Σαν σήµερα πριν από 55 χρόνια µια έκρηξη στη Θεσσαλονίκη γίνεται η αφορµή για έναν πρωτοφανή διωγµό των Ρωµιών της Πόλης, που προκάλεσε τεράστιες καταστροφές στα σπίτια και την οικονοµική τους δραστηριότητα. Ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης ήταν εκεί και αφηγείται τα γεγονότα αποκαλύπτοντας και τις αθέατες πτυχές τους. «Οταν βγήκαµε από το πλοίο που µας έφερε από τη Χάλκη, εκεί στη Γέφυρα του Γαλατά, δεν φαινόταν τίποτα. Προχωρώντας όµως, αρχίσαµε να βλέπουµε τα πρώτα σηµάδια από τα επεισόδια και, όταν φτάσαµε πια στο Πέρα, είδαµε µια εικόνα βιβλικής καταστροφής. Δεν είχες πού να πατήσεις από τα σπασµένα ή καµένα µαγαζιά, τα γκρεµισµένα σπίτια, τα χυµένα εµπορεύµατα… Το ίδιο και στα Ταταύλα ή στο Φανάρι, παντού όπου υπήρχαν εγκατεστηµένοι Ρωµιοί, στα σχολεία τους, στις κλινικές, στα εργοστάσια, στις εκκλησίες, είχαν γίνει βανδαλισµοί. Συνήθως οι διαδόσεις φουσκώνουν τα γεγονότα. Σε αυτήν την περίπτωση, το φαινόµενο ήταν πολλαπλάσια µεγαλύτερο απ’ ό,τι είχαµε ακούσει. Και µόλις πέρασε το πρώτο σοκ, έγινε σαφές σε όλους µας πως οι καταστροφές ήταν προσχεδιασµένες».
Ο Πέτρος Μαρκαριάν – ο κατοπινός συγγραφέας δηµοφιλών θεατρικών έργων και αστυνοµικών µυθιστορηµάτων µε το όνοµα Μάρκαρης – ήταν 18 χρονών όταν στις 6, 7, 8 Σεπτεµβρίου του 1955 έγιναν στην Κωνσταντινούπολη οι ανθελληνικές ταραχές που κατέληξαν σε πογκρόµ εναντίον των Ρωµιών και ονοµάστηκαν Σεπτεµβριανά.
Η οικογένειά του κι αυτός, εξελληνισµένοι αρµένηδες µικροαστοί, παραθέριζαν όπως πάντα στο πατρικό τους στη Χάλκη, όταν έµαθαν από ένα τηλεφώνηµα για την πρώτη νύχτα του τρόµου στην Πόλη, οπότε αµέσως την εποµένη έφυγαν για εκεί. Όπως εξηγεί σήµερα στα «ΝΕΑ» από το 1952, η ατµόσφαιρα ήταν ηλεκτρισµένη, αφού είχε ξανανοίξει το Κυπριακό και το κυρίαρχο τότε αίτηµα για «ένωση» της µεγαλονήσου µε την Ελλάδα «ακουγόταν σαν ύβρις στα αυτιά των Τούρκων». Οι Ρωµιοί το διαισθάνονταν, λέει, «ότι θα κατέληγαν να γίνουν εξιλαστήρια θύµατα». Δεν είναι τυχαίο ότι τότε είχε διαδοθεί το σλόγκαν «Πολίτη µίλα τουρκικά, είσαι στην Τουρκία!» που κυνηγούσε τους µειονοτικούς στους δρόµους. «Εγώ πήγαινα στο αυστριακό σχολείο που ήταν µεικτό και µιλούσα κι έγραφα άνετα τα τουρκικά, αλλά κι εµάς µας πλήγωνε αυτό το σλόγκαν. Φοβούνταν όλες οι µειονότητες, όχι µόνο η ελληνική». Οταν λοιπόν έγινε το κακό, όλες το φόρτωσαν στην πλάτη του Αντνάν Μεντερές που ήταν ο πρωθυπουργός. «Εκ των υστέρων όµως αποδείχθηκε ότι τα πράγµατα δεν ήταν ακριβώς έτσι…».
Οι πρώτες διώξεις.
Τα Σεπτεµβριανά είχαν παρελθόν. Οι µειονότητες – ελληνική, αρµενική, εβραϊκή – κρατούσαν µεν στα χέρια τους το εµπόριο και τις σχέσεις µε τον ευρωπαϊκό κόσµο, ζούσαν όµως σε ένα κλίµα φόβου και ανασφάλειας από τις αρχές του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου. «Υπήρχε µια σατανική µορφή που ήθελε να τις εκµηδενίσει» σηµειώνει ο Μάρκαρης.
«Ηταν ο Ισµέτ Ινονού, πρόεδρος της Δηµοκρατίας τότε, που είχε ξεκινήσει την πορεία του µε τους Νεότουρκους και διατηρούσε από αυτούς έναν στενοκέφαλο εθνικισµό και έναν βαθύτατο θαυµασµό για τους Γερµανούς. Αυτός θέλησε να κάνει στις µειονότητες ό,τι οι ναζί έκαναν στους Εβραίους: να δηµεύσει τις περιουσίες τους και να τις εξοντώσει». Γι’ αυτό προχώρησε το 1941 στη στρατολόγηση «των είκοσι ηλικιών» (20 κλάσεων) οπότε οι Ρωµιοί οδηγήθηκαν σε αποµακρυσµένα τάγµατα εργασίας όπου έλειωσαν, ενώ το 1942 τους επέβαλε το «βαρλίκι», έναν επαχθέστατο φόρο περιουσίας, που όποιος δεν µπορούσε να τον πληρώσει εκτοπιζόταν και έβλεπε το βιος του να κατάσχεται.
Αυτό το κλίµα των διώξεων αρχίζει ωστόσο να µεταστρέφεται µετά την ήττα των Γερµανών στο Στάλινγκραντ και, από τη στιγµή που επιβάλλονται οι Σύµµαχοι, ο Ινονού «που παραθέριζε κοντά µας, στη Χάλκη», χαλαρώνει τα µέτρα. Από το 1947 οι µειονότητες ξαναπαίρνουν επάνω τους. Είναι εντυπωσιακό, επισηµαίνει ο Μάρκαρης, το πείσµα τους να ανακάµψουν και να αναδιοργανωθούν παρ’ όλο το κλίµα ανασφάλειας που τις τύλιγε. Το ίδιο θα γίνει και µετά τα Σεπτεµβριανά, όχι όµως και το 1964, όταν ο κεµαλικός Ινονού πάλι, έχοντας επιστρέψει στην εξουσία ως πρωθυπουργός, θα τους καταφέρει το τελειωτικό χτύπηµα εξαναγκάζοντάς τους σε µαζική µετανάστευση.
Η αναγέννηση των Ρωµιών στην Τουρκία κορυφώνεται µετά τις πρώτες ελεύθερες πολυκοµµατικές εκλογές στις 14/5/1950. Τότε παραµερίζεται το Ρεπουµπλικανικό Λαϊκό Κόµµα και κερδίζει το Δηµοκρατικό Κόµµα του Μεντερές ο οποίος, ως οπαδός της φιλελεύθερης οικονοµίας, επιτρέπει στις µειονότητες να πάρουν πρωτοβουλίες. Η ειρωνεία είναι ότι οι Ρωµιοί θα θεωρήσουν τότε σωτήρα τους αυτόν τον πολιτικό που πέντε χρόνια αργότερα θα τους αφήσει στο έλεος του όχλου.
Ο ρωµαίικος ουρανός σκοτεινιάζει. Το κλίµα ευφορίας στη ρωµαίικη κοινότητα διαλύεται όταν ξεσπά το ζήτηµα της Κύπρου, οπότε φουντώνει στην Τουρκία ένας τροµερός εθνικισµός.
Ηδη, µετά το δηµοψήφισµα που οργάνωσε ο Μακάριος το 1950, το 96% των Ελληνοκυπρίων ζητούσε την ένωση µε την Ελλάδα.
Οταν λοιπόν το 1954 η Ελλάδα καταθέτει προσφυγή στον ΟΗΕ για την εφαρµογή της αρχής της αυτοδιάθεσης στην περίπτωση της Κύπρου, όταν τον Απρίλιο του 1955 εκρήγνυται και ο αντιαποικιακός αγώνας µε ηγέτη τον Γρίβα, και όταν τον Αύγουστο η Βρετανία καλεί την Ελλάδα και την Τουρκία σε τριµερή διάσκεψη για το Κυπριακό στο Λονδίνο, η κατάσταση οξύνεται.
Οπως εξηγεί ο Μάρκαρης, «το θέµα της Κύπρου τροφοδοτεί και στις δύο χώρες µια τέτοια εθνικιστική πίεση από τα κάτω, η οποία εν τέλει δεσµεύει και τις δύο κυβερνήσεις. Η κοινή γνώµη στην Τουρκία, ενώ δεν είχε υποστηρίξει τις διώξεις του Ινονού, τώρα µεταστρέφεται εναντίον των Ρωµιών. Αλλά και η στάση του Μεντερές αλλάζει αισθητά, και από εκεί ξεκινά µια ιστορία της οποίας οι κρυφές πτυχές είναι ακόµα ανεξιχνίαστες, µε την έννοια ότι είναι ανεπιβεβαίωτες».
Οι ταραχές ξεσπούν. Η αφορµή για την έκρηξη των ταραχών στην Κωνσταντινούπολη δίνεται όταν, στις 5 Σεπτεµβρίου, εκρήγνυται στο τουρκικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη µια βόµβα η οποία προκαλεί ζηµιές στο παρακείµενο οικογενειακό σπίτι του «πατέρα των Τούρκων», Κεµάλ, γεγονός που µεταφέρεται φουσκωµένο και παραποιηµένο στον τουρκικό Τύπο. «Η βόµβα ήταν µια προβοκάτσια, όπως αποδείχθηκε το 1961 στη δίκη των πρωταιτίων, και ο τούρκος πράκτορας που την µετέφερε (έλληνας υπήκοος από την Κοµοτηνή) το οµολόγησε το 2005 και στην τηλεόραση», τονίζει ο Μάρκαρης. «Το ερώτηµα όµως που δεν έχει απαντηθεί είναι: άραγε ο Μεντερές το ήξερε; Ή ήταν έργο των µυστικών υπηρεσιών ερήµην του; Ηταν πρωτοβουλία της κυβέρνησης ή του βαθέος κράτους;».
Γεγονός πάντως είναι ότι ο τούρκος πρωθυπουργός, για να εκτονώσει τις αντιδράσεις για την βόµβα αλλά και για το Κυπριακό, διοργανώνει την εποµένη στην Πόλη ένα µεγάλο συλλαλητήριο, το οποίο – και εδώ είναι το ενδιαφέρον – διαλύεται ειρηνικά. Αµέσως µετά, την ίδια νύχτα, αρχίζει ένα πρωτοφανές κύµα καταστροφών και λεηλασιών εναντίον των Ρωµιών. Και από την έκταση που παίρνουν, από τη µεθοδικότητα µε την οποία γίνονται, από τις οµάδες Τούρκων της Μικράς Ασίας που είναι εφοδιασµένες µε αξίνες, λοστούς, µπιτόνια βενζίνης, από τους συγκεκριµένους στόχους, γίνεται φανερό ότι είχαν προσχεδιαστεί. Ο Μεντερές, που έχει φύγει µε το τρένο για την Αγκυρα, επιστρέφει σαν να έχει καταληφθεί εξ απροόπτου. «Γι’ αυτό και πολλοί αναλυτές έχουν καταλήξει πλέον ότι σε εκείνη τη φάση δεν ήλεγχε τα πράγµατα. Αλλωστε, στη δίκη που ακολούθησε (µετά το πραξικόπηµα των αξιωµατικών που το 1960 ανέτρεψαν την κυβέρνησή του), φάνηκε ότι υπήρχε και ένα άλλο κέντρο εξουσίας: ο πρόεδρος της Δηµοκρατίας Τζελάλ Μπαγιάρ, ο οποίος κινούσε τα νήµατα – άλλη σατανική µορφή κι αυτός... Δεν αποκλείεται, λοιπόν, τόσο η βόµβα όσο και οι λεηλασίες να ήταν αποτέλεσµα µιας συνωµοσίας δικής του και των µυστικών υπηρεσιών που περίµεναν την κατάλληλη ευκαιρία».
«Θέλω να ξέρεις ότι εγώ διαφωνώ µε όλα αυτά και ντρέποµαι»
Μέσα στις πρώτες 9 ώρες της νύχτας της 6ης προς την 7η Σεπτεµβρίου, η ακµάζουσα ρωµαίικη κοινότητα είχε καταποντιστεί. Καταστράφηκαν 1.004 σπίτια, 4.348 καταστήµατα, 27 φαρµακεία, 26 σχολεία, 11 κλινικές, 21 εργοστάσια, 73 εκκλησίες, 30 έλληνες υπήκοοι σκοτώθηκαν και εκατοντάδες κακοποιήθηκαν. Και όταν αργότερα ήρθε ο καιρός των αποζηµιώσεων, η τουρκική κυβέρνηση δεν κατέβαλε παρά ένα ελάχιστο ποσοστό (1% λένε οι ενδιαφερόµενοι) σε σχέση µε τις ζηµιές. Οσο για τους πρωταίτιους, η νέα κυβέρνηση δίκασε το Δηµοκρατικό Κόµµα για όλα τα άλλα (διαφθορά, αυθαιρεσίες κ.λπ.), όµως για τα Σεπτεµβριανά τα κουκούλωσε, όπως επισηµαίνει ο Μάρκαρης. Ο Μεντερές και ο υπουργός Εξωτερικών Ζορλού απαγχονίστηκαν αλλά ο Μπαγιάρ δεν δικάστηκε για τη συµµετοχή του στη διοργάνωση του πογκρόµ, ενώ ο φοιτητής Οκτάι Εγκίν που µετέφερε τη βόµβα στη Θεσσαλονίκη αθωώθηκε και διορίστηκε αργότερα νοµάρχης στην Καππαδοκία.
«Οι Ρωµιοί της Πόλης», συµπληρώνει ο Μάρκαρης, «θεώρησαν συνυπεύθυνες την Ελλάδα και την Κύπρο για το κακό που έπαθαν, όµως δεν εγκατέλειψαν τον τόπο τους. Εκείνη η γενιά που έζησε το πογκρόµ ένιωσε ότι θυσιάστηκε – ότι ήταν µια παράπλευρη απώλεια – προκειµένου να ενωθεί η Κύπρος µε την Ελλάδα, και γι’ αυτό δεν συµπαθεί τους Κυπρίους. Αλλά την επόµενη µέρα άρχισε να αγωνίζεται για να ξαναστήσει τις δουλειές της παρ’ όλο που η κυβέρνηση Μεντερές είχε γίνει πολύ αυταρχική. Ωσπου ξεσηκώθηκαν οι φοιτητές και πυροδότησαν τις εξελίξεις που οδήγησαν στην ανατροπή της. Σήµερα, οι Τούρκοι, επίσηµοι και µη, διανοούµενοι και κοινή γνώµη, αναγνωρίζουν πια πλήρως την ενοχή τους. Και η ταινία της Τοµρίς Γκιριτλίογλου, «Πληγές του φθινοπώρου» (σ.σ.: που διανέµεται σήµερα µε «ΤΑ ΝΕΑ»), η οποία είχε µεγάλη απήχηση στην τουρκική νεολαία, το αποδεικνύει».
Η µανία του τουρκικού όχλου ξέσπασε όχι µόνο στο κέντρο της Πόλης αλλά και στις πιο αποµακρυσµένες ελληνικές συνοικίες, όχι όµως και στα δύο νησιά του Βοσπόρου όπου κυριαρχούσε η ελληνική µειονότητα. Ο Πέτρος Μάρκαρης, το δηλώνει καθαρά: «Στη Χάλκη ο διοικητής της Ναυτικής Ακαδηµίας µε τον οποίο ήµασταν γείτονες υποχρέωσε την αστυνοµία να εµποδίσει την αποβίβαση των οργανωµένων ταραχοποιών• και στην Πρίγκιπο, ο ίδιος ο αστυνοµικός διοικητής τράβηξε το όπλο του απέναντί τους.
Υπήρχαν λοιπόν εξαιρέσεις µεταξύ των Τούρκων και θα ήταν λάθος να θεωρήσουµε ότι καθένας τους µετείχε στο πογκρόµ. Μετείχε η πλειονότητα, όχι όλοι.
Οπως λοιπόν ήταν πολλοί οι καθωσπρέπει Τούρκοι της Πόλης που ανακατεύτηκαν µε τους οργανωµένους ταραχοποιούς – στις φωτογραφίες φαίνονται καλοντυµένες κυρίες µε λοστούς – έτσι υπήρξαν και αρκετές περιπτώσεις τουρκικών οικογενειών που εκείνες τις ώρες υπερασπίστηκαν, έκρυψαν, βοήθησαν τους ρωµιούς γείτονες ή συνεργάτες τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι έπειτα από µερικές µέρες, όταν επέστρεψα στο σχολείο µου (είχα κάνει επιπλέον δύο χρόνια µαθητής στο προπαρασκευαστικό στάδιο), βρήκα µια διχασµένη κατάσταση.
Μια κατηγορία τούρκων συµµαθητών µου, από εθνικιστικές οικογένειες, έλεγε “τα παράπονά σας στην Ελλάδα, Ρωµιοί” και µια άλλη έλεγε “εµείς δεν συµφωνούµε”. Και ήταν λογικό, αφού µε τους Πολίτες τουλάχιστον, είχαµε κοινή κουλτούρα. Δεν θα ξεχάσω την τουρκάλα φιλόλογό µου, τη Μαχµεντέτ που της χρωστάω την ενασχόλησή µου µε τη λογοτεχνία, η οποία ήρθε και µε βρήκε στην αυλή. “Θέλω να ξέρεις” µου είπε “ότι εγώ διαφωνώ µε όλα αυτά και ντρέποµαι για τον λαό µου και σου ζητώ συγγνώµη έστω κι αν δεν έπαθε η οικογένειά σου τίποτα”.Αυτή η 27χρονη κοπέλα µού είπε εκείνο που είπε η επίσηµη Τουρκία 50 χρόνια αργότερα».