Του Ηλία Σιαμέλα
Σ’ αυτή τη χώρα που την ισοπέδωσε η μαυρίλα της εμπάθειας και της υπερβολής. Σ’ αυτή τη χώρα που για ολόκληρες δεκαετίες τη διαγούμιζε η δεξιά με τους πολιτικούς της δερβέναγες. Σ’ αυτή τη χώρα που η παρουσία του χωροφύλακα ήταν το αδιάσπαστο νήμα που συνέδεε την κατοχική πανούκλα με την αγκαθερή εχθρότητα της μετεμφυλιακής εξουσίας.
Ήταν οι ολοσκότεινες ημέρες όπου ανθρώπινες φυσιογνωμίες μέχρι κει πάνω, άντρες που ποτέ δεν ηττήθηκαν σε μάχη, αφού πρώτα τους υποχρέωσαν να παραδώσουν όπλα και σουγιάδες, υπέκυπταν κατά χιλιάδες στην τρομοκρατία του χωροφύλακα.
Μα γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά; Ποια οξειδωμένη από το χρόνο λάβα οργής ξανακύλησε μέσα μου; Αιτία είναι όλα αυτά τα ωκεάνια κύματα εχθρότητας του συστήματος που δε λένε να καταλαγιάσουν. Σ’ αυτή τη χώρα ο φασισμός και η τρομοκρατία είναι μια ύλη αδιάσπαστη κι αδάμαστη, που το κεντρικό της χέρι δε κόπηκε ποτέ, απεναντίας μακραίνει, μακραίνει και χοντραίνει, μεταλλάσσεται σε κάτι άλλο και όλο μακραίνει και θεριεύει.
Αυτό λοιπόν το σύστημα έφτασε μέχρι και την πιο ανήλιαγη χαράδρα της υπαίθρου, μέχρι το πιο μακρινό κατσικοχώρι. Ο Δασοφύλακας, αυτό το φανατικό υπέρεισμα ενός φαρμακερού κράτους, πήρε την ατσάλινη σκυτάλη από το χωροφύλακα και απειλεί, και τρομοκρατεί, και ελέγχει, και μηνύει και κατάσχει.
Μόνο που τα θύματα τούτη τη φορά δεν είναι οι χτεσινοί αριστεροί «οχτροί», είναι τ’ αθώα ανθρωπάκια, οι δύσμοιροι αγρότες μας, οι περισσότεροι υπέργηροι, που δε μπορούν πλέον να περιποιηθούν το χτήμα τους, δε μπορούν να κόψουν ούτε ένα κλαδί που σκεπάζει κι αχρηστεύει τις ελιές τους, αν πρώτα δεν πάρουν άδεια από το Δασαρχείο!
Κι εσύ, που είσαι ένας απ’ αυτούς, τρέχεις στην πόλη, κάνεις έξοδα, υποβάλεις αιτήσεις κι όλα της γραφειοκρατίας τα προαπαιτούμενα, και περιμένεις και περιμένεις, και κάποια στιγμή εμφανίζεται ο περίφημος Δασοφύλακας, κατοπτεύει σαν άλλος δερβέναγας την περιοχή, κοιτάζει αφ’ υψηλού το σκαμμένο πρόσωπό σου, που είναι ίδιο με την σκληρή πέτρα και τα ξερά και μαραμένα χώματα που πατάς, κοιτάζει γύρω του και ξανακοιτάζει, όλα του φαίνονται δικά του, παίρνει το σκληρό ύφος της εξουσίας και διατάζει, «Ακούς; Εκείνο το κλαρί θα κόψεις μόνο». «Κι εσύ του απαντάς, μα, άμα τ’ αφήσω και αυτά που φύτρωσαν εκεί πιο πέρα θ’ αχρηστευτεί το χωράφι μου». «Όχι, σου απαντάει, αυστηρά. Ότι σου λέω εγώ θα κάνεις»! Κι αν τύχει και πεις δεν πάει στο διάβολο, εγώ θα καθαρίσω το χτήμα μου χωρίς να πάρω άδεια, κι ας πάνε να κουρεύονται όλοι». Ε, τότε το πράγμα αγριεύει. Οι ενέδρες που στήνονται είναι πυκνές και αν σου βρούνε δυο κουτσουράκια πάνω στο αγροτικό σου, πολύ γρήγορα θα βρεθείς κάτω από το παγερό βλέμμα του δικαστή κι άντε να ξεμπερδέψεις.
Αυτά λοιπόν γίνονται και άλλα πολλά, που θα χρειαζόταν να γράψω κι εγώ ένα πολυσέλιδο βιβλίο σαν αυτό της Victoria Hislop, που να περιγράφει το δράμα μιας σύγχρονης Σπιναλόγκας, που οι κάτοικοί της βασανίζονται και υποφέρουν από τη λέπρα της εξουσίας. Αυτό είναι το σύστημα λοιπόν και δεν αλλάζει. Όταν κόβει ο αγρότης ένα δέντρο για να καθαρίσει το χτήμα του και να πάρει και τα ξύλα της χρονιάς του για το τζάκι του, αφαιρεί μια σταγόνα πετρελαίου από τους Βαρδινογιάννηδες, και μερικά σεντς απ’ τον φόρο του κράτους, και αυτό είναι το έγκλημά του. Αυτός είναι ο λόγος που οι διώξεις τού είδους εντείνονται. Γιατί κι αυτός πρέπει να αγοράζει πετρέλαιο θέρμανσης όπως όλοι οι άλλοι. Ο «οικολόγος» πετρελαιάς πρέπει να ενισχυθεί, να κάνει εκστρατείες ολόκληρες δήθεν για τα δάση, τα κανάλια ν’ αφρίζουνε από «οικολογική οργή», για να τζιράρουν και ν’ αβαντάρουν το μαύρο χρυσάφι του αφεντικού, και οι πολιτικοί, φαρμακερές αράχνες, που πλέκουν τον ιστό των νόμων για να στριμώχνουν τους ραγιάδες, για να κάνουν δύσκολη τη ζωή στους αγρότες, για να τους απελπίζουν και να λένε σε κάποια στιγμή, Αϊ σιχτίρ σιχάματα! Και ν’ αφήνουν τα χωράφια τους να λογγώνουν, ν’ αχρηστεύονται ολόκληρες περιουσίες. Εκεί που οι πρόγονοί τους είχαν χύσει ποτάμια ιδρώτα για να τα κάνουν καλλιεργήσιμη γη. Και τώρα να τα βλέπουν και να κλαίνε, και να πιάνεται η ψυχή τους. Και κανένας νέος επιχειρηματίας να μην τολμά να ξεκινήσει μια καλλιέργεια, αφού οι δρόμοι είναι αδιάβατοι απ’ τα στοιχειωμένα ρουπάκια, γιατί ποιος τολμάει να τα κόψει. Μα, και τα χωράφια δίπλα, όλα έρημα και δασωμένα, και μέσα σ’ αυτό το νεκρικό σκηνικό το μόνο που ακούγεται είναι η φοβέρα του δασοφύλακα, που την παίρνει ο άνεμος στην πλάτη του για να την πάει από χείλη σε χείλη, από αυτί σε αυτί, για να γονιμοποιηθεί ο τρόμος και να γεννηθούν ανθρωπάκια υποταγμένα, πρόθυμα για θυμιάτισμα, τεμενάδες, μα και μπόλικα ρουφιανιλίκια. Κι όλα αυτά γιατί το θέλουν οι πετρελαιάδες και το βισμαρκο-μερκελικό κράτος των Αθηνών.
Όμως, είναι και η άλλη πλευρά. Αν πάρεις δηλητήρια και ξεράνεις τα πουρνάρια που έχουν καταλάβει μέρος του χωραφιού σου, και δηλητηριάσεις τον υδροφόρο ορίζοντα, και δηλητηριαστείς και συ, αυτό κανέναν δεν ενοχλεί, γιατί τα δηλητήρια τα παράγουν οι πολυεθνικές, οπότε ποιος να μιλήσει.
Αυτή είναι η κατάσταση και με τίποτα δεν αλλάζει. Η χώρα των πολυεθνικών είναι αυτή. Η χώρα των μνημονίων και της υποταγής. Μπροστά μας έχουμε ένα σύστημα που, όπως λέει ο Νίτσε, έχει την «εικόνα ενός σκαντζόχοιρου με ηρωική διάθεση», που θέλει να μας φοβίσει, να μας σβήσει κάθε δημιουργική φαντασία, να μας διώξει απ’ τον τόπο μας, να μην παράγουμε τίποτα. Γι’ αυτό βάζουν οι καλοθελητές του στον αγρότη καινούργιες κι αβάσταχτες φορολογίες.
Όταν το 1975 παρουσιάστηκε στο Κοινοβούλιο της Κένυας ένα πρόγραμμα για την προστασία της άγριας ζωής καταψηφίστηκε, γιατί διαπιστώθηκε ότι απέβλεπε περισσότερο στην προστασία της άγριας φύσης, παρά των ανθρώπων. Εδώ, τούτες τις ώρες, που τα μνημόνια προκαλούν σεισμικές καταστροφές, οι πιο αδύναμοι άνθρωποι της υπαίθρου, όχι μόνο δε στηρίζονται, αλλά, διώκονται, για να προστατευτούν τα πουρνάρια!
Τόσα χρόνια οι χωρικοί μας ήταν δεμένοι με τη γη τους. Ήταν κάτοχοι ενός ηθικού κώδικα από πολλούς αιώνες, απ’ τον πολιτισμό των ελληνικών κοινοτήτων, κληρονομημένο. Ήξεραν πώς να περιποιηθούν το χτήμα τους και να κρατούν τις ισορροπίες που χρειάζονται ώστε να επιβιώνει το δάσος μα και οι ίδιοι. Αυτό γινότανε μέχρι που πέρασε σα θύελλα, μαζί με τα μνημόνια, η γερμανική «κουλτούρα», ή αλλιώς, η «κατηγορική προσταγή του κράτους», που θεωρεί τον αγρότη εγκληματία πίθηκο, άγριο κι απολίτιστο κι επικίνδυνο για το περιβάλλον κι ότι πρέπει να επιβληθούν θηριώδεις νόμοι και απαγορεύσεις και ν’ αναλάβει δράση ο αντικαταστάτης του χωροφύλακα, ο δασοφύλακας, που μια και οι Σημίτηδες του αφαίρεσαν το δικαίωμα να φυλάει τα δάση απ’ τις φωτιές, βρήκε το ύστατο καταφύγιο στα σταυροδρόμια των χωριών, και αντί να κυνηγάει τους παράνομους ξυλέμπορους, έγινε ο διώκτης των φουκαράδων, έτσι πρόθυμος και πάντα της εξουσίας θεληματάρης, να δείχνει πόσο χρήσιμος είναι γι’ αυτή τη θεσούλα, να την κρατήσει με κάθε θυσία.
Ο Καντ υποστήριζε ότι εάν αφήναμε πίσω μας και αγνοούσαμε την αυθεντία του θεού, τότε θα έπρεπε να υπάρχει κάποια βασική λογική ή κάποια αρχή με την οποία θα μπορούσε να κριθεί μια πράξη σαν σωστή ή λαθεμένη, ηθική ή ανήθικη.
Και να που εδώ έχουμε μια Αρχή, το Δασάρχη, κάτι σαν τον ηλεκτρονικό «ηθικό κυβερνήτη» του μέλλοντος και «οικολογικό δικτάτορα», που μόνο αυτός κρίνει αν είναι «ηθικό» ή μη, να κλαδέψεις ένα πουρνάρι, άσχετα αν εσύ ξέρεις ότι είναι το πιο σκληρό, ανθεκτικό. μα και επεκτατικό δέντρο που υπάρχει στον πλανήτη και όσες φορές κι αν το κόψεις, αυτό θα αναπτύσσεται, θ’ ανανεώνεται, θα γίνεται πιο εύρωστο και θα ζήσει ολόκληρους αιώνες, ενώ εσύ, κι ο δασάρχης, μαζί κι ο δασοφύλακας, θα έχετε γίνει σκόνη και λίπασμα. Είναι αυτός ο αιώνιος μανδαρίνος του συστήματος, που δε βγήκε ποτέ έξω από το γραφείο του ν’ αφουγκραστεί τη φύση. Που μας λέει ότι το πουρνάρι πρέπει να προστατευτεί, όταν η ίδια η φύση με τις κάμπιες, που κυνηγάνε και κατατρώνε μόνο αυτό, ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα άγρια δέντρα, φροντίζει για την ισορροπία του οικοσυστήματος και τη βιοποικιλότητά του, γιατί αν αφεθεί ανεξέλεγκτο θα πνίξει όλα τα άλλα δέντρα που τόλμησαν να φυτρώσουν γύρω του. Αυτό που κάνει ο Δασάρχης με το πουρνάρι, είναι σα να έθετε ο ΟΗΕ υπό καθεστώς «προστασίας» την άγρια και επεκτατική γερμανική φυλή, που τείνει να κυριεύσει και πάλι ολόκληρη την Ευρώπη!
Όμως ο Δασάρχης «προχωράει». Η εκθετική καμπύλη των κερδών της επιχείρησης του πετρελαιά ανεβαίνει. Η βασική λογική των κυβερνήσεων τη σιγοντάρει. Η έντεχνη μεταβίβαση πόρων απ’ τον αδύνατο στους πλουτοκράτες καλά κρατεί. Και συ, γραφιάς, ραγιάς κι’ αδιόρθωτος, δε μπορείς να κάνεις τίποτα, μόνο κοιτάζεις κάθε καλοκαίρι τις φωτιές, σαν επακόλουθο της γενικής εγκατάλειψης και μελαγχολείς και κάθεσαι μπροστά στο χαρτί κι’ αραδιάζεις φράσεις, σβήνεις και ξανασβήνεις, και παραφράζεις τον Νερούντα, ξεθάβεις ακόμη και το μάτι του, το κάνεις σα δικό σου και «κοιτάζεις, τούτο το δάσος το καψαλιασμένο, που κάτι πέφτει πάνω του, ίσως και νάναι καταιγίδα, που μουλιάζει τ’ αποκαΐδια, ώσπου πάνω τους και δίπλα στους πεσμένους κορμούς θα ζυμωθούνε μύκητες, θα πλέξουνε οι σάλιαγκοι τις εμετικές κλωστές τους, και το νεκρό κούτσουρο που έπεσε από τα ύψη, κουφάλες θα γεμίσει και σκουλήκια αδηφάγα. Και τότε σίγουρα θα πεις: Τέτοια είναι η μοίρα σου πατρίδα μου, η κακότυχη διακυβέρνηση από έντομα που πλημμυρίζουν τις πληγές σου, οι χοντροί αισχροκερδείς πετρελαιάδες που μετατρέπουν την οικολογία σε χρυσάφι, οι πολιτικοί που προσκυνάνε τα μνημόνια, και μέσω του κράτους τρομοκράτη, κυνηγάνε πάντα το φουκαρά και τον αδύνατο, μέχρι να τον εξοντώσουν…».
11 Σεπτ. 2015,
Μεγαλόπολη Αρκαδίας
Email: siamelas@yahoo.gr
Κιν.6956588818
Σ’ αυτή τη χώρα που την ισοπέδωσε η μαυρίλα της εμπάθειας και της υπερβολής. Σ’ αυτή τη χώρα που για ολόκληρες δεκαετίες τη διαγούμιζε η δεξιά με τους πολιτικούς της δερβέναγες. Σ’ αυτή τη χώρα που η παρουσία του χωροφύλακα ήταν το αδιάσπαστο νήμα που συνέδεε την κατοχική πανούκλα με την αγκαθερή εχθρότητα της μετεμφυλιακής εξουσίας.
Ήταν οι ολοσκότεινες ημέρες όπου ανθρώπινες φυσιογνωμίες μέχρι κει πάνω, άντρες που ποτέ δεν ηττήθηκαν σε μάχη, αφού πρώτα τους υποχρέωσαν να παραδώσουν όπλα και σουγιάδες, υπέκυπταν κατά χιλιάδες στην τρομοκρατία του χωροφύλακα.
Μα γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά; Ποια οξειδωμένη από το χρόνο λάβα οργής ξανακύλησε μέσα μου; Αιτία είναι όλα αυτά τα ωκεάνια κύματα εχθρότητας του συστήματος που δε λένε να καταλαγιάσουν. Σ’ αυτή τη χώρα ο φασισμός και η τρομοκρατία είναι μια ύλη αδιάσπαστη κι αδάμαστη, που το κεντρικό της χέρι δε κόπηκε ποτέ, απεναντίας μακραίνει, μακραίνει και χοντραίνει, μεταλλάσσεται σε κάτι άλλο και όλο μακραίνει και θεριεύει.
Αυτό λοιπόν το σύστημα έφτασε μέχρι και την πιο ανήλιαγη χαράδρα της υπαίθρου, μέχρι το πιο μακρινό κατσικοχώρι. Ο Δασοφύλακας, αυτό το φανατικό υπέρεισμα ενός φαρμακερού κράτους, πήρε την ατσάλινη σκυτάλη από το χωροφύλακα και απειλεί, και τρομοκρατεί, και ελέγχει, και μηνύει και κατάσχει.
Μόνο που τα θύματα τούτη τη φορά δεν είναι οι χτεσινοί αριστεροί «οχτροί», είναι τ’ αθώα ανθρωπάκια, οι δύσμοιροι αγρότες μας, οι περισσότεροι υπέργηροι, που δε μπορούν πλέον να περιποιηθούν το χτήμα τους, δε μπορούν να κόψουν ούτε ένα κλαδί που σκεπάζει κι αχρηστεύει τις ελιές τους, αν πρώτα δεν πάρουν άδεια από το Δασαρχείο!
Κι εσύ, που είσαι ένας απ’ αυτούς, τρέχεις στην πόλη, κάνεις έξοδα, υποβάλεις αιτήσεις κι όλα της γραφειοκρατίας τα προαπαιτούμενα, και περιμένεις και περιμένεις, και κάποια στιγμή εμφανίζεται ο περίφημος Δασοφύλακας, κατοπτεύει σαν άλλος δερβέναγας την περιοχή, κοιτάζει αφ’ υψηλού το σκαμμένο πρόσωπό σου, που είναι ίδιο με την σκληρή πέτρα και τα ξερά και μαραμένα χώματα που πατάς, κοιτάζει γύρω του και ξανακοιτάζει, όλα του φαίνονται δικά του, παίρνει το σκληρό ύφος της εξουσίας και διατάζει, «Ακούς; Εκείνο το κλαρί θα κόψεις μόνο». «Κι εσύ του απαντάς, μα, άμα τ’ αφήσω και αυτά που φύτρωσαν εκεί πιο πέρα θ’ αχρηστευτεί το χωράφι μου». «Όχι, σου απαντάει, αυστηρά. Ότι σου λέω εγώ θα κάνεις»! Κι αν τύχει και πεις δεν πάει στο διάβολο, εγώ θα καθαρίσω το χτήμα μου χωρίς να πάρω άδεια, κι ας πάνε να κουρεύονται όλοι». Ε, τότε το πράγμα αγριεύει. Οι ενέδρες που στήνονται είναι πυκνές και αν σου βρούνε δυο κουτσουράκια πάνω στο αγροτικό σου, πολύ γρήγορα θα βρεθείς κάτω από το παγερό βλέμμα του δικαστή κι άντε να ξεμπερδέψεις.
Αυτά λοιπόν γίνονται και άλλα πολλά, που θα χρειαζόταν να γράψω κι εγώ ένα πολυσέλιδο βιβλίο σαν αυτό της Victoria Hislop, που να περιγράφει το δράμα μιας σύγχρονης Σπιναλόγκας, που οι κάτοικοί της βασανίζονται και υποφέρουν από τη λέπρα της εξουσίας. Αυτό είναι το σύστημα λοιπόν και δεν αλλάζει. Όταν κόβει ο αγρότης ένα δέντρο για να καθαρίσει το χτήμα του και να πάρει και τα ξύλα της χρονιάς του για το τζάκι του, αφαιρεί μια σταγόνα πετρελαίου από τους Βαρδινογιάννηδες, και μερικά σεντς απ’ τον φόρο του κράτους, και αυτό είναι το έγκλημά του. Αυτός είναι ο λόγος που οι διώξεις τού είδους εντείνονται. Γιατί κι αυτός πρέπει να αγοράζει πετρέλαιο θέρμανσης όπως όλοι οι άλλοι. Ο «οικολόγος» πετρελαιάς πρέπει να ενισχυθεί, να κάνει εκστρατείες ολόκληρες δήθεν για τα δάση, τα κανάλια ν’ αφρίζουνε από «οικολογική οργή», για να τζιράρουν και ν’ αβαντάρουν το μαύρο χρυσάφι του αφεντικού, και οι πολιτικοί, φαρμακερές αράχνες, που πλέκουν τον ιστό των νόμων για να στριμώχνουν τους ραγιάδες, για να κάνουν δύσκολη τη ζωή στους αγρότες, για να τους απελπίζουν και να λένε σε κάποια στιγμή, Αϊ σιχτίρ σιχάματα! Και ν’ αφήνουν τα χωράφια τους να λογγώνουν, ν’ αχρηστεύονται ολόκληρες περιουσίες. Εκεί που οι πρόγονοί τους είχαν χύσει ποτάμια ιδρώτα για να τα κάνουν καλλιεργήσιμη γη. Και τώρα να τα βλέπουν και να κλαίνε, και να πιάνεται η ψυχή τους. Και κανένας νέος επιχειρηματίας να μην τολμά να ξεκινήσει μια καλλιέργεια, αφού οι δρόμοι είναι αδιάβατοι απ’ τα στοιχειωμένα ρουπάκια, γιατί ποιος τολμάει να τα κόψει. Μα, και τα χωράφια δίπλα, όλα έρημα και δασωμένα, και μέσα σ’ αυτό το νεκρικό σκηνικό το μόνο που ακούγεται είναι η φοβέρα του δασοφύλακα, που την παίρνει ο άνεμος στην πλάτη του για να την πάει από χείλη σε χείλη, από αυτί σε αυτί, για να γονιμοποιηθεί ο τρόμος και να γεννηθούν ανθρωπάκια υποταγμένα, πρόθυμα για θυμιάτισμα, τεμενάδες, μα και μπόλικα ρουφιανιλίκια. Κι όλα αυτά γιατί το θέλουν οι πετρελαιάδες και το βισμαρκο-μερκελικό κράτος των Αθηνών.
Όμως, είναι και η άλλη πλευρά. Αν πάρεις δηλητήρια και ξεράνεις τα πουρνάρια που έχουν καταλάβει μέρος του χωραφιού σου, και δηλητηριάσεις τον υδροφόρο ορίζοντα, και δηλητηριαστείς και συ, αυτό κανέναν δεν ενοχλεί, γιατί τα δηλητήρια τα παράγουν οι πολυεθνικές, οπότε ποιος να μιλήσει.
Αυτή είναι η κατάσταση και με τίποτα δεν αλλάζει. Η χώρα των πολυεθνικών είναι αυτή. Η χώρα των μνημονίων και της υποταγής. Μπροστά μας έχουμε ένα σύστημα που, όπως λέει ο Νίτσε, έχει την «εικόνα ενός σκαντζόχοιρου με ηρωική διάθεση», που θέλει να μας φοβίσει, να μας σβήσει κάθε δημιουργική φαντασία, να μας διώξει απ’ τον τόπο μας, να μην παράγουμε τίποτα. Γι’ αυτό βάζουν οι καλοθελητές του στον αγρότη καινούργιες κι αβάσταχτες φορολογίες.
Όταν το 1975 παρουσιάστηκε στο Κοινοβούλιο της Κένυας ένα πρόγραμμα για την προστασία της άγριας ζωής καταψηφίστηκε, γιατί διαπιστώθηκε ότι απέβλεπε περισσότερο στην προστασία της άγριας φύσης, παρά των ανθρώπων. Εδώ, τούτες τις ώρες, που τα μνημόνια προκαλούν σεισμικές καταστροφές, οι πιο αδύναμοι άνθρωποι της υπαίθρου, όχι μόνο δε στηρίζονται, αλλά, διώκονται, για να προστατευτούν τα πουρνάρια!
Τόσα χρόνια οι χωρικοί μας ήταν δεμένοι με τη γη τους. Ήταν κάτοχοι ενός ηθικού κώδικα από πολλούς αιώνες, απ’ τον πολιτισμό των ελληνικών κοινοτήτων, κληρονομημένο. Ήξεραν πώς να περιποιηθούν το χτήμα τους και να κρατούν τις ισορροπίες που χρειάζονται ώστε να επιβιώνει το δάσος μα και οι ίδιοι. Αυτό γινότανε μέχρι που πέρασε σα θύελλα, μαζί με τα μνημόνια, η γερμανική «κουλτούρα», ή αλλιώς, η «κατηγορική προσταγή του κράτους», που θεωρεί τον αγρότη εγκληματία πίθηκο, άγριο κι απολίτιστο κι επικίνδυνο για το περιβάλλον κι ότι πρέπει να επιβληθούν θηριώδεις νόμοι και απαγορεύσεις και ν’ αναλάβει δράση ο αντικαταστάτης του χωροφύλακα, ο δασοφύλακας, που μια και οι Σημίτηδες του αφαίρεσαν το δικαίωμα να φυλάει τα δάση απ’ τις φωτιές, βρήκε το ύστατο καταφύγιο στα σταυροδρόμια των χωριών, και αντί να κυνηγάει τους παράνομους ξυλέμπορους, έγινε ο διώκτης των φουκαράδων, έτσι πρόθυμος και πάντα της εξουσίας θεληματάρης, να δείχνει πόσο χρήσιμος είναι γι’ αυτή τη θεσούλα, να την κρατήσει με κάθε θυσία.
Ο Καντ υποστήριζε ότι εάν αφήναμε πίσω μας και αγνοούσαμε την αυθεντία του θεού, τότε θα έπρεπε να υπάρχει κάποια βασική λογική ή κάποια αρχή με την οποία θα μπορούσε να κριθεί μια πράξη σαν σωστή ή λαθεμένη, ηθική ή ανήθικη.
Και να που εδώ έχουμε μια Αρχή, το Δασάρχη, κάτι σαν τον ηλεκτρονικό «ηθικό κυβερνήτη» του μέλλοντος και «οικολογικό δικτάτορα», που μόνο αυτός κρίνει αν είναι «ηθικό» ή μη, να κλαδέψεις ένα πουρνάρι, άσχετα αν εσύ ξέρεις ότι είναι το πιο σκληρό, ανθεκτικό. μα και επεκτατικό δέντρο που υπάρχει στον πλανήτη και όσες φορές κι αν το κόψεις, αυτό θα αναπτύσσεται, θ’ ανανεώνεται, θα γίνεται πιο εύρωστο και θα ζήσει ολόκληρους αιώνες, ενώ εσύ, κι ο δασάρχης, μαζί κι ο δασοφύλακας, θα έχετε γίνει σκόνη και λίπασμα. Είναι αυτός ο αιώνιος μανδαρίνος του συστήματος, που δε βγήκε ποτέ έξω από το γραφείο του ν’ αφουγκραστεί τη φύση. Που μας λέει ότι το πουρνάρι πρέπει να προστατευτεί, όταν η ίδια η φύση με τις κάμπιες, που κυνηγάνε και κατατρώνε μόνο αυτό, ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα άγρια δέντρα, φροντίζει για την ισορροπία του οικοσυστήματος και τη βιοποικιλότητά του, γιατί αν αφεθεί ανεξέλεγκτο θα πνίξει όλα τα άλλα δέντρα που τόλμησαν να φυτρώσουν γύρω του. Αυτό που κάνει ο Δασάρχης με το πουρνάρι, είναι σα να έθετε ο ΟΗΕ υπό καθεστώς «προστασίας» την άγρια και επεκτατική γερμανική φυλή, που τείνει να κυριεύσει και πάλι ολόκληρη την Ευρώπη!
Όμως ο Δασάρχης «προχωράει». Η εκθετική καμπύλη των κερδών της επιχείρησης του πετρελαιά ανεβαίνει. Η βασική λογική των κυβερνήσεων τη σιγοντάρει. Η έντεχνη μεταβίβαση πόρων απ’ τον αδύνατο στους πλουτοκράτες καλά κρατεί. Και συ, γραφιάς, ραγιάς κι’ αδιόρθωτος, δε μπορείς να κάνεις τίποτα, μόνο κοιτάζεις κάθε καλοκαίρι τις φωτιές, σαν επακόλουθο της γενικής εγκατάλειψης και μελαγχολείς και κάθεσαι μπροστά στο χαρτί κι’ αραδιάζεις φράσεις, σβήνεις και ξανασβήνεις, και παραφράζεις τον Νερούντα, ξεθάβεις ακόμη και το μάτι του, το κάνεις σα δικό σου και «κοιτάζεις, τούτο το δάσος το καψαλιασμένο, που κάτι πέφτει πάνω του, ίσως και νάναι καταιγίδα, που μουλιάζει τ’ αποκαΐδια, ώσπου πάνω τους και δίπλα στους πεσμένους κορμούς θα ζυμωθούνε μύκητες, θα πλέξουνε οι σάλιαγκοι τις εμετικές κλωστές τους, και το νεκρό κούτσουρο που έπεσε από τα ύψη, κουφάλες θα γεμίσει και σκουλήκια αδηφάγα. Και τότε σίγουρα θα πεις: Τέτοια είναι η μοίρα σου πατρίδα μου, η κακότυχη διακυβέρνηση από έντομα που πλημμυρίζουν τις πληγές σου, οι χοντροί αισχροκερδείς πετρελαιάδες που μετατρέπουν την οικολογία σε χρυσάφι, οι πολιτικοί που προσκυνάνε τα μνημόνια, και μέσω του κράτους τρομοκράτη, κυνηγάνε πάντα το φουκαρά και τον αδύνατο, μέχρι να τον εξοντώσουν…».
11 Σεπτ. 2015,
Μεγαλόπολη Αρκαδίας
Email: siamelas@yahoo.gr
Κιν.6956588818