Του
Ηλία Παπαναστασίου
Μετά το έγκλημα των Τεμπών της 28ης Φλεβάρη και των όσων επακολούθησαν και αποκαλύφθηκαν, θυμηθήκαμε μέσω της «αναμνηστικής ιστοριογραφίας», πολλά περιστατικά «φαντασιακής πραγματικότητας» και επίπλαστης «ελληνικής αναβάθμισης» που έχουν αφήσει ιστορία ή μάλλον ιστορίες, γεμάτες γέλιο και σπαραγμό για την κατάντια και τον εξευτελισμό μιας χώρας που λέγεται Ελλάδα. Θα αναφέρουμε μερικά παραδείγματα προς χάριν των 57 νεκρών που χάθηκαν άδικα και πρόωρα στο βωμό μιας χώρας που παριστάνει την «ανεπτυγμένη», την «Ευρωπαϊκή», την «πολιτισμένη» αλλά ουσιαστικά αποτελεί την σύνοψη της νεοελληνικής τραγωδίας που είναι η «χώρα χάος». Η χώρα δηλαδή που «παράγει τίποτα και αυτοαναπαράγεται από το τίποτα για να καταλήξει στο τίποτα». Όσο το δυνατόν πιο συνοπτικά και περιληπτικά αυτή την χώρα θα περιγράψουμε όχι τόσο «για να μην επαναλάβει τα λάθη της» – θα τα επαναλάβει, να είστε σίγουροι και μάλιστα συντομότατα– όσο για να σφυρηλατήσουμε μια ελπιδοφόρα συνείδηση στη νέα γενιά που όπως φαίνεται – ή αχνοφαίνεται– θα αποτελέσει μελλοντικό φορέα ρηξικέλευθων τάσεων και ελπιδοφόρων ανατροπών.
Εάν γυρίσουμε στο χρόνο, περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 2000–2010 είχαμε ζήσει την καμπάνια του ΕΟΤ με τίτλο «Ζήσε τον μύθο σου στην Ελλάδα» όπου η χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας έβγαινε από μια λουστραρισμένη γυάλα «λάμψης και ομορφιάς» και παρουσιαζόταν στο Διεθνές Κοινό σαν την «Ερωτική Αφροδίτη», αναδυόμενη από τους αφρούς της θάλασσας.
Το 2004 είχαμε το «άκρον άωτον του ελληνικού φαντασιακού» με τους Ολυμπιακούς Αγώνες όπου μέσα από τα δις των εργολάβων διακρίναμε τις απίστευτες αυταπάτες ενός ολόκληρου έθνους και τις απέραντες αερολογίες «επίσημων και ανεπίσημων Ρωμιών» ! Ουσιαστικά είχαμε συναγωνισμό «πομφόλυγων και αερολογικών ρουκετών μεγάλου βεληνεκούς», με άλλα λόγια επρόκειτο για κοτσάνες επιπέδου και βλήματα κατηγορίας «βαρέων–βαρών», δείγματα ενός λαού που εύκολα απογειώνεται και ανώμαλα προσγειώνεται.
Η Ιστορία με τις «τηλεοπτικές επιτυχίες του ελληνικού φαντασιακού» δεν έχει τέλος και παρόλο που ο όρος «ελληνικό φαντασιακό» δεν μας καλύπτει και δεν μας εκφράζει γιατί προέρχεται από μια κοινωνική κατηγορία με την οποία βρισκόμαστε σε διαρκή πόλεμο εδώ και δεκαετίες, αναφερόμαστε στην μεταπρατική μικροαστική ιντελιγκέντσια που λειτουργεί σαν «ιδεολογικός μεταπράτης/ εισαγωγέας» κάθε λογής «ρευμάτων» της ανεπτυγμένης Ευρώπης στην Ελλάδα. Άλλωστε, η «ελληνική πρωτοπορία» οιασδήποτε μορφής – θεατρική, κινηματογραφική, συγγραφική, τηλεοπτική, καλλιτεχνική κλπ.– δύσκολα μπορεί να τεκμηριώσει «ιδεολογικές και κοσμοθεωρητικές συσχετίσεις με την νεοελληνική πραγματικότητα». Ασχέτως τι ισχυρίζεται χτυπώντας τα στήθη της, η ελληνική πολυπραγμοσύνη, η ρωμαίικη μπουρδολογία και η μανιακή τάση του Ρωμιού «να ποζάρει σαν κάτι που δεν είναι», μπορούμε βάσιμα να ισχυριστούμε πως όλη η νεοελληνική αυτογνωσία στηρίχτηκε στην εντύπωση πως «η φαντασιακή αναπαράσταση της πραγματικότητας δηλαδή ό,τι φανταζόμαστε για την πραγματικότητα είναι και πραγματικότητα δηλαδή ταυτίζεται μαζί της κάτι που φυσικά ουδόλως συμβαίνει. Ελάχιστοι λαοί, κανένας ουσιαστικά, δεν συγχέει τόσο πολύ την «φαντασία με την πραγματικότητα» όσο ο Ρωμιός. Και κανένας επίσης λαός δεν «κρέμεται τόσο πολύ από την φαντασία του» γιατί απλούστατα δεν υπάρχει πραγματικότητα κάτω στα πόδια του αλλά μόνο αέρας κοπανιστός.
Αυτό το «οριστικό και αυτόματο διαζύγιο» μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας», μεταξύ ενός ιδεατού/ανυπάρκτου κόσμου και μιας άθλια αφόρητης πραγματικότητας είναι φαινόμενο κυρίως των τελευταίων 150–200 ετών του νεοελληνικού κράτους, όταν ιδρύθηκε στον ελλαδικό χώρο ένα κράτος με ιδεολογικές προδιαγραφές αρχαιότητας, κοινωνία Βαλκανίων και οικονομία Ανατολής. Όταν μάλιστα οι Γερμανοί «ρυθμιστές της πραγματικότητας» σκέφτηκαν να φτιάξουν κράτος, το προ–καπιταλιστικό, προ–αστικό και καθυστερημένο «είναι» του Ρωμιού έπρεπε να προσαρμοστεί. Όταν δεν τα κατάφερνε τι έκανε;;; Πολύ απλά, κατέφευγε στην φαντασία. Όταν δεν μας βολεύει η πραγματικότητα, καταφεύγουμε στην φαντασία και την υποκαθιστούμε (την πραγματικότητα). Εάν δεν τα πάμε καλά στην πραγματικότητα, καταφεύγουμε στην φαντασία και όλα «μέλι γάλα»! Και νάσου οι «καλύτεροι Ολυμπιακοί αγώνες», νάσου «τα καλυτέρα τραίνα που θα τρέχουν 200 χιλιόμετρα», νάσου «οι καλύτεροι δρόμοι» (Γίναμε Ευρώπη, κορίτσια!), νάσου «Η ψηφιοποίηση του Κράτους μέσω του Μάγου του ΟΖ, κυρίου Πιερακάκη του Νεότερου, νάσου οι «μεγάλες επενδύσεις που φέρνουν δουλειές», νάσου οι «καλοπληρωμένες δουλειές που θα επιτρέψουν στους νέους μας να γυρίσουν στην Ελλάδα» κλπ. Δεν χρειάζεται να ψάξετε, απλά έχει κανείς την ιδέα πως στην σημερινή εποχή της πανίσχυρης εικόνας η φαντασία έχει τα ηνία ενώ η πραγματικότητα έχει γίνει περιθωριακή, το «θέλω να γίνω αυτός, έστω και φαντασιακά!» υπερισχύει και μάλιστα σε χώρες που δεν έχουν ιστορικό βάθος, όσο και να φαίνεται παράξενο να ισχυριζόμαστε κάτι παρόμοιο για την Ελλάδα! Κι όμως ισχύει!
Η σημερινή Ελλάδα, αρχίζει να υπάρχει από τα μέσα του 19ου αιώνα με ανύπαρκτο και εισαγόμενο αστικό πολιτισμό, η αστική και βιομηχανική της Επανάσταση από ισχνή έως ανύπαρκτη, ο Διαφωτισμός εισαγόμενος από μεμονωμένους αστούς Διαφωτιστές, η κοινωνική και οικονομική της βάση παρόλο το καταναλωτικό λούστρο, είναι εισαγόμενη και όχι εγχώρια και αυτορρυθμιζόμενη! Άλλωστε το μόνιμο πρόβλημα της Ελληνικής Οικονομίας που είναι το Έλλειμμα και το Χρέος – πέρα από οικονομίστικους όρους – τι υποδηλώνει; Πως απλούστατα, η εγχώρια παραγωγή, τουλάχιστον από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και πέρα, πήγε «περίπατο» και λειτούργησε με το «υποκατάστατο των εισαγωγών». Η διεύρυνση της ιδιοκτησίας μέσω της Καραμανλικής ιδέας της αντι–παροχής και η αύξηση της κατανάλωσης λαϊκών, μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων μέσω της εγχώριας παραγωγής και μετά μέσω των εισαγωγών από την αλλοδαπή, λειτούργησαν σαν βασικοί «Αφομοιωτικοί Μηχανισμοί», ο πρώτος μέσω της Ιδιοκτησίας (Αντιπαροχή) και ο δεύτερος μέσω της άμεσης κατανάλωσης που λειτουργεί όχι μόνο οικονομικά αλλά και «φαντασιακά». Ο μισθωτός που θα αγοράσει με το εφάπαξ του μια ακριβή Μερσεντές δεν αγοράζει ένα «καλό αυτοκίνητο» αλλά κυρίως συμμετέχει στο «συλλογικό όνειρο» του Έλληνα μεσοαστού που παλιότερα μόνο αυτός κυκλοφορούσε με Μερσεντές. Ανεβαίνει κοινωνικά μέσω της κατανάλωσης ακριβού αυτοκίνητου, από μισθωτός γίνεται μεσοαστός «επιπέδου»!
Κάτι ανάλογο συμβαίνει σε κάθε τομέα, σε κάθε πτυχή της ελληνικής κοινωνίας. Ο Νεοέλληνας γίνεται «εισαγόμενος, εξηρτημένος ρευμάτων εισαγωγής» κλπ. χωρίς χώρο εγχώριας παραγωγής και αναπαραγωγής. Η μείωση έως παντελής εξαφάνιση της εγχώριας παραγωγής ανέβασε στα ύψη την «εισαγωγή» όχι μόνο σαν όρο οικονομικής επιβίωσης και «φαντασιακής κατανάλωσης» αλλά σαν έννοια ταυτισμένη με την ύπαρξη αυτής της χώρας. Η Ελλάδα δεν υπάρχει πάρα μόνο σαν εισαγόμενη, δεν «πανηγυρίζει» παρά μόνο για «διαφημιστικές καμπάνιες» που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα όπως π.χ. οι σιδηρόδρομοι και γενικότερα είναι η χώρα που μονίμως «ζει τον μύθο της», τρέφεται από τα ψέματά της που τα καταναλώνει με επτά μασέλες και θεωρεί την φαντασία σαν την βασικότερη συνιστώσα της ζωής. Όχι την πραγματικότητα αλλά την φαντασία θεωρούν σαν θεμελιακή συνιστώσα της ζωής οι Νεοέλληνες, από αυτήν τρέφονται, σε αυτήν στρέφονται. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, εάν δεν στραφούν στην πραγματικότητα για να την αλλάξουν, να θεωρήσουν το τέλος τους ως προδιαγεγραμμένο με μαθηματική ακρίβεια.
Γι’ αυτό άλλωστε, το τραίνο αποτελούσε «χαμηλού επιπέδου φαντασιακό» στη συνείδηση του Νεοέλληνα. Για να συνειδητοποιήσουμε το πόσο τριτοκοσμικός και νοσηρά νεόπλουτος είναι ο Νεοέλληνας των τελευταίων 40 ετών, γνωρίζουμε όλοι πως η Ελλάδα, εδώ και δεκαετίες, «ζούσε» για τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους, το ΙΧ και τα πολυτελή αυτοκίνητα, και φυσικά για το αεροπλάνο και τις μαρίνες. Το τραίνο με το οποίο κινείται όλη η Ευρώπη, για τον Έλληνα νεόπλουτο μικροαστό ήταν παρακατιανό και γι’ αυτό υποτιμημένο μέσο και αφόρητα παραμελημένο. Στην περίπτωση που η Ελληνική Πολιτεία «έδειχνε» να ασχολείται με το σιδηρόδρομο, έφτιαχνε ένα ωραίο διαφημιστικό για τον ΟΣΕ, γεμάτο λεζάντα, απίστευτα ψέματα και οικονομική πραγματικότητα. Αν δείτε την πυκνότητα σιδηροδρομικού δικτύου στην Ελλάδα και την συγκρίνετε με τις Ευρωπαϊκές χώρες τότε θα καταλάβετε πόσο τριτοκοσμική, μη ευρωπαϊκή και μη ανεπτυγμένη χώρα είναι η Ελλάδα. Όταν όλη η Ευρώπη κινείται με σιδηρόδρομο, η υποανάπτυκτη και τριτοκοσμική Ελλάδα κινείται με ακριβά αυτοκίνητα εισαγωγής, με οδηγούς δολοφόνους και πολίτες πληθωρικής γελοιότητας που παριστάνουν τους Ευρωπαίους, πουλάνε ύφος και καταλαβαίνουν μόνο όταν τους δολοφονούν !
ΥΓ. «Ημέρα της γυναίκας» και ένα σχόλιο αφιερωμένο στις Ελληνίδες. Γνωρίζουμε πως ένα ποσοστό γυναικών έχει «αντι-πατριαρχικές» – όπως αυτή νομίζει – τάσεις. Όμως δεν γνωρίζουν οι περισσότερες γυναίκες, πως το κατεξοχήν χειραγωγούμενο και χειραγωγημένο άτομο στην Ελλάδα του 2023 είναι η γυναίκα. «Φαντάζεται ή φαντασιώνεται» πως είναι η «απελευθερωμένη» γυναίκα που «ανατρέπει» (!) την λεγόμενη πατριαρχία αλλά στην ουσία είναι το πλέον συντηρητικό άτομο – η σημερινή γυναίκα– εργάζεται σε ποσοστό που είναι το 49% του γυναικείου πληθυσμού (ένα από τα μικρότερα ποσοστά στην Ευρώπη), για ένα διάστημα κάνει σαν τρελή να βρει γαμπρό και μετά μεγαλώνει ένα παιδί που το βλέπει σαν «κομμάτι του σώματός της» και γι’ αυτό τον λόγο νομίζει πως το αγαπά, πιστεύει πως το παιδί ανήκει ιδιοκτησιακά μόνο σ’ αυτή ενώ ο πατέρας είναι «μουσαφίρης στο σπίτι». Η παλιά νοοτροπία της βαθιάς Ανατολής πως το «παιδί μεγαλώνει με την μάνα» και ο μπαμπάς φέρνει τα «προς το ζην» σε όλο της το μεγαλείο, παραμένει ατόφια, ίδια και απαράλλαχτη. Όσα χρόνια κι αν πέρασαν, η ψευδο-ευρωπαία Ελληνίδα θέλει σίγουρο και ασφαλή γαμπρό, παιδί που θα είναι αποκλειστική της ιδιοκτησία και όλα τα υπόλοιπα περί «ίσων δικαιωμάτων χωρισμένων γονιών και συνεπιμέλειας» πάνε περίπατο. Ό,τι και να ισχυρίζεται, μέσα της μιλάει η «βαθιά Ανατολή του Πόντου και της Μικράς Ασίας», και τα υπόλοιπα περί «Ευρώπης» είναι για τους αφελείς. Για γέλια δηλαδή. Γιατί άλλο Ευρωπαία και άλλο Ανατολίτισσα. Οι κυρίες το γνωρίζουν καλά !