Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη
Ενώ το έλκηθρο του Αη Βασίλη πετούσε κάτω από ένα γκρίζο σύννεφο έπεσε πάνω του ο λύκος καθώς το αλεξίπτωτο που χρησιμοποιούσε τρύπησε από τη μύτη ενός πελαργού.
Πέφτοντας ο λύκος πλάκωσε το ξωτικό που εκείνη τη στιγμή κρατούσε τα ηνία των ταράνδων.
«Σιγά βρε λύκε με τσαλάκωσες»
είπε το ξωτικό που ακριβώς πριν από δύο μέρες είχε πέσει πάνω του με τον ίδιο τρόπο η πονηρή αλεπού.
«Συγνώμη ξωτικό, ο πελαργός φταίει που έχει μεγάλη μύτη» απάντησε ο λύκος και έδωσε μια προς τα πάνω ελευθερώνοντας από το βάρος του το ξωτικό.
Απρόσεκτος καθώς ήταν δεν πρόσεξε το σύννεφο που βρισκόταν από πάνω του με αποτέλεσμα να χτυπήσει με το κεφάλι του στο σύννεφο και να πέσει προς τα κάτω χωρίς όμως να μπορέσει αυτή τη φορά να πέσει στο έλκυθρο. ΄Ετσι κατέληξε σε λίγα δευτερόλεπτα στο βυθό της λίμνης που βρισκόταν ακριβώς από κάτω του.
Αμέσως μαζεύτηκαν τα ψάρια και άρχισαν να του τρώνε σιγά σιγά την ουρά.
«Τι κάνετε εκεί ψάρια;» είπε ο λύκος «Αν μου φάτε την ουρά εγώ τι θα κάνω; Περιμένετε να πεταχτώ στο σούπερ μάρκετ να πάρω μια ουρά ακόμη και μετά έρχομαι να συνεχίσετε να τρώτε τη δική μου».
Πετάχτηκε λοιπόν στο σούπερ μάρκετ, πήρε μια ουρά λύκου την έβαλε πίσω του και επέστρεψε στο βυθό της λίμνης. Μόλις τα ψάρια του έφαγαν την αυθεντική ουρά ο λύκος τα αποχαιρέτησε ένα ένα διά χειραψίας.
«Γεια σου ψάρι, γεια σου και σένα ψαράκι, γειάσου ψαρούκλα θα σας θυμάμαι πάντα».
Μετά έβγαλε φτερά στους ώμους του βγήκε από τη λίμνη και ανέβηκε ψηλά στον ουρανό όπου σε λίγα λεπτά τράκαρε πάνω στη γιαγιά της κοκκινοσκουφίτσας.
«Που πας γιαγιά έτσι απρόσεκτη και πώς βρέθηκες εδώ πάνω;» τη ρώτησε ο λύκος.
«Μου δάνεισε τα φτερά του ένας πελεκάνος για να πάω στο πάρτυ»
«Ποιο πάρτυ;»
«Έχουμε πάρτυ όλες οι γιαγιάδες των παραμυθιών στο παλάτι της ωραίας κοιμωμένης. Θες νάρθεις;»
«Μπα έχω ραντεβού με την κυρά αλεπού για να σχεδιάσουμε την είσοδο στο σπίτι σου. Ξέχασες ότι πρέπει να σε φάω και μετά να φάω και την εγγονή σου την κοκκινοσκουφίτσα; Όλα αυτά θέλουν χρόνο και πονηριά»
«Καλά βρες την αλεπού, πήγαινε στο σπίτι μου στο δάσος και περίμενέ με. Θα πιω δυο τρία ποτηράκια και θα γυρίσω να με φας με την ησυχία μου.»
Η γιαγιά της κοκκινοσκουφίτσας ήπιε το τρίτο ουισκάκι της περιμένοντας λίγο μήπως εμφανιστεί ο παππούς του πρίγκηπα. Μάταια όμως, γιαυτό και αποφάσισε να φύγει.
Ανέβηκε στο νέο της αεροπλανοϋποβρύχιο που το αγόρασε προσφάτως από τον κύριο Μπαινόπουλο και κίνησε για το σπίτι της στο δάσος. Εκεί την περίμενε η εγγονή της με το λύκο που είχε μπει κάτω από το πάπλωμα του κρεβατιού και την περίμενε να τη φάει. Είχε αγοράσει και μαστίχα Χίου για να τη χωνέψει πιο εύκολα γιατί του είπαν ότι οι γιαγιάδες είναι δυσκολοχώνευτες.
Φτάνοντας η γιαγιά έξω από το σπίτι είδε την κοκκινοσκουφίτσα να προσπαθεί να απομακρύνει τη μύτη του Πινόκιο από τον κορμό ενός δέντρου.
«Πώς το έπαθες αυτό παιδί μου; Πάλι ψέματα είπες;»
«Όχι γιαγιά, αυτή τη φορά είπα αλήθεια και μάλιστα τόσο μεγάλη που η μύτη μου καρφώθηκε στο δέντρο».
«Ποια αλήθεια είπες παιδί μου;»
«Να, είπα, για αστείο δηλαδή, ότι τελικά δεν θα φάει ο λύκος εσένα και την εγγονή σου αλλά πρώτες εσείς θα τον διώξετε»
«Λες αλήθεια παιδί μου; Γίνονται αυτά τα πράγματα;»
«Γιαγιά αλήθεια σου λέω, το τελευταίο διάστημα η μύτη μου δεν μεγαλώνει όταν λέω ψέματα αλλά όταν πω καμιά αλήθεια. Βαρέθηκα να μεγαλώνει μόνο η δική μου μύτη όταν λέω ψέματα και του Μασαρά, του Ζενιβέλου, του Στούρνου και των άλλων να παραμένει η ίδια παρόλο που ξέχασαν να λένε αλήθεια»
Η γιαγιά πίστεψε τον Πινόκιο γιατί ήξερε πως δεν θα κάρφωνε ποτέ τη μύτη του στο δέντρο ως γνήσιος οικολόγος που είναι.
Έτσι, για να μην αλλάξει το παραμύθι και απογοητευτούν τα παιδιά, μπήκε μέσα ενημέρωσε το λύκο για τις νέες εξελίξεις, μπήκαν όλοι στο αεροπλανοϋποβρύχιο και βυθίστηκαν σε λίγο στο πέλαγος για να συνεχίσουν υποβρυχίως το ταξίδι τους.
Από τότε κανείς δεν άκουσε ξανά κάτι γι΄αυτούς.
«Εντάξει γιαγιά θα σε περιμένω, θα δω καμιά ταινία στην τηλεόραση μέχρι νάρθεις. Καλή διασκέδαση»
Ξεκίνησε λοιπόν η γιαγιά για το πάρτυ των γιαγιάδων όλο χαρά. Για να φτάσει γρήγορα στον τόπο συνάντησης πήρε τηλέφωνο τον κύριο Νεοθανάση.
«Ναι κύριε Νεοθανάση θα ήθελα ένα ελικόπτερο γρήγορα για κάποιο πάρτυ σας παρακαλώ.»
«Βεβαίως γιαγιά της κοκκινοσκουφίτσας. Πετάγομαι λίγο μέχρι την Μπεκάτσα να πάρω δυο παλληκάρια από το κολέγιο και έρχομαι.»
Ο Νεοθανάσης έφτασε πολύ γρήγορα ανέβασε τη γιαγιά στο ελικόπτερο με ένα ανεμοασανσέρ ειδικό για τέτοιες περιπτώσεις και κατευθύνθηκε προς το χώρο που θα γινόταν το πάρτυ σε ένα σύννεφο πάνω από τη μεγάλη μπιζελιά.
Εκεί την υποδέχτηκε η γιαγιά της σταχτοπούτας η οποία φορούσε τα γοβάκια της εγγονής της και είχε την ελπίδα πως θα την ζητούσε σε χορό ο παππούς του πρίγκηπα.
ΠΗΓΗ:
https://kyrgiakischristos.wordpress.com/
Ενώ το έλκηθρο του Αη Βασίλη πετούσε κάτω από ένα γκρίζο σύννεφο έπεσε πάνω του ο λύκος καθώς το αλεξίπτωτο που χρησιμοποιούσε τρύπησε από τη μύτη ενός πελαργού.
Πέφτοντας ο λύκος πλάκωσε το ξωτικό που εκείνη τη στιγμή κρατούσε τα ηνία των ταράνδων.
«Σιγά βρε λύκε με τσαλάκωσες»
είπε το ξωτικό που ακριβώς πριν από δύο μέρες είχε πέσει πάνω του με τον ίδιο τρόπο η πονηρή αλεπού.
«Συγνώμη ξωτικό, ο πελαργός φταίει που έχει μεγάλη μύτη» απάντησε ο λύκος και έδωσε μια προς τα πάνω ελευθερώνοντας από το βάρος του το ξωτικό.
Απρόσεκτος καθώς ήταν δεν πρόσεξε το σύννεφο που βρισκόταν από πάνω του με αποτέλεσμα να χτυπήσει με το κεφάλι του στο σύννεφο και να πέσει προς τα κάτω χωρίς όμως να μπορέσει αυτή τη φορά να πέσει στο έλκυθρο. ΄Ετσι κατέληξε σε λίγα δευτερόλεπτα στο βυθό της λίμνης που βρισκόταν ακριβώς από κάτω του.
Αμέσως μαζεύτηκαν τα ψάρια και άρχισαν να του τρώνε σιγά σιγά την ουρά.
«Τι κάνετε εκεί ψάρια;» είπε ο λύκος «Αν μου φάτε την ουρά εγώ τι θα κάνω; Περιμένετε να πεταχτώ στο σούπερ μάρκετ να πάρω μια ουρά ακόμη και μετά έρχομαι να συνεχίσετε να τρώτε τη δική μου».
Πετάχτηκε λοιπόν στο σούπερ μάρκετ, πήρε μια ουρά λύκου την έβαλε πίσω του και επέστρεψε στο βυθό της λίμνης. Μόλις τα ψάρια του έφαγαν την αυθεντική ουρά ο λύκος τα αποχαιρέτησε ένα ένα διά χειραψίας.
«Γεια σου ψάρι, γεια σου και σένα ψαράκι, γειάσου ψαρούκλα θα σας θυμάμαι πάντα».
Μετά έβγαλε φτερά στους ώμους του βγήκε από τη λίμνη και ανέβηκε ψηλά στον ουρανό όπου σε λίγα λεπτά τράκαρε πάνω στη γιαγιά της κοκκινοσκουφίτσας.
«Που πας γιαγιά έτσι απρόσεκτη και πώς βρέθηκες εδώ πάνω;» τη ρώτησε ο λύκος.
«Μου δάνεισε τα φτερά του ένας πελεκάνος για να πάω στο πάρτυ»
«Ποιο πάρτυ;»
«Έχουμε πάρτυ όλες οι γιαγιάδες των παραμυθιών στο παλάτι της ωραίας κοιμωμένης. Θες νάρθεις;»
«Μπα έχω ραντεβού με την κυρά αλεπού για να σχεδιάσουμε την είσοδο στο σπίτι σου. Ξέχασες ότι πρέπει να σε φάω και μετά να φάω και την εγγονή σου την κοκκινοσκουφίτσα; Όλα αυτά θέλουν χρόνο και πονηριά»
«Καλά βρες την αλεπού, πήγαινε στο σπίτι μου στο δάσος και περίμενέ με. Θα πιω δυο τρία ποτηράκια και θα γυρίσω να με φας με την ησυχία μου.»
Η γιαγιά της κοκκινοσκουφίτσας ήπιε το τρίτο ουισκάκι της περιμένοντας λίγο μήπως εμφανιστεί ο παππούς του πρίγκηπα. Μάταια όμως, γιαυτό και αποφάσισε να φύγει.
Ανέβηκε στο νέο της αεροπλανοϋποβρύχιο που το αγόρασε προσφάτως από τον κύριο Μπαινόπουλο και κίνησε για το σπίτι της στο δάσος. Εκεί την περίμενε η εγγονή της με το λύκο που είχε μπει κάτω από το πάπλωμα του κρεβατιού και την περίμενε να τη φάει. Είχε αγοράσει και μαστίχα Χίου για να τη χωνέψει πιο εύκολα γιατί του είπαν ότι οι γιαγιάδες είναι δυσκολοχώνευτες.
Φτάνοντας η γιαγιά έξω από το σπίτι είδε την κοκκινοσκουφίτσα να προσπαθεί να απομακρύνει τη μύτη του Πινόκιο από τον κορμό ενός δέντρου.
«Πώς το έπαθες αυτό παιδί μου; Πάλι ψέματα είπες;»
«Όχι γιαγιά, αυτή τη φορά είπα αλήθεια και μάλιστα τόσο μεγάλη που η μύτη μου καρφώθηκε στο δέντρο».
«Ποια αλήθεια είπες παιδί μου;»
«Να, είπα, για αστείο δηλαδή, ότι τελικά δεν θα φάει ο λύκος εσένα και την εγγονή σου αλλά πρώτες εσείς θα τον διώξετε»
«Λες αλήθεια παιδί μου; Γίνονται αυτά τα πράγματα;»
«Γιαγιά αλήθεια σου λέω, το τελευταίο διάστημα η μύτη μου δεν μεγαλώνει όταν λέω ψέματα αλλά όταν πω καμιά αλήθεια. Βαρέθηκα να μεγαλώνει μόνο η δική μου μύτη όταν λέω ψέματα και του Μασαρά, του Ζενιβέλου, του Στούρνου και των άλλων να παραμένει η ίδια παρόλο που ξέχασαν να λένε αλήθεια»
Η γιαγιά πίστεψε τον Πινόκιο γιατί ήξερε πως δεν θα κάρφωνε ποτέ τη μύτη του στο δέντρο ως γνήσιος οικολόγος που είναι.
Έτσι, για να μην αλλάξει το παραμύθι και απογοητευτούν τα παιδιά, μπήκε μέσα ενημέρωσε το λύκο για τις νέες εξελίξεις, μπήκαν όλοι στο αεροπλανοϋποβρύχιο και βυθίστηκαν σε λίγο στο πέλαγος για να συνεχίσουν υποβρυχίως το ταξίδι τους.
Από τότε κανείς δεν άκουσε ξανά κάτι γι΄αυτούς.
«Εντάξει γιαγιά θα σε περιμένω, θα δω καμιά ταινία στην τηλεόραση μέχρι νάρθεις. Καλή διασκέδαση»
Ξεκίνησε λοιπόν η γιαγιά για το πάρτυ των γιαγιάδων όλο χαρά. Για να φτάσει γρήγορα στον τόπο συνάντησης πήρε τηλέφωνο τον κύριο Νεοθανάση.
«Ναι κύριε Νεοθανάση θα ήθελα ένα ελικόπτερο γρήγορα για κάποιο πάρτυ σας παρακαλώ.»
«Βεβαίως γιαγιά της κοκκινοσκουφίτσας. Πετάγομαι λίγο μέχρι την Μπεκάτσα να πάρω δυο παλληκάρια από το κολέγιο και έρχομαι.»
Ο Νεοθανάσης έφτασε πολύ γρήγορα ανέβασε τη γιαγιά στο ελικόπτερο με ένα ανεμοασανσέρ ειδικό για τέτοιες περιπτώσεις και κατευθύνθηκε προς το χώρο που θα γινόταν το πάρτυ σε ένα σύννεφο πάνω από τη μεγάλη μπιζελιά.
Εκεί την υποδέχτηκε η γιαγιά της σταχτοπούτας η οποία φορούσε τα γοβάκια της εγγονής της και είχε την ελπίδα πως θα την ζητούσε σε χορό ο παππούς του πρίγκηπα.
ΠΗΓΗ:
https://kyrgiakischristos.wordpress.com/