Η πανδημία στην Ελλάδα όντως
εξελίχθηκε ακολουθώντας το καλό σενάριο. Υποστηρίζουμε ότι αυτό οφείλεται,
πρώτον, στην πολύ καλή μας τύχη, δεύτερον, στην οικονομική και κοινωνική
«καθυστέρηση» της χώρας σχετικά με τη Δυτική Ευρώπη, και τρίτον, στον τρόμο που
προκάλεσε η συνειδητοποίηση της απογύμνωσης του ΕΣΥ μετά από μια δεκαετή
επιχείρηση διάλυσής του.
Πολύ λιγότερο –έως καθόλου- έπαιξε ρόλο ο
βαθμός προετοιμασίας, η ετοιμότητα ή η ικανότητα της πολιτικής ηγεσίας. Η
κυβέρνηση και τα ΜΜΕ λένε το ακριβώς αντίθετο, αλλά ποτέ δεν φημίστηκαν για τη
σχέση τους με την αλήθεια.
Οι συγκεκριμένοι λόγοι για
τους οποίους η Ελλάδα δεν θρηνεί τους νεκρούς που θρηνεί η Δυτική Ευρώπη είναι
απόλυτη ανάγκη να γίνουν κατανοητοί, καθώς είμαστε μπροστά στο άνοιγμα της
οικονομίας και των σχολείων.
Προφανώς η επ’ αόριστον
καραντίνα δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η άρση της όμως απαιτεί: (α) απόλυτη
αυτογνωσία του γιατί -προς το παρόν- τη σκαπουλάραμε, (β) άλλο βαθμό
προετοιμασίας και συγκρότησης της υγειονομικής άμυνας της χώρας και κυρίως του
συστήματος δημόσιας υγείας, (γ) αποφάσεις και μέτρα με υγειονομικά και
κοινωνικά και όχι πολιτικά και οικονομικά κριτήρια. Σε τίποτα από τα τρία δεν
ανταποκρίνεται ο κυβερνητικός μηχανισμός.
Επιμένουμε στο ζήτημα της
«κοινωνικής αποστασιοποίησης» και της άρσης της, γιατί από την ίδια την
πραγματικότητα αποδεικνύεται ότι δεν έχει εμφανιστεί κάποιο αποδοτικότερο μέτρο
για τον περιορισμό των ανθρώπινων απωλειών από τα έγκαιρα και ουσιαστικά
περιοριστικά μέτρα. Έγκαιρα με την έννοια να αποφασιστούν πριν ο ιός εξαπλωθεί.
Και ουσιαστικά με την έννοια της πραγματικής ανακοπής της γρήγορης μετάδοσης
της νόσου και όχι της συμμορφωτικής ή υποκριτικής χρήσης τους.
Η καλή τύχη της Ελλάδας δεν
είναι διαφορετική από την καλή τύχη άλλων χωρών των Βαλκανίων και της
Ανατολικής Ευρώπης, που όντας έξω από τον σκληρό πυρήνα της οικονομικής και
κοινωνικής διεθνοποίησης, πρόλαβαν να πάρουν περιοριστικά μέτρα πριν εξαπλωθεί
ανεξέλεγκτα η επιδημία.
Εξετάζοντας τις απώλειες στην
Ευρώπη, η Ελλάδα βρίσκεται στη 10η θέση σε σύνολο 37 χωρών της Ευρώπης με
δείκτη τον αριθμό των θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Δείκτης που συνιστά
μάλλον την πιο αντικειμενική μέτρηση του πόσο έχει πληγεί μια κοινωνία, καθώς o
αριθμός κρουσμάτων εξαρτάται από την μαζική ή περιορισμένη πολιτική
διαγνωστικών ελέγχων που εφαρμόζεται.
Οι επιστημονικές μελέτες θα
δείξουν σε βάθος χρόνου αν υπάρχουν ειδικά βιοϊατρικά επιδημιολογικά στοιχεία
που εξηγούν τις παραπάνω διαφορές στις απώλειες από χώρα σε χώρα. Μέχρι σήμερα
δεν έχει εμφανιστεί μια αξιόπιστη εναλλακτική ερμηνεία, πέρα από αυτή της
έγκαιρης λήψης περιοριστικών μέτρων. Και φυσικά αυτή η πολιτική δεν προδικάζει
ούτε πολύ περισσότερο εξασφαλίζει ότι η συνέχεια της πανδημίας ή ενδεχόμενο
δεύτερο κύμα της θα είναι διαχειρίσιμα.
Γιατί ισχυριζόμαστε ότι η
έγκαιρη λήψη περιοριστικών μέτρων στις χώρες που εξελίσσονται ήταν αποτέλεσμα
καλής τύχης και οικονομικών και κοινωνικών συγκυριών στις συγκεκριμένες χώρες,
αλλά όχι ικανότητα ή προνοητικότητα των πολιτικών τους ηγεσιών;
Παράγοντας πρώτος ο σχετικός
χρόνος των περιοριστικών μέτρων.
Η μόνιμη επωδός είναι ότι η Ελλάδα τα πήγε
καλά γιατί πήρε μέτρα νωρίς. Είναι προφανώς ένα βολικό σχήμα για την
κυβερνητική διαχείριση. Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα – όπως και όλες οι άλλες
χώρες που κράτησαν χαμηλό τον αριθμό των απωλειών- πήραν μέτρα την ίδια περίοδο
ή και αργότερα από τις χώρες με τις πολύ υψηλές απώλειες, με εξαίρεση τη Ρωσία
που πήρε όμως μέτρα σε ανύποπτο χρόνο, ξεκινώντας από τα τέλη Ιανουαρίου.
Για παράδειγμα το Βέλγιο που
είναι στην κορυφή της λίστας των θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού, έκανε λοκ
ντάουν στις 17 Μαρτίου.
Στην Ελλάδα το λοκ ντάουν επιβλήθηκε στις 23
Μαρτίου.
Το πρώτο θύμα στο Βέλγιο καταγράφεται στις 11
Μαρτίου, ενώ στην Ελλάδα στις 12 Μαρτίου.
Το Βέλγιο είναι χαρακτηριστικό
παράδειγμα επειδή, ενώ οι χρόνοι αντίδρασης ήταν ίδιοι, εκεί καταγράφονται 560
θάνατοι ανά εκατομμύριο, ενώ στην Ελλάδα 12.
Τα παραδείγματα της Ιταλίας ή
της Γαλλίας είναι ακόμα πιο παραστατικά γιατί ενώ πήραν σκληρότερα μέτρα αρκετά
νωρίς (από τέλη Φεβρουαρίου) δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τις δεκάδες χιλιάδες
θανάτους μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα.
Στην πραγματικότητα για
ολόκληρη την Ευρώπη λειτούργησε ως συναγερμός το νούμερο των 133 θανάτων σε ένα
εικοσιτετράωρο που κατέγραψε η Ιταλία στις 8 Μαρτίου. Από εκείνη τη στιγμή και
μετά, σχεδόν το σύνολο των κυβερνήσεων στην Ευρώπη ξεκινά να παίρνει
περιοριστικά μέτρα.
Πού βρίσκεται λοιπόν η
διαφορά;
Η διαφορά αφορά το μη
μετρήσιμο (τουλάχιστον όχι με αξιοπιστία) εύρος της μετάδοσης της μόλυνσης στην
κοινότητα, μέχρι τα περιοριστικά μέτρα. Ο χρόνος δηλαδή δεν λειτουργεί ως
απόλυτο αλλά ως σχετικό νούμερο.
Η Γαλλία στις 16 Μαρτίου, νωρίτερα από κάθε
άλλη χώρα επιβάλει καθολικό λοκ ντάουν, αφού βεβαίως την προηγούμενη ημέρα
διεξάγεται κανονικά ο πρώτος γύρος των δημοτικών εκλογών. Είναι μία εβδομάδα
πριν την Ελλάδα, αλλά στην πραγματικότητα για τη Γαλλία είναι ήδη πολύ αργά.
Η ιστορία έδειξε ότι τα
περιοριστικά μέτρα δούλεψαν, αρκεί να μην είχε προηγηθεί ευρεία μετάδοση του
ιού. Εκεί που δεν υπήρξαν περιοριστικά μέτρα έγκαιρα, οι απώλειες εκτοξεύτηκαν.
Το ίδιο και εκεί που τα περιοριστικά μέτρα ήταν χαλαρά και εθελοντικά, χωρίς αυστηρή
κρατική παρέμβαση.
Αυτό το γεγονός είναι, από τη
μια μεριά, σαφής απάντηση σε όσους θεώρησαν ότι τα περιοριστικά μέτρα είναι
περιττά, οικονομικά δυσανάλογα επιζήμια ή απλώς πρόφαση για την επιβολή κράτους
έκτακτης ανάγκης.
Με όποιον τρόπο και να το δει
κανείς, τα περιοριστικά μέτρα και η «κοινωνική αποστασιοποίηση» ήταν η βασική
άμυνα των κοινωνιών στον κορωνοϊό. Από την αυταρχική Κίνα μέχρι τις «ελεύθερες»
ΗΠΑ και την «δημοκρατική» Ευρώπη, καμιά άλλη υγειονομική πολιτική δεν δούλεψε
πέρα από την (περισσότερο ή λιγότερο αυστηρή) επιχείρηση να περιοριστεί η
διάδοση της νόσου.
Από την άλλη, τα περιοριστικά
μέτρα και η επιτυχία τους σχετίζονται άμεσα με τη μέχρι τότε (φανερή ή
λανθάνουσα) διάδοση του ιού. Οι χώρες στις οποίες ο ιός διαδόθηκε νωρίτερα είναι
οι πρώτες σε απώλειες, οι χώρες στις οποίες ο ιός διαδόθηκε αργότερα, είναι οι
τελευταίες.
Το να συγκρίνει κανείς
απόλυτους χρόνους αντίδρασης για να βγάλει άσκοπα τα μέτρα είναι άστοχο και
βρίθει σκοπιμοτήτων. Για παράδειγμα η σύγκριση των ταυτόσημων χρόνων αντίδρασης
Βελγίου – Ελλάδας οδηγεί σε απόλυτο παραλογισμό αν αφαιρεθεί πονηρά ο
παράγοντας της διάδοσης -μέχρι τα μέτρα- της νόσου.
Όπως από την ανάποδη,
υποβολιμαία προπαγάνδα είναι να ανακαλύπτεις περίσσεια ηγεσίας σε όσους είχαν
την τύχη να κυβερνούν χώρες με χαμηλή μετάδοση του ιού και πήραν απλώς τα ίδια
μέτρα, με τον ίδιο τρόπο, με τα ίδια επιχειρήματα και την ίδια στιγμή (ή και
αργότερα), με όσους είχαν την ατυχία να κυβερνούν χώρες που είχε προηγηθεί ήδη
η υψηλή μετάδοση.
Διαβάστε τη συνέχεια αυτής της
πολύ σοβαρής μελέτης, εδώ: