Εξαφάνισης του "Αντίλογου"
Της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη
Αποσιώπηση
Η λογοκρισία, συμπεριλαμβανομένης της αυτολογοκρισίας
εκείνων των ατόμων των οποίων οι απόψεις, οι ηθικές ή πολιτικές
επιφυλάξεις, οι αμφιβολίες ή η κριτική σκέψη τείνουν να υπερβούν τα όρια
της ισχύουσας πολιτικής ορθότητας, αλλά που ταυτόχρονα δεν επιθυμούν
καθόλου να βρεθούν στο περιθώριο της κοινωνικής ή πολιτικής ζωής, συμβαδίζει με τον συστηματικό στιγματισμό κάθε άποψης ή γνώμης που για κάποιους λόγους ακούγεται ή ταξινομείται ως «αιρετική».
Και σήμερα βεβαίως τείνει να ταξινομείται στις απαράδεκτες, οποιαδήποτε
άποψη, η οποία λίγο καιρό πριν, ακόμα και πριν λίγες μόλις δεκαετίες,
αντιστοιχούσαν σε γενικές γραμμές σε αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούσαν
απλώς «κοινή λογική». Η
πιο συνήθης πρακτική για τον αποκλεισμό τέτοιων «αιρετικών» δεν είναι
βέβαια ο πραγματικός διάλογος, αλλά η αποσιώπηση ή η φολκλοροποίηση των
απόψεων εκείνων που αποκλίνουν από την πολιτική ορθότητα είτε με ύβρεις,
είτε με «επιχειρήματα» τόσο έωλα και παράλογα, τόσο αντιφατικά μεταξύ
τους, που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να τα συστηματοποιήσει ορθολογικά,
έτσι ώστε να αντιπαρατεθεί μαζί τους βήμα προς βήμα. Η
συγκεκριμένη στρατηγική αφορά περισσότερο (αν και όχι μόνο) όλους
εκείνους που λίγο ή πολύ ταξινομούνται στην κατηγορία των ειδικών ή/και
επιστημόνων. Είναι όλοι εκείνοι που χαίρουν κάποιου σεβασμού για τις
ακαδημαϊκές τους περγαμηνές και γνώσεις, που επικαλούνται το ορθολογικό
κύρος των απόψεών τους και που ενδεχομένως θεωρούν πως έχουν
συγκροτημένα επιχειρήματα για να στοιχειοθετήσουν έναν σοβαρό αντίλογο.
Σήμερα οι «αιρετικοί», όσοι δηλαδή υπερβαίνουν τα όρια της πολιτικής ορθότητας της εποχής τους, δεν εξορίζονται πια εκτός της τοπικής γενέθλιας κοινωνίας τους, ούτε βέβαια καίγονται επί της πυράς, ούτε εκτελούνται δημοσίως για παραδειγματισμό. Απλώς, καταδικάζονται στον κοινωνικό θάνατο και οι απόψεις τους στη σιωπή. Ο επιστήμονας, όπως ίσως και ο καλλιτέχνης, για να επιβιώσουν κοινωνικά και επαγγελματικά, οφείλουν να παπαγαλίζουν πειθήνια αυτό που οι «πολιτικώς ορθά» σκεπτόμενοι της εποχής τους καθώς και η πολιτική εξουσία, περιμένουν από αυτούς. Γι’ αυτό άλλωστε, οι πιο σώφρονες πανεπιστημιακοί, για να πουν ορθά κοφτά αυτό που σκέφτονται, περιμένουν συνήθως να πάρουν πρώτα την σύνταξή τους… Άλλωστε η λογοκρισία δεν προέρχεται πια άμεσα από τους επίσημους μηχανισμούς της πολιτικής εξουσίας, αλλά από τα διάφορα λόμπυ, τις κλίκες, τις διαδικτυακές κοινότητες και τα αντίστοιχα δίκτυα. Εκτός από τα επίσημα δημοσιογραφικά και τηλεοπτικά λόμπυ, τεράστιες ιδιωτικές εταιρείες, όπως το facebook, το google, το twitter διαχειρίζονται τους μηχανισμούς της ανάδειξης ή αντίθετα της αποσιώπησης και της εξαφάνισης από το προσκήνιο, όχι μόνον ορισμένων ενοχλητικών απόψεων, αλλά και των ίδιων των προσώπων που τις εκφράζουν δημόσια. Έτσι, με τον φόβο της περιθωριοποίησης ή της φολκλοροποίησης, η εκ των προτέρων αυτολογοκρισία πήρε τη θέση της εκ των υστέρων λογοκρισίας… Σε αυτές τις συνθήκες, πως θα μπορούσε άραγε να υπάρξει, τώρα ή στο άμεσο μέλλον, μια σοβαρή και τεκμηριωμένη δημόσια συζήτηση για οποιοδήποτε σοβαρό θέμα διχάζει την κοινωνία;
Θα προσθέταμε επίσης ότι η διαδικασία της αποσιώπησης είναι ως προς την μακρόχρονη αποτελεσματικότητά της, πολύ πιο επιτυχημένη. Η πάταξη οποιασδήποτε μορφής αντίλογου μέσω διαδικασιών άμεσης βίας, τιμωρίας η οποία εκδηλώνεται ως ένα άμεσο «κυνήγι μαγισσών», δημιουργεί μεν στο παρόν μεγαλύτερο τρόμο και φαινομενικά επιτυγχάνει μεγαλύτερη καταστολή, όμως, όπως έχει φανεί ιστορικά, κάθε μορφή βίαιης απαγόρευσης θέτει τις βάσεις των εν δυνάμει αντιδράσεων, εξεγέρσεων, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και επαναστάσεων. Όμως, η αποσιώπηση λειτουργεί λιγότερο εκρηκτικά, κάνει περισσότερο «δουλειά βάθους» θα λέγαμε και σίγουρα σαν διαδικασία «έχει τον χρόνο με το μέρος της». Παράλληλα, προκαλεί τον ναρκισσισμό του αποσιωπούμενου, ίσως και την παράσταση που έχει ο ίδιος για την αξία του εαυτού του και του έργου του. Στην εποχή της (αυτο) προβολής, των influencer, της κοινωνικής αναγνώρισης και της δημοφιλίας, το να καταδικάζεται κάποιος στην αφάνεια είναι σαν να «θανατώνεται», χωρίς βασανιστήρια, χωρίς πυρές και δήμιους. (Δεν ακούγεσαι; Δεν φαίνεσαι; Άρα δεν υπάρχεις!).
Η εν λόγω στρατηγική μπορεί να εφαρμοστεί πρακτικά με δύο τρόπους: ο πρώτος αφορά την έξωθεν και άνωθεν επιβολή της, ο δεύτερος αφορά την έσωθεν εφαρμογή της. Ο δεύτερος τρόπος, αμιγώς ψυχολογικός, αφορά όπως είπαμε την ίδια την εσωτερική λογοκρισία του ατόμου πάνω στις ιδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές κλπ. απόψεις του αναφορικά με τα κοινωνιοπολιτικά (και όχι μόνο), φλέγοντα ζητήματα της καθημερινής ζωής. Με άλλα λόγια, ο εκάστοτε ειδικός, επιστήμονας ή γενικότερα το κάθε άτομο, γνωρίζει (ή απλώς διαισθάνεται), τι πρέπει να πει για να είναι αρεστό, τι πρέπει να αποφεύγεται στο δημόσιο λόγο, τι κερδίζει τις εντυπώσεις της πολιτικής ορθότητας και των εκπροσώπων της. Γνωρίζει ή υποθέτει επίσης ποια θα πρέπει να είναι η στάση του και η δημόσια εικόνα του, αν θέλει να έχει επαγγελματική, κοινωνική και προσωπική αναγνώριση. Διότι, οι περισσότεροι, είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι, αισθάνονται πως την σημερινή εποχή της «δημοκρατίας», των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και της «ελευθερίας του λόγου» καλό είναι κάποια πράγματα να αποσιωπούνται ή αν λέγονται, να ωραιοποιούνται, ώστε να μην στοχοποιείται κανείς και να μην κινδυνεύει από τις δύο άλλες στρατηγικές εξαφάνισης του «αντίλογου». Πρέπει λοιπόν να προσέχει τι λέει και τι γράφει, ιδίως αν έχει μια αναγνωρισμένη επαγγελματική, επιστημονική ιδιότητα, όχι για να μην μπουρδολογεί ακατασχέτως (πράγμα που θα ήταν κατανοητό και εύλογο), αλλά από φόβο μην τον φολκλοροποιήσουν ή μην έρθει αντιμέτωπος με ποινικές ευθύνες για όσα λέει και γράφει.
Έτσι, τα άτομα για να διατηρήσουν την ψυχική τους ισορροπία και για να συνεχίσουν να θρέφουν ελπίδες κοινωνικής αναγνώρισης, εκλογικεύουν σταδιακά την άκριτη υιοθέτηση των θέσεων και αξιών που είναι κάθε φορά ιδεολογικοπολιτικά κυρίαρχες. Θα λέγαμε πως θα μπορούσαν να αντέξουν οποιαδήποτε ιδεολογικοπολιτική μεταστροφή, αρκεί με αυτήν να αισθάνονται πως εξαργυρώνουν την κοινωνική τους αναγνώριση, ενδεχομένως και αναβάθμιση και απομακρύνονται από το ενδεχόμενο να χαρακτηριστούν ως «κοινωνικά outsider». Για τον λόγο αυτό συχνά συμμορφώνονται με την πολιτική ορθότητα της εποχής, ακόμα και αν δεν αποδέχονται, έστω για λόγους συνειδησιακής αξιοπρέπειας σύγχρονου «ελεύθερου ανθρώπου» ότι η συμμόρφωση αυτή οφείλεται αφενός στην άκριτη, «δουλική» προσαρμογή τους, αφετέρου στον τρόπο που διαμορφώθηκαν από την συνολική εκπαίδευσή τους, οι απόψεις και οι αξίες στις οποίες δηλώνουν ότι πιστεύουν «αυθόρμητα και οικειοθελώς» ως εγγράμματοι και σκεπτόμενοι πολίτες.
Το πιο επώδυνο σε αυτήν την περίπτωση είναι η συνειδητοποίηση των κοινωνιοψυχολογικών και ιδεολογικών μηχανισμών που επέτρεψαν σε αυτή τη διανοητική και πολιτισμική κατάσταση να εδραιωθεί στις συλλογικές συνειδήσεις του δυτικού κόσμου ως «κανονική», δηλαδή η εξαφάνιση των κοινών σημείων αναφοράς και η κατάρρευση των προηγούμενων πολιτισμικών πλαισίων που οργάνωναν την συλλογική, ιστορική μνήμη, καθώς και η παράλληλη κατακόρυφη άνοδος της ασημαντότητας.
Σε τέτοιες συνθήκες, είναι ίσως καλύτερο να κρατά κανείς αποστάσεις από τα διάφορα φλέγοντα ζητήματα που αναδεικνύονται καθημερινά ως «πρώτης προτεραιότητας». Να μην εγκαταλείπει όση ακεραιότητα του εσωτερικού κόσμου του μπορεί να διατηρήσει. Να εργάζεται πρακτικά ή διανοητικά χωρίς να ασχολείται με την καταθλιπτική επικαιρότητα περισσότερο από όσο της αξίζει. Να αναλύει όσο πιο αντικειμενικά μπορεί την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, ώστε να κρατάει τα μάτια και τη συνείδησή του ανοιχτά, για να βλέπει και να προβλέπει όσο καλύτερα γίνεται, όχι μόνο το τι πραγματικά συμβαίνει, αλλά και το τι πρόκειται να συμβεί.
Εικαστικά: Pier Fichefeux
Σήμερα οι «αιρετικοί», όσοι δηλαδή υπερβαίνουν τα όρια της πολιτικής ορθότητας της εποχής τους, δεν εξορίζονται πια εκτός της τοπικής γενέθλιας κοινωνίας τους, ούτε βέβαια καίγονται επί της πυράς, ούτε εκτελούνται δημοσίως για παραδειγματισμό. Απλώς, καταδικάζονται στον κοινωνικό θάνατο και οι απόψεις τους στη σιωπή. Ο επιστήμονας, όπως ίσως και ο καλλιτέχνης, για να επιβιώσουν κοινωνικά και επαγγελματικά, οφείλουν να παπαγαλίζουν πειθήνια αυτό που οι «πολιτικώς ορθά» σκεπτόμενοι της εποχής τους καθώς και η πολιτική εξουσία, περιμένουν από αυτούς. Γι’ αυτό άλλωστε, οι πιο σώφρονες πανεπιστημιακοί, για να πουν ορθά κοφτά αυτό που σκέφτονται, περιμένουν συνήθως να πάρουν πρώτα την σύνταξή τους… Άλλωστε η λογοκρισία δεν προέρχεται πια άμεσα από τους επίσημους μηχανισμούς της πολιτικής εξουσίας, αλλά από τα διάφορα λόμπυ, τις κλίκες, τις διαδικτυακές κοινότητες και τα αντίστοιχα δίκτυα. Εκτός από τα επίσημα δημοσιογραφικά και τηλεοπτικά λόμπυ, τεράστιες ιδιωτικές εταιρείες, όπως το facebook, το google, το twitter διαχειρίζονται τους μηχανισμούς της ανάδειξης ή αντίθετα της αποσιώπησης και της εξαφάνισης από το προσκήνιο, όχι μόνον ορισμένων ενοχλητικών απόψεων, αλλά και των ίδιων των προσώπων που τις εκφράζουν δημόσια. Έτσι, με τον φόβο της περιθωριοποίησης ή της φολκλοροποίησης, η εκ των προτέρων αυτολογοκρισία πήρε τη θέση της εκ των υστέρων λογοκρισίας… Σε αυτές τις συνθήκες, πως θα μπορούσε άραγε να υπάρξει, τώρα ή στο άμεσο μέλλον, μια σοβαρή και τεκμηριωμένη δημόσια συζήτηση για οποιοδήποτε σοβαρό θέμα διχάζει την κοινωνία;
Θα προσθέταμε επίσης ότι η διαδικασία της αποσιώπησης είναι ως προς την μακρόχρονη αποτελεσματικότητά της, πολύ πιο επιτυχημένη. Η πάταξη οποιασδήποτε μορφής αντίλογου μέσω διαδικασιών άμεσης βίας, τιμωρίας η οποία εκδηλώνεται ως ένα άμεσο «κυνήγι μαγισσών», δημιουργεί μεν στο παρόν μεγαλύτερο τρόμο και φαινομενικά επιτυγχάνει μεγαλύτερη καταστολή, όμως, όπως έχει φανεί ιστορικά, κάθε μορφή βίαιης απαγόρευσης θέτει τις βάσεις των εν δυνάμει αντιδράσεων, εξεγέρσεων, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και επαναστάσεων. Όμως, η αποσιώπηση λειτουργεί λιγότερο εκρηκτικά, κάνει περισσότερο «δουλειά βάθους» θα λέγαμε και σίγουρα σαν διαδικασία «έχει τον χρόνο με το μέρος της». Παράλληλα, προκαλεί τον ναρκισσισμό του αποσιωπούμενου, ίσως και την παράσταση που έχει ο ίδιος για την αξία του εαυτού του και του έργου του. Στην εποχή της (αυτο) προβολής, των influencer, της κοινωνικής αναγνώρισης και της δημοφιλίας, το να καταδικάζεται κάποιος στην αφάνεια είναι σαν να «θανατώνεται», χωρίς βασανιστήρια, χωρίς πυρές και δήμιους. (Δεν ακούγεσαι; Δεν φαίνεσαι; Άρα δεν υπάρχεις!).
Η εν λόγω στρατηγική μπορεί να εφαρμοστεί πρακτικά με δύο τρόπους: ο πρώτος αφορά την έξωθεν και άνωθεν επιβολή της, ο δεύτερος αφορά την έσωθεν εφαρμογή της. Ο δεύτερος τρόπος, αμιγώς ψυχολογικός, αφορά όπως είπαμε την ίδια την εσωτερική λογοκρισία του ατόμου πάνω στις ιδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές κλπ. απόψεις του αναφορικά με τα κοινωνιοπολιτικά (και όχι μόνο), φλέγοντα ζητήματα της καθημερινής ζωής. Με άλλα λόγια, ο εκάστοτε ειδικός, επιστήμονας ή γενικότερα το κάθε άτομο, γνωρίζει (ή απλώς διαισθάνεται), τι πρέπει να πει για να είναι αρεστό, τι πρέπει να αποφεύγεται στο δημόσιο λόγο, τι κερδίζει τις εντυπώσεις της πολιτικής ορθότητας και των εκπροσώπων της. Γνωρίζει ή υποθέτει επίσης ποια θα πρέπει να είναι η στάση του και η δημόσια εικόνα του, αν θέλει να έχει επαγγελματική, κοινωνική και προσωπική αναγνώριση. Διότι, οι περισσότεροι, είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι, αισθάνονται πως την σημερινή εποχή της «δημοκρατίας», των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και της «ελευθερίας του λόγου» καλό είναι κάποια πράγματα να αποσιωπούνται ή αν λέγονται, να ωραιοποιούνται, ώστε να μην στοχοποιείται κανείς και να μην κινδυνεύει από τις δύο άλλες στρατηγικές εξαφάνισης του «αντίλογου». Πρέπει λοιπόν να προσέχει τι λέει και τι γράφει, ιδίως αν έχει μια αναγνωρισμένη επαγγελματική, επιστημονική ιδιότητα, όχι για να μην μπουρδολογεί ακατασχέτως (πράγμα που θα ήταν κατανοητό και εύλογο), αλλά από φόβο μην τον φολκλοροποιήσουν ή μην έρθει αντιμέτωπος με ποινικές ευθύνες για όσα λέει και γράφει.
Έτσι, τα άτομα για να διατηρήσουν την ψυχική τους ισορροπία και για να συνεχίσουν να θρέφουν ελπίδες κοινωνικής αναγνώρισης, εκλογικεύουν σταδιακά την άκριτη υιοθέτηση των θέσεων και αξιών που είναι κάθε φορά ιδεολογικοπολιτικά κυρίαρχες. Θα λέγαμε πως θα μπορούσαν να αντέξουν οποιαδήποτε ιδεολογικοπολιτική μεταστροφή, αρκεί με αυτήν να αισθάνονται πως εξαργυρώνουν την κοινωνική τους αναγνώριση, ενδεχομένως και αναβάθμιση και απομακρύνονται από το ενδεχόμενο να χαρακτηριστούν ως «κοινωνικά outsider». Για τον λόγο αυτό συχνά συμμορφώνονται με την πολιτική ορθότητα της εποχής, ακόμα και αν δεν αποδέχονται, έστω για λόγους συνειδησιακής αξιοπρέπειας σύγχρονου «ελεύθερου ανθρώπου» ότι η συμμόρφωση αυτή οφείλεται αφενός στην άκριτη, «δουλική» προσαρμογή τους, αφετέρου στον τρόπο που διαμορφώθηκαν από την συνολική εκπαίδευσή τους, οι απόψεις και οι αξίες στις οποίες δηλώνουν ότι πιστεύουν «αυθόρμητα και οικειοθελώς» ως εγγράμματοι και σκεπτόμενοι πολίτες.
Το πιο επώδυνο σε αυτήν την περίπτωση είναι η συνειδητοποίηση των κοινωνιοψυχολογικών και ιδεολογικών μηχανισμών που επέτρεψαν σε αυτή τη διανοητική και πολιτισμική κατάσταση να εδραιωθεί στις συλλογικές συνειδήσεις του δυτικού κόσμου ως «κανονική», δηλαδή η εξαφάνιση των κοινών σημείων αναφοράς και η κατάρρευση των προηγούμενων πολιτισμικών πλαισίων που οργάνωναν την συλλογική, ιστορική μνήμη, καθώς και η παράλληλη κατακόρυφη άνοδος της ασημαντότητας.
Σε τέτοιες συνθήκες, είναι ίσως καλύτερο να κρατά κανείς αποστάσεις από τα διάφορα φλέγοντα ζητήματα που αναδεικνύονται καθημερινά ως «πρώτης προτεραιότητας». Να μην εγκαταλείπει όση ακεραιότητα του εσωτερικού κόσμου του μπορεί να διατηρήσει. Να εργάζεται πρακτικά ή διανοητικά χωρίς να ασχολείται με την καταθλιπτική επικαιρότητα περισσότερο από όσο της αξίζει. Να αναλύει όσο πιο αντικειμενικά μπορεί την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, ώστε να κρατάει τα μάτια και τη συνείδησή του ανοιχτά, για να βλέπει και να προβλέπει όσο καλύτερα γίνεται, όχι μόνο το τι πραγματικά συμβαίνει, αλλά και το τι πρόκειται να συμβεί.
Εικαστικά: Pier Fichefeux