Γράφει ὁ γιατρός Φώτης Μιχαήλ
Ὁ Θανάσης ἦταν ὀλιγόλογος στό τηλεφώνημά του ἀλλά σαφής: «Γιατρέ μου, κανόνισε γιά τό βράδυ, τί ὧρα θά μέ δεῖς , γιατί πούντιασα καί δέ λέω νά συνέλθω».
Ἦρθε παρέα μέ τόν κουνιάδο του, τόν Πρόδρομο. Στά νιάτα τους δέν τά πήγαιναν καί τόσο καλά, ἀλλά τελευταῖα εἶναι μέλι γάλα. Ἄχ αὐτά τά κληρονομικά!
-Καλῶς τους. Τί κάνεις Πρόδρομε; Πῶς τά πᾶς μετά τήν ἐπέμβαση;
- Δόξα τῷ Θεῷ, μιά χαρά! Τί ἦταν κι αὐτό πού πέρασα! Τέτοιους πόνους οὔτε στόν ἐχθρό μου. Τώρα, γιατρέ μου, δές τί θά κάνουμε μέ τόν Θανάση, γιατί θαρρῶ πώς ἔχει τά ἴδια μαράζια μέ μένα: Πονάει κι αὐτός , ὅπως πονοῦσα στήν μέση κι ἐγώ.
-Θανάση, σ' ἀκούω. Τί σέ φέρνει ἐδῶ ἀπόψε; Τί ἀκριβῶς ἔπαθες;
- Γιατρέ μου, μέ ξέρεις χρόνια. Μέ κρυολογήματα σπάνια σοῦ ἔρχομαι. Τά περνάω, σχεδόν ὅλα, στο πόδι. Εἶναι ὅμως, τρεῖς μέρες τώρα, πού ἅρπαξα ἕνα κρύωμα καί δέν λέει νά μέ ἀφήσει. Κατάλαβα ἐγώ ποῦ τήν ἅρπαξα, ἀλλά ἄς ὄψεται ἡ γυναῖκα μου: Μές στό καταχείμωνο, ντέ καί καλά, νά ἀσπρίσουμε τήν κουζίνα! Βρίσκεις, ὅμως, ἄκρη μ' αὐτές; Τέλος πάντων.
- Πῶς μπῆκε τό κρυολόγημα,Θανάση; Μέ ρίγη, μέ πυρετό; Ἔκανες καί βῆχα;
- Οὔτε πυρετό ἔκανα οὔτε βῆχα. Ἄσε πού ἐγώ ἔχω νά κάνω πυρετό ἀπό παιδί.
- Τόν λαιμό σου πῶς τόν αἰσθάνεσαι; Πονάει καθόλου; Ἡ μύτη σου τρέχει;
- Σ' αὐτό τό κρύωμα, γιατρέ μου, οὔτε πονόλαιμο ἔχω οὔτε συνάχι.
Καί πιάνοντας μέ τήν παλάμη του ὁλόκληρο τόν θώρακα μπροστά, συμπληρώνει: Αὐτό, πού κυρίως μέ ταλαιπωρεῖ, εἶναι ἕνας πόνος· νά ἐδῶ στό στῆθος. Καθαρή ψύξη δηλαδή.
- Πότε πονᾶς πιό πολύ; Ὅταν κάθεσαι ἤ ὅταν βαδίζεις;
- Ὅταν κάθομαι, τά πράγματα εἶναι μᾶλλον καλύτερα. Τά ζόρια εἶναι στό βάδισμα. Μόλις, ὅμως, σταματάω, σέ λίγα λεπτά ὑποχωρεῖ. Γερό κρύωμα σοῦ λέω. Τέτοια ψύξη δέν ξαναπέρασα!
- Πῶς εἶναι αὐτός ὁ πόνος ,Θανάση; Σάν σφίξιμο; Σάν μαχαιριά; Σάν κάψιμο;
- Τόν νοιώθω σάν νά σφίγγεται τό στῆθος μου δυνατά, λές καί μέ βάζουνε σέ μόρσα. Μερικές φορές τόν αἰσθάνομαι σάν ἕνα πλάκωμα-κάψιμο, πού ἁπλώνεται σέ ὁλόκληρο τό στῆθος, καί φτάνει καί μέ πνίγει ψηλά μέχρι τόν λαιμό. Προχθές, πού κατάλαβα αὐτόν τόν πόνο γιά πρώτη φορά, θυμᾶμαι ὅτι εἶχε ξεκινήσει ἀπό τό στομάχι. Ἧταν ἕνας πόνος τόσο δυνατός, πού δέν νομίζω νά ξαναπόνεσα ἔτσι ἄλλη φορά στήν ζωή μου. Σίγουρα ὅμως, θά ἦταν ἀπό τήν πίτα πού μᾶς ἔφερε ἡ συμπεθέρα. Εἶχε τόση νοστιμιά πού δέν κατάλαβα πῶς ἔφαγα πέντε ὁλόκληρα κομμάτια! Εὐτυχῶς πού είχαμε στό σπίτι ζαντάκ. Πῆρα ἕνα, καί σέ εἴκοσι λεπτά περίπου σταμάτησε μαχαίρι.
- Πονᾶς μονάχα στό στῆθος ἤ πάει ὁ πόνος κι ἀλλοῦ;
- Συνήθως πονάω μπροστά. Μερικές φορές ὅμως, πονάω ταυτόχρονα καί πίσω, ἀνάμεσα στίς ὠμοπλάτες. Χθές, ανεβαίνοντας τήν μικρή ἀνηφορίτσα γιά τό καπή, σάν νά μέ πόνεσε καί στά μπράτσα, ἀπό μέσα μεριά. Ἔ, τώρα, ξέρεις ἐσύ. Ἅμα κρυώσει ὁ ἄνθρωπος, πονάει παντοῦ!
- Ἵδρωσες καθόλου, Θανάση;
- Ἄν ἵδρωσα λέει! Γίνεται κρυολόγημα χωρίς ἱδρῶτα; Πιό πολύ ὅμως, εἶχα ἱδρώσει προχθές, ὅταν μέ ἔπιασε ὁ πόνος γιά πρώτη φορά.Τότε θυμᾶμαι ὅτι χαλάστηκα καί λιγάκι. Πολύ περίεργη ἡ γρίπη ἡ φετινή, γιατρέ μου! Ὧρες-ὧρες περνάει ἀπό τό μυαλό μου ὅτι μέ μάτιασαν ἄγρια. Σχωρέθηκε καί ἡ θειά ἡ Γιωργίτσα, ὅπως ξέρεις, καί ἄντε τώρα νά βρεῖς ἄνθρωπο νά σέ ξεματιάσει.
- Θανάση, ἄσε τά κρυώματα και τά ξεματιάσματα κατά μέρος, καί πέρασε, σέ παρακαλώ, στό ἐξεταστήριο νά σέ δῶ.
- Τί καλώδια εἶναι αὐτά, γιατρέ μου; Τί θά μοῦ κάνεις; Θά πονέσω;
- Ἔ, ὄχι καί νά πονέσεις! Καρδιογράφημα θά κάνουμε!
- Τελείωσες, γιατρέ μου; Τί δείχνει τό χαρτί; Σάν ἀνήσυχο σέ βλέπω.
- Μήν ταράζεσαι,Θανάση. Νά, ἕνα προβληματάκι μᾶς προέκυψε μέ τήν καρδοῦλα σου. Θά πᾶνε, ὅμως, ὅλα κατ' εὐχήν. Μή φοβᾶσαι.
- Καλά λένε: Ἅμα βγεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν σύνταξη, ὅλα τότε παρουσιάζονται. Κι ἐγώ πού νόμιζα ὅτι ὁ πόνος μου ἤτανε ἀπό ψύξη! Καί τώρα τί κάνουμε, γιατρέ μου;
- Τώρα πιές πρῶτα αὐτό τό χάπι, βάλε μετά καί τοῦτο κάτω ἀπό τήν γλῶσσα, κι ἐγώ θά κανονίσω νά ἔρθει ἀμέσως ἀσθενοφόρο νά σέ παραλάβει.
Τό ἐμφραγμα, Θανασάκη μου, δέν εἶναι γιά τό σπίτι. Χρειάζεται ὁπωσδήποτε νοσηλεία σέ νοσοκομεῖο.
Ὁ Θανάσης ἦταν ὀλιγόλογος στό τηλεφώνημά του ἀλλά σαφής: «Γιατρέ μου, κανόνισε γιά τό βράδυ, τί ὧρα θά μέ δεῖς , γιατί πούντιασα καί δέ λέω νά συνέλθω».
Ἦρθε παρέα μέ τόν κουνιάδο του, τόν Πρόδρομο. Στά νιάτα τους δέν τά πήγαιναν καί τόσο καλά, ἀλλά τελευταῖα εἶναι μέλι γάλα. Ἄχ αὐτά τά κληρονομικά!
-Καλῶς τους. Τί κάνεις Πρόδρομε; Πῶς τά πᾶς μετά τήν ἐπέμβαση;
- Δόξα τῷ Θεῷ, μιά χαρά! Τί ἦταν κι αὐτό πού πέρασα! Τέτοιους πόνους οὔτε στόν ἐχθρό μου. Τώρα, γιατρέ μου, δές τί θά κάνουμε μέ τόν Θανάση, γιατί θαρρῶ πώς ἔχει τά ἴδια μαράζια μέ μένα: Πονάει κι αὐτός , ὅπως πονοῦσα στήν μέση κι ἐγώ.
-Θανάση, σ' ἀκούω. Τί σέ φέρνει ἐδῶ ἀπόψε; Τί ἀκριβῶς ἔπαθες;
- Γιατρέ μου, μέ ξέρεις χρόνια. Μέ κρυολογήματα σπάνια σοῦ ἔρχομαι. Τά περνάω, σχεδόν ὅλα, στο πόδι. Εἶναι ὅμως, τρεῖς μέρες τώρα, πού ἅρπαξα ἕνα κρύωμα καί δέν λέει νά μέ ἀφήσει. Κατάλαβα ἐγώ ποῦ τήν ἅρπαξα, ἀλλά ἄς ὄψεται ἡ γυναῖκα μου: Μές στό καταχείμωνο, ντέ καί καλά, νά ἀσπρίσουμε τήν κουζίνα! Βρίσκεις, ὅμως, ἄκρη μ' αὐτές; Τέλος πάντων.
- Πῶς μπῆκε τό κρυολόγημα,Θανάση; Μέ ρίγη, μέ πυρετό; Ἔκανες καί βῆχα;
- Οὔτε πυρετό ἔκανα οὔτε βῆχα. Ἄσε πού ἐγώ ἔχω νά κάνω πυρετό ἀπό παιδί.
- Τόν λαιμό σου πῶς τόν αἰσθάνεσαι; Πονάει καθόλου; Ἡ μύτη σου τρέχει;
- Σ' αὐτό τό κρύωμα, γιατρέ μου, οὔτε πονόλαιμο ἔχω οὔτε συνάχι.
Καί πιάνοντας μέ τήν παλάμη του ὁλόκληρο τόν θώρακα μπροστά, συμπληρώνει: Αὐτό, πού κυρίως μέ ταλαιπωρεῖ, εἶναι ἕνας πόνος· νά ἐδῶ στό στῆθος. Καθαρή ψύξη δηλαδή.
- Πότε πονᾶς πιό πολύ; Ὅταν κάθεσαι ἤ ὅταν βαδίζεις;
- Ὅταν κάθομαι, τά πράγματα εἶναι μᾶλλον καλύτερα. Τά ζόρια εἶναι στό βάδισμα. Μόλις, ὅμως, σταματάω, σέ λίγα λεπτά ὑποχωρεῖ. Γερό κρύωμα σοῦ λέω. Τέτοια ψύξη δέν ξαναπέρασα!
- Πῶς εἶναι αὐτός ὁ πόνος ,Θανάση; Σάν σφίξιμο; Σάν μαχαιριά; Σάν κάψιμο;
- Τόν νοιώθω σάν νά σφίγγεται τό στῆθος μου δυνατά, λές καί μέ βάζουνε σέ μόρσα. Μερικές φορές τόν αἰσθάνομαι σάν ἕνα πλάκωμα-κάψιμο, πού ἁπλώνεται σέ ὁλόκληρο τό στῆθος, καί φτάνει καί μέ πνίγει ψηλά μέχρι τόν λαιμό. Προχθές, πού κατάλαβα αὐτόν τόν πόνο γιά πρώτη φορά, θυμᾶμαι ὅτι εἶχε ξεκινήσει ἀπό τό στομάχι. Ἧταν ἕνας πόνος τόσο δυνατός, πού δέν νομίζω νά ξαναπόνεσα ἔτσι ἄλλη φορά στήν ζωή μου. Σίγουρα ὅμως, θά ἦταν ἀπό τήν πίτα πού μᾶς ἔφερε ἡ συμπεθέρα. Εἶχε τόση νοστιμιά πού δέν κατάλαβα πῶς ἔφαγα πέντε ὁλόκληρα κομμάτια! Εὐτυχῶς πού είχαμε στό σπίτι ζαντάκ. Πῆρα ἕνα, καί σέ εἴκοσι λεπτά περίπου σταμάτησε μαχαίρι.
- Πονᾶς μονάχα στό στῆθος ἤ πάει ὁ πόνος κι ἀλλοῦ;
- Συνήθως πονάω μπροστά. Μερικές φορές ὅμως, πονάω ταυτόχρονα καί πίσω, ἀνάμεσα στίς ὠμοπλάτες. Χθές, ανεβαίνοντας τήν μικρή ἀνηφορίτσα γιά τό καπή, σάν νά μέ πόνεσε καί στά μπράτσα, ἀπό μέσα μεριά. Ἔ, τώρα, ξέρεις ἐσύ. Ἅμα κρυώσει ὁ ἄνθρωπος, πονάει παντοῦ!
- Ἵδρωσες καθόλου, Θανάση;
- Ἄν ἵδρωσα λέει! Γίνεται κρυολόγημα χωρίς ἱδρῶτα; Πιό πολύ ὅμως, εἶχα ἱδρώσει προχθές, ὅταν μέ ἔπιασε ὁ πόνος γιά πρώτη φορά.Τότε θυμᾶμαι ὅτι χαλάστηκα καί λιγάκι. Πολύ περίεργη ἡ γρίπη ἡ φετινή, γιατρέ μου! Ὧρες-ὧρες περνάει ἀπό τό μυαλό μου ὅτι μέ μάτιασαν ἄγρια. Σχωρέθηκε καί ἡ θειά ἡ Γιωργίτσα, ὅπως ξέρεις, καί ἄντε τώρα νά βρεῖς ἄνθρωπο νά σέ ξεματιάσει.
- Θανάση, ἄσε τά κρυώματα και τά ξεματιάσματα κατά μέρος, καί πέρασε, σέ παρακαλώ, στό ἐξεταστήριο νά σέ δῶ.
- Τί καλώδια εἶναι αὐτά, γιατρέ μου; Τί θά μοῦ κάνεις; Θά πονέσω;
- Ἔ, ὄχι καί νά πονέσεις! Καρδιογράφημα θά κάνουμε!
- Τελείωσες, γιατρέ μου; Τί δείχνει τό χαρτί; Σάν ἀνήσυχο σέ βλέπω.
- Μήν ταράζεσαι,Θανάση. Νά, ἕνα προβληματάκι μᾶς προέκυψε μέ τήν καρδοῦλα σου. Θά πᾶνε, ὅμως, ὅλα κατ' εὐχήν. Μή φοβᾶσαι.
- Καλά λένε: Ἅμα βγεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν σύνταξη, ὅλα τότε παρουσιάζονται. Κι ἐγώ πού νόμιζα ὅτι ὁ πόνος μου ἤτανε ἀπό ψύξη! Καί τώρα τί κάνουμε, γιατρέ μου;
- Τώρα πιές πρῶτα αὐτό τό χάπι, βάλε μετά καί τοῦτο κάτω ἀπό τήν γλῶσσα, κι ἐγώ θά κανονίσω νά ἔρθει ἀμέσως ἀσθενοφόρο νά σέ παραλάβει.
Τό ἐμφραγμα, Θανασάκη μου, δέν εἶναι γιά τό σπίτι. Χρειάζεται ὁπωσδήποτε νοσηλεία σέ νοσοκομεῖο.