Του Χρήστου Λάσκου
Νομίζω, δεν είμαι ο μόνος που μου προκύπτει έντονη αναφυλαξία κάθε φορά που, απέναντι στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, ακούω να προτείνονται «έξυπνες» και «μοντέρνες» λύσεις. Δεδομένου πως η εξυπνάδα και ο μοντερνισμός σε κάθε περίοδο κρίνονται βάσει του γνωστού καταραμένου συσχετισμού δυνάμεων, προτιμώ, λοιπόν, τις σαφείς, έστω και «ξύλινες», διατυπώσεις.
Στην τωρινή φάση, μάλιστα, με παραδεκτό από όλους πως «ο χρόνος που κερδίσαμε» αναζητείται ως χαμένος, όπως και η ρευστότητα, ως προς την οποία «οι εταίροι δεν έδειξαν μπέσα», δεν υπάρχει το παραμικρό περιθώριο για ασάφειες. Και επειδή υπήρξαν πολλές ασάφειες προηγουμένως, το θέμα είναι η κίνηση προς την άμεση αποσαφήνιση ζητημάτων.
Θα χρησιμοποιήσω ως παράδειγμα, καθόλου τυχαία, το εργασιακό, που αποτελεί, έτσι κι αλλιώς, την καρδιά του κοινωνικού ζητήματος, πάντοτε.
Όπως είναι γνωστό, η προγραμματική εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ, ανελαστικά έθετε ως αμεσότατη, της πρώτης μέρας, δέσμευση την επαναφορά των εργασιακών δεδομένων στην προ μνημονίου κατάσταση.
Όπως είναι επίσης γνωστό, ο εκβιασμός του Φεβρουαρίου σήμανε μια μεταβολή αυτής της δέσμευσης, η οποία μεταβολή, κατά τη γνώμη μου, ήταν κάτι περισσότερο από υποχώρηση.
Θυμίζω τη διατύπωση της συμφωνίας του Φεβρουαρίου, κατά την οποία, αποδεχόμαστε, με τη «συνεισφορά του ΟΟΣΑ» να υιοθετήσουμε «μια «έξυπνη» (smart) νέα προσέγγιση στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας με ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και δικαιοσύνης. Αυτό περιλαμβάνει την φιλοδοξία για εξορθολογισμό και σε βάθος χρόνου την αύξηση του κατώτατου μισθού με ένα τρόπο που θα διαφυλάξει την ανταγωνιστικότητα και τις προοπτικές της απασχόλησης.
Η έκταση και ο χρόνος των αλλαγών στον κατώτατο μισθό θα γίνουν με διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και τους Ευρωπαϊκούς και διεθνούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένου και του ILO, ενώ θα ληφθούν υπόψη οι συμβουλές ενός νέου ανεξάρτητου σώματος (independent body) για το αν οι αλλαγές στους μισθούς είναι σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στην παραγωγή και την ανταγωνιστικότητα»[1].
Ισχυρίζομαι πως πρόκειται περισσότερο από υποχώρηση στο μέτρο που η διατύπωση κάνει αποδεκτούς προς επίτευξη όρους, οι οποίοι αποτελούν κατεξοχήν τα αγκωνάρια της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας στα σχετικά ζητήματα. Τα σημεία, δηλαδή, στα οποία παίζεται το πιο χοντρό παιχνίδι. Η «ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και δικαιοσύνης» μαζί με τη «σε βάθος χρόνου αύξηση του κατώτατου μισθού με τρόπο που θα διαφυλάξει την ανταγωνιστικότητα» είναι, από αυτήν την άποψη, εμβληματικές φράσεις.
Η ευελιξία ξέρουμε καλά πως δεν είναι καθόλου ασαφής έννοια, όπως και η ανταγωνιστικότητα, άλλωστε.
Η πρώτη σημαίνει σαφέστατα πως το «έξυπνο» μοντέλο εργαζόμενου είναι πλέον ο ενοικιαζόμενος που περιμένει στο τηλέφωνο, να τον καλέσει ο κινέζος, ενώ η δεύτερη ότι αυξήσεις απαγορεύονται μέχρις ότου η κερδοφορία ανακάμψει επαρκώς.
Όπως έγραψε ο Μαρξ πριν από πολλά χρόνια, «[η] άσκηση της εργασιακής δύναμης, δηλαδή η εργασία, είναι η δραστηριότητα ζωής του εργάτη, η εκδήλωση της ζωής του. Και πουλά αυτήν τη δραστηριότητα ζωής σε κάποιον άλλο, προκειμένου να εξασφαλίσει τα αναγκαία για την επιβίωσή του. Έτσι, για τον ίδιο, η δραστηριότητα της ζωής του είναι, απλώς, ένα μέσο που του επιτρέπει να επιβιώνει. Δουλεύει προκειμένου να ζει. Δεν θεωρεί καν την εργασία του μέρος της ζωής του∙ είναι η θυσία της ζωής του. Είναι ένα εμπόρευμα που το δίνει σε κάποιον άλλο… και η ζωή ξεκινά γι’ αυτόν όταν διακόπτεται αυτή η διαδικασία στο τραπέζι, στο σπίτι, στο κρεβάτι».
Και, πάνω σε αυτό, σχολιάζει ο David McNally: «Αν, όμως, η ζωή αρχίζει μετά τη δουλειά, τότε αυτό σημαίνει ότι η δουλειά -το χρονικό διάστημα, όπου πουλάμε την ενέργειά μας σε κάποιον άλλο- είναι ένα είδος θανάτου, μια απουσία της ζωής. Κατά τη διάρκεια της δουλειάς βιώνουμε τον «νεκρό χρόνο», ένα διάστημα που δεν υπάρχει ζωή, βιώνουμε τη ζωή του νεκροζώντανου»[2].
Έδωσε μεγάλες μάχες ο κόσμος της εργασίας ενάντια στην καπιταλιστική θέσμιση της ζωής. Ήδη από τις απαρχές, αντιστάθηκε στην κυριαρχία του χρόνου της κεφαλαιοκρατίας. Κι ακόμη κι όταν αυτή επικράτησε οι θεμελιώδεις αγώνες αφορούσαν το ίδιο ζήτημα. Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις αυτό ρύθμιζαν.
Γι’ αυτό και οι καπιταλιστές ενδιαφέρονται τόσο πολύ για «τα εργασιακά», ακόμη κι όταν «δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος». Ο στόχος είναι ο έλεγχος της ζωής, όλο και περισσότερης ζωής. Ειδικά οι «έξυπνες» λύσεις έχουν ως στόχο τον έλεγχο ολόκληρης της ζωής.
Πράγμα που πετυχαίνεται αποτελεσματικά με την κατάργηση κάθε προστασίας και την απόλυτη εξατομίκευση της εργασιακής σχέσης. Όταν και οι 24 ώρες ανήκουν στο αφεντικό: στη δουλειά, στην αναμονή, στη μετάβαση, παντού.
Το καλύτερο «Πανοπτικόν», εσωτερικευμένο, χωρίς την ανάγκη κανενός μπάτσου ή επιστάτη.
Ενάντια, λοιπόν, στις «έξυπνες» λύσεις, να κατατεθεί αμέσως το νομοσχέδιο, που έχει έτοιμο το υπουργείο Εργασίας και που θα έπρεπε πρώτο απ’ όλα να είχε ψηφιστεί. Και να βελτιωθεί κιόλας σε ό,τι αφορά την επαναφορά του κατώτατου.
Να νιώσουν προστατευμένοι οι εργαζόμενοι, να αισθανθούν την ταξική μεροληψία της κυβέρνησης, να το πάρουν πάνω τους το παιχνίδι.
________________________________________
[1] Ο Χ. Γεωργούλας, την περασμένη Κυριακή, σχολιάζει με παρόμοιο τρόπο, την «ασάφεια» της περίφημης κοινής δήλωσης Τσίπρα-Γιούνγκερ. Βλ. Τα επίθετα των συμβιβασμών, Εποχή, 10 Μαΐου 2015
[2] Η γη των νεκροζώντανων, από τον τόμο: Καταστροφολογία: Η εσχατολογική πολιτική της κατάρρευσης και της αναγέννησης, εκδόσεις Φάλαινα, 2015
Photo Credit: Konstantinos Tsakalidis / SOOC
Το διαβάσαμε εδώ:
http://odofragma-skas.blogspot.gr/2015/05/blog-post_82.html
Νομίζω, δεν είμαι ο μόνος που μου προκύπτει έντονη αναφυλαξία κάθε φορά που, απέναντι στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, ακούω να προτείνονται «έξυπνες» και «μοντέρνες» λύσεις. Δεδομένου πως η εξυπνάδα και ο μοντερνισμός σε κάθε περίοδο κρίνονται βάσει του γνωστού καταραμένου συσχετισμού δυνάμεων, προτιμώ, λοιπόν, τις σαφείς, έστω και «ξύλινες», διατυπώσεις.
Στην τωρινή φάση, μάλιστα, με παραδεκτό από όλους πως «ο χρόνος που κερδίσαμε» αναζητείται ως χαμένος, όπως και η ρευστότητα, ως προς την οποία «οι εταίροι δεν έδειξαν μπέσα», δεν υπάρχει το παραμικρό περιθώριο για ασάφειες. Και επειδή υπήρξαν πολλές ασάφειες προηγουμένως, το θέμα είναι η κίνηση προς την άμεση αποσαφήνιση ζητημάτων.
Θα χρησιμοποιήσω ως παράδειγμα, καθόλου τυχαία, το εργασιακό, που αποτελεί, έτσι κι αλλιώς, την καρδιά του κοινωνικού ζητήματος, πάντοτε.
Όπως είναι γνωστό, η προγραμματική εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ, ανελαστικά έθετε ως αμεσότατη, της πρώτης μέρας, δέσμευση την επαναφορά των εργασιακών δεδομένων στην προ μνημονίου κατάσταση.
Όπως είναι επίσης γνωστό, ο εκβιασμός του Φεβρουαρίου σήμανε μια μεταβολή αυτής της δέσμευσης, η οποία μεταβολή, κατά τη γνώμη μου, ήταν κάτι περισσότερο από υποχώρηση.
Θυμίζω τη διατύπωση της συμφωνίας του Φεβρουαρίου, κατά την οποία, αποδεχόμαστε, με τη «συνεισφορά του ΟΟΣΑ» να υιοθετήσουμε «μια «έξυπνη» (smart) νέα προσέγγιση στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας με ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και δικαιοσύνης. Αυτό περιλαμβάνει την φιλοδοξία για εξορθολογισμό και σε βάθος χρόνου την αύξηση του κατώτατου μισθού με ένα τρόπο που θα διαφυλάξει την ανταγωνιστικότητα και τις προοπτικές της απασχόλησης.
Η έκταση και ο χρόνος των αλλαγών στον κατώτατο μισθό θα γίνουν με διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και τους Ευρωπαϊκούς και διεθνούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένου και του ILO, ενώ θα ληφθούν υπόψη οι συμβουλές ενός νέου ανεξάρτητου σώματος (independent body) για το αν οι αλλαγές στους μισθούς είναι σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στην παραγωγή και την ανταγωνιστικότητα»[1].
Ισχυρίζομαι πως πρόκειται περισσότερο από υποχώρηση στο μέτρο που η διατύπωση κάνει αποδεκτούς προς επίτευξη όρους, οι οποίοι αποτελούν κατεξοχήν τα αγκωνάρια της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας στα σχετικά ζητήματα. Τα σημεία, δηλαδή, στα οποία παίζεται το πιο χοντρό παιχνίδι. Η «ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και δικαιοσύνης» μαζί με τη «σε βάθος χρόνου αύξηση του κατώτατου μισθού με τρόπο που θα διαφυλάξει την ανταγωνιστικότητα» είναι, από αυτήν την άποψη, εμβληματικές φράσεις.
Η ευελιξία ξέρουμε καλά πως δεν είναι καθόλου ασαφής έννοια, όπως και η ανταγωνιστικότητα, άλλωστε.
Η πρώτη σημαίνει σαφέστατα πως το «έξυπνο» μοντέλο εργαζόμενου είναι πλέον ο ενοικιαζόμενος που περιμένει στο τηλέφωνο, να τον καλέσει ο κινέζος, ενώ η δεύτερη ότι αυξήσεις απαγορεύονται μέχρις ότου η κερδοφορία ανακάμψει επαρκώς.
Όπως έγραψε ο Μαρξ πριν από πολλά χρόνια, «[η] άσκηση της εργασιακής δύναμης, δηλαδή η εργασία, είναι η δραστηριότητα ζωής του εργάτη, η εκδήλωση της ζωής του. Και πουλά αυτήν τη δραστηριότητα ζωής σε κάποιον άλλο, προκειμένου να εξασφαλίσει τα αναγκαία για την επιβίωσή του. Έτσι, για τον ίδιο, η δραστηριότητα της ζωής του είναι, απλώς, ένα μέσο που του επιτρέπει να επιβιώνει. Δουλεύει προκειμένου να ζει. Δεν θεωρεί καν την εργασία του μέρος της ζωής του∙ είναι η θυσία της ζωής του. Είναι ένα εμπόρευμα που το δίνει σε κάποιον άλλο… και η ζωή ξεκινά γι’ αυτόν όταν διακόπτεται αυτή η διαδικασία στο τραπέζι, στο σπίτι, στο κρεβάτι».
Και, πάνω σε αυτό, σχολιάζει ο David McNally: «Αν, όμως, η ζωή αρχίζει μετά τη δουλειά, τότε αυτό σημαίνει ότι η δουλειά -το χρονικό διάστημα, όπου πουλάμε την ενέργειά μας σε κάποιον άλλο- είναι ένα είδος θανάτου, μια απουσία της ζωής. Κατά τη διάρκεια της δουλειάς βιώνουμε τον «νεκρό χρόνο», ένα διάστημα που δεν υπάρχει ζωή, βιώνουμε τη ζωή του νεκροζώντανου»[2].
Έδωσε μεγάλες μάχες ο κόσμος της εργασίας ενάντια στην καπιταλιστική θέσμιση της ζωής. Ήδη από τις απαρχές, αντιστάθηκε στην κυριαρχία του χρόνου της κεφαλαιοκρατίας. Κι ακόμη κι όταν αυτή επικράτησε οι θεμελιώδεις αγώνες αφορούσαν το ίδιο ζήτημα. Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις αυτό ρύθμιζαν.
Γι’ αυτό και οι καπιταλιστές ενδιαφέρονται τόσο πολύ για «τα εργασιακά», ακόμη κι όταν «δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος». Ο στόχος είναι ο έλεγχος της ζωής, όλο και περισσότερης ζωής. Ειδικά οι «έξυπνες» λύσεις έχουν ως στόχο τον έλεγχο ολόκληρης της ζωής.
Πράγμα που πετυχαίνεται αποτελεσματικά με την κατάργηση κάθε προστασίας και την απόλυτη εξατομίκευση της εργασιακής σχέσης. Όταν και οι 24 ώρες ανήκουν στο αφεντικό: στη δουλειά, στην αναμονή, στη μετάβαση, παντού.
Το καλύτερο «Πανοπτικόν», εσωτερικευμένο, χωρίς την ανάγκη κανενός μπάτσου ή επιστάτη.
Ενάντια, λοιπόν, στις «έξυπνες» λύσεις, να κατατεθεί αμέσως το νομοσχέδιο, που έχει έτοιμο το υπουργείο Εργασίας και που θα έπρεπε πρώτο απ’ όλα να είχε ψηφιστεί. Και να βελτιωθεί κιόλας σε ό,τι αφορά την επαναφορά του κατώτατου.
Να νιώσουν προστατευμένοι οι εργαζόμενοι, να αισθανθούν την ταξική μεροληψία της κυβέρνησης, να το πάρουν πάνω τους το παιχνίδι.
________________________________________
[1] Ο Χ. Γεωργούλας, την περασμένη Κυριακή, σχολιάζει με παρόμοιο τρόπο, την «ασάφεια» της περίφημης κοινής δήλωσης Τσίπρα-Γιούνγκερ. Βλ. Τα επίθετα των συμβιβασμών, Εποχή, 10 Μαΐου 2015
[2] Η γη των νεκροζώντανων, από τον τόμο: Καταστροφολογία: Η εσχατολογική πολιτική της κατάρρευσης και της αναγέννησης, εκδόσεις Φάλαινα, 2015
Photo Credit: Konstantinos Tsakalidis / SOOC
Το διαβάσαμε εδώ:
http://odofragma-skas.blogspot.gr/2015/05/blog-post_82.html