Του Γιάννη Παπαμιχαήλ, καθηγητή Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας Παντείου Ο Θύμιος ήταν «σύντροφος», όχι όμως μόνον με την έννοια του συναγωνιστή...
Σάββατο 24 Ιουλίου 2010
Οι γυάλινοι σταρ του Ραφαηλίδη
Θα αναδημοσιεύσουμε κάποια κείμενα από εργασία του Βασίλη Ραφαηλίδη σχετικά με την ψυχολογία και τις πρακτικές των σταρ: Δημοσιογραφικών και λοιπών. Ο Βασίλης με την πολεμική του εναντίον της Μαλβίνας ακτινογραφεί όλον αυτόν τον κόσμο.
Απαραίτητη σημείωση
ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ τον γνώρισα στις φυλακές της Αίγινας το 1967. Η φιλία μας που χρονολογείται από τότε στηριζόταν στην άκαμπτη πίστη στα ιδανικά του σοσιαλισμού και στην ανατρεπτική θεωρία του μαρξισμού. Άκαμπτος, ασυμφιλίωτος με τη ρουτίνα, την αστική χυδαιότητα και κακογουστιά, τη βλακεία της εξουσίας (της κάθε εξουσίας) και ανατρεπτικός έμεινε ο Βασίλης σε όλη του τη ζωή. Γι’ αυτό ήταν και εξόριστος μέσα στο ίδιο του το σπίτι…
Ο ΒΑΣΙΛΗΣ Ραφαηλίδης ανήκει στην τραγική γενιά των κομμουνιστών που έζησε τη διάψευση των πεποιθήσεων και ιδανικών. Που είδε το αμυδρό φως της Επανάστασης να σβήνει από το σταλινικό σύστημα τρόμου και φρίκης, όπου τα ιδανικά του σοσιαλισμού χλευάζονταν στο όνομα ενός αποστεωμένου δόγματος…
ΜΕΣΑ σε αυτή την καταιγίδα των ιστορικών διαψεύσεων ο Βασίλης δεν λιποτάκτησε, ούτε αναζήτησε, όπως πολλοί άλλοι διανοούμενοι της Αριστεράς τη «γοητεία της μπουρζουαζίας». Δεν καταποντίστηκε μέσα στη θύελλα, όχι μόνο από πίστη στα ιδανικά του κομμουνισμού, αλλά, κυρίως, γιατί διέθετε την πυξίδα της βαθιάς γνώσης. Γνώριζε ότι ο σταλινισμός ήταν η αντεπαναστατική άρνηση του σοσιαλισμού, ο ημιμαθής και κομπάζων χλευασμός του μαρξισμού…
Η ΜΟΝΑΧΙΚΟΤΗΤΑ του Βασίλη ξεκινάει ακριβώς από τα συντρίμμια της κομμουνιστικής αριστεράς, τη βαθιά γνώση του για το κομμουνιστικό κίνημα, την πίστη του στο μαρξισμό και την άκαμπτη άρνησή του να ενσωματωθεί στο αστικό περιβάλλον και τους μηχανισμούς εξουσίας. Ήταν ένας από τους πιο θαρραλέους μαχητές του λόγου…
Κατά διαστήματα όταν εργαζόμασταν μαζί στην εφημερίδα «Έθνος» του άσκησα σκληρότατη πολεμική για κάποιες «διανοούμενες εμμονές» του. Η «ψυχρότητα» από τις πολεμικές μου διαρκούσε ελάχιστο χρόνο.
Λίγο καιρό πριν φύγει είχαμε συναντηθεί και του είπα επί λέξει για τους αντιεκκλησιαστικούς λίβελους στην «Ελευθεροτυπία»: «Βασίλη γιατί εμμένεις σε αυτό το μένος κατά της Εκκλησίας; Τα πράγματα έχουν έλθει τα πάνω κάτω και η Εκκλησία βάλλεται σήμερα από το παγκόσμιο ιμπεριαλισμό».
Μου απάντησε:
«Θύμιο πράγματι έτσι είναι. Τα κείμενα της εφημερίδας είναι παλιά…»
Παραθέτω αυτόν το διάλογο για να δείξω ότι ο Βασίλης στο τέλος της ζωής του είχε απαλλαχτεί από κάποιες εμμονές του…
Αναδημοσιεύουμε από το τεύχος-12 του Ρεσάλτο
Οι γυάλινοι σταρ Συγγραφέας: Βασίλης Ραφαηλίδης Αποδέκτης: Μαλβίνα Κάραλη
Ένα ανελέητο, ανέκδοτο «κατηγορώ» για τους τηλε-σταρ. Προσχέδιο για ένα «πολύ σοβαρό βιβλίο» που θα έγραφε. Γράφει σχετικά ο Βασίλης στο τέλος του κειμένου: «Η δύσκολη κατάσταση της υγείας μου ίσως δεν μου επιτρέψει να επεξεργαστώ έγκαιρα το πολύ σοβαρό βιβλίο που γράφω για σένα. Για μια τέτοια περίπτωση, ας υπάρχει τουλάχιστον αυτό εδώ το πρόχειρο κείμενο».
Το κείμενο αυτό παρέδωσε ο Βασίλης για αξιοποίηση, στον π. Γεώργιο Μεταλληνό, με τα ακόλουθα λόγια:
Αθήνα, 29/1/99
Αγαπητέ μου πατέρα Γεώργιε,
Από την τελευταία σελίδα θα καταλάβετε γιατί σας ενοχλώ.
Από το περιεχόμενο, θα καταλάβετε γιατί έγραψα ένα τόσο «κακό» κείμενο.
Σας παρακαλώ θερμά, φυλάξτε το, για τους λόγους που θα βρείτε στην τελευταία σελίδα.
Ευχαριστώ πολύ,
Βασ. Ραφαηλίδης
Το κείμενο είναι προδημοσίευση από εργασία του πατρός Μεταλληνού για τον Βασίλη Ραφαηλίδη
Αθήνα, 11/1/99 Αγαπητή μου Μαλβίνα.
Είπες κάποτε, ή μάλλον ο Διονύσης το είπε και εσύ το υιοθέτησες, πως το κύριο γνώρισμα του χαρακτήρα μου είναι ότι μπορώ και ζω όπως σκέφτομαι, πως τα βιώματα και οι ιδέες σε μένα ταυτίζονται. Το εκτιμούσες αυτό όταν το έβλεπες να εφαρμόζεται σε άλλους. Όμως, τώρα που εφαρμόζεται και σε σένα δεν το εκτιμάς καθόλου. Σε καταλαβαίνω. Η συνέπεια είναι εντιμότητα, η εντιμότητα προϋποθέτει θάρρος και το θάρρος εδράζεται στην έλλειψη φόβου θανάτου. Κάθε φόβος είναι σε τελική ανάλυση φόβος θανάτου, λέει ο Φρόυντ. Κανένας φοβισμένος δεν μπορεί να είναι τίμιος όσο παραμένει φοβισμένος, λέει ο Καμύ στο «Ο μύθος του Σίσυφου». Αργά ή γρήγορα ο ψοφοδεής θα προδώσει αν βρεθεί πιεσμένος σε οριακές καταστάσεις, όπως λέει ο Γιάσπερς, «ο φιλόσοφος των ορίων» - αν π.χ βρεθεί μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. (Πρόκειται για το μεγάλο ναι και το μεγάλο όχι του ποιητή).
Κι αυτό ακριβώς έκανες σε μένα. Βρέθηκες σε μια όχι και τόσο πιεστική οριακή κατάσταση, χρειάστηκε δηλαδή να διαλέξεις ανάμεσα στην πισίνα και σε μένα και διάλεξες την πισίνα. Εγώ στη θέση σου θα πνιγόμουν μέσα της για να δώσω ένα σοβαρό νόημα στην υπαρξιακή έννοια του ορίου, αφού δεν μπόρεσα να το δώσω νωρίτερα, απλούστερα και πιο ανθρώπινα.
«Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο»
Φυσικά, οι συνέπειες της προδοσίας σου είναι εντελώς ασήμαντες. Δεν πρόδωσες, δα, και την πατρίδα (!) όπως οι κομουνιστές παλιότερα. Εσύ την πατρίδα την αγαπάς γιατί το επάγγελμα που κάνεις απαιτεί να την αγαπάς προκειμένου να γίνει περισσότερο προσοδοφόρο. Γνωρίζεις πόση ανάγκη έχουν οι απλοί άνθρωποι για φαντασιακή θέσμιση της άθλιας κοινωνικοοικονομικής τους κατάστασης, όπως θα έλεγε ο Καστοριάδης. Οι απλοί άνθρωποι με τα ιδεολογήματά τους είναι η πελατεία σου. Αυτοί σου πληρώνουν, σε τελική ανάλυση, τα 11 εκατομμύρια το μήνα που σου δίνει η άκρως εντυπωσιακή ακροαματικότητα των εκπομπών σου. (Φυσικά, γνωρίζεις πως η ακροαματικότητα στηρίζεται στο κλασικό εμπορικό αξίωμα ο πελάτης έχε πάντα δίκιο-ακόμα και όταν το άδικό του είναι ολοφάνερο για κάθε τίμιο και λογικό άνθρωπο).
Σου ζήτησα να γράψεις για μένα, τον παλιό καλό σου φίλο έναν απ’ τους πρώτους που πριν από 15 χρόνια είδε τις ικανότητές σου και από τότε μέχρι πριν από δύο μήνες σε στήριζε και σε υποστήριζε με ανιδιοτέλεια, έστω μια φράση μόνο από την οποία να φαίνεται πως αποδέχεται ότι η απόλυσή μου από το «Έθνος» ήταν συναρτημένη με τη δική σου αντιδικία με τον Μπόμπολα στο Μέγκα και άρα είχε έναν έμμεσα πολιτικό χαρακτήρα. Ήταν μια ιδέα του δικηγόρου μου Αλέξη Μητρόπουλου. Χρειαζόταν το κείμενό σου για να διεκδικήσει επιτυχέστερα πρόσθετη αποζημίωση για μια απόλυση που δεν θα ήταν δυνατό να έχει εργασιακό χαρακτήρα, αφού 3 μήνες νωρίτερα μου έδωσαν αύξηση 200.000 δραχμών, για να είναι ο μισθός μου την ημέρα της απόλυσης 1.200.000 και η σύνταξή που αναλογεί σ’ αυτόν, 450.000 δραχμές. Αυτά παίρνω τώρα σαν συνταξιούχος. Δεν είναι λίγα, αλλά θα μπορούσαν να είναι περισσότερα. Δεν παριστάνω τον «υπεράνω χρημάτων» και τα σχετικά ιδεαλιστικά ανόητα, αλλά δεν είμαι και «υποκάτω χρημάτων» όπως εσύ.
Αν δεν σε βοηθούσα, αν το περασμένο Πάσχα που προέκυψε το πρόβλημα δεν έπαιρνα το μέρος σου εγκαταλείποντας την καθημερινή στήλη μου στο «Έθνος» υπό την βινέτα «Κάθε Μέρα» διότι αρνήθηκαν να βάλουν σ’ αυτήν κάποια κείμενα που έγραψα για σένα, και συνεπώς αν δε με απέλυαν γι’ αυτό το λόγο η σύνταξή μου, αν έβγαινα στη σύνταξη του χρόνου θα ήταν 600.000 δραχμές. Εγώ, για μόνο το λόγο πως σε υποστήριξα χάνω 150.000 το μήνα ισοβίως και εσύ κερδίζεις τη φιλία του κ. Τεγόπουλου, του κ. Κόκκαλη, της κ. Βαρδινογιάννη, του κ. Χριστόδουλου. Δηλαδή ανθρώπων που σου είναι περισσότερο χρήσιμοι απ’ τους φίλους και γι’ αυτό προσπαθείς με κάθε τρόπο να τους κάνεις «φίλους». Το πετυχαίνεις σχεδόν πάντα, χάρη στο μεγάλο ταλέντο σου στις δημόσιες σχέσεις. Άξιος, ο μισθός σου, λοιπόν.
Η πώληση της Ελλάδας από τηλεοράσεως
Έλεγα παραπάνω πως δεν με στήριξες με έναν λόγο σου, γιατί μόνο αυτό σου ζήτησα, μόνο έναν λόγο σου ζήτησα, κι ας ήξερες πως το είχα ανάγκη. Φαίνεται πως εσύ αρκείσαι να στηρίζεις μόνο την πατρίδα, αλλά μόνο όταν αυτή στηρίζει τις απολαβές σου, έτσι που την πουλάς λιανικά από τηλεοράσεως, χωρίς μάλιστα να κινδυνεύεις με παραπομπή στο στρατοδικείο όπως ο φιλόλογος, κωνσταντινουπολίτης, μεγαλοσχολίτης και κομουνιστής πατέρας μου, που το 1920 λιποτάχτησε από τον τούρκικο στρατό για να έρθει να υπηρετήσει την Ελλάδα, όπου θα καθίσει 10 χρόνια στη φυλακή, γιατί αγάπησε την Ελλάδα. Όπως και εγώ άλλωστε, ένας αλλεργικός στην εθνοκαπηλεία.
Θυμάσαι πώς αντέδρασα όταν σε ρώτησα τι θα κάνεις σε περίπτωση σοβαρής ελληνοτουρκικής σύρραξης και εσύ μου απάντησες κυνικότατα πως θα πας στην Ελβετία; Ξέρεις πόσοι καρχαρίες αγάπησαν τον πατρίδα με τον «ελβετικό» τρόπο σου;
Mην με υποχρεώσεις να αποκαλύψω κάποτε με αποδείξεις και τεκμήρια, που τα φυλάγω στο συρτάρι, πώς μεθοδεύεις την πώληση της Ελλάδας από τηλεοράσεως σε συνδυασμό με έναν λαϊκισμό ολικά άσχετο με την ελιτίστικη ιδιοσυγκρασία σου.
Για σένα ο λαός είναι, απλώς, μια φολκλορική κατάσταση. Για μένα, για τον Διονύση, για όλους τους ειλικρινείς αγωνιστές της Αριστεράς αλλά και για τους σωστούς χριστιανούς σαν αυτούς που γράφουν στο περιοδικό «Σύναξη» στο οποίο είμαι συνδρομητής, αν και άσχετος με το Θεό και την θεολογία, ο λαός είναι μια δυνατότητα και για το καλύτερο και για το χειρότερο, όπως λέει ο Μάρξ.
Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να βοηθήσουμε το λαό να πράξει το καλύτερο για τον εαυτό του και οργιζόμαστε κάθε φορά που τον βλέπουμε να υποτάσσεται στους δημαγωγούς. Αλλά εσύ ενδιαφέρεσαι μόνο για την… αποενοχοποίηση του λαού! Τι είσαι για να μοιράζεις αφειδώς άφεση αμαρτιών; Ο τηλεστάρ-πάπας με τα καλά πληρωμένα τηλεσυγχωροχάρτια του; (Θυμάσαι τα «γκαζάκια» που μοίραζες κάποτε στην πιο λαϊκίστικη εκπομπή σου και το σχετικό γράμμα που σου έστειλα τότε. Ο λαϊκισμός είναι το πρώτο σκαλοπάτι για το πέρασμα στο φασισμό, λέει ο Ντανιέλ Γκερέν, ο σοβαρότερος μελετητής του φασιστικού φαινομένου. (Όταν μάθεις να διαβάζεις, να διαβάσεις τη «Φαιά Πανούκλα»).
Αταξικός εθνικισμός
Το δεύτερο σκαλοπάτι για το πέρασμα στο φασισμό είναι ο αταξικός εθνικισμός. Φασισμός χωρίς αταξικό εθνικισμό δε νοείται. Εγώ, και ο Διονύσης ασφαλώς, είμαστε σαφώς υπέρ του ταξικού εθνικισμού. Αυτό προσπάθησα να πω εκείνο το βράδυ στην παρουσίαση του βιβλίου «Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων», του μέχρι πριν από λίγο τρίτου συζύγου σου, Διονύση Χαριτόπουλου.
Εσύ όμως είσαι απλώς… καλή Ελληνίδα! Ωστόσο, μέχρι πριν από τέσσερα χρόνια ήσουν καλή, πολύ καλή Εβραία. Η οποία μάλιστα καμάρωνε που γεννήθηκε στο Ισραήλ από γονείς γηγενείς Εβραίους, όχι μετανάστες. Η μητέρα σου σε έφερε στην Ελλάδα όταν ήσουν νήπιο, αλλά ο ζάπλουτος σύζυγός της και πατριός σου, ο τραπεζίτης Σακκάς, φίλος στενός και συνεργάτης του Μαρκεζίνη, δε νομίζω πως σου έδωσε κάτι περισσότερο από τα χρήματά του. Εσύ όμως, ούτε καν το όνομά του δε θέλησες να χρησιμοποιήσεις.
Η ταυτότητά σου γράφει πως ονομάζεσαι Μαρία Σακκά, αλλά εσύ προτίμησες να κάνεις όνομά σου ένα ψευδώνυμο, το Μαλβίνα, και να υιοθετήσεις σαν επίθετό σου το επίθετο Κάραλη του πρώτου, πρόσκαιρου και περιστασιακού συζύγου σου.
Τον δεύτερο σύζυγό σου, τον σκηνογράφο Γιώργο Πάτσα, πατέρα του δεύτερου παιδιού σου, τον αγνόησες παντελώς. Πάντως, τον μέχρι πριν από ένα μήνα τρίτο σύζυγό σου τον πεζογράφο Διονύση Χαριτόπουλο, τον τίμησες δεόντως παίρνοντας το επίθετό του μόνο και μόνο για να τον κολακεύσεις. Γνώριζες πως δεν θα αργήσει να την κοπανήσει αν τον ζορίσεις, κι αυτός ήταν ο λόγος που απαγόρευσες αυστηρά και αυταρχικά ακόμα και την τυχαία χρήση του παλιού σου επιθέτου Κάραλη. Καιροσκόπος ακόμα και εδώ.
Όντας φανατική Εβραία και λιγάκι σιωνίστρια μέχρι πριν από τέσσερα χρόνια, κάποτε κατάλαβες πως, στον τόπο που ζεις και πλουτίζεις οι παραλήπτες της ελληνικότητας είναι περισσότεροι από τους παραλήπτες της εβραϊκότητας. Έγινες, λοιπόν, υποδειγματικά καλή χριστιανή και Ελληνίδα για τις ανάγκες της ακροαματικότητας και μόνο.
Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν θα σου ήταν καθόλου δύσκολο. Έχεις ένα εντελώς σπάνιο ταλέντο στο να γράφεις και να σκηνοθετείς προσοδοφόρα «σενάρια καθημερινότητας». Πρώτα καταστρώνεις το σχέδιο δράσης με κάθε επιμέλεια και μετά υποχρεώνεις τους άλλους να παίξουν τους ρόλους που εσύ έγραψες γι’ αυτούς.
Δεν είμαι αντισημίτης και το ξέρεις, όμως κοντεύεις να με κάνεις. Αναλογίσου τις ευθύνες που έχουν οι ίδιοι οι Εβραίοι για την ύπαρξη εν τω κόσμω του αντισημιτισμού. Οι απλοί άνθρωποι έχουν ταυτίσει τον εκμεταλλευτή με τον Εβραίο, και ας μην είναι όλοι οι Εβραίοι εκμεταλλευτές. Εσύ όμως, με τον τρόπο σου, είσαι. Αντί, λοιπόν, να χαίρεσαι, έτσι απλά, φυσιολογικά, ταπεινά για τις ικανότητές σου και τα χαρίσματά σου, δεν παραλείπεις να χρησιμοποιείς ιδιοτελέστατα, σαράφικα, ακόμα και τη γοητεία σου. Την έκανες κι αυτή εμπόρευμα όχι μόνο στα σόου, πράγμα θεμιτό, αλλά και στην καθημερινότητα.