Σε σημερινό άρθρο για το πλάνο βιωσιμότητας της γερμανικής κυβέρνησης συνασπισμού της Α. Μέρκελ με τους Σοσιαλδημοκράτες, αναφέρουν ότι μέσα στην επόμενη τετραετία, «η Ελλάδα είτε θα επιστρέψει στη δραχμή, είτε θα χρεοκοπήσει, είτε θα πραγματοποιηθούν και τα δύο ενδεχόμενα».
Το συγκεκριμένο άρθρο έχει τίτλο «Ο συνασπισμός στη Γερμανία θα πρέπει να αθετήσει τις υποσχέσεις του»,
και αναφέρει ότι «η πολιτική τάξη είναι απροετοίμαστη για όσα θα
συμβούν στα επόμενα τέσσερα χρόνια, η μεγάλη απειλή για την Γερμανία δεν
θα είναι το δημογραφικό, αλλά η εξελισσόμενη κρίση χρεών στην ευρωζώνη,
τα επόμενα...
τέσσερα χρόνια»
Η Ελλάδα στο άρθρο αναφέραται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα όσων θα
συμβούν λόγω της ελληνικής κρίσης χρέους,τα επόμενα τέσσερα χρόνια: «Ο
ΟΟΣΑ προβλέπει ότι το ελληνικό χρέος θα σταθεροποιηθεί στο 160% του ΑΕΠ
το 2020. Η ΕΕ και το ΔΝΤ στηρίζουν όλα τα δεδομένα του προγράμματος
διάσωσης στο στόχο να είναι 124% του ΑΕΠ. Μέσα στα επόμενα τέσσερα
χρόνια, η Ελλάδα ή θα χρεοκοπήσει ή θα εξέλθει από το ευρώ ή και τα δύο.
Η τακτική της ΕΕ να εθελοτυφλεί και να δίνει παρατάσεις στα δάνεια με
μεγαλύτερες διάρκειες και χαμηλότερα επιτόκια, φτάνει στο φυσικό τέλος
της»
Ο αρθρογράφος Βόλφγκανγ Μινχάου, αναφέρει πως "υπήρξαν και ειδήσεις για
την ύπαρξη αποπληθωριστικών πιέσεων στην Ευρωζώνη. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε ότι η προσφορά χρήματος με την ευρεία έννοια
επιβραδύνθηκε και πάλι τον Οκτώβριο και ότι ο τραπεζικός δανεισμός προς
τον ιδιωτικό τομέα μειώνεται με επιταχυνόμενο ρυθμό. Αυτό που οι
Γερμανοί πολιτικοί γενικά δεν αντιλαμβάνονται, σημειώνει ο αρθρογράφος,
είναι ότι η πολιτική τους σε σχέση με την προταθείσα τραπεζική ένωση της
Ευρωζώνης συμβάλλει στην πιστωτική ασφυξία και τη διατήρησή της.
Η ΕΚΤ πρόκειται να αρχίσει έναν έλεγχο ποιότητας ενεργητικού των
τραπεζών (asset quality review) και μία σε βάθος έρευνα των τραπεζικών
ισολογισμών, την οποία θα ακολουθήσουν οι ασκήσεις αντοχής (των
τραπεζών) το επόμενο έτος. Στο τέλος αυτής της άσκησης, σημειώνει ο
Μινχάου, οι μεγαλύτερες 130 τράπεζες της Ευρωζώνης μπορεί να χρειασθούν
νέα κεφάλαια έως και 100 δις. ευρώ, προσθέτοντας ότι «η γερμανική
πολιτική ελίτ είναι ρητά αντίθετη στο να γίνουν κεφαλαιακές ενέσεις από
τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, εκτός από ακραίες συνθήκες». Δεν
προκαλεί έκπληξη, σημειώνει ο Μινχάου, ότι οι τράπεζες προσπαθούν να
ελαχιστοποιήσουν το ύψος των κεφαλαίων που θα χρειασθούν να
συγκεντρώσουν με τη μείωση της επικίνδυνης έκθεσής τους σε ιδιώτες
πιστωτές. Είναι εύλογο να αναμένεται, προσθέτει, ότι η πιστωτική κρίση
θα συνεχισθεί για όσο διάστημα λαμβάνει χώρα η προσαρμογή στον τραπεζικό
- στη διάρκεια του 2014.
Η ΕΚΤ, εν τω μεταξύ, έχει σχεδόν εξαντλήσει τα συμβατικά μέτρα
νομισματικής πολιτικής, σημειώνει ο Μινχάου, προσθέτοντας ότι η χορήγηση
επιπλέον μακροπρόθεσμων δανείων ή μία ακόμη μικρή μείωση του επιτοκίου
δεν θα είναι αρκετά για να αντιμετωπισθεί η αποπληθωριστική πίεση που
προκαλούν η πιστωτική ασφυξία και η προσαρμογή των τιμών και των μισθών
στον Νότο χωρίς αντισταθμιστική προσαρμογή στον Βορρά. Η Ευρωζώνη θα
διακινδύνευε, σημειώνει ο Μινχάου, το σενάριο που περιέγραψε ο πρώην
υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Λόρενς Σάμερς - μίας μακροχρόνιας
στασιμότητας με μόνιμα αρνητικά πραγματικά επιτόκια.
Ο Μινχάου αναφέρει ότι η ΕΚΤ έχει έναν εναλλακτικό τρόπο δράσης. Θα
μπορούσε να αγοράσει μεγάλα ποσά χρέους της Ευρωζώνης και να συμπληρώσει
το πρόγραμμα αυτό με μία πιστωτική χαλάρωση ή ποσοτική χαλάρωση
(quantitative easing), ώστε να μειώσει τα μακροπρόθεσμα επιτόκια.
Το μεγάλο πολιτικό ερώτημα είναι πόσο καλά θα προσαρμοσθεί η γερμανική
πολιτική τάξη και το συνταγματικό δικαστήριο της χώρας σε αυτή την
πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης, καθώς δεν θα είναι συνεπές με
την τρέχουσα πολιτική ή νομική συναίνεση. «Για την ώρα, και τα δύο
κόμματα του συνασπισμού αισθάνονται άνετα συμφωνώντας σε κόκκινες
γραμμές για την κρίση στην Ευρωζώνη: Όχι σε κοινό ταμείο εκκαθάρισης των
τραπεζών, όχι στα ευρωομόλογα, όχι σε έξωθεν έλεγχο στις γερμανικές
αποταμιευτικές τράπεζες, όχι αυτό, όχι εκείνο. Το πιο δύσκολο για τα δύο
κόμματα θα είναι το να βρουν έναν τρόπο να πουν "ναι", σημειώνει ο
Μινχάου.