Της
Ευγενίας Σαρηγιαννίδη,
Ψυχολόγου, MSc
Ανοίγεις το ψυγείο σου και διαλέγεις τι θα φας ανάμεσα από τα μπόλικα διατροφικά σκουπίδια που συσσωρεύεις στα ράφια του. Ή /και
Πετάγεσαι στο πλησιέστερο «μαγαζάκι» ν’ αγοράσεις την coca-cola σου. Ή/και
Παίζει η τηλεόραση αδιαλείπτως όλα τα πολιτισμικά υποπροϊόντα που μετατρέπουν σε σκουπιδοσακούλα την συνείδησή σου. Ή/και
Σκρολάρεις στο tik tok βιντεάκια με κάποια βαρεμάρα που συμπληρώνεται από μια εσάνς κριτικής διάθεσης, παρ’ όλα αυτά χρησιμοποιείς ανελλιπώς την εφαρμογή. Ή /και
Έτσι, «για ξεκάρφωμα», αναρτάς ή διαβάζεις καμιά «κυριλέ», διανοουμενίστικη δημοσίευση στο fb… Όλο ψυχοδιανοητικό fast food; Χρειάζεται και λίγο «διανοουμενίστικο χαβιάρι»… έτσι για αλλαγή… Ή/και
Χάνεσαι και χάνεις ατέλειωτες ώρες για να παρακολουθείς αλλεπάλληλα επεισόδια σειρών του νετφλιξ ή του κλεπτφλιξ σου. Ή/και
Χαριεντίζεσαι με την 1η και την 2η και την 3η και την 4η και την … που σούφρωσε τα χείλια της την ώρα που έβγαζε selfie για να την ανεβάσει στο προφίλ της ή reel με τα ποδαράκια της να ανοιγοκλείνουν «τυχαία» μπροστά στο φακό. Κι αυτό το λες φλερτ, ερωτισμό και διαπροσωπικές σχέσεις… Ή /και
Ανταλλάσσεις κενές περιεχομένου «αγάπες και λουλούδια», καρδούλες, emoticon, φωτογραφίες, γραπτά και ηχητικά μηνύματα με την ή τον κάθε «τυχάρπαστη/ο» που ξαφνικά μπήκε στη ζωή σου και μιλάτε με τις ώρες με μηνύματα, φωτογραφίες και video που ενδεχομένως copy paste στέλνονται ή θα ξανασταλούν και σε δυο, τρεις άλλες/ ους ταυτόχρονα ή στο μέλλον, για να νιώθεις πως έχεις κάποιον «βρε αδερφέ». Μέχρι να πάψει να σου ή να της/του απαντάς, να σε αφήσει στο «διαβάστηκε» και να ξαναγυρίσεις εκεί που επί της ουσίας και πριν ήσουν: στην υπαρξιακή, αλλά ίσως και πραγματική μοναξιά σου. Ή /και
Να είσαι περήφανος για την «τέχνη» που παράγεις, όπως ο «πισινός της κατσίκας», που λέγανε οι παλιοί και μάλλον τους ξέχασες. Ή/και
Να σκαρώνεις στιχάκια, που συγκινημένος τα διαβάζεις ξανά και ξανά, αφού πρώτα τα ανήρτησες στα διάφορα προφίλ σου στα social media, για να προσελκύσεις το κοινό σου, ως «ποιητής εκ του προχείρου έχων την μορφή του …», παραγνωρίζοντας πως πέραν από τη δική σου ποιητική και καλλιτεχνική περσόνα υπάρχει κι Ένας Σεφέρης, Ένας Έλυτης, Ένας Καβάφης, που μάλλον από τα μαθητικά σου χρόνια έχεις να διαβάσεις. Ή/και
Συλλέγεις εμπειρίες και βιώματα… Κατασκευάζεις θεατρικά την προσωπικότητά σου και χτίζεις κινηματογραφικά τις σχέσεις σου με τους άλλους ως ψυχοκοινωνικός ρακοσυλλέκτης.
Και εφόσον είσαι κάτι από όλα αυτά που αναφέραμε ή και άλλα παραπλήσια που για οικονομία χώρου παραλείψαμε, έρχεται το ίδιο το ελληνικό κράτος και οι σπόνσορες δορυφόροι του να επιβεβαιώσουν εσένα ως άτομο, με την ηθική, την αισθητική και την πολιτισμική παρακμή σου. Και μην βιαστείς να αναφωνήσεις διαβάζοντας παρακάτω: «Tι decadence!» Σκέψου καθώς κοιτάς το είδωλό σου στον καθρέφτη μήπως αφορά έστω και άθελά σου και εσένα η φράση της Γαλάτειας Καζαντζάκη: «Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω».
Όπως διαβάζουμε στο προσωπικό προφίλ της κ. Χαραλαμπίδου[1] Βάνας στο facebook, σε ανάρτησή της την 13η Μαΐου, 10.36 π.μ.:
«Όσοι είχαν επισκεφθεί - και ήταν χιλιάδες και ανάμεσά τους άνθρωποι του πνεύματος από όλο τον κόσμο- το Μουσείο Καβάφη στην οδό C. P. Cavafy 4 (πρώην Lepsius και αργότερα Rue Sharm el Sheik) στο Attarin της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο από το 1992 που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία και τις άοκνες προσπάθειες του τότε μορφωτικού ακολούθου της ελληνικής Πρεσβείας Κωστή Μοσκώφ και τη χορηγία του Στρατή Στρατηγάκη, όσοι μέσα στις δεκαετίες συγκινήθηκαν αγγίζοντας τα αχνάρια του ποιητή, με τους πιο τυχερούς να παρακολουθούν ατμοσφαιρικές εκδηλώσεις ή να ξεναγούνται από τον ίδιο τον Μοσκώφ, ασφαλώς θα βιώσουν μία δυσάρεστη έκπληξη σήμερα όταν το ξαναδούν, ύστερα από δύο και πλέον χρόνια που παρέμενε κλειστό «λόγω εργασιών». Με τη λογική του «με τον παρά μου και την κυρά μου…» το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού και με την αποκλειστική οικονομική δωρεά και σύμπραξη του Ιδρύματος Ωνάση, αποφάσισε και προχώρησε σε μία άνευ προηγουμένου βεβήλωση του σπιτιού, όπου ο μέγιστος των Ελλήνων ποιητών Κωνσταντίνος Καβάφης έζησε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, από το 1907 έως το θάνατό του το 1933. Αρχιτέκτονες και σχεδιαστές, οι οποίοι πασιφανώς ουδεμία σχέση έχουν με την ποίηση και τον κόσμο του πνεύματος, άριστοι γνώστες μόνο των σύγχρονων οικοδομικών και διακοσμητικών υλικών, με πλήρη και απόλυτη άγνοια του πως διατηρούνται τα σπίτια των μεγάλων συγγραφέων στο εξωτερικό - στο σπίτι του Ντοστογιέφσκι στην Πετρούπολη διατηρούνται τα πάντα, ακόμη και τα γυαλιά και το μολύβι του πάνω στο γραφείο του, στο σπίτι του Πούσκιν αντίστοιχα προσωπικά του αντικείμενα, ανέγγιχτο το εξοχικό της Βιρτζίνια Γουλφ στο Sussex της Αγγλίας, της οικογένειας του Ντίκενς στο Λονδίνο από το 1837, του Τολστόι στην Yasnaya Polyana από το 1921, του Τσέχωφ στο Melikhovo, του Hemingway στη Φλόριντα, άθικτα και ανέγγιχτα συντηρούνται τα σπίτια των μεγάλων της τέχνης, της μουσικής του πνεύματος σε όλο τον κόσμο-, ενισχυμένοι από τους πακτωλούς χρημάτων που διέθεσε το Ίδρυμα Ωνάση, σχεδίασαν επί χάρτου την κακοποίηση σαρώνοντας το εσωτερικό του σπιτιού χωρίς κανέναν σεβασμό. Τα σχέδιά τους προφανώς εγκρίθηκαν από τα δύο ιδρύματα, άγνωστο με ποια κριτήρια. Τα συνεργεία εισέβαλαν στο χώρο όπου πλανιόταν ακόμη οι ανάσες του ποιητή, στο όνομα μιας δήθεν σύγχρονης «ανακαίνισης», αφαίρεσαν το μεγαλύτερο μέρος από την επίπλωση της εποχής του, που με μεγάλο κόπο είχε αποκτηθεί από τον Μοσκώφ ιδίοις αναλώμασι, τσαλαπάτησαν τα αθόρυβα βήματα του Καβάφη, εξαφάνισαν τις σκιές από το φως των κεριών και της λάμπας που φώτιζαν τις άυπνες και αξημέρωτες νύχτες του με σαρωτικούς λαμπτήρες led και νέον(!), αντικατέστησαν τη συγκίνηση που προκαλούσε η ατμόσφαιρά του με πλαστικές προθήκες, μελαμίνες, φωτοτυπίες(!) εγγράφων και τυπωμένα πάνελ, πρόσθεσαν ραφιέρες μελαμίνης και φωτογραφίες της παλιάς Αλεξάνδρειας, απ’ αυτές που ο καθένας αλιεύει από το διαδίκτυο, διέθεσαν ένα δωμάτιο με οθόνη για την προβολή video για τον Visual Cavafy(!), σάρωσαν όσα αναβίωναν την εποχή και τον χώρο όπου ο Μέγας Αλεξανδρινός εμπνεόταν, δημιουργούσε κι έγραφε την αξεπέραστη ποίησή του, μελετούσε ακατάπαυστα, συναντούσε τους φίλους και τους άλλους επισκέπτες του, βίωνε τη μοναξιά και τους οδυνηρούς έρωτές του, αναπαυόταν από «την πολλή συνάφεια του κόσμου», από «τις πολλές κινήσεις κι ομιλίες» . Το δωμάτιο ύπνου με το κρεβάτι και το εικονοστάσι, αναπαραγωγή του αυθεντικού όπως αποτυπωνόταν σε παλιές φωτογραφίες, εκκενώθηκε για να αναρτηθούν στους κάτασπρους πλέον τοίχους πάνελ με έναν μεταμοντέρνο χάρτη της πόλης, τις βασικές ημερομηνίες της ζωής του και το γενεαλογικό του δέντρο. Φωτισμός με νέον σε όλους τους χώρους δημιούργησε ατμόσφαιρα κρεοπωλείου. Το σπίτι – μουσείο, αποστειρώθηκε από εκείνους που εξοβέλισαν το παρελθόν, ισοπέδωσαν αλύπητα τη μνήμη, επιτέθηκαν στην ατμόσφαιρα της εποχής του ποιητή, εφάρμοσαν μια δήθεν σύγχρονη αρχιτεκτονική και μουσειολογική αντίληψη του απρόσωπου, του γραμμικού, του κενού. «Δεν προσπαθούμε να αναβιώσουμε κάτι. Δεν πρόκειται για ένα μουσείο αλλά για έναν χώρο που ενεργοποιεί μια εμπειρία βιωματική… Τα όποια ενθυμήματά του, προσωπικά και διακοσμητικά αντικείμενα διασώσαμε, φυλάσσονται εξάλλου με ασφάλεια στο Αρχείο Καβάφη στην Αθήνα…», εξήγησε στους έλληνες και ξένους δημοσιογράφους που προσκλήθηκαν στην Αλεξάνδρεια για τα εγκαίνια ο Πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση, Αντώνης Παπαδημητρίου. Και βέβαια πρώτο τους μέλημα ήταν να αναρτήσουν στην είσοδο του κτιρίου επιγραφή με τα ονόματα των φορέων, που προχώρησαν στο έργο της «ανακαίνισης», χωρίς να αναφερθεί πουθενά σε ποιόν οφείλεται η ίδια η ύπαρξη του Μουσείου.
Προσωπογραφία από το Μίκη Ματσάκη
Γιατί το Ωνάσειο Ίδρυμα έπρεπε να εισβάλει και να ισοπεδώσει την ατμόσφαιρα στο σπίτι του Καβάφη; Γιατί αν ήθελαν να τιμήσουν τον ποιητή δεν οργάνωναν το περισπούδαστο και «επιστημονικό» έργο τους σ’ έναν οποιοδήποτε άλλο χώρο της Αλεξάνδρειας, διπλανό, κοντινό ή έστω απομακρυσμένο; Γιατί έπρεπε να βεβηλωθεί έτσι ο χώρος και να αποτραπεί η συγκίνηση που προκαλούσε το Μουσείο Καβάφη όπως ήταν; Γιατί ο φορέας που είχε στην ευθύνη του το Μουσείο, το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, προχώρησε τόσο άκριτα σ’ αυτήν την μη αναστρέψιμη βεβήλωση, συνδέοντας εσαεί το όνομά του με ένα ανόσιο έργο; Αν υπήρχαν τόσα λεφτά διαθέσιμα, γιατί δεν επιχείρησαν να αγοράσουν το διαμέρισμα, όπως επί σειρά ετών προσπαθούσε χωρίς μέσα να επιτύχει ο Μοσκώφ; Και αν δεν επαρκούσαν τα εκατομμύριά τους για εξαγορά, γιατί δεν τους αρκούσε να προχωρήσουν στα αναγκαία έργα συντήρησης με σεβασμό, να επισκευάσουν τις υπαρκτές φθορές του χρόνου, να το ενισχύσουν με κάθε τρόπο, να το αναδείξουν και κυρίως να το σεβαστούν; Ευτυχώς δεν πετάχτηκαν οι μεταφράσεις του έργου του σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, που χρειάστηκαν τρεις και πλέον δεκαετίες για να συγκεντρωθούν, αλλά πού να βρίσκονται οι διαφόρων καλλιτεχνών προσωπογραφίες του Καβάφη, έργα τέχνης που με συστηματική δουλειά είχαν συγκεντρωθεί μέσα στις δεκαετίες; Ερωτηματικά δεν υφίστανται για την ηγεσία του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού, που μόνο με μη αναστρέψιμες καταστροφές της πολιτιστικής κληρονομιάς έχει συνδέσει τη θητεία της. Άλλωστε είναι πασίγνωστο από δεκαετίες ότι η σχέση του κυβερνώντος κόμματος με τον Πολιτισμό είναι ανύπαρκτη, όταν δεν είναι καταστροφική.
Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι το «έργο αποκατάστασης» εγκαινιάστηκε με κάθε επισημότητα με την παρουσία της προέδρου της ελληνικής δημοκρατίας, της υπουργού πολιτισμού, εκπροσώπων των δύο ιδρυμάτων, δεκάδων κυριολεκτικά παρατρεχάμενων και 30 και πλέον δημοσιογράφων, που προσγειώθηκαν στην Αλεξάνδρεια για να φιλοξενηθούν στα δωμάτια και τις σουίτες δύο ξενοδοχείων, που κλείστηκαν αποκλειστικά γι’ αυτόν τον σκοπό και να εξυμνηθεί δεόντως το τελικό αποτέλεσμα.»
Όπως, ορθά επισημαίνει η κ. Χαραλαμπίδου πρόκειται για μια «μη αναστρέψιμη βεβήλωση». Αυτή ακριβώς η μορφή βεβήλωσης χαρακτηρίζει το σύνολο της δραστηριότητας των μεταμοντέρνων αποδομιστών της ιστορικής μνήμης. Η σύγχρονη «ελληνική καινοτομία», με την χαρακτηριστική νεοπλουτίστικη αρχοντοχωριατιά της, συνίσταται συνήθως στο να ευτελίζει, υποτιμά, διαστρεβλώνει, κακοποιεί όλα τα διαμάντια που της χάρισε η ιστορία της.
Και όσο το ίδρυμα Ωνάση επιχαίρει για αυτόν τον εκφυλισμό μεγαλοφώνως, ας ψιθυρίσουμε σαν προσευχή τα λόγια του Σεφέρη που αναβιώσαν στην ποίηση του Μοσκώφ για τον «καημό της Ρωμιοσύνης». Κείνον τον «ψηφιδωτό καημό της Ρωμιοσύνης/ εκείνου του πελάγου τον καημό, σαν ήβρε το ζύγιασμα της καλοσύνης…»
Μπας και προσευχόμενοι με τα λόγια των ποιητών μας, «χωρίσουμε από την σαβούρα και το σκουπιδαριό» που λέει ένα λαϊκό ελληνικό τραγούδι και αποδιώξουμε οριστικά την ασχήμια που έχει ρίξει άγκυρες μέσα μας, μήπως και ξαναβρούμε σαν άτομα και σαν λαός, την ψυχή και την αισθητική μας.
[1] H κ. Βάνα Χαραλαμπίδου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το κείμενο αναδημοσιεύεται αυτούσιο με την άδεια της συγγραφέως.