Του Γιάννη Παπαμιχαήλ,
καθηγητή Εκπαιδευτικής
Ψυχολογίας Παντείου
Η κατάσταση με την αυτοτροφοδοτούμενη επιδημία ιών, μεταλλάξεων της κοινής λογικής και των ανθρωπολογικών δεδομένων, την πολιτική αξιοποίηση της ιατρικής για την βίαιη αλλαγή ηθών, εθίμων, παραδόσεων, τρόπων σκέψης και συμπεριφοράς, την περαιτέρω χαλάρωση των συνεκτικών δεσμών που οργάνωναν τη ζωή των ανθρώπων και των συλλογικών τους υποκειμένων, φαίνεται πλέον πως έχει ξεφύγει από κάθε κοινωνικό έλεγχο. Υπό το πρόσημο του ορθού λόγου και της διαπιστωτικής επιστήμης, όλα τα αστυνομικά μέτρα που απαιτούνται για τον πειθαναγκασμό και την εξατομίκευση της υγειονομικώς τρομοκρατημένης κοινής ευρωπαϊκής γνώμης, φαίνεται πλέον ότι μπορούν να ληφθούν και να εφαρμοστούν από τα μεταδημοκρατικά, αυταρχικά καθεστώτα του διεθνοποιημένου καπιταλισμού, χωρίς ιδιαίτερες κοινωνικές αντιστάσεις που θα αποδομούσαν εν τοις πράγμασι τα κάθε λογής καθεστωτικά, υγειονομικά «αφηγήματα». Ο συνήθης αντίλογος στα κυβερνητικά μέτρα περιορίζεται σε κάποιες αμφιβολίες για την θνησιμότητα ή την μεταδοτικότητα του ιού σε κάποιες κατηγορίες πληθυσμού ή σε κάποιες γκρίνιες για τις ανεπάρκειες του συστήματος της δημόσιας υγείας. Όσοι από την άλλη επιμένουν να καταγγέλουν την πολιτική αξιοποίηση της πανδημίας για την κυνική επιβολή μιας υγειονομικά συγκαλυμμένης δικτατορίας, στιγματίζονται συλλήβδην από τους εγκάθετους συστημικούς συνομωσιολόγους που δηλώνουν ορθολογιστές και «αντισυνομωσιολόγοι» (δημοσιογράφους, γιατρούς, νομικούς, πολιτικούς κλπ.), όχι μόνο ως «ψεκασμένοι», αλλά και ως σκοταδιστές, ίσως ακόμα και… ακροδεξιοί!
Ορθολογισμοί και πολιτικές ορθότητες υπό το πρίσμα της ιστορίας
Με την βοήθεια των σύγχρονων ΜΜΕ, τα σημερινά ιερατεία φαίνονται λοιπόν σε θέση να επιβάλλουν την ισχύουσα πολιτική ορθότητα στις νοοτροπίες και στις πεποιθήσεις των υπηκόων με τρόπο πιο αποτελεσματικό από ότι στο μεσαίωνα και μάλιστα, χωρίς να προσφεύγουν σε άμεσους εκφοβισμούς κατά της ζωής των αντιφρονούντων.
Τέτοιοι αντιφρονούντες, αντίπαλοι της εκάστοτε καθεστωτικής πολιτικής ορθότητας, εμφανίζονται σε κάθε εποχή. Εκδηλώθηκαν ακόμα και κατά τον μεσαίωνα, λόγου χάρη στις «δίκες των ζώων» κατά τον 14ο – 15ο αιώνα όπου τα απείθαρχα, αλλά και τα «βλαβερά» για τη δημόσια υγεία οικόσιτα ζώα (σκύλοι, γάιδαροι, γάτες, βόδια, γουρούνια, ακόμα και πρόβατα), προκαλούσαν την επέμβαση των δημοσίων, εκκλησιαστικών δικαστηρίων της εποχής για την καταδίκη σε δημόσιο, βασανιστικό θάνατο των «ενόχων» και για τον «παραδειγματισμό των υπόλοιπων τετραπόδων» που παρακολουθούσαν υποχρεωτικά την τιμωρία των καταδικασθέντων. Οι καθεστωτικοί «ειδικοί» της εποχής (νομικοί, θεολόγοι, πρακτικοί γιατροί κλπ.) θεωρούσαν ότι για τη διατήρηση της ηθικής τάξης, η τιμωρία των ζώων που «εμπλέκονται σε κτηνωδίες» ή σε επιθέσεις κατά του ανθρώπου, επιτρέπονται τόσο από την αγία γραφή, όσο όμως και από την ανθρώπινη λογική. Όσοι, ήδη από τον 13ο αιώνα, τους αμφισβητούσαν, επικαλούμενοι ότι τα ζώα δεν είχαν την αίσθηση του δικαίου ή του καλού και του κακού και ούτε μπορούσαν να αντιληφθούν την λογική της τιμωρίας τους, ταξινομήθηκαν από τους διανοούμενους υπηρεσίας των μεσαιωνικών καθεστώτων στην κατηγορία των «αιρετικών» (αφού εμμέσως αμφισβητούσαν ότι ένα ζώο όπως ο «καταραμένος όφις» υπήρξε όργανο του σατανά, άρα ήταν προικισμένο με «κακή βούληση»), αλλά και στην κατηγορία των «ανορθόλογα σκεπτομένων» (αφού, αρνούμενοι να κάνουν τη διάκριση μεταξύ των ήσυχων ζώων και των πιο άγριων ή απείθαρχων, δεν λάμβαναν υπόψη στις διαπιστώσεις τους την ίδια την «αντικειμενική πραγματικότητα».)
Ο κόσμος βέβαια άλλαξε πολύ από τότε, όπως και οι νοοτροπίες των εγγράμματων πλέον υπηκόων, καθώς και οι τρόποι με τους οποίους ασκείται ο πειθαναγκασμός και η καθεστωτική τρομοκρατία στο όνομα της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, είναι λογικό να σκεφτεί σήμερα κανείς ότι, με την ευκαιρία της αντιμετώπισης της πανδημίας, ο δυτικός κόσμος μοιάζει να επιστρέφει ταχύτατα και χωρίς ιδιαίτερες αντιστάσεις, σε μια κατάσταση τεχνοφεουδαρχικού σκοταδισμού που, με υγειονομικού τύπου επιχειρήματα και διατάγματα, νομιμοποιεί στις συνειδήσεις ακόμα και τα πιο σκληρά αυταρχικά μέτρα. Εντούτοις, δεν είναι μακριά το 1969 και η τότε «γρίπη του Χονγκ Κονγκ» που είχε λέγεται περίπου 6.000.000 νεκρούς παγκοσμίως. Αυτή η επιδημία ξεπεράστηκε, οι ανοσίες και οι όποιες φαρμακευτικές αγωγές αναπτύχθηκαν με γρήγορους ρυθμούς, έτσι ώστε σήμερα να μην θυμάται αυτήν την υγειονομική κρίση σχεδόν κανένας, αφού παρόμοια με τα σημερινά μέτρα εγκλεισμού και στρατιωτικών lockdown δεν ελήφθησαν σε κανένα μέρος του δυτικού τουλάχιστον κόσμου.
Διαδικασίες υποταγής στην υγειονομική δικτατορία
Σήμερα αντίθετα, συμμετρικά με την κουλτούρα του εγκλεισμού και του κοινωνικού απομονωτισμού, επιβάλλεται στις κοινωνίες μια «κουλτούρα των ζόμπι»: η όποια επαφή με τον άλλο, που δεν είναι πια ακριβώς «συνάνθρωπος», αλλά εν δυνάμει φορέας μεταλλαγμένων ιών, μετατρέπει σε θανατηφόρο φορέα των ίδιων ιών τον όποιο απρόσεκτο πλησίασε τον πρώην, μη εμβολιασμένο «πλησίον» του υπέρ του δέοντος και χωρίς τις απαραίτητες προφυλάξεις…
Με τις μάσκες, τις επικίνδυνες για την υγεία όσων αναπνέουν μέσα από αυτές, μπορεί μεν το ανθρώπινο πρόσωπο να μοιάζει μουσούδα ζώου με φίμωτρο και να χάνει την εκφραστικότητά του, με την οποία ετυμολογικά συνδέεται η έννοια της «ανθρώπινης προσωπικότητας», όμως με τις μάσκες αυτές, τα μέλη των εξατομικευμένων ανθρώπινων κοπαδιών δίνουν έμπρακτα και καθημερινά την απόδειξη ότι διαθέτουν ένα είδος πιστοποιητικού πολιτικά ορθών φρονημάτων, μέσω του οποίου αναγνωρίζονται, όταν κυκλοφορούν στο δημόσιο χώρο, ως υπεύθυνα άτομα «που δεν βάζουν σε κίνδυνο ούτε τον εαυτό τους, ούτε τους γύρω τους».
Αποδεχόμενος τον εμβολιασμό του με φαρμακευτικά σκευάσματα, των οποίων η αποτελεσματικότητα και οι παρενέργειες θα διαπιστωθούν ενδεχομένως τις επόμενες δεκαετίες, ο κάθε στερημένος των νομικών ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών κατά φαντασίαν πολίτης, αποδέχεται σιωπηρά την μεταβολή του σε πειραματόζωο. Φαντάζεται πως έτσι θα αποκτήσει και πάλι πρόσβαση σε μια κανονικότητα δικαιωμάτων, ελευθεριών και απολαύσεων που «δικαιολογημένα», για λόγους έκτακτης υγειονομικής κρίσης, «στερήθηκε προσωρινά»…
Στο όνομα λοιπόν της επιστήμης και του ορθού λόγου, κάθε απροκάλυπτα βίαιος πολιτικός αυταρχισμός φαίνεται να δικαιολογείται εκ των προτέρων και εκ των υστέρων να εκλογικεύεται από τους συστηματικά τρομοκρατημένους υπηκόους του καθεστώτος. Έτσι, είναι θεμιτό να σκεφτούμε ότι αν αύριο απαιτηθεί από αυτούς τους «πολίτες» να μετακινούνται δημοσίως μόνο μπουσουλώντας (ίσως διότι οι «ειδικοί» θα έχουν διαπιστώσει μέχρι τότε ότι κάποια μετάλλαξη του ιού, που επιβιώνει στα πεζοδρόμια, μεταδίδεται πιο γρήγορα από τα πέλματα και τις σόλες των παπουτσιών), μια μεγάλη ομάδα του πληθυσμού όχι μόνο θα συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις, αλλά και θα ισχυριστεί ότι μια τέτοια καθημερινή φυσική άσκηση είναι όχι μόνον γενικά χρήσιμη για την υγεία, αλλά επίσης επωφελής, αφού επιτρέπει την μείωση της φθοράς των υποδημάτων…
Θα λέγαμε συνεπώς ότι από την πλευρά της καθεστωτικής πολιτικής ολιγαρχίας και των επιστημονικών επιτελείων της, τα πράγματα πάνε μάλλον καλά. Το εν εξελίξει παγκόσμιο πείραμα χειραγώγησης της τυπικά εγγράμματης δυτικής κοινής γνώμης φαίνεται να επαληθεύει τις αρχικές υποθέσεις του. Οι κοινωνίες και οι λαοί έχουν διαλυθεί εσωτερικά τόσο πολύ, έχουν προσδεθεί τόσο πολύ με την ιδιότητα του δικαιωματούχου ιδιώτη – καταναλωτή προϊόντων και υπηρεσιών, έχουν χάσει τόσο πολύ την αίσθηση της ιστορικής πραγματικότητας του παρόντος και τις μνήμες του παρελθόντος τους, που μοιάζουν να κοιμούνται βαθειά και χωρίς όνειρα.
Είναι λοιπόν εύκολο για τις παγκόσμιες ελίτ, τις πραγματικά κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις, όχι μόνο να αυξάνουν κατακόρυφα τον πλούτο τους, αλλά και να καθυποτάσσουν ολοκληρωτικά τους εξατομικευμένους «λαούς», τα πλήθη των καταναλωτών, χωρίς άλλη βία πέραν της «ψυχολογικής».
Η κανονικότητα λοιπόν μάλλον αργά ή γρήγορα θα επανέλθει. Θα επανέλθει διότι μπορεί πλέον να επανέλθει: το επιτρέπει η σταδιακή εξαφάνιση προβληματισμών σχετικών με την υγεία ή την ασθένεια στα ανθρώπινα όντα, η μεθοδολογική παράκαμψη της κοινωνικής και πολιτικής φύσης του ανθρώπου, οι εργαλειακές και βιολογικές αναγωγές των λειτουργιών ή δυσλειτουργιών στην «φύση», που πήρε τη θέση του Θεού στις ερμηνείες που διαθέτει ο μέσος εγγράμματος δυτικός ημιμαθής για τις έννοιες του φυσιολογικού και του παθολογικού ή για την κατανόηση των ανθρωπολογικών και ιστορικών διαδικασιών της εξέλιξης, των σχέσεων του οργανισμού με το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον κλπ. Έτσι, οι κοινωνικές συνειδήσεις απογυμνώθηκαν από τα παραδοσιακά υπαρξιακά τους διλήμματα και τα νοήματα της ζωής που αξίζει ή δεν αξίζει να βιωθεί, καθώς και από κάθε άλλη υπερβατικότητα του τύπου «ελευθερία ή θάνατος». Κατά συνέπεια, στο μέλλον μπορούμε να υποθέσουμε ότι η σημασιοδότηση της κοινωνικής και πολιτικής κανονικότητας, όσον τουλάχιστον αφορά στην ανθρώπινη κατάσταση ζωής, θα είναι λιγότερο «αυτονόητη» από ότι μέχρι πριν την υγειονομική κρίση. Όπως όλοι οι υπόδουλοι, οι υπήκοοι, οι αποικιοκρατούμενοι, οι σημερινοί δικαιωματούχοι, είτε φαντάζονται ότι είναι μορφωμένοι και πληροφορημένοι «πολίτες του κόσμου», είτε λίγο ή πολύ αφελείς ιθαγενείς των χωριών και των κάμπων του κόσμου αυτού, μοιάζουν να αποδέχονται χωρίς ιδιαίτερες επιφυλάξεις, την «προσωρινή» κατάργηση κάθε στοιχειώδους, ζωτικής ελευθερίας τους, ακόμα και εκείνης του να αναπνέουν ελεύθερα, να χαϊδεύονται, να κάνουν έρωτα ή να πιάνονται στα χέρια, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν ή το απαιτούν.
Υπάρχουν αντιστάσεις χωρίς συλλογικά υποκείμενα;
Οι διαδικασίες και οι τεχνικές των εκλογικεύσεων και της καθυπόταξης – γνωστές εδώ και πολλά χρόνια στους κοινωνικούς ψυχολόγους, διασταυρώνονται βέβαια με την ιστορική συγκυρία της μετανεωτερικότητας. Ήδη με τα διάφορα ρεύματα της αμερικανικής αριστεράς της δεκαετίας του ’70 (αλλά και με τις θεωρητικές επεξεργασίες στοχαστών όπως ο Μαρκούζε), το ιδεώδες της ατομικής χειραφέτησης, της αρνητικής απελευθέρωσης («της απελευθέρωσης από»…), προώθησε στο θεωρητικό προσκήνιο τις ατομικές επιθυμίες, τις προσδοκίες, τα συμφέροντα, τις φαντασιώσεις και μαζί με αυτές τον δικαιωματισμό των νέων επιμέρους πολιτικών υποκειμένων (εγχρώμων, μεταναστών, γυναικών, ομοφυλόφιλων κλπ.), που φάνηκαν να υποκαθιστούν στη ρητορική της αριστεράς την εργατική τάξη ως συλλογικό υποκείμενο, κινητοποιημένο από το ιστορικό ιδεώδες της κοινωνικής και πολιτικής του χειραφέτησης. Παρόμοιοι εμπειρικοί αμερικανισμοί δεν άργησαν βέβαια να μεταγραφούν, ιδίως από τη δεκαετία του ’80 και ύστερα, στον ευρωπαϊκό δυτικό κόσμο. Στο μέτρο μάλιστα και στον βαθμό που βάθαινε το ρήγμα ανάμεσα στην ιστορική αριστερά και τον λαό, (ως έννοια που προσδιορίζει πολιτικά και πολιτισμικά, κάποιο πληθυσμό λίγο ή πολύ ομοίων, αν και κοινωνικά συνήθως άνισων μεταξύ τους ανθρώπων, που ζει και αναπαράγεται σε ένα ιστοριοποιημένο έδαφος που ο κάθε λαός θεωρεί δική του πατρίδα), η ταξική κυριαρχία καθώς και ο ιμπεριαλισμός – και επομένως, το συλλογικό, κοινωνιοπολιτικό πεδίο των ταξικών και εθνοαπελευθερωτικών αντιπαραθέσεων, «ξεχάστηκαν». Ή μάλλον, ορθότερα, αντικαταστάθηκαν από μια όλο και πιο εκτεταμένη βίβλο νομικών, υποκειμενικών δικαιωμάτων. Ένα απολύτως ριζοσπαστικό αφήγημα που διαιρεί, στο όνομα μάλιστα της δημοκρατίας, όλα τα πιθανά σύνολα της ιστορίας (ταξικά ή εθνικά) σε επιμέρους δικαιωματούχες μειονότητες επιθυμιών, προσδοκιών, πεποιθήσεων, συμφερόντων, φαντασιώσεων, αξιώσεων αυτοπραγμάτωσης στην παγκόσμια αγορά με όρους «ισότητας ευκαιριών». Έτσι, το όραμα της κατάργησης της ανθρώπινης αλλοτρίωσης έδωσε σιγά – σιγά τη θέση του στην αποδόμηση του ανθρωπολογικού υπόβαθρου της κοινωνίας, στο όνομα μάλιστα της «αριστεράς και της προόδου». Οι εμβληματικές, παραδειγματικές φιγούρες του αγίου και του ήρωα, εκείνων δηλαδή που αγωνίστηκαν κάποτε και υπέφεραν υπέρ κάποιας κοινής πίστεως και πατρίδας, απομυθοποιήθηκαν, αποδομήθηκαν, φολκλοροποιήθηκαν, συνήθως από κάποια στομφώδη, αλλά πολιτικώς ορθά μηδενικά. Η «ψυχολογία», ιδίως στις πιο ατομοκεντρικές και αφελώς εμπειριστικές εκδοχές της, έγινε η πιο «light επιστήμη της μόδας». Ο εγκέφαλος και τα γονίδια, νοούμενα συνήθως με εργαλειακό τρόπο, ως αυθύπαρκτα δεδομένα αποκλειστικά βιοχημικής φύσης, εξελισσόμενα πριν και εκτός της κοινωνικής λειτουργίας του ανθρώπου ως όντος εκ φύσεως κοινωνικού, κατέστησαν τα μόνα επιστημονικώς αποδεκτά πλαίσια ερμηνείας των ανθρώπινων δεξιοτήτων και ανθρώπινων συμπεριφορών.
Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, υπό το πρόσημο της υγείας, αλλά και της καθυπόταξης της λογικής του παγκόσμιου ανθρώπινου κοπαδιού, κινείται η καθεστωτική προπαγάνδα και λαμβάνονται τα μέτρα που απαιτούνται για τον ιδεολογικό πειθαναγκασμό και τον αστυνομικό σωφρονισμό των αντιφρονούντων. Όλα αυτά μαζί, συγκροτούν τον «ορθολογικό» χειρισμό της πανδημίας από τα περισσότερα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού, με τηλεοπτικούς ενδιάμεσους κάποιους Τσιόρδες, Σύψες και Χαρδαλιάδες. Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά κινείται όμως και η πιθανή απάντηση στο γνωστό και όλο πιο συχνά επαναλαμβανόμενο ερώτημα: Μα πως πολίτες, που πιστεύουν μάλιστα ότι έχουν ως άτομα τόσο πολλά ανθρώπινα δικαιώματα, έφτασαν να δέχονται αδιαμαρτύρητα τόσα μέτρα ριζικής αμφισβήτησης των πιο στοιχειωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων τους, όπως εκείνο του να αναπνέουν ελεύθερα, να αποφασίζουν οι ίδιοι αν και πότε θα εμβολιαστούν και όχι να υφίστανται εμβολιασμούς υπό την πίεση εκβιασμών, να φιλιούνται, να αγκαλιάζουν τα παιδιά τους ή να βγαίνουν από το σπίτι τους χωρίς να ζητούν άδεια από το κράτος; Πως οι ζώντες σε δυτικές δημοκρατικές κοινωνίες κατάντησαν να μοιάζουν κάπως με ζωντανούς νεκρούς;
Εικαστικά: Matei Apostolescu