Της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη
Ο
συστημικός λόγος, ως κυρίαρχος λόγος, λόγος εξουσίας, από όπου κι αν
εκπορεύεται κάθε φορά, επιδιώκει αφενός να ασκεί τη μέγιστη δυνατή
κοινωνική επιρροή, αφετέρου επιχειρεί την εξαφάνιση οποιασδήποτε τάσης,
άποψης, θέσης ή ακόμα και ομάδας που παράγει αντίλογο και επιδιώκει να
αποτελέσει το ανάχωμα σε αυτήν την επιρροή. Βεβαίως, ο πόλεμος σε
επίπεδο ρητορικής και προπαγάνδας κατέχει εξέχουσα θέση μέσα στην
εργαλειοθήκη της εκάστοτε εξουσίας, πολλώ δε μάλλον σήμερα, που τα όπλα
(με την κυριολεκτική και όχι μεταφορική σημασία τους), περισσότερο
χρησιμοποιούνται σαν επιχειρήματα στα πλαίσια μιας προπαγάνδας –
διαφήμισης ισχύος, παρά για τη διεξαγωγή πραγματικών αναμετρήσεων. (Η
τεράστια ισχύς των σύγχρονων όπλων αποτελεί το κύριο επιχείρημα της
αποτροπής των πραγματικών πολεμικών συρράξεων).
Ποιες είναι λοιπόν οι στρατηγικές που εφαρμόζει ο λόγος της εξουσίας για
να αποδομήσει τον αντίλογο απ’ όπου και απ’ όποιον κι αν εκφέρεται;
Θα
επικεντρωθούμε σε τρεις βασικές στρατηγικές, η αξία των οποίων έχει ναι
μεν διαχρονική ισχύ, παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια φαίνεται να
γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς στις προτιμήσεις των φορέων της
εξουσίας, με αποκορύφωμα ίσως την σημερινή περίοδο της υγειονομικής
κρίσης του κορωνοϊού:
Φολκλοροποίηση
Η στρατηγική αυτή επιχειρεί να δημιουργήσει συγκεκριμένες
ψυχοκοινωνιολογικές παραστάσεις για όλους αυτούς που αντιδρούν στην (ή
διαφοροποιούνται από την) επικρατούσα πολιτική ορθότητα. Οι εν λόγω
παραστάσεις, αξιοποιώντας όλα τα στερεότυπα με τα οποία ο «μορφωμένος-
προοδευτικός» κόσμος αποδίδει στον «παλαιό, συντηρητικό, αναχρονιστικό»
κόσμο, συνθέτουν ένα ψυχοκοινωνικό προφίλ που αποτελείται εν όλω ή εν
μέρει από τα ακόλουθα πάνω κάτω κοινωνιο-συμπεριφορικά, διανοητικά και
ψυχολογικά στοιχεία:
Ο σύγχρονος «αντιδραστικός», δεν είναι μόνο «γραφικός». Είναι λίγο ή
πολύ «χοντράνθρωπος», πιθανότατα και «αμόρφωτος». Αρέσκεται σε θεωρίες
συνωμοσίας, συνεπώς, λίγο ή πολύ, έχει μαγική σκέψη και διακρίνεται από
ένα είδος πολιτισμικής και πολιτικής «καθυστέρησης». Οι στάσεις και οι
συμπεριφορές του κάποιες φορές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πρωτόγονες
ή /και βάρβαρες. Η παράσταση που δημιουργείται αναφορικά με το φύλο
αφήνει να εννοηθεί πως είναι άντρας με «brutal» κινησιολογία και
φρασεολογία. Αν δε είναι γυναίκα, υποτίθεται ότι υποτάσσεται και
προσαρμόζεται στα παραδοσιακά πατριαρχικά πρότυπα.Παίρνει θέσεις που η
κυρίαρχη πολιτική ορθότητα (η οποία εκπορεύεται από τις λεγόμενες ελίτ
και όλα τα μέσα διαμόρφωσης κοινής γνώμης που εξυπηρετούν τα συμφέροντά
της,) τις χαρακτηρίζει συλλήβδην ως ακροδεξιές˙ τάσσεται κατά πάσα
πιθανότητα κατά της λαθρομετανάστευσης και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί
έως και «ρατσιστής»˙ δηλώνει ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς με το
έδαφος καταγωγής και εργασίας που αποκαλεί πατρίδα του και την ιστορία
της, άρα κινδυνεύει να χαρακτηριστεί πατριώτης, ακόμα και εθνικιστής˙
δεν είναι ιδιαίτερα ανοιχτός στην εξατομικεύουσα διαφορετικότητα, δηλαδή
υποστηρίζει τα επιχειρήματα που προβάλλουν την κοινωνική και
πολιτισμική συνεκτικότητα των πραγματικών ιστορικών κοινωνιών˙ θεωρεί
τις βιολογικές μεταβλητές του φύλου των έμβιων όντων από υπαρκτές έως
και απαραβίαστες˙ θα μπορούσε να ταξινομηθεί ακόμα και στους
ομοφοβικούς, σίγουρα πάντως διατυπώνει πολλές επιφυλάξεις γύρω από τον
«εκσυγχρονισμό» των οικογενειακών ηθών, την κατάργηση των προσδιορισμών
φύλου για τους δύο γονείς ή και την υιοθεσία παιδιών από ομοφυλόφιλα
ζευγάρια˙ δεν είναι ιδιαίτερα ψύχραιμος και διαλεκτικός στην επίλυση των
προβλημάτων του, δεν «λειαίνει τις γωνίες», ούτε επιδεικνύει ιδιαίτερη
ανεκτικότητα˙ κινητοποιείται περισσότερο από το θυμικό και φέρεται συχνά
παρορμητικά˙ δεν έχει πολύ καλή σχέση με τον αυτοέλεγχο και σίγουρα –
για να έρθουμε στα «ψυχολογικώς καθ’ ήμας» – δεν είχε πιθανότατα στη ζωή
του πολύ καλή σχέση με τους ψυχολόγους και τα «ψυχολογικής φύσης
θέματα»... Αναφορικά δε με τη δημοσιογραφική επικαιρότητα περί
σεξουαλικών παρενοχλήσεων που βλέπουν ετεροχρονισμένα το φως της
δημοσιότητας, κυρίως μέσα από αποκαλύψεις λίγο ή πολύ διάσημων γυναικών,
είναι εκείνος που, ακόμα και αν δεν το διατυπώσει φωναχτά είναι πολύ
πιθανό να σκεφτεί: «Καλά τώρα το θυμήθηκαν όλες αυτές! Μου φαίνεται από
περίεργο έως και ύποπτο! Και οι άλλες, που δεν ενέδωσαν τι απέγιναν,
άραγε;».
Τα παραπάνω προφανώς χαρακτηρίζουν τις στρατηγικές διαμόρφωσης και
χειραγώγησης της κοινής γνώμης από τις λεγόμενες ελίτ. Σε αυτό το
παιχνίδι, οι λέξεις έχουν χάσει προ πολλού το νόημα τους, αλλά όχι τη
δυνατότητα να διαμορφώνουν τους τρόπους σκέψης των πολιτών.
Το ανωτέρω ψυχοκοινωνιολογικό προφίλ θα μπορούσαμε να το συναντήσουμε
είτε αυτούσιο, είτε να αναγνωρίσουμε πολλά ή κάποια από τα στοιχεία του
σε διάφορους ανθρώπους που γνωρίζουμε ή και αλληλεπιδρούμε μαζί τους
καθημερινά. Η χρήση του από την κυρίαρχη πολιτική ορθότητα είναι να
οικοδομεί μια ανθρώπινη φιγούρα «σκιάχτρο» ως μέτρο σύγκρισης και
αξιολόγησης των ανθρώπινων συμπεριφορών. Κάθε ένας από εμάς λοιπόν,
εφόσον επιθυμεί να ενταχθεί με επιτυχία στα κοινωνικά δρώμενα, να χαίρει
σεβασμού και εκτίμησης και να θεωρείται ένας ανοιχτόμυαλος,
πολιτισμένος, πεπαιδευμένος άνθρωπος, με λίγα λόγια να έχει μια ευκαιρία
να επενδύσει στην κοινωνική του διάκριση αφενός και αναγνώριση κατ’
επέκταση, οφείλει να αντιπαραβάλλει τα στοιχεία του εαυτού του με εκείνα
του ψυχοκοινωνιολογικού προφίλ που περιγράψαμε το οποίο θα λειτουργεί
τότε στο αξιακό επίπεδο ως ιδανικό αντιπαράδειγμα συμπεριφοράς και
σκέψης. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει όπως είναι γνωστό για τον κάθε
πολιτικά και πολιτισμικά αποικιοκρατούμενο που προσαρμόζεται, για να
ανέλθει κοινωνικά, στα πρότυπα συμπεριφοράς του αποικιοκράτη ή του
αφέντη του. Άλλωστε, το ίδιο βεβαίως – και μάλιστα με μεγάλη προσοχή,
οφείλει να κάνει το άτομο, όχι μόνον για τον εαυτό του, αλλά και για
τους οικείους του, διότι το «δείξε μου τον φίλο σου να σου πω ποιος
είσαι», τώρα μάλιστα, που έγινε μέσω covid της μόδας η «χαρτογράφηση
επαφών», μπορεί να αποκτήσει πολλαπλά νοήματα.
Καταληκτικά, θα
σημειώναμε ότι η πολιτική ορθότητα ωθεί τις λαϊκές και πληβειακές μάζες
να εγκαταλείψουν αυτό που έως τώρα θεωρούνταν κοινή λογική και να
υιοθετήσουν πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς που τις «ελιτοποιούν»
πολιτισμικά και κοινωνικά, συνεπώς ιδεολογικά, ως «προοδευτικές». Έτσι,
οι «ελίτ» εικονικά διευρύνονται και γίνονται ένας νέος
«παγκοσμιοποιημένος λαός». Είναι αυτή ακριβώς η διαδικασία που ορίζεται και αναλύεται από τον Γ. Παπαμιχαήλ, ως «ελιτοποίηση των πληβείων» (Αυτοκρατορία και Συνειδήσεις, εκδ. Gutenberg, 2005).
Πρόκειται για την άμεση ή έμμεση προσαρμογή των πολιτισμικά
αποικιοκρατούμενων, συνήθως κοινωνικά υποδεέστερων και πολιτικά
ανίσχυρων πολιτών, στα αξιακά πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς που οι
εκάστοτε κυρίαρχοι και ισχυροί καθοδηγητές θεωρούν κατάλληλα για το
εξατομικευμένο πλήθος των ιδιωτών – υπηκόων. Εάν λοιπόν αυτό που
ισχυρίζονται ορισμένοι πολιτικοί στοχαστές αληθεύει, αν δηλαδή οι «ελίτ»
έχουν καταντήσει οι ίδιες αμόρφωτες και ημιμαθείς, θα πρέπει να
συμπεράνουμε ότι δεν είναι σε αυτές τις ελίτ που θα έπρεπε να
απευθύνεται όποιος θέλει να πει κάτι που υπερβαίνει τα όρια της
ισχύουσας πολιτικής ορθότητας, αλλά σε άλλους ευαισθητοποιημένους
κοινωνικά και πολιτικά πολίτες, ιδίως αναγνώστες, που μάλλον βρίσκονται
έξω από τον στενό κύκλο του πανεπιστημίου και μακριά από τον επίσημο
κόσμο των πολιτιστικών κινήσεων.
Ποινικοποίηση
Η επόμενη στρατηγική, εκείνη της ποινικοποίησης, αφορά όλους αυτούς που
δεν ελέγχονται ιδεολογικά από την πρώτη, αφού δεν φαίνεται να επενδύουν
με τόσο συμπλεγματικό τρόπο στο lifestyle τους. Ίσως μάλιστα, η
στρατηγική της ποινικοποίησης να απευθύνεται ειδικά και κυρίως σε
αυτούς οι οποίοι χωρίς να ντρέπονται, δηλώνουν έμμεσα ή άμεσα πως
ανήκουν στην κατηγορία των πολιτών που εν μέρει τουλάχιστον, επικροτούν
απόψεις ή θέσεις που θα μπορούσαν ενδεχομένως να χαρακτηριστούν από
«αντιδραστικές» έως και … «ψεκασμένες» από την υποθετικά αψέκαστη, δήθεν
ορθολογική και προοδευτική πολιτική ορθότητα. Εδώ βεβαίως θα βρούμε
τις πάσης φύσεως απαγορεύσεις, την τιμωρία τους από την αστυνομία, τα
πρόστιμα, τις πάσης φύσεως διώξεις, τις φυλακίσεις κλπ. Γενικότερα, η
ποινικοποίηση κάθε μορφής «ρητορικής μίσους», όπως ονομάζεται κάθε
αμφισβήτηση της ψευδεπίγραφης ανεκτικότητας σχεδόν στα πάντα, δηλαδή
της αδιάφορης αποστασιοποίησης από τα πάντα, που αντικατέστησε στις
συνειδήσεις το παραδοσιακό χριστιανικό πρόταγμα μιας «αγάπης για τον
πλησίον», που κάποτε έφτανε υπερβατικά μέχρι της αυτοθυσίας για τα
ιερά και τα όσια της κοινότητας…
Αποσιώπηση
Θα αναλύσουμε την στρατηγική της αποσιώπησης, με κύρια εργαλεία της την λογοκρισία και την αυτολογοκρισία, στο επόμενο άρθρο.
Εικαστικά Pierre Fichefeux