τους δεκάδες τραυματίες απεργούς λιμενεργάτες και φοιτητές που είχαν κατέβει να τους συμπαρασταθούν. Δεν έχει ξεχάσει τη λύσσα με την οποία ειδικές δυνάμεις του στρατού χτυπούσαν ακόμη και γυναίκες για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των εφοπλιστών.
Σήμερα οι Έλληνες εφοπλιστές δραστηριοποιούνται ξανά κι αναζητούν τις πολιτικές τους μαριονέτες. Βοήθησαν τη ΝΔ να εκλεγεί, μέσω κυρίως της «Καθημερινής» και του Αλαφούζου.
Η ΝΔ, μόλις εξελέγη, χαρακτήρισε τον εφοπλιστικό κόσμο σαν τη «μεγαλύτερη βιομηχανία της χώρας» κι ανακοίνωσε μέτρα υπέρ του.
Για πρώτη φορά, Έλληνας πρωθυπουργός εγκαινίασε εφοπλιστική έκθεση και μάλιστα παίζοντας το ρόλο «πλασιέ», έκλεισε συμφωνία με το ΝΑΤΟ ότι όλες τις μεταφορές του θα τις κάνουν 135 ελληνικά εμπορικά πλοία.
Η νέα απεργιακή κινητοποίηση των ναυτεργατών, αν και κατασυκοφαντήθηκε από τα ΜΜΕ, κατάφερε να «κερδίσει» την κοινή γνώμη. Αλλά για μια ακόμη φορά η κυβέρνηση έσπευσε να καταθέσει τα εχέγγυα πίστης στους εφοπλιστές. Τη στιγμή που ακόμη και το αστικό δικαστήριο έκρινε την απεργία νόμιμη, τη στιγμή που ο υπουργός εμπορικής ναυτιλίας Μ. Κεφαλογιάννης αναγνώριζε τα δίκαια αιτήματα των ναυτεργατών, η κυβέρνηση δείχνοντας πλήρη κοινωνική αναλγησία, προχώρησε σε πολιτική επιστράτευση των απεργών.
Για άλλη μια φορά το εφοπλιστικό κεφάλαιο δείχνει τα δόντια του. Οι στόχοι του συγκεκριμένοι:
• Να μετατρέψει το ελληνικό κράτος σε όργανο διεθνούς εκπροσώπησης των συμφερόντων του.
• Να μετατρέψει το έδαφος της χώρας και κυρίως τον Πειραιά σε έδρα των υπηρεσιών του.
• Να αλώσει με τα τεράστια κεφάλαιά του την ξηρά, επεκτεινόμενο στους κλάδους της βιομηχανίας και των τραπεζών.
• Να αντικαταστήσει κυριολεκτικά την ελληνική εργατική τάξη με ξένους, πολιτικά καθυστερημένους εργάτες, όπως έκανε με το στόλο του.
Η αντικατάσταση του ελληνικού εργατικού δυναμικού από ξένους εργάτες δεν είναι καινούριος στόχος του εφοπλιστικού κεφαλαίου και οι αντιδράσεις των εργαζομένων δεν έχουν κανένα στοιχείο ρατσισμού. Είναι απόλυτα δικαιολογημένες.
Σύμφωνα με στοιχεία σχετικά με το εργασιακό κόστος, το 1986 σκάφος με ελληνική σημαία και πλήρωμα 29 Ελλήνων ναυτικών κατέβαλε σε ετήσια βάση, για μισθούς 660.000 δολάρια ενώ αν χρησιμοποιούσε χαμηλόμισθους απω-ανατολίτες, (ιδιαίτερα Κορεάτες), το αντίστοιχο ποσό δεν θα υπερέβαινε τα 500.000 δολάρια. Η αναλογία για πλοίο με 21 άνδρες πλήρωμα είναι 500.000 δολάρια έναντι 400.000 για ξένους ναυτικούς. (Επιλογή, Νοέμβριος 1986, σελ. 743).
Σήμερα από τους 99.000 Έλληνες ναυτεργάτες που δούλευαν το 1983, έχουν μείνει μόνο 9.000 κι ένας από τους ιστορικότερους συνδικαλιστικούς χώρους τείνει να εξαφανιστεί.
Στις επιδιώξεις τους αυτές, οι εφοπλιστές, είναι πιο αδίστακτοι και ριψοκίνδυνοι από κάθε άλλο τμήμα του κεφαλαίου, λόγω των έμφυτων χαρακτηριστικών τους. Δεν τους ενδιαφέρουν οι απρόβλεπτες κοινωνικές αναταράξεις και η πολιτική αστάθεια που μπορεί να προκαλέσει αυτή η βίαιη αλλαγή της εθνικής σύνθεσης της εργατικής τάξης. Ξέρουν ότι, σε τελική ανάλυση, τα πλοία τους μπορούν να πλέουν ανά τον κόσμο ό,τι κι αν συμβεί στην Ελλάδα. Νιώθουν ότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν και θέλουν να μετατρέψουν τον ελληνικό λαό σε πειραματόζωο στα πλαίσια ενός παγκοσμίως πρωτοφανούς κοινωνικού πειράματος.
Οι Έλληνες καπιταλιστές βλέπουν στους ξένους εργάτες μια χρυσή ευκαιρία ν’ αλλάξουν τον ελληνικό πληθυσμό και να βάλουν στη θέση του ένα νέο πολυεθνικό πληθυσμό, που θα είναι όπως ακριβώς τον θέλουν αυτοί: διαιρεμένος, υποταγμένος και χωρίς καμία ιστορική συνείδηση.
Αν τα σχέδιά τους καρποφορήσουν, Έλληνες και ξένοι εργάτες θα ζήσουν ένα νέο βάναυσο και σκοτεινό εργασιακό μεσαίωνα…
Διαβάστε και ΕΔΩ:
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=5899
Γράφει ο Γιάννης Τζιάλλας
ΡΕΣΑΛΤΟ: τεύχος-5, Απρίλιος 2006
Το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο αποτελούσε και αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους παράγοντες του ελληνικού μεταπρατικού καπιταλισμού.
Από το 19ο αιώνα, με τη διακίνηση πολεμικού υλικού για τους Ναπολεόντιους Πολέμους, συνδέεται στενά με την ευρωπαϊκή αστική τάξη και τις επιδιώξεις της.
Στον 20ο αιώνα αποκτά τεράστια δύναμη χάρη στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους και στους ιμπεριαλιστικούς τοπικούς πολέμους (Κορέας, Βιετνάμ, Περσικού κλπ.), στους οποίους έπαιζε πάντοτε το ρόλο του βασικού μεταφορέα πολεμικού υλικού, αλλά και του ημιπαράνομου μεταπράτη προϊόντων πρώτης ανάγκης αντί αστρονομικού τιμήματος.
Στο Μεσοπόλεμο, και πιο συγκεκριμένα το 1934, η ελληνική ναυτιλία κατείχε τη δέκατη θέση στον κόσμο (μετά τη ναυτιλία της Μ. Βρετανίας, των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, Βρετανίας, Νορβηγίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ολλανδίας, Σουηδίας), συγκεντρώνοντας το 2,4% περίπου της παγκόσμιας χωρητικότητας.
Μετά τον Πόλεμο και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 βελτίωσε εντυπωσιακά τη θέση της στην παγκόσμια ναυτιλία, για να συρρικνωθεί σημαντικά στη συνέχεια, χωρίς όμως να χάσει το δεσπόζοντα ρόλο της στη διεθνή ναυτιλιακή οικονομία.
Έτσι, με κριτήριο τη συνολική χωρητικότητα των πλοίων υπό ελληνική σημαία, η ελληνική ναυτιλία κατείχε στη δεκαετία του 1960 την πέμπτη θέση στην παγκόσμια ναυτιλία, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 την τρίτη θέση, στο διάστημα 1984-86 την τέταρτη θέση, στο διάστημα 1987-1989 την πέμπτη θέση, ενώ το 1990 περιορίσθηκε στην έβδομη θέση της παγκόσμιας.
Σε όλες τις περιόδους αποσταθεροποίησης του ελληνικού πολιτικού σκηνικού το εφοπλιστικό κεφάλαιο έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο.
Είναι κοινό μυστικό ότι την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών ένα από τα βασικά κέντρα λήψης αποφάσεων ήταν ο εφοπλιστικός κόσμος. Ο πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών Στρατής Ανδρεάδης κινούσε τα νήματα της δικτατορίας. Η μαζική μεταφορά των πλοίων υπό ελληνική σημαία έκανε τον Πειραιά άντρο των εφοπλιστών και ο άνθρωπός τους, ο δήμαρχος Σκυλίτσης κι όλο το χαφιεδολόι του αλώνιζαν και τρομοκρατούσαν τον κόσμο του Πειραιά.
Η ανατροπή της χούντας ήταν μια προσωρινή νίκη του χώρου της εργασίας εναντίον του μεγάλου κεφαλαίου. Μετά τη μεταπολίτευση, όμως, το εφοπλιστικό κεφάλαιο γρήγορα ανασυντάχτηκε. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έδωσε τα απαραίτητα εχέγγυα και η σύνδεση των εφοπλιστών με τον πολιτικό κόσμο άρχισε να γίνεται για άλλη μια φορά στενότατη.
Το τραγικό ναυάγιο του «Εξπρές Σάμινα» με τους 80 νεκρούς, το Σεπτέμβριο του 2000 άφησε «ανέγγιχτη» την πλοιοκτήτρια εταιρεία και το υπουργείο εμπορικής ναυτιλίας. Μπροστά στην πανελλαδική κατακραυγή, ο εισαγγελέας Παναγ. Μπρακουμάτσος, αν και αρχικά είχε ζητήσει την αθώωσή τους (!), πρότεινε την ποινή της τετραετούς φυλάκισης και έξι μηνών για τους εκπροσώπους της πλοιοκτήτριας εταιρείας Minoan Flying Dolphins, Κώστα Κληρονόμο και Νίκο Βικάτο.
Η δικαιοσύνη έριξε στα μαλακά τους κύριους υπευθύνους και η αιτία που οδήγησε σε αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα όχι μόνο δεν έπαψε να υπάρχει, αλλά διογκώθηκε ακόμα περισσότερο, με νόμους και μέτρα που υπηρέτησαν και υπηρετούν την κερδοφορία των εφοπλιστών και όχι την ασφάλεια των επιβατών και των ναυτεργατών.
Το 2002, στη μεγάλη απεργία των ναυτεργατών, ο πλοιοκτήτης Αγούδημος περιφερόταν προκλητικά στο λιμάνι του Πειραιά μαζί με τους λιμενικούς και τα σώματα ασφαλείας.
Ο ελληνικός λαός δεν έχει ξεχάσει την πολιτική επιστράτευση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και τους δεκάδες τραυματίες απεργούς λιμενεργάτες και φοιτητές που είχαν κατέβει να τους συμπαρασταθούν. Δεν έχει ξεχάσει τη λύσσα με την οποία ειδικές δυνάμεις του στρατού χτυπούσαν ακόμη και γυναίκες για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των εφοπλιστών.
Σήμερα οι Έλληνες εφοπλιστές δραστηριοποιούνται ξανά κι αναζητούν τις πολιτικές τους μαριονέτες. Βοήθησαν τη ΝΔ να εκλεγεί, μέσω κυρίως της «Καθημερινής» και του Αλαφούζου.
Η ΝΔ, μόλις εξελέγη, χαρακτήρισε τον εφοπλιστικό κόσμο σαν τη «μεγαλύτερη βιομηχανία της χώρας» κι ανακοίνωσε μέτρα υπέρ του.
Για πρώτη φορά, Έλληνας πρωθυπουργός εγκαινίασε εφοπλιστική έκθεση και μάλιστα παίζοντας το ρόλο «πλασιέ», έκλεισε συμφωνία με το ΝΑΤΟ ότι όλες τις μεταφορές του θα τις κάνουν 135 ελληνικά εμπορικά πλοία.
Η νέα απεργιακή κινητοποίηση των ναυτεργατών, αν και κατασυκοφαντήθηκε από τα ΜΜΕ, κατάφερε να «κερδίσει» την κοινή γνώμη. Αλλά για μια ακόμη φορά η κυβέρνηση έσπευσε να καταθέσει τα εχέγγυα πίστης στους εφοπλιστές. Τη στιγμή που ακόμη και το αστικό δικαστήριο έκρινε την απεργία νόμιμη, τη στιγμή που ο υπουργός εμπορικής ναυτιλίας Μ. Κεφαλογιάννης αναγνώριζε τα δίκαια αιτήματα των ναυτεργατών, η κυβέρνηση δείχνοντας πλήρη κοινωνική αναλγησία, προχώρησε σε πολιτική επιστράτευση των απεργών.
Για άλλη μια φορά το εφοπλιστικό κεφάλαιο δείχνει τα δόντια του. Οι στόχοι του συγκεκριμένοι:
• Να μετατρέψει το ελληνικό κράτος σε όργανο διεθνούς εκπροσώπησης των συμφερόντων του.
• Να μετατρέψει το έδαφος της χώρας και κυρίως τον Πειραιά σε έδρα των υπηρεσιών του.
• Να αλώσει με τα τεράστια κεφάλαιά του την ξηρά, επεκτεινόμενο στους κλάδους της βιομηχανίας και των τραπεζών.
• Να αντικαταστήσει κυριολεκτικά την ελληνική εργατική τάξη με ξένους, πολιτικά καθυστερημένους εργάτες, όπως έκανε με το στόλο του.
Η αντικατάσταση του ελληνικού εργατικού δυναμικού από ξένους εργάτες δεν είναι καινούριος στόχος του εφοπλιστικού κεφαλαίου και οι αντιδράσεις των εργαζομένων δεν έχουν κανένα στοιχείο ρατσισμού. Είναι απόλυτα δικαιολογημένες.
Σύμφωνα με στοιχεία σχετικά με το εργασιακό κόστος, το 1986 σκάφος με ελληνική σημαία και πλήρωμα 29 Ελλήνων ναυτικών κατέβαλε σε ετήσια βάση, για μισθούς 660.000 δολάρια ενώ αν χρησιμοποιούσε χαμηλόμισθους απω-ανατολίτες, (ιδιαίτερα Κορεάτες), το αντίστοιχο ποσό δεν θα υπερέβαινε τα 500.000 δολάρια. Η αναλογία για πλοίο με 21 άνδρες πλήρωμα είναι 500.000 δολάρια έναντι 400.000 για ξένους ναυτικούς. (Επιλογή, Νοέμβριος 1986, σελ. 743).
Σήμερα από τους 99.000 Έλληνες ναυτεργάτες που δούλευαν το 1983, έχουν μείνει μόνο 9.000 κι ένας από τους ιστορικότερους συνδικαλιστικούς χώρους τείνει να εξαφανιστεί.
Στις επιδιώξεις τους αυτές, οι εφοπλιστές, είναι πιο αδίστακτοι και ριψοκίνδυνοι από κάθε άλλο τμήμα του κεφαλαίου, λόγω των έμφυτων χαρακτηριστικών τους. Δεν τους ενδιαφέρουν οι απρόβλεπτες κοινωνικές αναταράξεις και η πολιτική αστάθεια που μπορεί να προκαλέσει αυτή η βίαιη αλλαγή της εθνικής σύνθεσης της εργατικής τάξης. Ξέρουν ότι, σε τελική ανάλυση, τα πλοία τους μπορούν να πλέουν ανά τον κόσμο ό,τι κι αν συμβεί στην Ελλάδα. Νιώθουν ότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν και θέλουν να μετατρέψουν τον ελληνικό λαό σε πειραματόζωο στα πλαίσια ενός παγκοσμίως πρωτοφανούς κοινωνικού πειράματος.
Οι Έλληνες καπιταλιστές βλέπουν στους ξένους εργάτες μια χρυσή ευκαιρία ν’ αλλάξουν τον ελληνικό πληθυσμό και να βάλουν στη θέση του ένα νέο πολυεθνικό πληθυσμό, που θα είναι όπως ακριβώς τον θέλουν αυτοί: διαιρεμένος, υποταγμένος και χωρίς καμία ιστορική συνείδηση.
Αν τα σχέδιά τους καρποφορήσουν, Έλληνες και ξένοι εργάτες θα ζήσουν ένα νέο βάναυσο και σκοτεινό εργασιακό μεσαίωνα…
Διαβάστε και ΕΔΩ:
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=5899