Γράφει ο Γιάγκος Ανδρεάδης
Ένα παλιό φάντασμα
ντυμένο με καινούρια ρούχα, κάποιοι λένε με κίτρινα γιλέκα και άλλοι με
εθνικές σημαίες, πλανάται απειλητικά πάνω από τη νεοφιλελεύθερη
Ευρωπαϊκή Ένωση, και μεταξύ άλλων εγκαθίσταται όλο και πιο μόνιμα στην
Ελλάδα. Τροφοδοτεί κομματικές αντιπαραθέσεις στα κοινοβούλια και
διαξιφισμούς στα κανάλια, τα έντυπα και τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης,
γίνεται αντικείμενο ολόκληρων βιβλίων και κόβει τον...
ύπνο των υπουργών,
των τραπεζιτών και των άλλων οικονομικών παραγόντων και των think tanks
που συνδέονται μαζί τους. Το όνομά του: Λαϊκισμός. Όνομα που
μπορεί να σημαίνει τα πάντα ή σχεδόν τίποτε, γιατί τελικά λίγοι
κουράζονται να σκεφτούν σοβαρά σχετικά με την σημασία του ή μάλλον τις
διαφορετικές σημασίες που απέκτησε στην ιστορική διαδρομή του. Αλλά που,
σε ό,τι αφορά τους περισσότερους από όσους το χρησιμοποιούν, προσδίδει
μια αρνητική χροιά, ένα είδος ρετσινιάς, σε αυτούς, στους οποίους το
προσάπτουν.Ο τρικέφαλος δαίμονας
Δεν είναι λίγοι αυτοί που βλέπουν το
φαινόμενο του λαϊκισμού σαν μια επικίνδυνη επιδημία, συνεχώς εξαπλούμενη
στον ευρωπαϊκό και όχι μόνον χώρο, όπου, όπως υποστηρίζεται, οι
«λαϊκιστές» -προσωπικότητες και κινήματα στην πραγματικότητα πολύ
ετερόκλητα- έχουν ήδη καταλάβει σημαντικό μέρος της πολιτικής εξουσίας.
Για πολλούς, στην Ευρώπη και τους μιμητές τους στην Ελλάδα, που δηλώνουν
έλλογοι, προοδευτικοί, εκσυγχρονιστές κ.λπ., πρόκειται για ένα κακό που
πρέπει να εξορκίζουμε και να αποκηρύττουμε σε κάθε βήμα. Στο πλαίσιο
της ρητορικής τους, ο όρος, συνώνυμο υποτίθεται της χυδαιότητας, της
άγνοιας, του φανατισμού, συνεπάγεται πριν από όλα μια ριζική πνευματική
υποτίμηση και μια ηθική καταγγελία εκείνου στον οποίο αναφέρεται. Αλλά
δεν είναι μόνον αυτό: Ο λαϊκιστής είναι κάποιος που, από άγνοια ή
πανουργία, παρασύρει επικίνδυνα το λαό, την κοινωνία ή το όποιο
ακροατήριό του τάζοντας ανέφικτους στόχους και προτείνοντας ανεφάρμοστα
προγράμματα, τα οποία αναπότρεπτα οδηγούν στην καταστροφή. Η σοβαρή
συζήτηση για τον όρο δεν είναι κάτι που απασχολεί ιδιαίτερα όσους τον
χρησιμοποιούν. Αντίθετα, η ασάφεια που περιβάλλει την χρήση του βοηθά
στο να χρησιμοποιείται για να ακυρώνεται οποιοδήποτε επιχείρημα και να
συκοφαντείται οποιοδήποτε κίνημα απειλεί τα άγια σχέδια του ιερατείου
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την οποία καταχρηστικά αποκαλούμε Ευρώπη.
Ωστόσο, φαίνεται ο όρος από μόνος του δεν
αρκεί για να επιτελέσει ένα τόσο σοβαρό έργο. Δυστυχώς, για τους
απηνείς κατηγόρους του, ο λαϊκισμός έχει κάποια όχι μόνο συνειρμική
σχέση με τον όρο λαός και η χρήση της λέξης αυτής, για παράδειγμα, από
αντιφασιστικά, αντιαποικιακά, εθνοαπελευθερωτικά κ.λπ. κινήματα, τον
συνδέει ενοχλητικά με έννοιες όπως ελευθερία, δημοκρατία, κοινωνική
δικαιοσύνη. Για το λόγο αυτό, στη ρητορική των οπαδών του
νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, η έννοια που μας απασχολεί
εντάχθηκε σε ένα ευρύτερο κακόφημο αστερισμό. Έγινε μέρος του
απειλητικού προσωπείου ενός τρικέφαλου δαίμονα που τα άλλα δύο κεφάλια
του είναι ο Εθνικισμός και ο Φασισμός. Η αστήρικτη σύνδεση των τριών
άσχετων μεταξύ τους εννοιών και ιδιαίτερα η σύνδεση των δύο πρώτων όρων
στον όλο και πιο υπαρκτό εφιάλτη του φασισμού ή και του ναζισμού -μορφής
ακραίας θηριωδίας διαφορετικής σε ένα βαθμό από την άλλη μορφή
θηριωδίας, τον φασισμό- έχει εννοείται, δύο τουλάχιστον αρνητικά
αποτελέσματα: αποτελεί, πρώτον, σόφισμα του χειροτέρου είδους που
επιχειρεί να υποκαταστήσει την οποιαδήποτε έλλογη πολιτική κριτική με τη
συκοφαντία. Και, δεύτερον, όπως γενικά κάνει η άκριτη, συνειδητή ή
απλώς βλακώδης, υπερκατανάλωση πολιτικών όρων και ειδικά του όρου
φασισμός, συμβάλλει επικίνδυνα στην συνεχή εξάπλωση της κάθε λογής
ακροδεξιάς στον ευρωπαϊκό χώρο.
Η άκριτη υπερκατανάλωση για την οποία
μιλάμε είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στο χώρο των κομματικών και των
δημοσιογραφικών αντιπαραθέσεων. Η χρήση τους γίνεται με άγνοια ή και
αδιαφορία για την ιστορία και τη σημασία τους σε μια εποχή όπου, σε όλη
την Ευρώπη αλλά και αλλού, το ουσιαστικό ενδιαφέρον για το στοχασμό, την
ιστορία, τις επιστήμες του ανθρώπου, τη γλώσσα και τον πολιτισμό έχει
υποχωρήσει δραματικά. Λίγοι από αυτούς τους υπερκαταναλωτές στερεοτύπων
ασχολούνται με τη μακρά ιστορία των όρων που αναμασούν συνεχώς.
Περισσότερο, η θολότητα σχετικά με το τι σημαίνουν, μίγμα άγνοιας και
πρόθεσης, βολεύει στο να μπορούν να τους ανακατεύουν σοφιστικά, ανάλογα
με τους στόχους που θέλουν να πετύχουν. Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν
θέλουν να επηρεάσουν πλατιές μάζες που είναι τόσο πιο χειραγωγήσιμες,
όσο μεγαλύτερη παραπληροφόρηση υφίστανται και όσο λιγότερη μνήμη και
γνώση τους επιτρέπεται να έχουν.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το λαϊκισμό, με
ένα τρόπο που, όπως είπαμε, δεν είναι του συρμού: από την ετυμολογία
και την ιστορία του όρου. Μιλώντας για λαϊκισμό πολλοί επιμένουν να
αγνοούν το απλούστατο, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε: Την έννοια του όρου
αλλά και την σχέση του με το φαινόμενο που ονομάζεται λαός. Τα λεξικά μάς λένε ότι εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, η λέξη σήμαινε ένα πλήθος ανθρώπων:
άλλοτε στρατιωτικό ή άλλο σώμα και άλλοτε πάλι, από τα χρόνια του
Αισχύλου ήδη, το λαό των Ελλήνων, των Φρυγών ή όποιων άλλων με την
έννοια του έθνους. Ήδη τότε, αλλά και στη συνέχεια, αναφερόταν συχνά
στους πολλούς σε αντιπαράθεση με τους λίγους, τους ισχυρούς, τους
πλούσιους, τους μορφωμένους. Στον Ευρωπαϊκό χώρο και σε άλλες περιοχές
του πλανήτη οι οποίες στα νεώτερα χρόνια επηρεάστηκαν φιλοσοφικά και
πολιτικά από τον Διαφωτισμό, ο λαός αναδείχθηκε πιο καθαρά σε κάτι
παραπάνω: στο κατ’ εξοχήν δρων πολιτικό υποκείμενο, πρωταγωνιστή
στους αγώνες για την δημοκρατία. Αυτό είναι το νόημα της λέξης peuple
στην Γαλλική Επανάσταση του 1789 και επίσης το νόημα των αντιστοίχων
λέξεων στα κινήματα και τις επαναστάσεις της Βόρειας και της Νότιας
Αμερικής, της Ινδίας κ.λπ. Αναμφίβολα, τη λέξη διεκδίκησαν στη συνέχεια
και συντηρητικά, ακροδεξιά και άλλα ρεύματα και κόμματα, στην προσπάθειά
τους να πείσουν ότι υπηρετούν τα συμφέροντα των πολλών. Αλλά, μέχρι και
τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές, κανένα κόμμα ή ρεύμα δεν
τολμά, τουλάχιστον φανερά να δηλώσει αντιλαϊκό, αμφισβητώντας τον όρο
λαός και την πραγματικότητα στην οποία παραπέμπει. Ο ίδιος ο ναζισμός
τόλμησε να δηλώσει «λαϊκός», υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι ο λαός (Volk)
είναι η παθητική, θηλυκή μάζα, πειθήνιο ενεργούμενο της
βούλησης του Φύρερ. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από ό,τι συμβαίνει στον
Διαφωτισμό και στις εθνοαπελευθερωτικές επαναστάσεις των τριών
τελευταίων αιώνων, όπου ο λαός είναι το κυρίαρχο και δρών υποκείμενο που
αλλάζει την Ιστορία.
Και ο ποπουλισμός; Τίποτε από την ιστορία
του όρου και των κινημάτων που σχετίστηκαν μαζί του δεν επιτρέπει να
τον συνδέσουμε με τις σημερινές προσπάθειες να συνδεθεί με τις
κατηγορίες που του αποδίδουν σήμερα οι κατήγοροί του. Οι Ρώσοι
ναρόντνικοι (από το ναρόντα=λαός), που έδρασαν στη Ρωσία τον 19ο
αιώνα και επηρέασαν στη συνέχεια τους Εσέρους (Σοσιαλεπαναστάτες)
δέχτηκαν –για παράδειγμα από τον Λένιν- αυστηρές κριτικές για τον
ουτοπικό χαρακτήρα των θέσεών τους, αλλά όχι για την αγάπη τους για την
ελευθερία και καθαρότητα των προθέσεών τους. Αυτό που προσέχτηκε πολύ
λιγότερο είναι η πολιτισμική διάσταση του ποπουλισμού. Το γεγονός δηλαδή
ότι τα ιστορικά λαϊκιστικά ή αλλιώς ποπουλιστικά κινήματα έχουν πολύ
μεγάλες συγγένειες με συνειδητά εγχειρήματα να αξιοποιηθούν οι λαϊκοί
πολιτισμοί της Ευρώπης τόσο με αγώνες για την ελευθερία και την
ουσιαστική δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, όσο και με συγκλονιστικά
επιτεύγματα στην Τέχνη αλλά και στο ευρύτερο πολιτισμικό πεδίο.
Ήδη ο ρομαντισμός, πολιτισμική αντίδραση στον ανερχόμενο άγριο καπιταλισμό του 18ου αιώνα, στρέφεται στις λαϊκές πολιτισμικές και πολιτικές εξεγερσιακές παραδόσεις. Ο Ιβανόης του Γουόλτερ Σκοτ, οι Ληστές
του Σίλλερ, η αγάπη του Γκαίτε για τη δημώδη ποίηση της Ευρώπης, το
έργο και η δράση του Μπάιρον για τον αγώνα των Ελλήνων, το έργο του
Ουγκώ, είναι μερικά μόνο από τα διαμάντια του ρομαντισμού, που πείθουν
ότι αυτοί που βιάστηκαν να τον καταδικάσουν ως αντιδραστικό πάσχουν από
έλλειψη στοιχειώδους ικανότητας να κατανοήσουν και να εκτιμήσουν τις
συμβολικές δημιουργίες. Ο ρομαντισμός, σταθερά στραμμένος στις λαϊκές
πολιτισμικές αξίες, εκφράζεται ως μείζον χειραφετησιακό ρεύμα από τους
γίγαντες που τον υλοποίησαν καλλιτεχνικά και πολιτικά και όχι από τις
όποιες συντηρητικές μετριότητες κινήθηκαν στις παρυφές του. Αλλά η
απογείωση του πολιτισμού του λαού δεν είναι ίσως πουθενά τόσο
συγκλονιστική όσο στη Ρωσία. Από το θεμελιωτή της ρωσικής
πνευματικότητας Αλεξάντρ Πούσκιν μέχρι τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι,
από τον Γεσένιν και τον Μπλοκ μέχρι τη Ρωσική Πρωτοπορεία σε όλες τις
τέχνες, τα ρωσικά μπαλέτα και τον Άιζενσταϊν στον 20ο αιώνα, η αναφορά στο ρωσικό λαό είναι ο φάρος που φωτίζει τη ζωή και το έργο των δημιουργών. Ο Λέων Τολστόι στο «Πόλεμος και ειρήνη»
συγκεφαλαιώνει εμβληματικά τη σταθερά αυτή του ρωσικού πολιτισμού,
όταν, νεκρολογώντας τον στρατηγό Κουτούζοφ που διηύθυνε τον πρώτο Μεγάλο
Πατριωτικό Πόλεμο και συνέτριψε τον εισβολέα Ναπολέοντα, γράφει: «Όμως
πώς τότε αυτός ο γέρος …μπόρεσε να μαντέψει τόσο σωστά τη λαϊκή έννοια
του γεγονότος; …Η πηγή της εξαιρετικής αυτής δύναμης … να διαβλέπει και
να διεισδύει στη σημασία των φαινομένων βρισκόταν στο λαϊκό εκείνο
αίσθημα που είχε μέσα του σε όλη του την αγνότητα και την ένταση».
Το έργο του Τολστόι βρισκόταν οπωσδήποτε σε διάλογο με το κίνημα των
Ναρόντνικων και των γερμανών Wander Vogel (περιπλανώμενων πουλιών),
δηλαδή των νέων φιλελεύθερων Γερμανών που συστηματικά στράφηκαν στη
μελέτη του λαϊκού πολιτισμού. Το πρωτοποριακό χωριό της Γιασνάγια
Πολιάνα, που ο Τολστόι οργάνωσε και εμψύχωσε με απαράμιλλη ορμή μέχρι το
θάνατό του, έριξε πολιτισμικούς και πολιτικούς σπόρους για πάνω από ένα
αιώνα. Το καλλιτεχνικό χωριό του Αμπράμτσεβο, εκατό χιλιόμετρα έξω από
τη Μόσχα, σύνθεση υψηλού λαϊκισμού και τολμηρού μοντερνισμού στην τέχνη
αλλά και στην παραγωγή έγινε η ψυχή της ρωσικής πρωτοπορείας, και
αργότερα ενέπνευσε μεταξύ άλλων τον Γκάντι στην Ινδία και σημαντικά
κινήματα της Λατινικής Αμερικής, ενώ έχει μεγάλες αναλογίες με το
ελληνικό εγχείρημα της Εύας και του Άγγελου Σικελιανού στους Δελφούς
στην, τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα . Η ισπανική γενιά του 98
από τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα –που πλήρωσε με τη ζωή του την αγάπη
του για την δημοκρατία μέχρι τον Ραφαέλ Αλμπέρτι και οι δικές μας γενιές
δημιουργών του ’30 και του ’60 μεγαλούργησαν, μετουσιώνοντας και
υπερβαίνοντας τα μηνύματα του ρομαντισμού, του υψηλού λαϊκισμού και του
υπερρεαλισμού. Το σημερινό κίνημα αποανάπτυξης, που αντιστρατεύεται την
καταστροφή του πλανήτη, έχει πολλά να μάθει από τα ιστορικά διδάγματα
του μεγάλου λαϊκισμού.
Πώς ένα κίνημα με τέτοιες πολιτισμικές
και πολιτικές δάφνες βρίσκεται σήμερα, στην Ελλάδα και αλλού, στο ίδιο
τσουβάλι με τους όρους εθνικισμός, όπου ανακατεύεται κατά βούληση και ο κάθε μη ελέγξιμος πατριωτισμός, και φασισμός,
τον οποίο το κατεστημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδικάζει φραστικά,
τρέφοντάς τον με τις απάνθρωπες πολιτικές λιτότητας και αφήνοντάς τον να
εγκληματεί ανενόχλητος; Στόχος -πιστεύω- τέτοιων ρητορικών δεν είναι ο
πολύ υπαρκτός νέο-φασισμός, αλλά το έθνος-κράτος. Πρέπει να
κατασυκοφαντηθούν οι λαοί, οι αγωνιστικές τους παραδόσεις και ο
πολιτισμός τους, να ισοπεδωθούν τα εναπομείναντα έθνη-κράτη και να
υποκατασταθούν από ελεγχόμενα υβρίδια, για να ολοκληρωθεί -και
με τη βοήθεια του μεταλλαγμένου δήθεν κοσμοπολιτικού «διεθνισμού» που
βοηθά τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση να μακιγιάρει απάνθρωπες
πολιτικές με αριστερό πολιτικό επίχρισμα- η μετατροπή ολόκληρων ηπείρων σε πειθήνιο και μελλοντικά νεκρό πολτό. Η πολιτική και πολιτισμική αντίσταση στα σχέδια αυτά έχει προϋπόθεση τη γνώση και τη μνήμη.
Το διαβάσαμε εδώ: