Δοκιμαζόμενος Πολίτης
Μές τούς δρόμους τῆς Πατρίδας προσπαθῶ, σέ μιάν ἄκρη μιᾶς ἐλπίδας ν’ ἀκουμπήσω ἕνα ὄνειρο νά χτίσω νά σταθῶ , ἕνα αὔριο καλύτερο νά ζήσω.
Τι ἐδῶ πού ἐγένναγε ἡ γῆ χαρά κι Ἐλευθερία ἦρθε σκλαβιά κι ὑποταγή στη ΔυΝαΤοκρατία.
Τι ἐδῶ πού ὁργώνονταν βαθειά τοῦ ἥλιου τά χωράφια ριζοβολεῖ ἡ ἀγκαθιά καί θεριακλεῖ ἡ ἀμάθεια.
Τι ἐδῶ πού ἀνθοῦσε ἡ συντροφιά τό γέλιο κι ἡ φιλία φωλιάζει τώρα ἡ κατσουφιά κι ἡ μελαγχολία.
Τι ἐδῶ πού ὑπῆρχε οὐρανός κι ἀηδόνι νά πετάξει βρυχᾶται φίδι ὁ κεραυνός νά σέ κατασπαράξει.
Καυτή ἡ ἀνάσα καί βαριά τά σύννεφα τῆς δύσης κατράμι στάζουν καί φωτιά πού καῖνε συνειδήσεις.
* * *
Μές τούς δρόμους τῆς Πατρίδας ξενυχτῶ τήν ἀλήθεια ἀπ’ τό ψέμα νά χωρίσω νά τήν κάνω τῆς ζωῆς μου φυλαχτό καί γνωρίζοντας μπροστά νά προχωρήσω.
Ποιός κυβερνάει οὐσιαστικά; Ποιός παίρνει ἀποφάσεις; Ποιός μέ προδίδει μυστικά μέ δόλιες συμβάσεις;
Ποῦ εἶν’ ὁ κόπος τοῦ Λαοῦ; Ποῦ πάει αὐτός ὁ τόπος; Ποῦ ζοῦν αὐτοί πού μοῦ ζητοῦν θυσίες ὅπως ὅπως;
Πότε θά νοιώσω σιγουριά; Πότε θά ξημερώσει; Πότε θά βγῶ ἀπ’τή σκουριά; Πότε θά ξαστερώσει;
Γιατί μέ δένουν μυστικά; Γιατί μέ σημαδεύουν; Γιατί ψηφίζουν βιαστικά; Γιατί μέ ἀχρηστεύουν;
Πῶς θά βαδίσουμε μπροστά; Πῶς θά ὑψωθοῦν τά νειᾶτα; Πῶς θά κρατήσουμε ζεστά τά ὄνειρα στή στράτα;
Τή Χώρα τρῶνε οἱ σερμαγιές κι οἱ ὑπόγειες συνδέσεις πού μέ κρυφές ἐπιταγές ὑφαίνουν κατασχέσεις.
* * *
Μές τοῦ Ρήγα τίς ἐκτάσεις κατοικῶ καί σέ ἄλλες διαστάσεις φτερουγίζω ἕναν κόσμο ἀντικρύζω Ἑλληνικό κι ἕναν Θούριο καινούργιο ψιθυρίζω
Ὡς πότε σκλάβοι τοῦ βορᾶ θά ζοῦμε καί ἐπαῖτες χωρίς ἐλπίδα και χαρά ζητιάνοι κι ὑπηρέτες;
Ὡς πότε ἐμεῖς πού λευτεριά χαράζαμε στήν πέτρα θά σκύβουμε σάν τόν ραγιᾶ βουβοί στά ξένα κέντρα;
Ὡς πότε τοῦτος ὁ Λαός πού ἄδραχνε τόν ἥλιο θά κρύβετ’ ὅπως ὁ λαγός δειλός ἀπ’ τήν ὑφήλιο;
Ὡς πότε τούτη ἡ γενιά πού μοιάζει εὐνουχισμένη θά στέκεται σέ μιά γωνιά βουβή κι ὑπνωτισμένη;
Ὡς πότε τούτη ἡ Ἐκκλησιά πού σμίλευε τό ἦθος θ’ ἀνέχεται τή σιχασιά πού μόλεψε τό πλῆθος;
Ὡς πότε τοῦτα τά βουνά πού κροῦν τ’ ἀστροπελέκια θά σκύβουνε μπρός στ’ ἀχαμνά πού πιάσανε τά στέκια;
Ὡς πότε οἱ Καθηγητές πού φάγαν’ τά θρανία θά στέκονται σάν θεατές στήν νέα Τυραννία;
Ὡς πότε ’μεῖς σ’ αὐτή τή γῆς πού γράφει Ἱστορία θά μένουμε ὑποταγεῖς χωρίς Ἐλευθερία;
Ὡς πότε τούτη ἡ φωνή πού φώναζε Ἀέρα θά πέφτει κάτω ἀφανής μ’ ἑνός Εὐροῦ τή σφαῖρα;
Ὡς πότε τοῦτα τά Χωριά πού βγάζαν παλληκάρια θά σβήνονται χωρίς σοδειά στά χρέη στά σκοτάδια;
Ὡς πότε τούτη ἡ Ἐργατειά πού ἔβγαινε στούς δρόμους θά χάνεται στήν ἐσχατειά πίσω ἀπ’ τούς Εὐρωνόμους;
Ὡς πότε οἱ Ἕλληνες τοῦ Νοῦ Ρωμιοί καί ὅλοι οἱ ἄλλοι παιδιά τοῦ ἐλεύθερου οὐρανοῦ θά σκύβουν τό κεφάλι;
Ὡς πότε, ὡς πότε ὅλοι ἐμεῖς Λεύτεροι σκλαβωμένοι θά βλέπουμε ἔτσι ἀδρανεῖς τόν κόσμο νά πεθαίνει;
Τοῦ Ἥλιου πᾶρτε τά δαδιά νά ζεσταθοῦν οἱ ἀνθρῶποι νά λαμπαδιάσει ἡ καρδιά ν’ ἀνάψει ἡ Εὐρώπη.
* * *
Μές τούς δρόμους τῆς Πατρίδας καρτερῶ κάποιου Μάρτη τόν ἀγέρα νά μυρίσω νά χορέψω τόν πυρρίχιο χορό τους αἰῶνες μές τά μάτια ν’ ἀντικρύσω.
Στό πρῶτο βῆμα τοῦ χοροῦ τό βλέμμα νά θεριέψει νά βγοῦν φτεροῦγες ἀετοῦ τοῦ Διγενῆ ἡ σκέψη.
Στόν πρῶτο χτῦπο τοῦ ποδιοῦ τό πέλμα νά ἀντριώσει νά μπεῖ στόν κύκλο τοῦ φιδιοῦ τήν κεφαλή νά λυώσει.
Στήν πρώτη ἀνάταση χεριῶν τά δάχτυλα ν’ ἀδράξουν φῶς ἀπ’ τό φῶς τῶν ἀστεριῶν τίς ἄλυσες νά κάψουν.
Στό πρῶτο ἀχόϊ τῆς φωνῆς νά φύγουν τά δαιμόνια νά μήν μπορεῖ ποτέ κανείς νά σπείρει τήν διχόνοια.
Στό πρῶτο γόνατο στή γῆ νά στάξει ἰδρωσταλίδα νά γίνει ἀθάνατη πηγή γιά τήν πικρή πατρίδα.
Κοιτᾶξτε ἐμπρός κοιτᾶξτε ἐμπρός ζυγῶστε ἀγκαλιαστεῖτε ἀνᾶψτε φῶς ἀνᾶψτε φῶς ἀδέρφια ἀντισταθεῖτε.
Ζεῖ ὁ ἀδερφός ζεῖ τό φῶς..
Ἀδέρφια
Καλή Λευτεριά…