Γράφει: Ο Σημάτης Παναγιώτης
Οἱ συμπροσευχόμενοι μὲ αἱρετικοὺς «Ὀρθόδοξοι» ἐπίσκοποι
(κατὰ τὸν μητροπολίτη Πειραιῶς)
δουλεύουν για την ἐπιτυχία τοῦ ἔργου τοῦ διαβόλου
Μήπως ἐκτίθεται καὶ πάλι ὁ κ. Σεραφείμ, ἀποκρύπτοντας
διὰ τῆς καταγγελίας τὴν στάση μας ἔναντι τῶν αἱρετικῶν;
Ὀφείλομεν χάριτας στὸν μητροπολίτη Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, διότι αὐτὰ ποὺ χρόνια καταγγέλλουν τὰ θρησκευτικὰ ἱστολόγια καὶ μεμονωμένοι ἱερωμένοι καὶ πιστοὶ ἐναντίον «ὀρθοδόξων» Ἀρχιερέων, αὐτὰ τὰ ἴδια ἐπισημαίνει καὶ ὁ κ. Σεραφεὶμ ἀναφέροντας καὶ τὰ ὀνόματα στὸ καινούργιο Ἀνακοινωθέν του. Καὶ ὄχι μόνο τὰ διαπιστώνει, ἀλλὰ καὶ καταγγέλλει ἐπίσημα τὸν «συγκρητιστικὸ οἰκουμενισμό», ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ (ὅπως λέγει) τὴν «μεγαλυτέρα ἐπιτυχία» τοῦ διαβόλου». Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ Οἰκουμενισμὸς (συνεχίζει) «ἀπομειώνει καί εὐτελίζει πλήρως τήν ἀλήθεια» τοῦ «μόνου ἀληθινοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου».
Μᾶς ἐνημερώνει, λοιπόν, ὅτι στὸ Μόναχο τῆς Γερμανίας (Σεπ. 2011) ἔγινε ἡ 11η Συνάντηση «Εἰρήνης» μὲ τὶς ἀνάλογες συμπροσευχές. Προσκεκλημένος στὴν συνάντηση τοῦ Μονάχου, ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς, ἦταν ὁ Ἀχαΐας Ἀθανάσιος (Ἑλλάδος), ὁ Πατριάρχης Ρουμανίας Δανιήλ, ὁ Γερμανίας Αὐγουστίνος (Πατριαρχεῖο Κων/λεως), ὁ Ζιμπάμπουε Σεραφεὶμ (Πατρ. Ἀλεξανδρείας), ὁ Χαλεπίου Παῦλος (Πατρ. Ἀντιοχείας), ὁ Μὶνσκ Φιλάρετος (Πατρ. Μόσχας), ὁ Κωνσταντίας Βασίλειος (Ἐκκλησία Κύπρου) καὶ ὁ Κρούγας Ἀντώνιος (Ἐκκλησία Ἀλβανίας).
Καὶ ἐρωτᾶ ὁ καλὸς ἐπίσκοπος:
«Πῶς εἶναι δυνατόν νὰ ἀποδέχονται χριστιανοὶ ἐπίσκοποι συμπροσευχὰς μὲ τοὺς δαιμονιῶντας ὀπαδοὺς τῶν ἀνθρωποκατασκευασμένων ψευδοθρησκειῶν τῶν ὁποίων μέντωρ, ἐμπνευστὴς καὶ ποδηγέτης εἶναι ὁ διάβολος; ...Ἡ ἀπροκάλυπτος ...καταπάτησις τῶν Θείων καὶ Ἱ. Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ διά τούς ἀνωτέρω ὄνειδος καί πτῶσιν».
Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο λέγει: «Δικαιώνονται ἑπομένως πλήρως, ὅσοι διαμαρτύρονται, ἀντιτίθενται καί ὑπέγραψαν καί ὑπογράφουν τήν κατά... τῆς δαιμονικῆς αὐτῆς παναιρέσεως ὁμολογίαν».
***
Χρειάζεται, ὅμως, νὰ διευκρινίσει κάποια ἁπλὰ πράγματα ὁ κ. Σεραφείμ καὶ γιὰ μᾶς ποὺ δὲν ἔχουμε τὶς γνώσεις καὶ τὶς διασυνδέσεις ποὺ αὐτὸς ἔχει.
Ἀφοῦ ὁ «συγκρητιστικὸς οἰκουμενισμός», ἀποτελεῖ τὴν «μεγαλυτέρα ἐπιτυχία» τοῦ διαβόλου καὶ «ἀπομειώνει καί εὐτελίζει πλήρως τήν ἀλήθεια» τοῦ Χριστοῦ, πῶς ὁ ἴδιος καὶ οἱ συνεπίσκοποί του (οἱ ὁποῖοι ἐπαγγέλλονται Ὀρθοδοξία), ὑποδέχονται τὸν πολλάκις συμπροσευχόμενο μὲ αἱρετικούς –ἀκόμα καὶ μουσουλμάνους– πατριάρχη Βαρθολομαῖο;
Γιατί ὁ ἴδιος συμπροσεύχεται καὶ συλλειτουργεῖ μὲ τὸν μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο, ποὺ ὑποστήριξε μετὰ θράσους τὴν αἱρετικὴ θέση περὶ διηρημένης Ἐκκλησίας καὶ συμπροσεύχεται μὲ τοὺς μύστες τῆς «δαιμονικῆς παναιρέσεως» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Ποιά εἶναι ἡ πατροπαράδοτη ἁγιοπνευματικὴ διδασκαλία-Ἐντολὴ τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀγίων;
Δηλαδή: γιατί ὁ Σεβασμιώτατος ἀναφέρει τὴ μισὴ ἀλήθεια; Ὅταν –πολὺ σωστὰ– μᾶς ἀναφέρει ὅτι «ὁ θεῖος Παῦλος “προφητεύει” καί στηλιτεύει τό ὄνειδος καί τό κανονικό ἔγκλημα τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ», γιατί ἐκεῖ βάζει τελεία; Γιατί δὲν προχωρᾶ καὶ σὲ ἀλλα ποὺ δίδαξε ὁ Ἀπόστολος; Τοῦ διαφεύγει τί συμβούλευε νὰ κάνουμε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν συναντᾶμε τοὺς προαγωγοὺς τοῦ «συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ»;
Ξεχάσατε, Σεβασμιώτατε, πὼς ὁ Ἀπόστολος διδάσκει ὁλοκληρωμένο τὸ Εὐαγγέλιο. Διδάσκει ἐκεῖνο ποὺ εἶναι κοινὴ θέση καὶ ρητὴ Ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Ποιό εἶναι αὐτό: Τὸ «ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε»· τὸ «αἱρετικὸν ἄνθρωπον, μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»· τὸ «οὐκ οἴδατε ὅτι μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ; ...μὴ συναμίγνυσθαι ἐάν τις ἀδελφὸς ὀνομαζόμενος ...εἰδωλολάτρης ...τῷ τοιούτῳ μηδὲ συνεσθίειν» (1Κορ. 6,11).
Αὐτὴ εἶναι ἡ συνέχεια ποὺ λησμονήσατε: ἡ διακοπὴ τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς παραβάτες τῶν Ἐντολῶν. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπιταγὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων. Γιατὶ τὴν ἐπισκοτίζετε;
Καὶ γιὰ νὰ μὴ ἐπικαλεσθοῦμε μόνο τὴν πολυχρησιμοποιημένη ἔκφραση «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται», ἂς δοῦμε καὶ κάποια ἄλλα Πατερικὰ χωρία. Ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ἀπόλυτος:
«Οἵτινες τὴν ὑγιᾶ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι, τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν».
Καὶ πάλι ὁ Μ. Βασίλειος: «Ὅταν δέ τι ἐναντίον τῇ τοῦ Κυρίου ἐντολῇ, παραφθεῖρον ἢ μολῦνον αὐτὴν ἐπιταχθῶμεν παρά τινος, καιρὸς εἰπεῖν τότε· Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις· μνημονεύοντας τοῦ Κυρίου λέγοντος· Ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ' αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν... Ἐξ ὧν παιδευόμεθα, ὅτι, κἂν πολὺ γνήσιός τις ᾖ, κἂν ὑπερβαλλόντως ἔνδοξος ὁ κωλύων τὸ ὑπὸ τοῦ Κυρίου προστεταγμένον, ἢ προτρέπων ποιεῖν τὸ ὑπ' αὐτοῦ κεκωλυμένον, φευκτὸς ἢ καὶ βδελυκτὸς ὀφείλει εἶναι ἑκάστῳ τῶν ἀγαπώντων τὸν Κύριον» (Μ. Βασιλείου, Κεφάλαια τῶν Ὅρων κατ’ Ἐπιτομήν, ἐρώτ. ριδ΄).
Ὑπάρχουν ἑκατοντάδες ἄλλα παραδείγματα καὶ Πατερικὰ κείμενα, ποὺ διδάσκουν τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες. Ἡ διαπίστωση τῶν παρεκτροπῶν ἔχει γίνει ἐδῶ καὶ καιρό.
Καὶ ὁ μὲν Πειραιῶς, βεβαίως, τολμᾶ νὰ τὰ καταγγέλλει, ἔστω κι ἂν συνεχίζει νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς ἐπισκόπους ποὺ συμπροσεύχονται μὲ «τοὺς δαιμονιῶντας ὀπαδοὺς» τῶν ψευδοθρησκειῶν, τῶν ὁποίων «ποδηγέτης εἶναι ὁ διάβολος», οἱ ὑπόλοιποι Ἐπίσκοποι δέ, σιωποῦν, καὶ τὴν σιωπὴ ἔχουν ἀναγάγει σὲ φιλοσοφία καὶ πράξη καὶ στάση ζωῆς. Καὶ ἔτσι δι’ ἀμφοτέρων, ἀλλοιώνεται ἡ διδασκαλία καὶ ἡ πρακτικὴ τῶν Πατέρων καὶ παγιώνεται ἡ αἵρεση.
Καὶ ἐπειδὴ καὶ ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς καὶ οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι ἔχουν θολὴ ἀντίληψη γιὰ τήν, κατὰ τοὺς Πατέρας, ἔννοια τῆς «κοινωνίας», (σύμφωνα μὲ τὰ γραπτά τους ἢ τὴν ἀφωνία τους) ἂς διαβάσουν πῶς τὴν ὁρίζει ὁ Μ. Βασίλειος:
«Κοινωνίαν ἡγοῦμαι κατὰ τὸ ἔργον, ὅταν ἀλλήλοις ἐπὶ τῷ αὐτῷ σκοπῷ συλλαμβάνωνται πρὸς τὴν ἐνέργειαν· κατὰ δὲ γνώμην, ὅταν συγκατάθηταί τις τῇ διαθέσει τοῦ ποιοῦντος, καὶ συναρεσθῇ. Ἑτέρα δὲ κοινωνία τοὺς πολλοὺς λανθάνουσα ἐμφαίνεται τῇ ἀκριβολογίᾳ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς· ὅταν μήτε συνεργασάμενος, μήτε συγκαταθέμενος τῇ διαθέσει, γνοὺς δὲ τὴν κακίαν τῆς γνώμης ἀφ' ἧς ποιεῖ, ἐφησυχάσῃ, καὶ μὴ ἐλέγξῃ...» (Μ. Βασιλείου, Περὶ Βαπτίσματος, Λόγος Β΄, ἐρωτ. θ΄).
Ἂς ἀκούσουμε, ὡς ἐπιστέγασμα τὸν λόγο τοῦ διακριτικοῦ Μ. Βασιλείου: «”Ἐπικατάρατος, φησίν, ὁ ποιῶν τὰ ἔργα Κυρίου ἀμελῶς”. Εἰ δὲ ὁ ἀμελῶς ποιῶν ἐπικατάρατος, ἄρα ὁ μὴ ποιῶν τίνος ἐστὶν ἄξιος;» (Μ. Βασιλείου, Περὶ Βαπτίσματος, Λόγος Β΄, ἐρώτ. ε΄).
Εἶναι καιρός, Σεβασμιώτατε, νὰ δεῖτε τὴν Ἀλήθεια κατάματα.