Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη
Κάθε κόμμα που συμμετέχει στις βουλευτικές εκλογές, δίνει μια «υποσχετική» στους πολίτες με βάση την οποία τους ζητά να την ψηφίσουν.
Πάρα μα πάρα πολλές φορές τα περισσότερα από όσα είχε υποσχεθεί κάποιο κόμμα προεκλογικά, δεν υλοποιούνται ή υλοποιούνται ακριβώς τα αντίθετα, όταν το κόμμα αυτό βρεθεί στην εξουσία.
Οι δικαιολογίες που χρησιμοποιούνται είναι πολλές, και λίγο πολύ γνωστές.
«Παραλάβαμε χάος», «Δεν είχαμε όλα τα στοιχεία στη διάθεσή μας», «Η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη από όσα περιμέναμε», «Προέκυψαν αλλαγές στις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες συνθήκες» και το πιο προκλητικό από όλα «Αυτά ακριβώς λέγαμε και προεκλογικά».
Από μία άλλη οπτική γωνία και τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι τα κόμματα κατά την προεκλογική περίοδο ζητάνε τη σύναψη ενός «δανείου εμπιστοσύνης» με τους ψηφοφόρους. Μόνο που η σύναψη αυτού του «δανείου», δεν συνοδεύεται από κάποιο σχετικό συμβόλαιο που να αναγράφει τις υποχρεώσεις του «κόμματος-δανειολήπτη» ούτε υπάρχουν ποινικές κυρώσεις για το «κόμμα-δανειολήπτη» σε περίπτωση αθέτησης των υποσχέσεών του προς τους πολίτες.
Προφανώς, κάτι τέτοιο, καλά κάνει και δεν υπάρχει γιατί είναι πολύ επικίνδυνο καθώς δεν μπορεί κανένας να κάνει δίκη προθέσεων ούτε να αποδείξει ότι κάποιο κόμμα λειτούργησε δόλια με σκοπό να υφαρπάξει το «δάνειο εμπιστοσύνης» από τους πολίτες.
Για 4 χρόνια, το κόμμα που θα συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία, «ενοικιάζει» τη διακυβέρνηση της χώρας και μόνο αν το ίδιο το θελήσει μπορεί να σπάσει το συμβόλαιο σε μικρότερο χρονικό διάστημα.
Να σημειώσουμε, στο σημείο αυτό, ότι ο μοναδικός δεσμευτικός όρος που υπάρχει σ’ αυτή τη μεταφορική «δανειακή σύμβαση» είναι η χρονική διάρκεια του «δανείου», η οποία, για τη χώρα μας, έχει οριστεί στα 4 χρόνια. Κατά τη διάρκεια της «ενοικίασης» η κυβέρνηση οφείλει να λειτουργεί, στο όνομα του λαού, προς όφελος των πολιτών και του δημοσίου συμφέροντος, τηρώντας το Σύνταγμα και τους νόμους της χώρας, της οποίας την ακεραιότητα και ανεξαρτησία οφείλει να προστατεύει και να μην την εκχωρεί.
Υπάρχει, βέβαια και η περίπτωση, οι πολίτες να ζητήσουν νωρίτερα την έξωση της «κυβέρνησης-ενοικιαστή», αν διαπιστώσουν ότι ο τρόπος διακυβέρνησης έρχεται ενάντια, τόσο στο δημόσιο συμφέρον, όσο και στις προεκλογικές υποσχέσεις.
Βέβαια, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν είναι λίγες οι φορές που οι πολίτες αντιλαμβάνονται πως, όσα είχαν ειπωθεί προεκλογικά από κάποια κόμματα και ειδικά αν αυτά είναι «κόμματα εξουσίας», όπως λέγονται, ήταν μόνο υποσχέσεις που δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθούν.
Ποινικές, λοιπόν, ευθύνες δεν μπορούν να ζητηθούν από κόμματα που άλλα υπόσχονται προεκλογικά και άλλα κάνουν μετεκλογικά. Μπορούν όμως να ζητηθούν πολιτικές ευθύνες τις οποίες αποδίδουν οι ίδιοι οι πολίτες είτε όταν θα έρθει η επόμενη εκλογική αναμέτρηση είτε και νωρίτερα με μαζικές διαμαρτυρίες, μαζικές διεκδικήσεις, πορείες και απεργίες.
Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που κάποια κυβέρνηση νομοθετεί ενάντια στους νόμους και το Σύνταγμα, όπως γνωμοδοτούν και αποφασίζουν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές και μάλιστα όταν αρνούνται να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις αυτές; Σε μια τέτοια περίπτωση, υπάρχουν μόνο πολιτικές ή και ποινικές ευθύνες; Ως μη ειδικός, δεν μπορώ να έχω άποψη για το συγκεκριμένο ερώτημα.
Από την άλλη μεριά, οι ίδιοι οι πολίτες, έχουν υποχρέωση να προστατεύουν την τήρηση του Συντάγματος και να μην δέχονται την παραβίασή του από τον οποιονδήποτε. Άρα, θεωρούνται το ίδιο υπεύθυνοι με τον παραβάτη;
Ένα σχετικό παράδειγμα παρόμοιου καταμερισμού ευθυνών έχουμε στην περίπτωση όσων, τα προηγούμενα χρόνια ήταν ασυνεπείς είτε στην απόδοση των φόρων είτε στην απόδοση των ασφαλιστικών εισφορών.
Οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, με την ευθύνη των εκάστοτε κυβερνήσεων, όφειλαν να αναζητήσουν από τους οφειλέτες, να αποδώσουν τις οφειλές τους. Αντί γι’ αυτό, ειδικά για τους μεγαλοοφειλέτες, χορηγούνταν μακροχρόνια περίοδο ασυλίας με αποτέλεσμα, η μη απόδοση των οφειλών, όχι μόνο να γίνεται καθεστώς, αλλά να εκλαμβάνεται ως «μαγκιά» και «εξυπνάδα». Το φαινόμενο, όπως διαβάζουμε στον Τύπο, εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, την ίδια περίοδο που εξαντλείται κάθε αυστηρότητα σε περιπτώσεις μικροοφειλετών που λόγω της κρίσης, έχουν αντικειμενική δυσκολία να ανταπεξέλθουν.
Είναι προφανές ότι ο μόνος υπεύθυνος για την είσπραξη των οφειλών είναι το κράτος. Είναι όμως, επίσης προφανές ότι αυτοί που ωφελούνται από την «απροθυμία» του κράτους να εισπράξει τις οφειλές είναι οι μεγαλοοφειλέτες οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιούν τα ποσά των οφειλών για να αυξάνουν την περιουσία τους.
Αντί, λοιπόν να αναζητηθούν ευθύνες στις κυβερνήσεις που δεν κάνουν αυτό που θα έπρεπε, οι ευθύνες, και με τη βοήθεια των ΜΜΕ, μεταφέρονται στους πολίτες που δεν καταβάλουν τις εισφορές τους, βάζοντας στο ίδιο σακί και αυτούς που αντικειμενικά μπορούν και αυτούς που αντικειμενικά, δεν μπορούν.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και την άρνηση του κράτους να καταβάλει τις οφειλές του προς τους ιδιώτες εκείνους, που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να διεκδικήσουν δικαστικά αυτές τις οφειλές, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, με ευθύνη των κυβερνήσεων, το κράτος και με τον τρόπο αυτό, συντελεί στη μεταφορά πλούτου σε όσους ήδη διαθέτουν μπόλικο, από όσους ήδη έχουν πληρώσει πολύ ακριβά «το λογαριασμό».
Αξίζει, επίσης να δούμε, από σχετικές λίστες που είδαν το φως της δημοσιότητας, ποιοι φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις όσων οφείλουν τόσο στις τράπεζες, όσο και στο δημόσιο. Το παράλογο(, είναι πως αυτοί, δανειοδοτούνται από τις τράπεζες για να ξεπεράσουν την «οικονομική συγκυρία». Για τους μικροοφειλέτες; Ούτε λόγος να γίνεται για παρόμοια αντιμετώπιση.
Τελικά, στη Δημοκρατία, στην Ισονομία και στην Ισότητα, οι εκάστοτε κυβερνήσεις δίνουν τον ορισμό που τους συμφέρει ο οποίος εξαντλείται στην εκλογή τους μέσω της ψηφοφορίας κάθε τέσσερα χρόνια.
ΠΗΓΗ:
https://kyrgiakischristos.wordpress.com/
Διαβάστε και εδώ:
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=8428
Κάθε κόμμα που συμμετέχει στις βουλευτικές εκλογές, δίνει μια «υποσχετική» στους πολίτες με βάση την οποία τους ζητά να την ψηφίσουν.
Πάρα μα πάρα πολλές φορές τα περισσότερα από όσα είχε υποσχεθεί κάποιο κόμμα προεκλογικά, δεν υλοποιούνται ή υλοποιούνται ακριβώς τα αντίθετα, όταν το κόμμα αυτό βρεθεί στην εξουσία.
Οι δικαιολογίες που χρησιμοποιούνται είναι πολλές, και λίγο πολύ γνωστές.
«Παραλάβαμε χάος», «Δεν είχαμε όλα τα στοιχεία στη διάθεσή μας», «Η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη από όσα περιμέναμε», «Προέκυψαν αλλαγές στις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες συνθήκες» και το πιο προκλητικό από όλα «Αυτά ακριβώς λέγαμε και προεκλογικά».
Από μία άλλη οπτική γωνία και τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι τα κόμματα κατά την προεκλογική περίοδο ζητάνε τη σύναψη ενός «δανείου εμπιστοσύνης» με τους ψηφοφόρους. Μόνο που η σύναψη αυτού του «δανείου», δεν συνοδεύεται από κάποιο σχετικό συμβόλαιο που να αναγράφει τις υποχρεώσεις του «κόμματος-δανειολήπτη» ούτε υπάρχουν ποινικές κυρώσεις για το «κόμμα-δανειολήπτη» σε περίπτωση αθέτησης των υποσχέσεών του προς τους πολίτες.
Προφανώς, κάτι τέτοιο, καλά κάνει και δεν υπάρχει γιατί είναι πολύ επικίνδυνο καθώς δεν μπορεί κανένας να κάνει δίκη προθέσεων ούτε να αποδείξει ότι κάποιο κόμμα λειτούργησε δόλια με σκοπό να υφαρπάξει το «δάνειο εμπιστοσύνης» από τους πολίτες.
Για 4 χρόνια, το κόμμα που θα συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία, «ενοικιάζει» τη διακυβέρνηση της χώρας και μόνο αν το ίδιο το θελήσει μπορεί να σπάσει το συμβόλαιο σε μικρότερο χρονικό διάστημα.
Να σημειώσουμε, στο σημείο αυτό, ότι ο μοναδικός δεσμευτικός όρος που υπάρχει σ’ αυτή τη μεταφορική «δανειακή σύμβαση» είναι η χρονική διάρκεια του «δανείου», η οποία, για τη χώρα μας, έχει οριστεί στα 4 χρόνια. Κατά τη διάρκεια της «ενοικίασης» η κυβέρνηση οφείλει να λειτουργεί, στο όνομα του λαού, προς όφελος των πολιτών και του δημοσίου συμφέροντος, τηρώντας το Σύνταγμα και τους νόμους της χώρας, της οποίας την ακεραιότητα και ανεξαρτησία οφείλει να προστατεύει και να μην την εκχωρεί.
Υπάρχει, βέβαια και η περίπτωση, οι πολίτες να ζητήσουν νωρίτερα την έξωση της «κυβέρνησης-ενοικιαστή», αν διαπιστώσουν ότι ο τρόπος διακυβέρνησης έρχεται ενάντια, τόσο στο δημόσιο συμφέρον, όσο και στις προεκλογικές υποσχέσεις.
Βέβαια, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν είναι λίγες οι φορές που οι πολίτες αντιλαμβάνονται πως, όσα είχαν ειπωθεί προεκλογικά από κάποια κόμματα και ειδικά αν αυτά είναι «κόμματα εξουσίας», όπως λέγονται, ήταν μόνο υποσχέσεις που δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθούν.
Ποινικές, λοιπόν, ευθύνες δεν μπορούν να ζητηθούν από κόμματα που άλλα υπόσχονται προεκλογικά και άλλα κάνουν μετεκλογικά. Μπορούν όμως να ζητηθούν πολιτικές ευθύνες τις οποίες αποδίδουν οι ίδιοι οι πολίτες είτε όταν θα έρθει η επόμενη εκλογική αναμέτρηση είτε και νωρίτερα με μαζικές διαμαρτυρίες, μαζικές διεκδικήσεις, πορείες και απεργίες.
Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που κάποια κυβέρνηση νομοθετεί ενάντια στους νόμους και το Σύνταγμα, όπως γνωμοδοτούν και αποφασίζουν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές και μάλιστα όταν αρνούνται να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις αυτές; Σε μια τέτοια περίπτωση, υπάρχουν μόνο πολιτικές ή και ποινικές ευθύνες; Ως μη ειδικός, δεν μπορώ να έχω άποψη για το συγκεκριμένο ερώτημα.
Από την άλλη μεριά, οι ίδιοι οι πολίτες, έχουν υποχρέωση να προστατεύουν την τήρηση του Συντάγματος και να μην δέχονται την παραβίασή του από τον οποιονδήποτε. Άρα, θεωρούνται το ίδιο υπεύθυνοι με τον παραβάτη;
Ένα σχετικό παράδειγμα παρόμοιου καταμερισμού ευθυνών έχουμε στην περίπτωση όσων, τα προηγούμενα χρόνια ήταν ασυνεπείς είτε στην απόδοση των φόρων είτε στην απόδοση των ασφαλιστικών εισφορών.
Οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, με την ευθύνη των εκάστοτε κυβερνήσεων, όφειλαν να αναζητήσουν από τους οφειλέτες, να αποδώσουν τις οφειλές τους. Αντί γι’ αυτό, ειδικά για τους μεγαλοοφειλέτες, χορηγούνταν μακροχρόνια περίοδο ασυλίας με αποτέλεσμα, η μη απόδοση των οφειλών, όχι μόνο να γίνεται καθεστώς, αλλά να εκλαμβάνεται ως «μαγκιά» και «εξυπνάδα». Το φαινόμενο, όπως διαβάζουμε στον Τύπο, εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, την ίδια περίοδο που εξαντλείται κάθε αυστηρότητα σε περιπτώσεις μικροοφειλετών που λόγω της κρίσης, έχουν αντικειμενική δυσκολία να ανταπεξέλθουν.
Είναι προφανές ότι ο μόνος υπεύθυνος για την είσπραξη των οφειλών είναι το κράτος. Είναι όμως, επίσης προφανές ότι αυτοί που ωφελούνται από την «απροθυμία» του κράτους να εισπράξει τις οφειλές είναι οι μεγαλοοφειλέτες οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιούν τα ποσά των οφειλών για να αυξάνουν την περιουσία τους.
Αντί, λοιπόν να αναζητηθούν ευθύνες στις κυβερνήσεις που δεν κάνουν αυτό που θα έπρεπε, οι ευθύνες, και με τη βοήθεια των ΜΜΕ, μεταφέρονται στους πολίτες που δεν καταβάλουν τις εισφορές τους, βάζοντας στο ίδιο σακί και αυτούς που αντικειμενικά μπορούν και αυτούς που αντικειμενικά, δεν μπορούν.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και την άρνηση του κράτους να καταβάλει τις οφειλές του προς τους ιδιώτες εκείνους, που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να διεκδικήσουν δικαστικά αυτές τις οφειλές, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, με ευθύνη των κυβερνήσεων, το κράτος και με τον τρόπο αυτό, συντελεί στη μεταφορά πλούτου σε όσους ήδη διαθέτουν μπόλικο, από όσους ήδη έχουν πληρώσει πολύ ακριβά «το λογαριασμό».
Αξίζει, επίσης να δούμε, από σχετικές λίστες που είδαν το φως της δημοσιότητας, ποιοι φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις όσων οφείλουν τόσο στις τράπεζες, όσο και στο δημόσιο. Το παράλογο(, είναι πως αυτοί, δανειοδοτούνται από τις τράπεζες για να ξεπεράσουν την «οικονομική συγκυρία». Για τους μικροοφειλέτες; Ούτε λόγος να γίνεται για παρόμοια αντιμετώπιση.
Τελικά, στη Δημοκρατία, στην Ισονομία και στην Ισότητα, οι εκάστοτε κυβερνήσεις δίνουν τον ορισμό που τους συμφέρει ο οποίος εξαντλείται στην εκλογή τους μέσω της ψηφοφορίας κάθε τέσσερα χρόνια.
ΠΗΓΗ:
https://kyrgiakischristos.wordpress.com/
Διαβάστε και εδώ:
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=8428