Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Διεθνής συσπείρωση κεφαλαίων στην ΕΟΚ (1)

Νέος ΑΠΕΡΓΟΣΠΑΣΤΗΣ 


Σημείωση δική μας: Παραθέτουμε ένα απόσπασμα(σε δύο μέρη εξαιτίας εκτεταμένου μεγέθους) από το βιβλίο του Έρνεστ Μαντέλ ''η ΕΟΚ και ο ανταγωνισμός Ευρώπης Αμερικής'' γραμμένο μόλις το 1968.
Για να κατανοήσουμε τι ακριβώς είναι η ΕΕ και να διαπιστώσουμε για το αν μεταρρυθμίζεται ή όχι, πρέπει πρώτα να δούμε το βασικό λόγο δημιουργίας της.

Ο Μαντέλ με σωρεία παραδειγμάτων δείχνει ότι ο βασικός λόγος δημιουργίας και της πρώτης ένωσης χάλυβα και της τότε ΕΟΚ ήταν η ανάγκη των ευρωπαίων επιχειρηματιών να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των ΗΠΑ και Ιαπωνίας.

Σε πολλούς κλάδους πλέον το μέγεθος των εθνικών επιχειρήσεων δεν αρκούσε για να αντέξει τον ανταγωνισμό ειδικά των μεγαλύτερων Αμερικανικών γι' αυτό και η ανάγκη για συσπείρωση σε ευρωπαϊκά υπερεθνικά μονοπώλια.

Αυτή τη διαδικασία αναλύει διεξοδικά ο Μαντέλ. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1968, 45 χρόνια πριν, η υπερεθνική συσπείρωση του κεφαλαίου βρισκόταν σε αρκετά προχωρημένο στάδιο, η ΕΕ αποτέλεσε την πολιτική έκφραση αυτής της νέας κατάστασης.

Η ανάλυση του Μαντέλ είναι μια απάντηση επίσης για το ότι σήμερα δεν βρισκόμαστε στην εποχή των εθνικών ιμπεριαλισμών και φασισμών όπως απλοϊκά υποστηρίζουν διάφορες αναλύσεις του συρμού.


Τέλος η ΕΕ από την πρώτη μέρα δημιουργίας της αποτελούσε μια αντιδραστική υπερεθνική ένωση του κεφαλαίου με ανάλογη συμμετοχή όλων των αστικών τάξεων γι' αυτό και δεν αλλάζει ούτε μεταρρυθμίζεται.

ΈΡΝΕΣΤ ΜΑΝΤΕΛ

Η ανάγκη συγκεντροποίησης του κεφαλαίου προκύπτει αναγκαστικά από τον ανταγωνισμό.
Οι Δυτικοευρωπαίοι επιχειρηματίες συμπεριφέρονται έτσι όπως είχε προφητεύσει ο Κάρλ Μάρξ. Η πίεση προς μία υπερεθνική ευρωπαϊκή συσπείρωση κεφαλαίων είναι πολύ ισχυρότερη απ’ αυτήν που ενεργεί προς την κατεύθυνση μιας εθνικής – κρατικής συσπείρωσης.

Σε ορισμένους βιομηχανικούς κλάδους οι απαραίτητες επενδύσεις για να γίνει δυνατή μιά αποδοτική παραγωγή είναι τόσο σημαντικές, ώστε ακόμα και όλες οι επιχειρήσεις αυτού του κλάδου σε κάθε μεμονωμένη χώρα της ΕΟΚ δεν μπορούν να βρούν αυτό το κεφάλαιο: σ’ αυτή την περίπτωση η υπερεθνική συσπείρωση κεφαλαίων είναι μια απόλυτη προϋπόθεση για να μπορέσει να συνεχιστεί η παραγωγή.

Τυπικό παράδειγμα είναι η βιομηχανία αεροπλάνων και το επιβατικό αεροπλάνο που πετάει με υπερηχητική ταχύτητα, η διαστημική και οι διαστημικές τηλεπικοινωνίες.

Στην πρώτη περίπτωση μόνο ένα γάλλο – βρετανικό σχέδιο, το «Concorde», έχει τη δυνατότητα να συναγωνιστεί τα παρόμοια σχέδια των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ.

Στη δεύτερη και τρίτη
περίπτωση τα σχέδια ELDO και ESRO απαιτούν τη συνεργασία όλων των δυτικοευρωπαϊκών καπιταλιστικών δυνάμεων.

Επίσης η παραγωγή πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς δεν φαίνεται πια να είναι αποδοτική μεσοπρόθεσμα στην Ευρώπη σε εθνικό επίπεδο έχει ήδη διατυπωθεί το αίτημα για ένα ευρωπαϊκό ατομικό κέντρο.

Η ανάπτυξη της βιομηχανίας ατομικής ενέργειας είχε ήδη αποδείξει ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ξεπερνάει το πλαίσιο της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας: καμιά απολύτως χώρα δεν θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει ατομική ενέργεια σε ιδιωτικό καπιταλιστικό επίπεδο χωρίς τη βοήθεια και τη χρηματοδότηση του κράτους.

Τώρα η βιομηχανία αεροπλάνων και η διαστημική βιομηχανία αποδεικνύουν την ορθότητα του γενικότερου τύπου, σύμφωνα με τον οποίο η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αναγκαστικά ξεπερνάει τόσο το πλαίσιο της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας όσο κι εκείνο του εθνικού κράτους : χωρίς κρατική χρηματοδότηση και διεθνή συνεργασία δεν μπορούν να κατασκευαστούν στην Ευρώπη ούτε υπερηχητικά αεροπλάνα ούτε τεχνητοί δορυφόροι.

Η ανάπτυξη της τεχνικής θα αυξήσει σίγουρα τον αριθμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες η διεθνή συσπείρωση κεφαλαίων είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για μια αποδοτική παραγωγή στη Δυτική Ευρώπη. Όμως παράλληλα μ’ αυτές τις περιπτώσεις αυξάνεται σήμερα η σημασία κυρίως εκείνων των περιπτώσεων για τις οποίες αυτή η διεθνής συσπείρωση κεφαλαίων δεν είναι μεν απόλυτη, αλλά μιά σχετική προϋπόθεση για τη δημιουργία επιχειρήσεων και εργοστασίων επαρκούς μεγέθους.

Θεωρητικά θα ήταν δυνατή η υπόθεση ότι το δυτικογερμανικό, το γαλλικό ή το ιταλικό κεφάλαιο θα μπορούσαν να επενδύσουν αρκετά, ώστε στην καθεμιά απ’ αυτές τις τρεις χώρες να δημιουργηθεί μιά μεγάλη, ανταγωνιστική παραγωγική επιχείρηση για ηλεκτρονικές υπολογιστικές μηχανές.

Όμως μια τέτοια υπόθεση δεν είναι ρεαλιστική για δύο λόγους :
αφ’ ενός αντιτίθεται στο νόμο της κατανομής των κινδύνων – δηλαδή σ’ ένα βιομηχανικό κλάδο επενδύεται περισσότερο κεφάλαιο απ’ όσο θα έπρεπε σύμφωνα με την αναμενόμενη αποδοτικότητα του κλάδου αυτού, και δεύτερο σε μιά τέτοια παράλληλη ύπαρξη τριών εταιριών θα οδηγούσε σε μια τεράστια υπερικανότητα – δηλαδή στη σημερινή Ευρώπη και στο σημερινό κόσμο δεν υπάρχουν αρκετοί αγοραστές για τα εμπορεύματα τριών τέτοιων επιχειρήσεων.

Η σχετική ανάγκη για διεθνή συσπείρωση κεφαλαίων συνίσταται επομένως στο ότι με τη δεδομένη έκταση της αγοράς μόνο μία ή πολύ λίγες επιχειρήσεις μπορούν να παράγουν αποδοτικά σε μια αυξανόμενη σειρά βιομηχανικών κλάδων κι ότι η ΕΟΚ δεν μπορεί να διατηρήσει τέσσερις ή πέντε μεγάλες βιομηχανίες σ’ αυτούς τους κλάδους.

O Servan – Scereiber αναφέρει σχετικά το παράδειγμα της νεότατης τεχνικής της ηλεκτρονικής βιομηχανίας, των λεγόμενων μικροδιακοπτών ή των τυποποιημένων κυκλωμάτων. Σ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες μαζί θα μπορούσαν σήμερα να διατεθούν μόνο 250.000 τέτοια συστήματα. Στην Ευρώπη είναι επομένως φανερό ότι μπορεί να επιζήσει μόνο μιά βιομηχανία σ’ αυτό τον κλάδο, κι αυτή ακόμα θα ήταν αποδοτική μόνο στα μέσα της δεκαετίας του 70.

Μέσα στους κλάδους στους οποίους δεν συμβαίνει αυτό,
δηλαδή στους οποίους να συνυπάρχουν παράλληλα δύο ως τρεις μεγαλύτερες βιομηχανίες, τα πλεονεκτήματα που πηγάζουν από τη συνεργασία και τη συγχώνευση ακριβώς των μεγαλύτερων επιχειρήσεων πολλών χωρών, είναι τόσο σαφή, ώστε δεν θα ήταν δυνατό χωρίς αυτήν να επιτευχθεί το μέγεθος των αμερικανικών κοντσέρν, δηλαδή η ανταγωνιστικότητα απέναντι σ’ αυτά τα κοντσέρν.

Γι’ αυτό έχει ήδη αρχίσει η τάση γι’ αυτή τη συσπείρωση των κεφαλαίων. Μπορούν ν’ αναφερθούν πολλά παραδείγματα, εκτός από τις δύο συγχωνεύσεις που αναφέρθηκαν πιό πάνω των επιχειρήσεων του κλάδου των φωτογραφικών συσκευών και του χάλυβα. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει ν’ αποδοθεί στη συγχώνευση δύο χρηματιστικών ομίλων, του βελγικού ομίλου Empain και του γαλλικού Schneider καθώς και της Banque d' Indochine σαν πρώτο παράδειγμα άμεσης συγχώνευσης δύο μεγάλων χρηματιστικών ομίλων διαφορετικής εθνικότητας.

Με την ίδια έννοια μπορούν να αναφερθούν παραδείγματα αυξανόμενης συσπείρωσης και κοινής δραστηριότητας διαφόρων ευρωπαϊκών τραπεζών και οικονομικών ομίλων.

Έξι γαλλικές επιχειρησιακές τράπεζες πραγματοποίησαν αμοιβαίες συμμετοχές με άλλους ευρωπαϊκούς χρηματιστικούς ομίλους: η τράπεζα Rotschild με τον ιταλικό όμιλο Copfa, που ελέγχει τα εργοστάσια Fiat, η Banque de l' Indochine με το βελγικό όμιλο Cofinidus, που τον κατέχει την Banque de Bruxelles, η Worms - Bank με τον ιταλικό όμιλο Bolsa και την αγγλική Bank of Scotland, η Banque de Paris et des Pays-Bas με την Anglo - American Corporation(τον όμιλο Oppenheimer, που ελέγχει τη νοτιοαφρικάνικη παραγωγή χρυσού), η τράπεζα Neuflize, Schumberger & Co με την γερμανική Bankhaus Delbruck & Co και η Union Europeenne Industrielle et Finaciere με τον αγγλικό όμιλο Marine - Midland.


Έτσι καθιερώθηκε η τεχνική του δανεισμού βιομηχανικού εξοπλισμού στη Δυτική Ευρώπη από την εταιρία Interlease, που ιδρύθηκε από κοινού από την βελγική Banque de Bruxelles, τη γαλλική Banque d' Indochine, την ιταλική Banka Commerciale Italiana, την ισπανική Banco Espanol de Credito, τη βρετανική τράπεζα Hampo Bros, καθώς και από μια δυτικοευρωπαϊκή και μια ολλανδική τράπεζα. Το τράστ Euro - Finagne ιδρύθηκε από τη βελγική Societe Generale, τη δυτικογερμανική Deutsche Bank, την ιταλική Banca Commerciale Italiana, την ελβετική Cerdit Suisse και από μιά ολλανδική τράπεζα.

Το Eurosyndicat που ιδρύθηκε το 1958 και που δημιούργησε «Investment Funds» και ταυτόχρονα ασχολείται με τη χρηματιστική ανάλυση και με άμεσες επενδύσεις, οφείλεται στην πρωτοβουλία έξι μεγάλων τραπεζών στο χώρο της ΕΟΚ : της Berliner Handeisgesellchaft, της Mediobanca(Μιλάνο), της Banque Lambert (Βρυξέλλες), της τράπεζας Pierson, Heldring en Pierson (Άμστερνταμ), της Gredit Commerciale de France (Παρίσι) και της Companie Financiere (Παρίσι).

Το 1967 ιδρύθηκε η Societe Financiere Europeenne που θα δραστηριοποιηθεί κυρίως στην αγορά ευρωπαϊκού νομίσματος και θέτει σαφώς σαν στόχο της τη χρηματοδότηση των λεγόμενων ''ευρωπαϊκών'' εταιριών. Ιδρυτές της είναι η Dresdner Bank, η Banca Nationale del Lavoro (Ιταλία), η Algemeenr Nedrlandse Bank(Ολλανδία), η Banque Nationale de Paris (Γαλλία), η Barclays Bank (Αγγλία) και η Bank of America (ΗΠΑ). Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Μεσοπρόθεσμών Πιστώσεων ιδρύθηκε από τις παρακάτω τράπεζες : Deutsche Bank(γερμανική), Credit Lyonnais και Societe Generale(γαλλικές), Societe Generale de Banque (βέλγικη), Amsterdam - Rotterdam Bank (ολλανδική), Banca Commerciale Italiana (ιταλική), Midland Bank και Samuel Montague aud Co (αγγλική).

Η τάση για την αυξανόμενη συσπείρωση κεφαλαίων των ευρωπαϊκών τραπεζών και των χρηματιστικών ομίλων εκφράστηκε ιδιαίτερα έντονα τον Μάρτιο του 1968 όταν αποφασίστηκε η συμμετοχή της Deutche Bank, της Amsterdam - Rotterdam Bank, της Midland Bank, καθώς και μιάς ιταλικής τράπεζας στην κυριαρχούμενη από τον όμιλο Societe Generale βελγική Belgian - American Banking Corp. και στην Belgian - American Bank & Trust Company, που έτσι έγινε η ισχυρότερη ευρωπαϊκή τράπεζα στο έδαφος των ΗΠΑ. Χαρακτηριστικό είναι ότι με την ευκαιρία αυτή το όνομα των δύο τραπεζών έγινε European - American Banking Corporation και European - American Bank & Trust Company.

Εξ ίσου μεγάλη σημασία έχει ο αυξανόμενος αριθμός περιπτώσεων στενής συνεργασίας ανάμεσα σε ηγετικές εταιρίες των ίδιων βιομηχανικών κλάδων πολλών χωρών της ΕΟΚ ή δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Έτσι πραγματοποιείται στενή συνεργασία ανάμεσα στο ηγετικό γαλλικό χημικό κοντσέρν Rhone - Poulenc και στο δυτικογερμανικό κοντέρν Bayer.

Το γερμανικό κοντσέρν NSU αποφάσισε να συνεργαστεί στενά με το γαλλικό κοντσέρν Citroen για την ανάπτυξη του κινητήρα Βάνκελ ενώ ταυτόχρονα η Citroen αγόρασε την ιταλική εταιρία Maserati. Η Citroen αναγκάστηκε να δεχτεί μια μεγάλη συμμετοχή του μεγάλου ιταλικού κοντσέρν FIAT για να μπορέσει να επιβιώσει στο διεθνή ανταγωνισμό, το κοντσέρν Citroen - Fiat είναι το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό κοντσέρν.

Πριν λίγο καιρό η Bayer,
η Badishe Anilin, η Farbwerke Hochst (τρεις εταιρίες - διάδοχοι της Ig - Farben), τα γαλλικά κοντσέρν Kuhlmann και Progil, η βελγική Petrochim και η ολλανδική Naphtachemie ίδρυσαν μιά κοινή εξαγωγική επιχείρηση, την Glycolex Ag αιθυλενίου και προθυλενίου. Η δυτικογερμανική Wintebhall Ag και η γαλλική εταιρεία Potasse et Engrais Chimiques χτίζουν από κοινού μιά βιομηχανία για την κατασκευή αμμωνίας και τεχνητών λιπασμάτων στο Οττμαρσχαϊμ, κοντά στη Μυλούζη της Αλσατίας.

Η δυτικογερμανική εταιρεία Osram, η ολλανδική Philips και δύο γαλλικές εταιρίες, από τις οποίες η μία αγοράστηκε στο μεταξύ από ένα αμερικάνικο κοντσέρν, αποφάσισαν να ιδρύσουν από κοινού στο Βέλγιο ένα εργοστάσιο λαμπτήρων εξοπλισμένο με την πιο σύγχρονη τεχνική.

Το ελβετικό κοντσέρν Brown, η Broveri και το γερμανικό κοντσέρν Krupp κατασκευάζουν από κοινού ένα πυρηνικό αντιδραστήρα. Το γαλλικό κοντσέρν Forges et Ateliers du Creusot και το γερμανικό κοντσέρν Hanomag αγόρασαν από κοινού την πλειονότητα των μετοχών της αυστριακής Austro - Fiat. Το βελγικό κοντσέρν ACEC, το γαλλικό κοντσέρν C.G.E και μιά ολλανδική βιομηχανία καλωδίων ίδρυσαν από κοινού ένα νέο εργοστάσιο καλωδίων, την CODECA, στο Βέλγιο.

Σαν απάντηση στη συμφωνία ανάμεσα στην Siemens και τη Bosch, που κυριαρχεί στη δυτικογερμανική αγορά ψυγείων, ο σημερινός ανταγωνιστής στην Γερμανία αυτών των δύο μεγάλων κοντσέρν, η AEG - Telefunken αποφάσισε να ιδρύσει μιά κοινή εταιρεία με την ιταλική βιομηχανία Zanussi ώστε να στηρίξει και να επεκτείνει τη θέση του στην αγορά ηλεκτρικών συσκευών.

  © Blogger templates Newspaper by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP