ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ ΕΝ ΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΡΗΜΩ:
ΣΕ ΗΧΟ ΠΛΑΓΙΟ
Του Ηλία Σιαμέλα
«Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε το
κοινό με το Χριστό… Δεν είναι παρά μηχανές,
τίποτα περισσότερο…».
Βίλχεμ Ράιχ
Χριστούγεννα! Το έθιμο απαιτεί κάποιοι να ψέλνουνε τα κάλαντα στους ισχυρούς. Μ’ ένα τρίγωνο ας βγω κι εγώ στους δρόμους. Να πω τα κάλαντα
από μακριά και σε λόγο στυφό. Εδώ είμαι λοιπόν. Στέκω κατάντικρα στο μπλάβο σύννεφο. Νιώθω δυσβάσταχτα μικρός κι αφελής. Μια χρυσαλίδα με χάδι φωτιάς. Ας αρχίσω!
Ντριν, ντριν, ντριν…
«Καλήν ημέρα Άρχοντες! Αν είναι ορισμός σας. Χριστού τη Θεία Γέννηση να πω στ’ Αρχοντικό σας…»!.
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ο φασουλής λαός, ο κακομοίρης λαός, που ψέλνει, που προσκυνάει, που ξεχνάει, που κολακεύει, που τη μια μέρα γεννάει το Χριστό, για να τον σταυρώσει την άλλη. Που τη μια μέρα υπερψηφίζει τον πολιτικό αρχηγό, για να τον μουντζώνει την άλλη.
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, που τη μια μέρα ακούει απ’ τον άμβωνα τα λόγια του Ευαγγελίου, για να τα γράψει στα παλιά του παπούτσια την άλλη :
«Και τους κάλεσε ο Ιησούς και τους λέει: Όσοι κυβερνούν τα έθνη τα καταδυναστεύουν». ( Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο)*:
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ο αφελής λαός, ο προδότης και προδομένος, ο φτυμένος, ο προσκυνημένος, ο μαζοχιστής, που θα πει αυτές τις μέρες τα κάλαντα για τους «Άρχοντες». Για τον Καραμανλή, που μόλις χτες μοίραζε μύρια χαμόγελα και λύθηκε μπροστά στο δολοφόνο του Λονδίνου. Σ’ εκείνον τον βαμπιρογενή, που έπνιξε στο αίμα το πολύπαθο Ιράκ.
«Ήρθα να βάλω φωτιά στη γη, και τι θα ήθελα περισσότερο από το να έχει ανάψει;». (Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο) :
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ο γονυκλισίας λαός, ο δούλος λαός, το ψωριασμένο κοπάδι. Ο ψωμοζήτης ραγιάς, που στη στρούγκα του έχει κλειστεί. Που τουρτουρίζει απ’ το κρύο. Ο γέρος λαός που παγώνουν τα πόδια του και το στομάχι του τρέμει. Που πληρώνει τους διευθυντάδες των ΔΕΚΟ με μυθώδη ποσά. Που αμείβει αδρά τους Πασάδες δημάρχους, που ταΐζει με παχύρρευστο μέλι τους Τριακόσιους Κηφήνες και τις στρατιές των δημόσιων υπάλληλων, για να του βάζουν θηλιές στο λαιμό.
«Κοιτάξτε και φυλάγεστε από κάθε πλεονεξία, γιατί η ζωή των ανθρώπων δεν είναι στα περίσσια υπάρχοντά τους» (Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο):
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ο καραγκιόζης λαός, που ζητιάνικα σκύβει χρονιάρες μέρες κι απλώνει τη χέρα του, για ν’ αρπάξει όσα θα του δώσουν οι Ευρωπαίοι «εταίροι», με τα ματωμένα χέρια του Μπλερ.
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ο αδηφάγος λαός, που κλέβει, που νοθεύει τα τρόφιμα, ο ξύπνιος μεσάζοντας, ο μικροαπατεώνας της λαϊκής, ο μπακάλης κλεφτοκοτάς που έγινε σουπερμαρκετάς.
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ο άπληστος μιζαποδόχος πολιτικός, ο διαπλεκόμενος μπάσταρδος, ο κομπογιαννίτης κρατικός λειτουργός, ο χρηματιστηριακός αετονύχης, ο μεγαλογιατρός φακελάκιας, ο δικαστής και ο δικηγόρος της αρπαχτής, ο τηλε-στρατοδίκης παρουσιαστής, ο καναλάρχης φεουδάρχης, ο μεγαλοεργολάβος νταβατζής, ο τραπεζίτης ληστής…
«Αυτός ο λαός με τιμά με τα χείλη, αλλά η καρδιά του είναι πολύ μακριά από μένα». (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο):
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ο κενός και γελοίος λαός, η καταναλωτική μηχανή, το -με ειδικές ανάγκες- παιδί των πολυεθνικών, που το μόνο που έμαθε είναι να χτίζει βουνά με κοπριά και σκουπίδια.
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ένας λαός «χριστιανικός», που διοργανώνει κούφιες γιορτές, που παίζει με τα παιγνίδια των πολυεθνικών, που στολίζει χριστουγεννιάτικα δέντρα, που ανάβει εκατομμύρια λαμπιόνια, που γεμίζει τις πλατείες με «Χριστούς» και με «φάτνες» από ακριβό πλαστικό, την ίδια ώρα που χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν από πείνα στον κόσμο.
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ο αφελής και μωρόπιστος, που περιμένει τους ηγέτες της εκκλησίας να σώσουν τον κόσμο, αλλά εκείνοι:
«Πλαταίνουν τα φυλαχτάρια τους και μακραίνουν τα κρόσσια, στις άκρες των ρούχων τους». (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο):
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ο χάννος λαός, ο τρισάθλιος λαός, που πληρώνει μισθούς κι ανάβει κεριά, που αγοράζει χρυσοποίκιλτες μίτρες και δεσποτάδων βελούδινους μανδύες, με συρόμενες επί του εδάφους …ουρές!
Θλίψη, θλίψη, θλίψη και οργή θανατερή.
Καλήν ημέρα άνθρωποι, αν είναι ορισμός σας… Πότε θα εξαγνιστούμε, πότε θα καταλάβουμε, πότε θα γίνουμε απλοί σαν τον Χριστό;
Καλήν ημέρα άνθρωποι… «Πότε θα πάμε, πέρα από τις αμμουδιές και τα βουνά, να χαιρετήσουμε τη γέννηση της καινούργιας ημέρας, τη νέα σοφία, τη φυγή των τυράννων και των δαιμόνων, το τέλος της μεγάλης απάτης, να λατρέψουμε –οι πρώτοι- τα Χριστούγεννα στη γη»;* *
* Οι Ευαγγελικές περικοπές είναι απ’ το βιβλίο «Τα Ευαγγέλια», σε μετάφραση Άγγελου Βλάχου, εκδ. «ΙΚΑΡΟΣ»
** Ρεμπώ, «Μια εποχή στην κόλαση», σε παράφραση.
Παρώρεια Αρκαδίας, 13.12.2005
ΣΕ ΗΧΟ ΠΛΑΓΙΟ
Του Ηλία Σιαμέλα
«Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε το
κοινό με το Χριστό… Δεν είναι παρά μηχανές,
τίποτα περισσότερο…».
Βίλχεμ Ράιχ
Χριστούγεννα! Το έθιμο απαιτεί κάποιοι να ψέλνουνε τα κάλαντα στους ισχυρούς. Μ’ ένα τρίγωνο ας βγω κι εγώ στους δρόμους. Να πω τα κάλαντα
από μακριά και σε λόγο στυφό. Εδώ είμαι λοιπόν. Στέκω κατάντικρα στο μπλάβο σύννεφο. Νιώθω δυσβάσταχτα μικρός κι αφελής. Μια χρυσαλίδα με χάδι φωτιάς. Ας αρχίσω!
Ντριν, ντριν, ντριν…
«Καλήν ημέρα Άρχοντες! Αν είναι ορισμός σας. Χριστού τη Θεία Γέννηση να πω στ’ Αρχοντικό σας…»!.
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ο φασουλής λαός, ο κακομοίρης λαός, που ψέλνει, που προσκυνάει, που ξεχνάει, που κολακεύει, που τη μια μέρα γεννάει το Χριστό, για να τον σταυρώσει την άλλη. Που τη μια μέρα υπερψηφίζει τον πολιτικό αρχηγό, για να τον μουντζώνει την άλλη.
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, που τη μια μέρα ακούει απ’ τον άμβωνα τα λόγια του Ευαγγελίου, για να τα γράψει στα παλιά του παπούτσια την άλλη :
«Και τους κάλεσε ο Ιησούς και τους λέει: Όσοι κυβερνούν τα έθνη τα καταδυναστεύουν». ( Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο)*:
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ο αφελής λαός, ο προδότης και προδομένος, ο φτυμένος, ο προσκυνημένος, ο μαζοχιστής, που θα πει αυτές τις μέρες τα κάλαντα για τους «Άρχοντες». Για τον Καραμανλή, που μόλις χτες μοίραζε μύρια χαμόγελα και λύθηκε μπροστά στο δολοφόνο του Λονδίνου. Σ’ εκείνον τον βαμπιρογενή, που έπνιξε στο αίμα το πολύπαθο Ιράκ.
«Ήρθα να βάλω φωτιά στη γη, και τι θα ήθελα περισσότερο από το να έχει ανάψει;». (Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο) :
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ο γονυκλισίας λαός, ο δούλος λαός, το ψωριασμένο κοπάδι. Ο ψωμοζήτης ραγιάς, που στη στρούγκα του έχει κλειστεί. Που τουρτουρίζει απ’ το κρύο. Ο γέρος λαός που παγώνουν τα πόδια του και το στομάχι του τρέμει. Που πληρώνει τους διευθυντάδες των ΔΕΚΟ με μυθώδη ποσά. Που αμείβει αδρά τους Πασάδες δημάρχους, που ταΐζει με παχύρρευστο μέλι τους Τριακόσιους Κηφήνες και τις στρατιές των δημόσιων υπάλληλων, για να του βάζουν θηλιές στο λαιμό.
«Κοιτάξτε και φυλάγεστε από κάθε πλεονεξία, γιατί η ζωή των ανθρώπων δεν είναι στα περίσσια υπάρχοντά τους» (Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο):
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ο καραγκιόζης λαός, που ζητιάνικα σκύβει χρονιάρες μέρες κι απλώνει τη χέρα του, για ν’ αρπάξει όσα θα του δώσουν οι Ευρωπαίοι «εταίροι», με τα ματωμένα χέρια του Μπλερ.
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ο αδηφάγος λαός, που κλέβει, που νοθεύει τα τρόφιμα, ο ξύπνιος μεσάζοντας, ο μικροαπατεώνας της λαϊκής, ο μπακάλης κλεφτοκοτάς που έγινε σουπερμαρκετάς.
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ο άπληστος μιζαποδόχος πολιτικός, ο διαπλεκόμενος μπάσταρδος, ο κομπογιαννίτης κρατικός λειτουργός, ο χρηματιστηριακός αετονύχης, ο μεγαλογιατρός φακελάκιας, ο δικαστής και ο δικηγόρος της αρπαχτής, ο τηλε-στρατοδίκης παρουσιαστής, ο καναλάρχης φεουδάρχης, ο μεγαλοεργολάβος νταβατζής, ο τραπεζίτης ληστής…
«Αυτός ο λαός με τιμά με τα χείλη, αλλά η καρδιά του είναι πολύ μακριά από μένα». (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο):
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ο κενός και γελοίος λαός, η καταναλωτική μηχανή, το -με ειδικές ανάγκες- παιδί των πολυεθνικών, που το μόνο που έμαθε είναι να χτίζει βουνά με κοπριά και σκουπίδια.
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ένας λαός «χριστιανικός», που διοργανώνει κούφιες γιορτές, που παίζει με τα παιγνίδια των πολυεθνικών, που στολίζει χριστουγεννιάτικα δέντρα, που ανάβει εκατομμύρια λαμπιόνια, που γεμίζει τις πλατείες με «Χριστούς» και με «φάτνες» από ακριβό πλαστικό, την ίδια ώρα που χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν από πείνα στον κόσμο.
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ο αφελής και μωρόπιστος, που περιμένει τους ηγέτες της εκκλησίας να σώσουν τον κόσμο, αλλά εκείνοι:
«Πλαταίνουν τα φυλαχτάρια τους και μακραίνουν τα κρόσσια, στις άκρες των ρούχων τους». (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο):
Εγώ είμαι τούτος ο λαός, ο χάννος λαός, ο τρισάθλιος λαός, που πληρώνει μισθούς κι ανάβει κεριά, που αγοράζει χρυσοποίκιλτες μίτρες και δεσποτάδων βελούδινους μανδύες, με συρόμενες επί του εδάφους …ουρές!
Θλίψη, θλίψη, θλίψη και οργή θανατερή.
Καλήν ημέρα άνθρωποι, αν είναι ορισμός σας… Πότε θα εξαγνιστούμε, πότε θα καταλάβουμε, πότε θα γίνουμε απλοί σαν τον Χριστό;
Καλήν ημέρα άνθρωποι… «Πότε θα πάμε, πέρα από τις αμμουδιές και τα βουνά, να χαιρετήσουμε τη γέννηση της καινούργιας ημέρας, τη νέα σοφία, τη φυγή των τυράννων και των δαιμόνων, το τέλος της μεγάλης απάτης, να λατρέψουμε –οι πρώτοι- τα Χριστούγεννα στη γη»;* *
* Οι Ευαγγελικές περικοπές είναι απ’ το βιβλίο «Τα Ευαγγέλια», σε μετάφραση Άγγελου Βλάχου, εκδ. «ΙΚΑΡΟΣ»
** Ρεμπώ, «Μια εποχή στην κόλαση», σε παράφραση.
Παρώρεια Αρκαδίας, 13.12.2005