Του Ηλία Σιαμέλα
Τον καπετάνιο Νίκο Κωστάρα δεν τον ξέρω προσωπικά. Κάπου στα πέλαγα ίσως οι πλώρες μας να είχαν αλληλοκοιταχτεί, μπορεί να είχε σφυρίξει και η μπουρού, ή ακόμη να νιώθαμε να μας συνθλίβει, το ίδιο πρόσωπο της άγριας μοναξιάς. Όμως στο πέρασμα του χρόνου, ήρθε η στιγμή στο Θιάκι πάλε να γυρίσουμε, ν’ αράξουμε εδώ πα.
Όλα σε τούτο τον κόσμο γίνονται κι άλλα σα θαύματα φαντάζουν. Και ήταν όμοια σχεδόν η προσευχή που έκανα, μ’ εκείνη του Δυσσέα:
«Θεέ, αν μ’ έφερε η χάρη σου στην ποθητή πατρίδα, / μέσ’ από άγριες θάλασσες κι από στεριές με πόνους, / ανθρώπου δείξε μου φωνή, για στείλε ένα φίλο να μιλήσω…».
Κι ήρθε η φωνή του καπετάν Νίκου, σαν βάλσαμο κοντά μου. Κάποιος φίλος του έδωκε το τηλέφωνό μου κι από τότε άνοιξε σα ρόδο η φιλία μας. Εκείνος, απ’ τη γωνιά του Μαρουσιού, να με κερνά κάθε φορά με τον μυριόπλουτο το λόγο του, κι εγώ απ’ τη μεριά του Μαίναλου, δίπλα στα έλατα ντανιαρισμένος, το φίλιο πιοτό να δέχομαι, χίλια φαριά πατριωτικά να τρέχουν στην ψυχή μου.
Όμως πέρα από τα φιλικά αισθήματα και τα εγκάρδια λόγια που ομορφαίνουν τη ζωή, υπάρχει και κάτι άλλο που δίνει περίσσιο νόημα στην ύπαρξη κι ορθώνεται σαν το μελίχρυσο βορράστρι τ’ ουρανού. Κι αυτό είναι ο θαυμασμός που ένιωσα γι’ αυτόν τον σπάνιο θαλασσοπόρο. Το καπετανιλίκι δεν τον έκανε σκληρό κι απάνθρωπο, όπως συνέβη με πολλούς συναδέλφους του, που έγιναν όργανα των εφοπλιστικών συμφερόντων, σε μια χωρίς τέλος πορεία εκμετάλλευσης των ναυτεργατών. Αντίθετα, το εκάστοτε «βαπόρι του» γινόταν η κιβωτός, όπου έθαλλαν ο αλληλοσεβασμός, η αλληλοκατανόηση, και όλου του κόσμου οι αρετές.
Έτσι, το βαπόρι δεν ήταν μόνο ένα σιδερένιο κουτί, που διέσχιζε τις θάλασσες, για να γεμίζει το αχόρταγο πουγκί των πλοιοκτητών. Γινόταν κι ένα εργοτάξιο πολιτισμού, μετατρεπόταν σε εργαστήρι διάδοσης και εξαγωγής των πανανθρώπινων αξιών. Η τρανή καρδιά του στοχαστή καπετάνιου γινόταν γλυκόφως για όλο το ναυτασκέρι, και διάλυε τ’ αλλόκοτα σκοτάδια της έγκλειστης ζωής.
Δεν είναι τυχαίο που τον υμνούν εκατοντάδες άνθρωποι στο πολυσέλιδο αφιέρωμα τού περιοδικού «Ύφος». Τόσες τιμητικές διακρίσεις και τόσα επαινετικά λόγια θα τα ζήλευαν και οι πιο προβεβλημένοι στοχαστές του καιρού μας. Δεν είναι εύκολο, ειδικά τη σημερινή εποχή, να γίνει κάποιος τόσο δημοφιλής.
Τα εκατοντάδες κείμενα του καπετάνιου, που έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε εφημερίδες και περιοδικά, έχουν μέσα τους την κατασταλαγμένη σοφία ενός ανθρώπου, που έζησε μέχρι το έσχατο σημείο τις αστραποκαταιγίδες της ναυτικής ζωής.
Στο διάβα του είδε και γεύτηκε μύριες κακοπάθειες. Με τα φτωχά μπαγκάζια του έφυγε απ’ την πατρίδα με τρένα που σφύριζαν λυπημένα. Μπαρκάρισε σε πλοία κουρασμένα κι από τη σκουριά ρημαγμένα. Ξανοίχτηκε στα πέλαγα τα μανιασμένα. Κατέγραψε στη γκρίζα περιουσία του το μουγκρητό που έβγαινε απ’ το αψύ λαρύγγι του τυφώνα. Άκουσε τον ήχο του SOS από το δέκτη του Μαρκόνη κι είδε το ατσάλινο φτερό του καρχαρία να πλουταίνει. Είδε το μάτι του τ’ ανήμπορο, σα βάδιζε τυφλά μέσα στο θολωμένο πούσι. Ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με επιπλέοντα παγόβουνα κι ένιωσε στο ριζάφτι του την ακήρυχτη απειλή τους. Έζησε τις τυφλές μέρες της σιωπής του ωκεανού και της ράδας την ατεμάχιστη θλίψη. Έδεσε το καράβι του σε βρώμικα λιμάνια.
Συνάντησε αχαμνούς λαούς, ανθρώπους κατατρεγμένους. Πέρασε απ’ το Μαντράς, το Καράτσι, τη Σιγκαπούρη, το Βιζαγκαπατάμ. Είδε κελεμπίες κι ολόκληρα τσούρμα από χλωμά παιδιά που ζητιανεύαν. Πάτησε πάνω στις αιματόχτιστες φτυσιές στα πεζοδρόμια της Καλκούτας. Είδε το σκονισμένο ψωμί της φτωχολογιάς, και τη σωματεμπορία των παιδιών της Μανίλας.
«Για ποιο λόγο να ταξιδεύεις αν όχι σαν ένα παιδί;»*. Ποιος μπορεί να δει τούτα τα έλκη και ν’ αντέξει το κακό; Ποιος ποιητής θα μεταλλάξει τη λασπωμένη γεωγραφία τούτης της φθοράς;
Μα ποιος άλλος, μόνο μια καθαρή καρδιά που πιστεύει στον άνθρωπο και στο Θεό! Αυτή την καθαρή καρδιά του καπετάνιου θέλω με αυτό το σημείωμά μου ν’ αναδείξω.
Πάνω στο σκαμπανέβασμα του καραβιού, μέσα στη ραγισμένη νύχτα να ράβει στην καρδιά του συλλαβές, ν’ ακροπατάει ο νους του πάνω στης ζωής το ταραγμένο κύμα…
«Οι κοιμισμένοι είναι συνεργοί σ’ όλα αυτά τα άσχημα που γίνονται στον κόσμο». Αυτή τη μεγάλη αλήθεια δείχνει στην πράξη κι ο πολυύμνητος αρχοντοκαπετάνιος. Μετά τα τόσα βάσανα, τις τόσες κακουχίες, αν και απόμαχος, oλόρτος πάλι στάθηκε, δεν άφησε τη στεριά να τον υπνώσει. Τα μοχτοαργασμένα κείμενά του, σαν από το κύμα κοχύλια τορνεμένα, στέκουν διάσπαρτα, σαν του Αιγαίου τ’ ακριτικά βραχονήσια, τα όρια της φυλής μας να ομορφαίνουν.
«Τα αισθήματα είν’ ευκολότερο να τα φαντασθεί κανείς, παρά να τα περιγράψει». Αυτό περίπου γράφει ο Αλέξανδρος Ραγκαβής σ’ ένα διήγημά του. Στην περίπτωση του καπετάνιου μας, τα λόγια αυτά βρίσκουν την απόλυτη δικαίωσή τους. Τα κείμενα του Νίκου Κωστάρα δεν κρίνονται. Είναι πάνω και πέρα από όποια σχόλια. Ο λόγος του είναι μόνο αίσθημα, που ξεπερνάει τα τριμμένα φληναφήματα του καιρού μας, κι ανεβαίνει ψηλά να συναντήσει το βωμό των προγονικών αξιών και της αντρειάς, κατέναντι στη φθορά των ημερών και στην κενότητα των οριζόντων.
Γι’ αυτό ο τίμιος κι άξιος καπετάνιος μας, σαν άλλη Εκάβη, στον καθένα μας βροντοφωνάζει:
«Κάτσε κοντά, ο βωμός αυτός θα μας φυλάξει όλους ή θα πεθάνουμε μαζί…»** .
* Τζακ Κέρουακ
** Βιργίλιος, «Αινειάδα»
Τον καπετάνιο Νίκο Κωστάρα δεν τον ξέρω προσωπικά. Κάπου στα πέλαγα ίσως οι πλώρες μας να είχαν αλληλοκοιταχτεί, μπορεί να είχε σφυρίξει και η μπουρού, ή ακόμη να νιώθαμε να μας συνθλίβει, το ίδιο πρόσωπο της άγριας μοναξιάς. Όμως στο πέρασμα του χρόνου, ήρθε η στιγμή στο Θιάκι πάλε να γυρίσουμε, ν’ αράξουμε εδώ πα.
Όλα σε τούτο τον κόσμο γίνονται κι άλλα σα θαύματα φαντάζουν. Και ήταν όμοια σχεδόν η προσευχή που έκανα, μ’ εκείνη του Δυσσέα:
«Θεέ, αν μ’ έφερε η χάρη σου στην ποθητή πατρίδα, / μέσ’ από άγριες θάλασσες κι από στεριές με πόνους, / ανθρώπου δείξε μου φωνή, για στείλε ένα φίλο να μιλήσω…».
Κι ήρθε η φωνή του καπετάν Νίκου, σαν βάλσαμο κοντά μου. Κάποιος φίλος του έδωκε το τηλέφωνό μου κι από τότε άνοιξε σα ρόδο η φιλία μας. Εκείνος, απ’ τη γωνιά του Μαρουσιού, να με κερνά κάθε φορά με τον μυριόπλουτο το λόγο του, κι εγώ απ’ τη μεριά του Μαίναλου, δίπλα στα έλατα ντανιαρισμένος, το φίλιο πιοτό να δέχομαι, χίλια φαριά πατριωτικά να τρέχουν στην ψυχή μου.
Όμως πέρα από τα φιλικά αισθήματα και τα εγκάρδια λόγια που ομορφαίνουν τη ζωή, υπάρχει και κάτι άλλο που δίνει περίσσιο νόημα στην ύπαρξη κι ορθώνεται σαν το μελίχρυσο βορράστρι τ’ ουρανού. Κι αυτό είναι ο θαυμασμός που ένιωσα γι’ αυτόν τον σπάνιο θαλασσοπόρο. Το καπετανιλίκι δεν τον έκανε σκληρό κι απάνθρωπο, όπως συνέβη με πολλούς συναδέλφους του, που έγιναν όργανα των εφοπλιστικών συμφερόντων, σε μια χωρίς τέλος πορεία εκμετάλλευσης των ναυτεργατών. Αντίθετα, το εκάστοτε «βαπόρι του» γινόταν η κιβωτός, όπου έθαλλαν ο αλληλοσεβασμός, η αλληλοκατανόηση, και όλου του κόσμου οι αρετές.
Έτσι, το βαπόρι δεν ήταν μόνο ένα σιδερένιο κουτί, που διέσχιζε τις θάλασσες, για να γεμίζει το αχόρταγο πουγκί των πλοιοκτητών. Γινόταν κι ένα εργοτάξιο πολιτισμού, μετατρεπόταν σε εργαστήρι διάδοσης και εξαγωγής των πανανθρώπινων αξιών. Η τρανή καρδιά του στοχαστή καπετάνιου γινόταν γλυκόφως για όλο το ναυτασκέρι, και διάλυε τ’ αλλόκοτα σκοτάδια της έγκλειστης ζωής.
Δεν είναι τυχαίο που τον υμνούν εκατοντάδες άνθρωποι στο πολυσέλιδο αφιέρωμα τού περιοδικού «Ύφος». Τόσες τιμητικές διακρίσεις και τόσα επαινετικά λόγια θα τα ζήλευαν και οι πιο προβεβλημένοι στοχαστές του καιρού μας. Δεν είναι εύκολο, ειδικά τη σημερινή εποχή, να γίνει κάποιος τόσο δημοφιλής.
Τα εκατοντάδες κείμενα του καπετάνιου, που έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε εφημερίδες και περιοδικά, έχουν μέσα τους την κατασταλαγμένη σοφία ενός ανθρώπου, που έζησε μέχρι το έσχατο σημείο τις αστραποκαταιγίδες της ναυτικής ζωής.
Στο διάβα του είδε και γεύτηκε μύριες κακοπάθειες. Με τα φτωχά μπαγκάζια του έφυγε απ’ την πατρίδα με τρένα που σφύριζαν λυπημένα. Μπαρκάρισε σε πλοία κουρασμένα κι από τη σκουριά ρημαγμένα. Ξανοίχτηκε στα πέλαγα τα μανιασμένα. Κατέγραψε στη γκρίζα περιουσία του το μουγκρητό που έβγαινε απ’ το αψύ λαρύγγι του τυφώνα. Άκουσε τον ήχο του SOS από το δέκτη του Μαρκόνη κι είδε το ατσάλινο φτερό του καρχαρία να πλουταίνει. Είδε το μάτι του τ’ ανήμπορο, σα βάδιζε τυφλά μέσα στο θολωμένο πούσι. Ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με επιπλέοντα παγόβουνα κι ένιωσε στο ριζάφτι του την ακήρυχτη απειλή τους. Έζησε τις τυφλές μέρες της σιωπής του ωκεανού και της ράδας την ατεμάχιστη θλίψη. Έδεσε το καράβι του σε βρώμικα λιμάνια.
Συνάντησε αχαμνούς λαούς, ανθρώπους κατατρεγμένους. Πέρασε απ’ το Μαντράς, το Καράτσι, τη Σιγκαπούρη, το Βιζαγκαπατάμ. Είδε κελεμπίες κι ολόκληρα τσούρμα από χλωμά παιδιά που ζητιανεύαν. Πάτησε πάνω στις αιματόχτιστες φτυσιές στα πεζοδρόμια της Καλκούτας. Είδε το σκονισμένο ψωμί της φτωχολογιάς, και τη σωματεμπορία των παιδιών της Μανίλας.
«Για ποιο λόγο να ταξιδεύεις αν όχι σαν ένα παιδί;»*. Ποιος μπορεί να δει τούτα τα έλκη και ν’ αντέξει το κακό; Ποιος ποιητής θα μεταλλάξει τη λασπωμένη γεωγραφία τούτης της φθοράς;
Μα ποιος άλλος, μόνο μια καθαρή καρδιά που πιστεύει στον άνθρωπο και στο Θεό! Αυτή την καθαρή καρδιά του καπετάνιου θέλω με αυτό το σημείωμά μου ν’ αναδείξω.
Πάνω στο σκαμπανέβασμα του καραβιού, μέσα στη ραγισμένη νύχτα να ράβει στην καρδιά του συλλαβές, ν’ ακροπατάει ο νους του πάνω στης ζωής το ταραγμένο κύμα…
«Οι κοιμισμένοι είναι συνεργοί σ’ όλα αυτά τα άσχημα που γίνονται στον κόσμο». Αυτή τη μεγάλη αλήθεια δείχνει στην πράξη κι ο πολυύμνητος αρχοντοκαπετάνιος. Μετά τα τόσα βάσανα, τις τόσες κακουχίες, αν και απόμαχος, oλόρτος πάλι στάθηκε, δεν άφησε τη στεριά να τον υπνώσει. Τα μοχτοαργασμένα κείμενά του, σαν από το κύμα κοχύλια τορνεμένα, στέκουν διάσπαρτα, σαν του Αιγαίου τ’ ακριτικά βραχονήσια, τα όρια της φυλής μας να ομορφαίνουν.
«Τα αισθήματα είν’ ευκολότερο να τα φαντασθεί κανείς, παρά να τα περιγράψει». Αυτό περίπου γράφει ο Αλέξανδρος Ραγκαβής σ’ ένα διήγημά του. Στην περίπτωση του καπετάνιου μας, τα λόγια αυτά βρίσκουν την απόλυτη δικαίωσή τους. Τα κείμενα του Νίκου Κωστάρα δεν κρίνονται. Είναι πάνω και πέρα από όποια σχόλια. Ο λόγος του είναι μόνο αίσθημα, που ξεπερνάει τα τριμμένα φληναφήματα του καιρού μας, κι ανεβαίνει ψηλά να συναντήσει το βωμό των προγονικών αξιών και της αντρειάς, κατέναντι στη φθορά των ημερών και στην κενότητα των οριζόντων.
Γι’ αυτό ο τίμιος κι άξιος καπετάνιος μας, σαν άλλη Εκάβη, στον καθένα μας βροντοφωνάζει:
«Κάτσε κοντά, ο βωμός αυτός θα μας φυλάξει όλους ή θα πεθάνουμε μαζί…»** .
* Τζακ Κέρουακ
** Βιργίλιος, «Αινειάδα»