(Στην παράγκα ο Καραγκιόζης έχει κρεμάσει ένα μεγάλο μαύρο πανί. Ο
ίδιος είναι απέξω, με ένα πλακάτ που γράφει «απεργία συμπαράστασης» και
πηγαίνει πέρα-δώθε φωνάζοντας συνθήματα.
Μόνος…
Μόνος…
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη! Τι κάνεις εκεί;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι κάνω, ρε Χατζατζάρη; Δεν ξέρεις να διαβάζεις; Απεργώ.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Γιατί;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Για συμπαράσταση στους καθηγητές.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Κι από που απεργείς, βρε αθεόφοβε; Αφού δεν έχεις δουλειά.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Απεργώ από την ανεργία μου.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ποια ανεργία σου, βρε; Εσύ δεν είσαι άνεργος, είσαι άεργος.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άεργοι είναι αυτοί που ψηφίζεις, Χατζατζάρη. Όχι άεργοι, κακούργοι είναι. Υπούργοι και πρωθυπούργοι, όλοι κακούργοι.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Κατάλαβα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι κατάλαβες, ρε Χατζατζάρη; Πες μου μήπως καταλάβω κι εγώ...
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Σε πέταξε η Αγλαΐα έξω από το σπίτι, τέτοιος χαραμοφάης που είσαι, και είπες να κάνεις μια απεργία μήπως έρθουν τα κανάλια.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ξέρεις που τα έχω γραμμένα τα κανάλια σου, Χατζατζάρη, αλλά δεν σου λέω γιατί ακούνε και μικρά παιδιά.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Και τότε; Γιατί κάνεις απεργία;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πάλι τα ίδια θα σου λέω; Κάνω συμπαράσταση στους καθηγητές.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Στους καθηγητές που θέλουν να απεργήσουν μέσα στις πανελλήνιες και υπονομεύουν το μέλλον των παιδιών μας;
(Ο Καραγκιόζης του ρίχνει φάπα).
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Βαράω μήπως ξεκουνηθεί λίγο το
μυαλουδάκι σου, γιατί πολύ τηλεόραση βλέπεις και έπιασε αράχνες… Αυτοί
υπονομεύουν το μέλλον των παιδιών μας;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Αμ, ποιοι;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Χατζατζάρη, έχεις τελειώσει πανεπιστήμιο;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Τι νομίζεις; Όλοι αγράμματοι σαν κι εσένα είμαστε;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και τι δουλειά κάνεις, Χατζατζάρη;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Τι ρωτάς, δεν ξέρεις; Ντελάλης είμαι.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πόσα παίρνεις το μήνα;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Όταν έχει δουλειά βγάζω μέχρι και 5 λίρες.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και σου φτάνουν;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Την κουτσοβγάζουμε.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αυτό είναι το μέλλον των παιδιών σου, Χατζατζάρη. Να την κουτσοβγάζουνε… Όταν έχει δουλειά.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Απ’ το ολότελα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τέτοια μυαλά έχετε όλοι γι’ αυτό
καταντήσαμε εδώ που καταντήσαμε. Απ’ το ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα,
απ’ το ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα, και κοντεύουν να μας πάρουν και τα σώβρακα… Γι’ αυτό σου λέω: Έλα να κάνουμε μια απεργία διαρκείας να τους τα πάρουμε εμείς.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Δεν το περίμενα να γίνεις και συνδικαλιστής, Καραγκιόζη.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν είμαι συνδικαλιστής, Χατζατζάρη.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Κομμουνιστής;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ούτε.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Αναρχικός;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ούτε.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Τι είσαι τότε;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Φτωχός είμαι, Χατζατζάρη, όπως είσαι κι εσύ, φτωχός και μόνος.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Και τι νομίζεις ότι θα καταφέρεις, έτσι μόνος σου;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ένας φτωχός μόνος είναι ένας φτωχός. Πολλοί φτωχοί μαζί είναι κίνημα. Όλοι οι φτωχοί μαζί είναι επανάσταση.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Χαχαχα, δεν το περίμενα να γίνεις κι επαναστάτης, κακομοίρη μου.
(Ο Καραγκιόζης του ρίχνει φάπα.)
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Τι βαράς, ρε;
ΚΑΡΑΓΚΟΖΗΣ: Είδες; Ούτε κι αυτό το περίμενες… Πάντα από εκεί που δεν το περιμένεις σου έρχεται. Άρπα άλλη μία.
(Του ρίχνει κι άλλη.)
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ως εδώ! Θα πάω να σε καταγγείλω στον Πασά, ότι με χτύπησες δυο φορές κι ότι απεργείς.
ΚΑΡΑΓΚΟΖΗΣ: Πάρε και μια τρίτη για να ολοκληρωθεί η καταγγελία.
(Τον ξαναχτυπάει. Ο Χατζηαβάτης γυρνάει να φύγει.)
(Ο Χατζηαβάτης φεύγει προς το σαράι.)
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ (μονολογεί): Στην Κατοχή, τουλάχιστον, φορούσαν κουκούλες. Τώρα έχουν βγει όλα στη φόρα. Ακόμα κι η ρουφιανιά… (Φωνάζει): Ο επόμενος αλληλέγγυος.
(Μπαίνει ο Μορφονιός.)
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Ουιτς! Τι κάνεις εκεί, χοντροκέφαλε;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα. Απεργώ, ζώον.
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Ουιτς! Ζώο είσαι και φαίνεσαι… Γιατί απεργείς, ασχημάνθρωπε;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Γιατί μου κλήρωσε ο θεός να έχω
συμπολίτες κάποιους σαν την αφεντομουτσουνάρα σου… Μορφονιέ, έχεις
ακούσει ποτέ την έκφραση βασικός μισθός;
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Όχι, τι είναι αυτό;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Η κόκκινη γραμμή του Πατσά μας… Δουλεύεις, Μορφονιέ;
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Οι όμορφοι δεν δουλεύουν.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Έλα, και δεν το ήξερα να πάω να μου κόψουν επίδομα ομορφιάς… Και τι κάνεις;
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Θα γίνω σταρ της τηλεόρασης και θα βγάζω πολλές λίρες.
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Γιατί; Τι έχει η μυτούλα μου; Η μαμά μου λέει ότι είναι γαλλική.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μάλλον ότι είναι σαν ολόκληρη τη Γαλλία ήθελε να πει.
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Ζηλεύεις, επειδή είμαι όμορφος και θα γίνω σταρ και πλούσιος.
ΚΑΡΑΓΚΟΖΗΣ: Όλοι πλούσιοι θα γίνουν σ’ αυτή τη χώρα.
Μόνο εγώ έχω απομείνει φτωχός… Μορφονιέ, να σου πω κάτι; Με τέτοια
προσόντα που έχεις, γιατί δεν γίνεσαι πορνοστάρ; Να βγάλεις και ένα
διβιδί να σε αποθεώσουν. Οι πορνοστάρ, οι απατεώνες και οι φασίστες πάνε
μπροστά σ’ αυτήν τη χώρα.
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Λες; Ό,τι χρειαστεί θα το κάνω, αρκεί να γίνω διάσημος και πλούσιος.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Έλα, σκύψε να σου πω το μυστικό της επιτυχίας.
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Τι;
(Σκύβει -και ο Καραγκιόζης του ρίχνει μια φάπα.)
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Τι με βαράς, φτωχέ;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Περίμενε, δεν έχω ξαναδείρει διάσημο.
(Ο Μορφονιός γυρίζει να φύγει.)
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Θα σε καταγγείλω στον Πασά. Ουίτς!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Θα πρέπει να περιμένεις στην ουρά.
(Ο Μορφονιός φεύγει.)
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ (μονολογεί): Πόσους σταρ μπορεί να αντέξει αυτή η χώρα; (φωνάζει): Ο επόμενος αλληλέγγυος.
(Κλαρίνα και τσάμικα. Μπαίνει ο Μπαρμπα-Γιώργος.)
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Ντήρι-ντήρι-ντήρι, τι κάν’ς, ωρέ μισοριξιά;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Απεργία, μπάρμπα.
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Τι ‘ν’ τούτο;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Κάτι σαν το κοκορέτσι, αλλά χωρίς κρέας. Μόνο το σουβλί. Ή στον δικό σου θα μπει ή στου Πατσά τον…
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Κωλοπαιδαρίζ’ς πάλι;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Διαμαρτύρομαι, μπάρμπα. Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Η πείνα μου, μπάρμπα.
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Ντήρι-ντήρι-ντήρι, για την πείνα σου τα φταίει το κακό σου το κεφάλι.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άλλο το κεφάλι κι άλλο το στομάχι. Το ένα λέει υπομονή, το άλλο λέει πεινάω. Και το δεύτερο κερδίζει πάντα στο τέλος.
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Κυργιελέισον, ήσουν ζαβό που ήσουν, σε ‘κοψε κι η λόρδα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άσε τα κύριε ελέησον, κανείς δεν σώθηκε με τις προσευχές. Τους παπάδες ο θεός τους ταΐζει νομίζεις;
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Κουμμουνιστής κι άθεος, σε λίγο θα μας γίνεις και τοιούτος.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μόνο ρουφιάνος δεν πρόκειται να
γίνω…Έλα, μπάρμπα, εσύ που ‘σαι και χειροδύναμος, κάτσε ‘δω να κάνουμε
συμπαράσταση στους καθηγητές.
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Στους δασκαλάκους, τους
χαραμοφάηδες; Αυτοί σου βάλανε τα κουμούνια κι τα δαιμόνια στην γκλάβα;
Αυτοί, ανηψούδι, δεν ξέρουν τι πα να πει δουλειά.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και ξέρεις εσύ, μπάρμπα;
(Ο Μπαρμπα-Γιώργος τον πλησιάζει απειλητικά.)
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Με ‘ρωνεύεσαι; Ιγώ ‘χω χίλια κεφάλια ζα και άλλα χίλια ‘κτάρια.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Κι έχεις κι εκατό ζα από το Μπαγλαντές να σου δουλεύουν, όταν εσύ τα ξοδεύεις στα κωλόμπαρα.
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Τους δίνω ψωμί να φάνε τ’ αλλάχια.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ψίχουλα τους δίνεις, όχι ψωμί.
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Μακάρι να ‘ταν κι άλλοι σαν κι ‘μενα.
(Ο Μπαρμπα-Γιώργος τον κοιτάζει άγρια.)
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Ανηψούδι, μου φαίνεται σου χάλασαν το μυαλό οι δασκαλάκοι.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άλλοι μου χαλάσαν τη ζωή, αλλά τι να σου λέω τώρα, σάμπως θα καταλάβεις;
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Πάω να φύω, για να μη σε στουμπήσω, μέρα που ‘ναι.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τράβα, μπάρμπα, άσε να με δείρει κάνας άλλος, μη δερνόμαστε αναμεταξύ μας.
(Ο Μπαρμπα-Γιώργος φεύγει.)
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ (μονολογεί): Έγιναν οι βλάχοι βλαχομπαρόκ και οι γεωργοί τσιφλικάδες, άμοιρο Κιλελέρ… (Φωνάζει): Ο επόμενος αλληλέγγυος.
(Μπαίνει ο σιορ-Διονύσιος με το κουστουμάκι του.)
ΝΙΟΝΙΟΣ: Ω, Καραγκιόζο, καρδούλα μου, τι κάνεις με τα ταμπλό και τις πλακέτες;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Απεργώ, συκωτάκι μου, Νιόνιο. Για συμπαράσταση στους καθηγητές.
ΝΙΟΝΙΟΣ: Καραγκιόζο, ψυχούλα μου, τι συμπαράσταση; Αυτοί δουλεύουν τρεις μήνες και πληρώνονται για δώδεκα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και τα ‘κονομήσανε, Νιόνιο, μεζονέτες χτίζουν.
ΝΙΟΝΙΟΣ: Και πολλά παίρνουν, Καραγκιόζο πενταρούθουνε, για τη δουλειά που κάνουν. Διαλύσανε τη χώρα με τα μισθά τους.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άσε μας, ρε Νιόνιο, που θα μιλήσεις κι εσύ, που τα μασάς του πατέρα σου.
ΝΙΟΝΙΟΣ: Έτυχε, Καραγκιόζο, να έχουμε δυο σπιτάκια να παίρνουμε τα νοίκια και μια τραπεζούλα να βγάζουμε πέντε φιορίνια, εγώ φταίω;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Η μισή Ζάκυνθος δική σου είναι, Νιόνιο,
και η τραπεζούλα σου μας έχει πιεί το αίμα. Και δεν έτυχε, καθόλου δεν
έτυχε. Ας είναι καλά ο παππούς σου που πουλούσε χρυσά δόντια και
δαχτυλίδια στους Γερμανούς… Μη πω και για τ’ αρχαία.
ΝΙΟΝΙΟΣ: Ας τον πάππου μου, Καραγκιόζο, άγαλμα του στήσανε στο Τζάντε.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Με κρατική επιχορήγηση κι αυτό.
ΝΙΟΝΙΟΣ: Καραγκιόζο, δεν φταίει ο παππούς μου που είσαι εσύ φτωχός και άχρηστος.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Κι εγώ προσπαθώ να καταλάβω, ρε Νιόνιο, γιατί γέμισε η Ελλάδα φτωχούς και άχρηστους, και ποιος φταίει.
ΝΙΟΝΙΟΣ: Το κακό σας το κεφάλι.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν έχεις κι άδικο. Αφού δεν πέφτουμε να σας φάμε, εμείς οι φτωχοί…
ΝΙΟΝΙΟΣ: Καραγκιόζο, ψυχούλα μου, συμπονώ τη φτώχια σου.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Καλά, Νιόνιο. Μην συμπονάς πολύ και
πάθεις κάνα έμφραγμα. Οργάνωσε ένα συσσίτιο, κάνε κι ένα φιλανθρωπικό
γκαλά και θα είμαστε όλοι καλά.
ΝΙΟΝΙΟΣ: Φεύγω, Καραγκιόζο.
(Ο σιορ-Διονύσιος βγαίνει.)
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ (μονολογεί): Φύγε, μη βλέπεις τους φτωχούς και σου κόβεται η όρεξη για αστακούς… (Φωνάζει): Ο επόμενος αλληλέγγυος.
(Μπαίνει ο Πασάς με τον Δερβεναγά. Λίγο πιο πίσω ο Χατζηαβάτης.)
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ (ψιθυριστά στον Πασά, δείχνοντας τον Καραγκιόζη): Αυτός είναι!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πάλι καλά που δεν έρχεσαι να με φιλήσεις, Ιούδα.
ΠΑΣΑΣ (στον Βεληγκέκα): Δωσ’ του ‘το, Δερβεναγά.
ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Για, μάιν φύρερ εφέντη.
ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ (ενώ δίνει στον Καραγκιόζη ένα χαρτί): Να, γκιαούρη.
(Ο Καραγκιόζης το παίρνει και το διαβάζει.)
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι ‘ν’ αυτό;
ΠΑΣΑΣ: Αυτό είναι πρόσκληση επιστράτευσης.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Κι εγώ που νόμιζα ότι είναι πρόσκληση σε δεξίωση… (Κοιτάει καλύτερα) Εδώ κάτω λέει κάτι για φυλάκιση τριών μηνών.
ΠΑΣΑΣ: Αν απεργήσεις.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ε, αυτό δεν είναι επιστράτευση, είναι προφυλάκιση.
ΠΑΣΑΣ: Αν απεργήσεις.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν υπάρχει αν. Απεργώ.
ΠΑΣΑΣ: Ε, τότε κι εμείς πρέπει να προστατέψουμε την έρρυθμη λειτουργία του κράτους.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι κακό κάνω στο κράτος με την απεργία μου; Τι χειρότερο από αυτά που κάνετε εσείς;
ΠΑΣΑΣ: Υπονομεύεις το μέλλον…
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ποιανών;
(Ο Πασάς ψάχνει να βρει κάτι να πει. Βλέπει έναν ποντικό να βγάζει τη μούρη του από την παράγκα και να ξαναχώνεται μέσα.)
ΠΑΣΑΣ: …Των τρωκτικών.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ορίστε;
ΠΑΣΑΣ: Νομίζεις ότι θα σε αφήσουμε να παίζεις
παιχνίδια με το μέλλον των τρωκτικών που ζουν στην… παράγκα σου; Δεν
σκέφτεσαι πόσο αγωνιούν αυτά που σε βλέπουν να περιφέρεσαι και να
απεργείς; Με τι ψυχολογία θα ροκανίσουν; Με τι ψυχολογία θα ζήσουν, όταν
σε βλέπουν εσένα να απεργείς την κρισιμότερη στιγμή;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αυτό δεν το σκέφτηκα.
ΠΑΣΑΣ: Γι’ αυτό σε καλώ να σταματήσεις την απεργία,
πριν να είναι πολύ αργά για όλους. Η Υψηλή Πύλη θα προστατέψει με κάθε
κόστος τα τρωκτικά.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πάντα έτσι κάνει.
ΠΑΣΑΣ: Άσε που με το πανί που έχεις κρεμάσει μου προκαλείς δυσθυμία… Τι σημαίνει αυτό το μαύρο πανί; Σαν πένθος είναι.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πενθώ. Πενθώ για την Ελλάδα.
ΠΑΣΑΣ: Άσε την Ελλάδα. Την Ελλάδα τη φροντίζω εγώ.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Γι’ αυτό πενθώ.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εσείς σπέρνετε θύελλες και θα θερίσετε καταιγίδες.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ (ψιθυριστά στον Πασά): Σας το ‘πα ότι είναι επικίνδυνος.
ΠΑΣΑΣ (στον Καραγκιόζη): Λοιπόν; Θα σταματήσεις την απεργία;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Όταν σταματήσετε κι εσείς την άνευ όρων προδοσία.
ΠΑΣΑΣ: Πολύ καλά! (Στον Δερβέναγα): Ρίξτον στο μπουντρούμι. Και κάντου και ένα καλό φότοσοπ, να προσομοιάζει με άνθρωπο.
ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ (στον Πασά): Μπο, για, μάιν φύρερ εφέντη. (Στον Καραγκιόζη): Ράους, γκιαούρη.
(Αρχίζει να τον δέρνει και να τον σέρνει προς το σαράι. Εκεί
στέκονται και παρακολουθούν, ατάραχοι, ο Χατζηαβάτης, ο Μορφονιός, ο
Μπαρμπα-Γιώργος και ο σιορ-Διονύσιος.
Ο Καραγκιόζης, ανάμεσα στις κατατραπακιές, σηκώνει το κεφάλι να τους κοιτάξει).
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ (φωνάζει): ΑΠΕΡΓΙΑ, ΡΕ ΚΟΥΦΑΛΕΣ!!!