Γράφει: Ο Δημήτρης Νατσιός
«Για να σωθεί η Ελλάδα
στους καιρούς τους ύστατους
θέλει ένα Καιάδα
γκρεμοτσακίτστε τους»
Ν.Γκάτσος
«Έτσι για μας τους Έλληνες. Περάσανε από την πλάτη μας άγριες ανεμοζάλες κάθε λογής, αγριάνθρωποι σκληροί, φονιάδες με σπαθιά με κοντάρια και με άρματα κάθε λογής, Πέρσες, Αλαμάνοι, Φράγκοι, Αραπάδες, Τούρκοι κι άλλοι. Μας σφάζανε, μας κομματιάζανε, μας κρεμάζανε, μας σουβλίζανε, μα δεν πεθάναμε, γιατί μας ατσάλωνε ο αγώνας, δίναμε φωτιά στη φωτιά…». (Φ.Κόντογλου. «Μυστικά Άνθη», σελ 12, εκδ. «Αστήρ»)
Πρέπει, εμείς οι Ρωμηοί, να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, τα καίρια και τα ουσιώδη του βίου. Είμαστε «καταδικασμένοι» ως έθνος ιστορικό να στραφούμε πίσω «όλα τα έθνη για να προοδεύσουν πρέπει να βαδίσουν εμπρός, πλήν του ελληνικού που πρέπει να στραφεί πίσω» γράφει ο σοφός αθηναιογράφος Δημ. Καμπούρογλου. Να ανακαλύψουμε και πάλι «το άριστον εκείνο, Ελληνικός/ ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν» (Κοβάφης).
«Να σωθεί το κράτος» ψελλίζουν τα ψοφίμια της πολιτικής και εννοούν την διαιώνιση της ελεεινής βιοτής τους, την εξαπάτηση ενός ολόκληρου λαού, τον εκφυλισμό του.
Ας μην απορούμε για το κατάντημά μας. Είναι ιστορικό αξίωμα. Πριν φτάσεις στην υλική κατάρρευση προηγείται μια πνευματική ήττα. Ο στρατηγός Μακρογιάννης συνοψίζει σε μία φράση την ήττα. «Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη είς την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν».
Τρία πράγματα εχάλασαν την Ρωμανία κατά τον πατριδοφύλακα αγωνιστή: η απιστία, η αφιλοπατρία (ο πόνος για την πατρίδα) και η έλλειψη αρετής (και εξυπονοεί προφανώς την ανηθικότητα). Αυτό είναι και το μυστικό υφάδι, ο μίτος που θα μας επανενώσει με τους κεκοιμημένους μας, τα ευκλεή λείψανα του Γένους που εβαρέθηκαν στο μνήμα εκαρτερώντας. Και οφείλουμε, όσοι γράφουμε, ψευτογράφουμε πέντε αράδες να ανασύρουμε από τις πνευματικές μας σιταποθήκες κείμενα πίστης, φιλοπατρίας και αρετής για να αναθαρρήσουμε, εμείς οι Έλληνες, σε τούτους τους καιρούς του ύστατους.
«Ο φόβος κερδίζει ολοένα έδαφος μέσα τους σαν γάγγραινα» μονολογεί με θλίψη ο Σεφέρης για τα χρόνια τα κατοχικά. Και δεν μιλώ για χαζοαισιοδοξίες και παρηγοριές της μιας πεντάρας. Οι Φράγκοι τοκογλύφοι και τα εντόπια άταφα πτώματα, δεν θα μας σώσουν, έστω και οικονομικά («παλιόφραγκοι που πέφτετε/ σαν όρνια στα ψοφίμια/ εσείς πάντοτε κυνηγοί/ και πάντα εμείς αγρίμια»).
Τα δυτικά «όρνια» θα μας «σώσουν» αν υποκύψουμε στους εκβιασμούς της Τουρκίας και παραδώσουμε το Αιγαίο και όταν προδώσουμε την ιστορία της Μακεδονίας. Τότε θα βρεθούν τα δισεκαταμμύρια εν μια νυκτί).
Θέλω να πω κάτι, δίκην εξομολογήσεως, για να καταλάβουμε πόσο σημαντικό είναι να αγωνίζεσαι, εν μέσω ανείπωτης λύπης, εν μέσω φόβου και τρόμου, να αρθρώσεις μια λέξη, στηριγμού, έναν καλό λόγο, ένα «δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν» του αγίου Χρυσοστόμου.
Χάρις και στις τηλεοπτικές εκκενώσεις, σε κάθε γωνιά της πατρίδας, από άκρου εις άκρον, όλοι μας τονθορύζουμε (σημαίνει ψιθυρίζω μετά γογγυσμού ) περί των μέτρων, των συνεπειών, για το μέλλον, τα αποφώλια τέρατα της ανεργίας, την αναξιοπρέπεια και την οδύνη της φτώχειας.
Το μαράζι μπήκε στα σπίτια, κατατρώει τα σωθικά των οικογενειών. Τα παιδιά είναι μπροστά, βιώνουν (βλέπουν, ακούν, αισθάνονται) τραγωδίες.
Μία «παραπλευρη απώλεια», όπως θα υποστήριζαν τα σαπρόφυτα της Νέας Τάξης, είναι τα παιδιά. Τα παιδιά σιγά-σιγά δεν παίζουν, τα παιδιά, τα Ελληνάκια, θα χάσουν, θα μας στερήσουν ένα από τα ελάχιστα πράγματα που μας υπενθυμίζουν την ομορφιά του κόσμου, την μεγαλοπρεπή απλότητα του παραδείσου: το γέλιο τους.
Πρώτες μέρες στο σχολείο, χωρίς βιβλία ( μια παραίτηση για λόγους ευθιξίας.
Ευθιξία; τι είναι αυτό; τρώγεται, αναρωτιούνται οι εθνομητριές του υπουργείου διά βίου αμάθειας και βλακείας), χωρίς επιχορηγήσεις, δάσκαλοι τετρομαγμένοι, διότι το φάσγανο της «εφεδρείας» διαπερνά και τον στενό τομέα και ….στη μέση τα παιδιά. (Θα γράψει ο Ντοστογιέφσκι. «Οι τρεις θησαυροί που μας μένουν από τον χαμένο παράδεισο:
-τα γέλια των παιδιών
-τα χρώματα των λουλουδιών
-το κελαήδημα των πουλιών).
Κανόνας αναντίρρητος της τέχνης του δασκάλου είναι ότι αυτός διδάσκει με τη ζωή του. Αυτό που είμαστε, αυτό εισπράττουν και αφομοιώνουν οι μαθητές.
«Αρχέτυπον βίου, νόμος έμψυχος, κανών και όρος ευζωίας. Τον γάρ διδάσκοντα τοιούτον είναι χρη», ο δάσκαλος είναι πρότυπο και διαπαιδαγωγεί με το παράδειγμά του γράφει ο ιερός Χρυσόστομος («Εις Α’ Τιμ. Όμιλ ΙΓ, 1 , ΕΠΕ 23, 330).
Ας αναλογιστούμε τις τρομερές αναθυμιάσεις, την καταθλιπτική ατμόσφαιρα, που εισπνέουν τα παιδιά, από δω και πέρα, εφεξής σε σπίτι και σχολείο. Ήδη κάτι συμβαίνει μες στις τάξεις μας.
(Μιλάω για παιδιά της Ε΄Δημοτικού). Πλανάται ο φόβος. Τα καημένα τα σακατεύουμε με την μαυρίλα και τις περιρρέουσες φοβέρες που νυχθημερόν εξαπολύει η υβριδιοκαθεστωτική μαγαρισιά και ανικανότητα.
Οφείλουμε όμως, όσοι ζωντανοί, να βάλλουμε υποστυλώματα, να απλώσουμε, να τείνουμε «χείρα βοηθείας και συμπαθείας» στα θύματα, στα πραγματικά αθώα θύματα της κρίσης. Είναι ώρα να φανούμε Κυρηναίοι, να βαστάξουμε, εν ιλαρότητι καρδίας, τα βάρη των εμπερίστατων οικογενιών.
Και, γιατί όχι, όσοι πιστοί, ας επαναλάβουμε τους στίχους από εκείνο το ωραιότατο ποίημα του βασιλέως Θεοδώρου Δούκα του Λασκάρεως, που προφανώς ευρισκόμενος εν μέσω θλίψεων και συμφορών του βίου προσφεύγει, ο τάλας, πού αλλού, στην Θεοτόκο, την χαρά των θλιβομένων. Τώρα που μας εκύκλωσαν αι ζάλαι του βίου, ωσπερ μέλισσαι κηρίον, ας σηκώσουμε τα αγύριστα κεφάλια μας, το βλέμμα μας στον ουρανό.
Εκεί θα βρούμε σκέπη, προστασία και γαλήνη. Εμείς οι Ορθόδοξοι Έλληνες, οι Ρωμηοί, όταν κινδυνεύουμε δεν παρακαλάμε τα όρνια της Δύσης και της Ανατολής - «το πιο φρικτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε» θα έλεγε σ’αυτήν την περίπτωση ο ποιητής - αλλά ψάλλουμε παρακλητικούς κανόνες, φωνάζουμε την Παναγία με τον τρόπο του Κολοκοτρώνη.
«Ο Αναγνωσταράς, Μπεηζαντές, Μπούρας πάνε στο Λεοντάρι έμεινα μόνος μου με το άλογο μου εις το Χρυσοβίτσι γυρίζει ο Φλέσσας και λέγει ενός παιδιού: «Μείνε μαζί του μην τον φάνε τίποτες λύκοι». Έκατσα έως που εσκαπέτισαν με τα μπαϊράκια τους, απέ εκατέβηκα κάτου• ήτον μία εκκλησία εις τον δρόμον (η Παναγία στο Χρυσοβίτσι) και το καθισιό μου ήτον όπου έκλαιγα την Ελλάς: «Παναγία μου, βοήθησε και τούτην την φορά τους Έλληνες διά να εμψυχωθούν». Και επήρα έναν δρόμο κατά την Πιάνα. Εις τον δρόμον απάντησα τον ξαδελφόν μου Αντώνιον, του Αναστάση Κολοκοτρώνη, με εφτά άνηψίδια μου, εγινήκαμεν εννιά, και το άλογο μου δέκα εγώ ήμουν και χωρίς τουφέκι».
(«Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής»).
«Του λοιπού μη φοβού» θα μας έλεγε ο Γέροντας Παϊσιος.