Μαζί με τις ευχές μας για μια Καλή κι ευλογημένη Χρονιά δημοσιεύουμε ένα άρθρο του Θύμιου Παπανικολάου σχετικό με την Παναγία. Πολλοί πολιτικοί του τόπου αυτού είχαν καταλάβει στο παρελθόν ότι το σύμβολο της Παναγίας αποτελεί «φως που καίει» την ελληνική ψυχή. Ο κύριος Μόσιαλος και η συν αυτώ εξουσία εμμένουν στη διαβολική τους έπαρση κι εθελοτυφλούν. Λυπούμεθα γιατί στους χαλεπούς αυτούς καιρούς καλό θα είναι να μη ξεχνάμε το αποστολικό «σκόλοψ τῇ σαρκί, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι». Αυτά προφανώς δεν διδάσκονται στα Harvard και στα LSΕ. Eδώ όμως είναι Βαλκάνια που λέει και ο τραγουδοποιός, δεν είναι παίξε-γέλασε...
Ευχόμεθα Καλήν Υγεία σε όλους, επαρμένους και μη!!!
Η Παναγία: Το «φως που καίει» την
ελληνική «ψυχή»
Tου Θύμιου Παπανικολάου (1944-2020)
Η
«ψυχή» της ιστορίας ενός λαού, τα βαθιά ριζωμένα βιώματά του, οι
αγωνίες του, οι χαρές του, τα οράματά του, οι μεγάλες συγκινήσεις του
και αγωνιστικές εντάσεις του, με δύο λόγια η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ της ιστορικής του
υπόστασης και οι πνευματικές του εξάρσεις, όλα αυτά, καταγράφονται και
απεικονίζονται, σαν ανεξίτηλες χαρακιές, στην Τέχνη αυτού του λαού,
ιδιαίτερα στη Λογοτεχνία, τη Ζωγραφική, την Ποίηση, τη Μουσική, το
Δημοτικό Τραγούδι…
Ο πολιτιστικός και καλλιτεχνικός πλούτος
της ελληνικής κοινωνίας κλείνει μέσα του το χώνεμα των διανοητικών και
συναισθηματικών στοιχείων της εθνικής και κοινωνικής μας διαμόρφωσης και
υπόστασης. Κλείνει μέσα του την αγωνιστική ελληνική «ψυχή», την
ευαισθησία του λαού μας και την ενεργοποιημένη ευαισθησία που είναι οι
συγκινήσεις του λαού μας.
Σε όλα αυτά τα βαθιά ιστορικά μας ριζωμένα βιώματα δεσπόζουσα θέση έχει το Ορθόδοξο φρόνημα…
Το Ορθόδοξο, θρησκευτικό ιδεώδες είναι
χαραγμένο βαθιά στο ιστορικό μας γίγνεσθαι, διαπερνάει, σαν κόκκινη
κλωστή, την ελληνική «ψυχή», ενέπνευσε αριστουργήματα στην Τέχνη και
απεικονίζεται, καθαρά στις καλλιτεχνικές μορφές της ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ μας
ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ: Στη Λογοτεχνία, στη ζωγραφική, στην αρχιτεκτονική, στη
μουσική κ.λπ…
Η Παναγία είναι
το «φως που καίει» την ελληνική «ψυχή», η «φλογέρα», θα μπορούσαμε να
πούμε, της μουσικής και του τραγουδιού της ελληνικής «ψυχής».
Να γιατί η Ορθοδοξία βρίσκεται στο στόχαστρο της Νέας Τάξης, των ανδρεικέλων της και έμμισθων γενιτσάρων της: Είναι
βαθιά ριζωμένη μέσα στα βάθη της ελληνικής «ψυχής», είναι φως που
διαπερνάει και καίει όλες τις ΜΟΡΦΕΣ του ιστορικού μας γίγνεσθαι,
«φλογέρα» των μεγάλων δημιουργών μας…
Η Νέα Τάξη και οι υπηρέτες της θέλουν να ξεριζώσουν την ψυχή μας: Την Ιστορία μας, την Τέχνη μας, το τραγούδι μας, τη Μουσική μας, το Πνεύμα μας, συνακόλουθα και τη «φλογέρα» όλων αυτών: Το Ορθόδοξο ιδεώδες και φρόνημά μας…
Πώς, όμως,
μπορείς να εξοντώσεις αυτό το Ορθόδοξο φρόνημα, όταν τα ιερά του πρόσωπα
αποτελούν τη μούσα του δημοτικού μας τραγουδιού και τον εμπνευστή
μεγάλων «τεράτων» της Τέχνης;
Όχι δεν μπορείς. Καμία δύναμη δεν μπορεί, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των νάνων λακέδων τους, τύπου Τατσόπουλου και CIA…
Καμία δύναμη
δεν μπορεί να σβήσει το φως της Παναγίας που φλογίζει τα έργα μεγάλων
δημιουργών μας, το σύνολο σχεδόν των μεγάλων ποιητών μας…
Ενδεικτικά μόνο θα παραθέσουμε τα παρακάτω ποιήματα:
Από τη "Φλογέρα του Βασιλιά" του Κωστή Παλαμά
«Μοναχική, ξαρμάτωτη κι απάνω εδώ αραγμένη
μακριάθε, ανέγγιχτη, άχαρη και σαν πνιγμένη μέσα
σ’ ένα φακιόλι κόκκινο, σ’ ένα μαντό γεράνιο
χωρίς κοντάρι και σκουτάρι, ουδέ γοργόνειο σκιάχτρο
μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, το χέρι στην καρδιά της,
μια σιταράτη, μια γλυκειά, μια ταπεινή σα χήρα
σαν κουρασμένη, σα φτωχιά, σαν έρμη, σαν κλαϋμένη,
μηδέ κοντή, μηδέ ψηλή, μα σα να βρίσκεται όλο
σε ψήλωμα που ξετυλιέται, αγάλια, αγάλια, θάμα.
Μόνο άπλωνε τα χέρια της κι όσοι μπροστά της πέφταν
και κάτω από το χέρι της γονατιστοί λυγίζαν,
μόνο η ματιά της κοίταζε κάτω απ’ τη ματιά της
μάρμαρα ανθρώπων και θεοί ραγίζανε και λιώναν...»
Οδυσσέας Ελύτης
Το Άξιον Εστί. ι΄ (Tης αγάπης αίματα με πορφύρωσαν)
Της αγάπης αίματα
με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες
με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά
των ανθρώπων
μακρινή μητέρα
ρόδο μου αμάραντο
Στ’ ανοιχτά του πέλαγου
με καρτέρεσαν
με μπομπάρδες τρικάταρτες
και μου ρίξανε
αμαρτία μου να ‘χα κι εγώ
μιαν αγάπη
μακρινή μητέρα
ρόδο μου αμάραντο
Τον Ιούλιο κάποτε
μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της
μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή
να φωτίσουν
μακρινή μητέρα
ρόδο μου αμάραντο
μακρινή μητέρα
ρόδο μου αμάραντο
Κώστας Βάρναλης
Οι πόνοι της Παναγιάς
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ υστέρα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μη την πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
- Ω! πώς βελαζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο…-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Στην Παναγία την Κουνίστρα
Εἰς ὅλην τὴν Χριστιανοσύνη
μία εἶναι μόνη Παναγία, ἁγνή:
Κόρη παιδίσκη, Ἁγία τῶν Ἁγίων,
χωρὶς Χριστὸν παιδὶ στὰ χέρια
καὶ τρεφομένη μὲ ἀγγέλων ἄρτον.
Κι ἐσύ, ἴσως μόνη σύ, ἡ Παναγία ἡ Κουνίστρα,
ἡ Κουνίστρα σύ•
ἐφανερώθη στῆς Σκιάθου τὸ νησί,
εἰς δένδρον πεύκου ἐπάνω καθισμένη
κι ἐκινεῖτο ἀπὸ αἰώραν τερπνήν,
ὅπως αἱ κορασίδες συνηθίζουν,
κι ἐμπρός της ἔκαιεν ἀκοίμητος κανδήλα.
Κι ἐφανερώθη, κι ὅλος ὁ λαὸς
μετὰ θυμιαμάτων καὶ λαμπάδων
ἐν θείᾳ λιτανείᾳ τὴν προέπεμψε,
κι ἐκτίσθη τότε ὡραῖος ναΐσκος λευκὸς
μὲ μάρμαρα, κι ἐστολίσθη μὲ πιατάκια,
ὡραία ἑλληνικὰ πιατάκια, τοῦ ἔθνους τοῦ ἐκλεκτοῦ
κι ὅλος ὁ ἥλιος ἔλαμπε τὸν ναόν της
κι ὅλα τὰ ἀστέρια τὴν ἐφεγγοβόλουν
καὶ ἡ σελήνη τὴν ἔλαμπε γλυκά.
Κι εἶδεν ἡ Κόρη τοῦ λαοῦ τὴν πίστιν,
εἶδε καὶ τὴν πτωχείαν κι ἐσπλαχνίσθη,
ὅπως τὸ πάλαι ὁ Υἱός της τοὺς εἶχε σπλαχνισθῆ,
ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα.
Κι ἤρχισε νὰ γιατρεύει τοὺς ἀρρώστους,
ἰάτρευσε καὶ τοὺς δαιμονισμένους,
ποὺ ἐταράττοντο φοβερά, ἅμα ἐπλησίαζον αὐτήν.
Εἰς δυὸ χονδροὺς κρίκους, εἰς τὸν τοῖχον ἐμπηγμένους,
τοὺς ἔδεναν μὲ ἁλυσσίδες διπλές.
Καὶ ἔφευγαν τὰ δαιμόνια μὲ τρόμον
στὴν χάριν τῆς πανάγνου Κόρης
μὲ τὴν νηστείαν καὶ τὴν προσευχήν.
Κι ἕνα δαιμόνιον πεῖσμον, ὀργίλον,
καθὼς ἐφυγαδεύθη μὲ κρότον πολύν,
ἔσπασε δυὸ κυπαρισσιῶν τὰς κορυφάς,
ἔξω τοῦ ναοῦ, ἐπειδὴ δὲν εἶχε παραχώρησιν
νὰ κάμει ἄλλο μεγαλείτερον κακόν.
Ἡ χάρις σου, τοῦ ἱεροῦ σου ἡ εἰρήνη,
ὦ Παναγία, Κουνίστρα μου καλή,
αὐτὴ νὰ διανέμει τὴν γαλήνη
εἰς τὴν ψυχή μου τὴν ἁμαρτωλή
Άγγελος Σικελιανός
«Παρηγορήτισσαν»
Παρθένα μάννα, του στρατού σου ασπίδα,
των πρώϊμων μυγδαλιών θα ρεψ’ η ελπίδα,
στους βωμούς της Ηπείρου, οπού φλογίζουν;
Παρθένα μάννα, εσώθη το φεγγάρι,
που φώταε τη μεγάλη σου χάρη
κι’ οι αρματωμένοι τους ναούς φροντίζουν.
Σε ρημοκκλήσια, οπού μια φλόγα τρέμει
του χλωμού καντηλιού σου και οι ανέμοι
κι’ η βροχή παραδέρνουν ναν τη σβύσουν
κι’ οι λαβωμένοι, βογγούν για τα χάδια,
τα δροσοπάροχά σου, στα σκοτάδια,
μεταλαβή τους πριν να ξεψυχήσουν.
Κυρά, που δρόσο ερίχναν τα μαλλιά σου,
να κοιμηθή η σκλαβιά στην αγκαλιά σου,
οπού μπροστά σου όση είναι δάφνη στέκει
κι’ όσο λιβάνι για τα γόνατά σου
κι’ απ’ την παρηγορήτραν ομορφιά σου
παίρνει όση χάρη έχει το τουφέκι.
Που τα βαθειά Γιαννιώτικα περβόλια
μοσκοβολάν για τη δική σου ανάσα,
που τάμα σου χρυσώνανε τα βόλια,
κι’ η έρμη πολιτεία σου ετάχτη πάσα
σα νύφη και σα χήρα, οπού τη δόλια,
μοίρα της σκέπει σε καλόγριας ράσα,
άπλωσ’ τα χέρια στο χαμό κι’ ας γύρει
η χάρη σου, καθώς σε πανηγύρι,
Παντάνασσα, κι’ ας βρη το μονοπάτι,
πέρα απ’ το δρόμο, με κορμιά στρωμένο,
που περιμένει το συγυρισμένο,
για να σε πάει, στα Γιάννινα, άσπρον άτι!
Παρθένα μάννα, το πικρό ποτήρι
ως την στερνή τόπιαμε στάλα• δράμε
εκεί, που τα ίδια σπλάχνα σου ξεσκίζουν.
Άνοιξ’ το δρόμο, ακοίμητη, να πάμε
όπου τουφέκι και λιβανιστήρι.
Οι αρματωμένοι τους ναούς φροντίζουν!
Στο ναό σου, όλος να μπη ο στρατός σου, κάμε!
ΠΗΓΗ
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=6701