Του Γιάννη Παπαμιχαήλ, καθηγητή Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας Παντείου Ο Θύμιος ήταν «σύντροφος», όχι όμως μόνον με την έννοια του συναγωνιστή...
Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010
Αφιέρωμα: Στη Παναγία Σουμελά και στα Φάρασα
Δύο κείμενα που μας έστειλε η συνεργάτης του ΡΕΣΑΛΤΟ, Ανθίππη Φιαμού Η ΙΕΡΑ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΟΥΜΕΛΑ (Από την εφημερίδα «Ποντιακή Γνώμη)
Με αφορμή την πανηγυρική λειτουργία που έλαβε χώρα στις 15 Αυγούστου 2010 στο χώρο της Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Σουμελά, στη Ματσούκα του Πόντου, κάνουμε ένα αφιέρωμα στο ιστορικό της μονής, που επί 1600 χρόνια αποτέλεσε φάρο και σύμβολο του Ελληνισμού του Πόντου και της Ανατολής. Η ίδρυση της Μονής Κατά την παράδοση, πρώτος ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς, με την ευλογία της ίδιας της Θεοτόκου και πάνω σε τρία ξύλα που του έφερε ο άγγελος Κυρίου, ζωγράφισε την αγία Της μορφή. Οι τρεις αυτές εικόνες, τις οποίες ευλόγησε η παναγία μας, διασώζονται μέχρι τις μέρες μας (!) και η τύχη τους μετά την κοίμηση του Αποστόλου Λουκά πλαισιώνεται από χίλιους θρύλους και ιστορίες. Είναι μεγάλη τιμή για τον Ελληνισμό και οι τρεις τους να βρίσκονται στον ευρύτερο ελληνικό χώρο. Η μία στο Μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου των Καλαβρύτων, που ιδρύθηκε το 362 μ.Χ. ύστερα από τη θαυμαστή εμφάνιση της στον τόπο εκείνο, η δεύτερη στη Μονή Κύκκου της Κύπρου, ενώ η τρίτη στην. Μ. Παναγία Σουμελά του Βερμίου. Ως «Κυρά των Ποντίων» χαρακτηρίζουν την τελευταία και η ιστορία της -πολύπαθη και συγκινητική, όπως και του λαού που επέλεξε η Μεγαλόχαρη για ποίμνιο Της, όπως και της γης που επέλεξε για θρόνο Της.
Προτού κοιμηθεί, ο Απόστολος Λουκάς εμπιστεύτηκε την εικόνα της Παναγίας που κρατά τον μικρό Χριστό να ευλογεί με το ένα χέρι και στο άλλο να έχει ένα χειρόγραφο, στον μαθητή του Ανανία. Αργότερα στην Αθήνα κτίστηκε μεγάλος ναός προς τιμή της Θεοτόκου, για να φιλοξενήσει το πανέμορφο εικόνισμα Της. Κατά μία εκδοχή, πρόκειται για τον Παρθενώνα, ο οποίος, όπως είναι γνωστό, είχε όντως μετατραπεί σε ορθόδοξο ναό. Τότε αποκαλούνταν «Παναγία η Αθηνιώτισσα», όπως και όταν μεταφέρθηκε στη Θήβα, όπου επίσης για χάρη Της ανοικοδομήθηκε λαμπρός ναός. Η Μητέρα του Θεού όμως αλλού επιθυμούσε να στηθεί ο θρόνος της, και τη βούληση της αυτή φανέρωσε στον μοναχό Βασίλειο, προστάζοντας τον μαζί με τον ανιψιό του Σωτήρχο να αλλάξουν ονόματα και από την Αθήνα όπου βρίσκονταν να πάνε στο ναό Της στη Θήβα για να πάρουν τις εντολές Της για τη θέση της νέας Της οικίας. Έτσι, ο Βαρνάβας πλέον και ο Σωφρόνιος κατευθύνθηκαν στη Θήβα, όπου είδαν την αγία εικόνα Της να αφήνει μόνη της το εικονοστάσι και από το παράθυρο του ναού να φεύγει και να χάνεται στον ουρανό:
«...Ακολουθήστε με άφοβα στην Ανατολή. Εγώ προπορεύομαι στο όρος του Μελά, που επέλεξα. Θα είμαι πάντα μαζί σας...».
Παρόλο που ο δρόμος στο άγνωστο γέμιζε με αγωνία τους δύο μοναχούς, η δυνατή πίστη τους, η εμπιστοσύνη τους στα λόγια της Παναγίας και η έντονη επιθυμία τους να φέρουν εις πέρας τη θεία εντολή αποτελούσαν την πηγή δύναμης, υπομονής και θάρρους.
Εκεί που τα πόδια δεν τους κρατούσαν από πολύωρη πεζοπορία και οι αμφιβολίες αν κατάλαβαν καλά κάποιο σημάδι της Θεοτόκου πλημμύριζαν το μυαλό τους, μια ένας οδοιπόρος, μια ένα πλοίο, μια κάποιο ζώο, η φύση ολόκληρη θα τους οδηγούσε τελικά ανατολικά, προς το ευλογημένο μέρος «στο όρος Μελά».
Πάνω από 5 χρόνια κράτησε η δοκιμασία των δύο μοναχών, μέχρι που μουδιασμένοι άκουσαν έναν χωρικό, που τους φιλοξένησε για μια νύχτα, πως για δείπνο τούς έχει «χόρτα από το χωράφι του» και «ψάρια που τα ψάρεψε ο ίδιος από τον Πυξίτη ποταμό, που κατηφορίζει ...από το όρος Μελά»! Η ολοκλήρωση της εντολής φάνταζε τότε τόσο κοντά. Δεν μπορούσαν να φανταστούν ο Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος πως η μαρτυρική τους πορεία μόλις έφτασε στο αποκορύφωμα, καθώς ένα πυκνό δάσος πανύψηλων δέντρων και άγριων θάμνων, που έκλεινε τον ορίζοντα και έκρυβε τον ουρανό, για αιώνες περίμενε υπομονετικά αυτοί οι δύο άνθρωποι του Θεού κατά βούληση της Μεγαλόχαρης να το διασχίσουν πρώτοι και να το τιμήσουν με το στήσιμο του θρόνου Της εκεί. Μια σκυμμένοι και μια μπουσουλώντας, σπάζοντας κλαδιά, αγκομαχώντας στα τυφλά, πιάνοντας κορμούς με σκλήθρες και αγκάθια, που τους ξέσχιζαν τα ρούχα και τη σάρκα, ακόμα και τα παπούτσια, με μόνιμο κίνδυνο να κατρακυλήσουν από την απότομη πλαγιά, θείος και ανιψιός αγωνίζονταν σκληρά να φτάσουν στον προορισμό τους. Όμως εκεί πάνω στο πλάτωμα τους περίμενε η μέγιστη δυνατή συγκίνηση Στο βάθος της σπηλιάς, σε μια κόγχη, στεκόταν η εικόνα της Παναγιάς της Αθηνιώτισσας!
Με τη στιγμή της μεγάλης αυτής «συνάντησης» ξεκινά η ζωή της Παναγίας της Αθηνιώτισσας στον εκλεκτό Πόντο! Οι δύο μοναχοί κοπιάζουν να κτίσουν το νέο οίκο της Μεγαλόχαρης σε τόπο που λες και κρέμεται πάνω από τη γη. Καθώς λέγεται, ύστερα από ζεστή προσευχή των μοναχών, άρχισε να αναβλύζει αγίασμα, παρέχοντας τους δροσερό νερό, ενώ ένα μουλάρι φορτωμένο με δύο καλάθια τρόφιμα, εργαλεία, ρούχα, σκεύη, βιβλία, εμφανίστηκε μπροστά τους χωρίς να συνοδεύεται από κανέναν. Μόνο ένα σημείωμα ανέφερε ότι το στέλνουν οι αδελφοί από τη Μονή Ιωάννη Βαζελώνος, στον Ηγούμενο της οποίας παρουσιάστηκε η Θεοτόκος δίνοντας την εντολή να αποσταλούν τα απαραίτητα στους δύο μοναχούς που Της κτίζουν νέο θρόνο στο όρος Μελά. Χωρίς να γνωρίζουν πού ήταν ακριβώς η θέση αυτή, εμπιστεύτηκαν το μουλάρι στη Θεία Χάρη Της να το οδηγήσει, όπως και έγινε. Ύστερα από αυτό το συγκινητικό γεγονός καθιερώθηκε κάθε χρόνο την ίδια μέρα να στέλνεται από τη Μονή Σουμελά προς τη Μονή Βαζελώνος ένα φορτωμένο μουλάρι σε ανάμνηση της εκ θαύματος βοήθειας.
Πέρασαν χρόνια και ο αρχικά μικρός ναός αντικαταστάθηκε με μεγαλύτερο, πλαισιώθηκε από κελιά και ξενώνες. Η Σουμελά ευημερούσε ήδη κατά την εποχή του Ιουστινιανού (6ος αι.) και η φήμη της απλωνόταν σ' ολόκληρη τη Μικρά Ασία. Η φήμη αυτή γίνεται αιτία να συσσωρευτούν πλούτη στη μονή, ενώ οι αυτοκράτορες της Δυναστείας των Κομνηνών τής παραχωρούν πολλά κτήματα και χωριά της περιοχής, των οποίων οι κάτοικοι επιφορτίζονται με τα καθήκοντα της καλλιέργειας της γης και της φρούρησης των περασμάτων για το φόβο των ληστών και των επιδρομέων.
Το προνομιακό καθεστώς, που περιλαμβάνει εκτός των άλλων και απαλλαγή από τη φορολογία, διατηρείται και κατά την οθωμανική περίοδο, ενώ η αίγλη της μονής συνεχίζεται ως τις αρχές του 20ού αι. Τη δεκαετία του 1910 ζουν εδώ πάνω από 100 μοναχοί. Μέχρι σήμερα σώζονται ασπρόμαυρες φωτογραφίες της μονής από εκείνη την εποχή.
Η γιορτή της Μονής, το Δεκαπενταύγουστο, αποτελούσε το γεγονός της χρονιάς για ολόκληρο τον πόντο, οι εορτασμοί κρατούσαν εννιά μέρες και συγκέντρωναν προσκυνητές απ' όλες τις γωνιές του ορθόδοξου κόσμου, ενώ οι λιτανείες με τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια δεν άφηναν κανέναν ασυγκίνητο.
Αυτή η λαοσύναξη σταμάτησε να γίνεται από το 1922. έκτοτε, το βράδυ της 14ης προς 15η Αυγούστου, κάθε χρόνο, το σκοτάδι στην κοιλάδα του Πυξίτη και το όρος Μελά που είναι σκαρφαλωμένο το μοναστήρι της Παναγίας, ήταν πιο βαθύ, «σκοτία πίσα» που έλε’ αν τ’ εμέτερ».εκεί τριγυρνούσαν μόνο οι ψυχές πενήντα γενεών Ποντίων, που συνέδεσαν και ταύτισαν την επιβίωση του Γένους με τη δύναμη που έπαιρναν από την Παναγία Σουμελά, ειδικά κάθε Δεκαπενταύγουστο. Η καταστροφή και η ανιστόρηση της Σουμελά
Η μονή καταστρέφεται το 1918, με την αποχώρηση των Ρώσων, και το Φεβρουάριο του 1923 οι τελευταίοι εναπομείναντες μοναχοί εγκαταλείπουν το μοναστήρι, που μένει στο έλεος των τυμβωρύχων και αποτελεί κρησφύγετο λαθρεμπόρων. Η πυρκαγιά του 1930 ήταν αυτή που αποτελείωσε την καταστροφή.
Δεν άντεξαν όμως οι Πόντιοι για πολύ το χωρισμό τους και μόλις έμαθαν πως πριν αφήσουν τη μονή, μερικοί μοναχοί έθαψαν τα πολύτιμα κειμήλια της -μεταξύ αυτών, φυσικά, η αγία εικόνα της Θεομήτορος και ο Σταυρός με το Τίμιο Ξύλο. δώρο του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Μανουήλ Κομνηνού- μερικά χιλιόμετρα από το μοναστήρι, επιδίωξαν την επιστροφή τους σε χριστιανικά χέρια. Το 1931, ύστερα από ενέργειες του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου προς την τουρκική κυβέρνηση του Ισμέτ Ινονού, επιτέλους δόθηκε άδεια μια αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον έναν εκ των μόλις δυο εν ζωή καλόγερων του ιστορικού μοναστηριού, τον Αμβρόσιο Σουμελιώτη, να παραλάβει τον κρυμμένο θησαυρό των Ποντίων, της Ορθοδοξίας, του Ελληνισμού ολόκληρου. «Εν Ελλάδι υπήρχαν Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Με την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος», - είχε γράψει τότε ο υπουργός Πρόνοιας Λεωνίδας Ιασωνίδης. η συμβολή του οποίου ήταν καθοριστική.
Η μονή της Παναγίας Σουμελά ανιστορήθηκε το 1951 με πρωτοβουλία του Φίλωνα Κτενίδη στην Καστανιά Βέροιας, όπου μεταφέρθηκε η ιερή εικόνα της Παναγίας και άλλα κειμήλια της ιστορικής μονής.
Εξήντα εφτά χειρόγραφοι κώδικες και εκατόν πενήντα βιβλία της μονής βρίσκονται σήμερα στο μουσείο της Άγκυρας. Πολλές από τις πολύτιμες εικόνες που απέμειναν μεταφέρθηκαν στην Οξφόρδη και μερικές στο Δουβλίνο. Άλλες πάλι λέγεται ότι έγιναν προσάναμμα από τους βοσκούς της γύρω περιοχής, για τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Η αναστήλωση της Σουμελά στον Πόντο
Μέχρι το 1972, χρονιά κατά την οποία τοποθετήθηκε εδώ ο πρώτος φύλακας αρχαιοτήτων, με σύμμαχο την αδιαφορία των τοπικών αρχών, το μοναστήρι ήταν έρμαιο στα χέρια των βανδάλων.
Το 2001 ξεκίνησαν εργασίες αποκατάστασης υπό την αιγίδα της ΟΥΝΕΣΚΟ (οι οποίες σχεδόν ολοκληρώθηκαν το 2010) με σκοπό να ανακατασκευαστούν τα κτίρια της μονής και να περισωθεί ό,τι είναι δυνατό από τις υπέροχες αγιογραφίες που κοσμούν το εσωτερικό της εκκλησίας εντός του σπηλαίου και ενός μικρότερου παρεκκλησίου που χτίστηκε αργότερα. Τα δείγματα της αποκατάστασης των τοιχογραφιών δυστυχώς είναι αποκαρδιωτικά, ενώ έχουν γίνει και υπερβάσεις στην ανακατασκευή του κτιριακού συγκροτήματος, που αναμένεται να αποκατασταθούν.
Η πρώτη λειτουργία μετά από περίπου ενενήντα χρόνια Από τις αρχές της δεκαετίας του '90, οπότε αυξήθηκε ο αριθμός Ελλήνων επισκεπτών από την Ελλάδα και από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στη Σουμελά, άρχισε σταδιακά να συζητείται σε τοπικό επίπεδο η τουριστική αξιοποίηση της μονής μέσω του ανοίγματος σε θρησκευτικές λειτουργίες.
Παρά τις προκαταλήψεις και τις φοβίες της κοινωνίας και του τουρκικού κράτους, τελικά, η κυβέρνηση Ερντογάν αποφάσισε να επιτρέψει την τέλεση Θείας Λειτουργίας μια φορά το χρόνο, όπως εκτεταμένα αναφέρθηκε στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας μας, που παρουσιάσαμε και τη μετάφραση της σχετικής υπουργικής απόφασης.
Φέτος τη νύχτα της 14ης προς 15η Αυγούστου ανταμώθηκαν οι ψυχές πενήντα γενεών Ποντίων που έμειναν θαμμένοι στα άγια χώματα του Πόντου με τις ψυχές τριών γενεών Ποντίων που γεννήθηκαν κι ανδρώθηκαν μακριά από αυτόν, μετά το 1923.
Φέτος η νύχτα της 14ης προς 15η Αυγούστου στο βουνό Μελά ήταν πιο φωτεινή από ποτέ.
Συμπλήρωμα από Α. Φιαμού
Το αγίασμα της Παναγίας Σουμελά οι Τούρκοι το μπάζωσαν με τσιμέντο, γιατί πήγαιναν οι δικές τους γυναίκες και έπαιρναν νερό για να το δώσουν στα παιδιά τους. Όμως το τσιμέντο υδροστατεί και οι προσκυνητές αρκούνται σε μερικές σταγόνες.
Αυτό που ακολουθεί το είδα με τα μάτια μου.
Ήταν μια νεαρή Τουρκάλα με το μωρό της στην αγκαλιά. Ήταν μήνας Αύγουστος αλλά εκείνη φορούσε παλτό ως τα γόνατα και μαντήλα όπως οι ακραιφνείς μουσουλμάνες. Πλησίασε το τσιμεντωμένο αγίασμα, άπλωσε το χέρι έπιασε με μερικές σταγόνες κι έβρεξε μ’ αυτές το μέτωπο του παιδιού της.
Έφυγε το ίδιο σιωπηλά και διακριτικά όπως ήρθε.
Επίσης, οι Τούρκοι ονομάζουν το μοναστήρι «Μεριέμ Ανά Μοναστήρι» που σημαίνει
«Το Μοναστήρι της Μάνας Μαρίας». Γιατί η Παναγία είναι η Μάνα όλου του κόσμου.
Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΑ ΦΑΡΑΣΑ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ Του Ιορδάνη Παπαδόπουλου Μαθηματικού Φαρασιώτη
«'Σ Παναγίας το τραγώδι, του σταφυλού ο Πάσκας»
(Της Παναγίας το τραγούδι, Πάσχα του σταφυλιού, της Κοιμήσεως, 15 Αύγουστο)
Ο Αιδ. Παπά Θόδωρος Θεοδωρίδης σημειώνει:«Στο Βαρασό των Φαράσων είχαν τέσσερις εκκλησίες και εξωκλήσια προς τιμήν της Παναγίας. Οι τρεις απ' αυτές ήσαν απ' τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Η πρώτη ήτο μέσα σε σπηλιά τεραστίου βράχου (σ' Παναγίας ο πηλός), κοντά στο χωριό προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η δεύτερη στο βουνό Σαχ-Μούρη, σε παλιό χωριό Άγιο ή Μανόγιο, η Τρίτη, Παναγία των Εισοδίων της Θεοτόκου κι αυτή στην τοποθεσία «Τα πόνου Άνα ή Τα Μακρά και η τέταρτη η Έ - Γάτερη (Αγία Γαλατερή), στου Μαόκκου».
Για την Παναγία στη σπηλιά υπήρχε μια ενδιαφέρουσα παράδοση που έλεγαν οι Φαρασιώτες στο Πλατύ Ημαθίας:
Όταν κινδύνευσε ο Χριστός (από τον Ηρώδη «η Παναγία χύτζεν τζαι δώτζεν μο τα φτερά τ'ς πα σο κάτζι τζαι νοίγει τζ' ενότουν 'ς Παναγίας ο σπήλος» (η Παναγία έτρεξε και χτύπησε με τα φτερά της πάνω στο βράχο και άνοιξε και έγινε της Παναγίας η σπηλιά).
Η γιορτή στη σπηλιά, που ήταν η πιο σπουδαία για τους Φαρασιώτες, κρατούσε τρεις μέρες. Μαζεύονταν όχι μόνο Χριστιανοί από όλα τα Φαρασιώτικα χωριά, αλλά και Καππαδόκες από μακρύτερα μέρη που έκαμναν δυο τρεις μέρες δρόμο για να έλθουν. Ακόμη και Τούρκοι (κυρίως ντονμέδες, πρώην Χριστιανοί) έπαιρναν μέρος στη γιορτή. Από το πρωί της παραμονής, άρχιζε να έρχεται ο κόσμος οικογενειακώς στον Ιερό βράχο. Η ανάβαση δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Είχε πάνω από 150 σκαλιά, πέτρινα και ξύλινα. Το απόγευμα έρχονταν τα παλικάρια με τα σφάγια «γουζία τζαι ρίψε» (αρνιά και ερίφια), αλλά και μικρά μοσχάρια.
Επειδή την παραμονή του 15 Αύγουστου ήταν ημέρα σαρακοστής, δεν επιτρεπόταν πλούσιο φαγοπότι, ούτε ξεφαντώματα με χορούς και τραγούδια. Ανήμερα της γιορτής, το χάραμα, έρχονταν «οι σταφυλάτοι μο τα σεπέτα» (οι αμπελουργοί με τα καλάθια). Απόθεταν τα καλάθια στην είσοδο της σπηλιάς για να ευλογήσει ο Ιερέας τον πρώτο καρπό.
Κατά τον Παπά Θόδωρο Θεοδωρίδη «Αυτοτελές και ιδιόρρυθμο είναι το της Κοιμήσεως της Θεοτόκου τραγούδι» (όπως σημειώνει σε ανέκδοτο χειρόγραφο). Το παραθέτει όπως TO διηγήθηκε η μητέρα του:
Πέντε Άγιοι χορεύκανε 'ς Παναγίας το χαυλού
κανείς σο στραβόν τη στράτα μην 'υρκπεί
Πέντε Άγιοι χόρευαν στης Παναγίας την Αυλή
κανείς στο δρόμο το στραβό μη γυρίσει
Ο προφήτ'ς έχτσεν το κεμίν τζαι τελλέτσεν τα
σα 'κατό χρόνες ποίτζεν τα τεμάμι
Ο προφήτης έχτισε την κιβωτό και την τελείωσε
σε εκατό χρόνια την ολοκλήρωσε
Σεράντα ημέρες βρεσίνκε μο βροσή
πενήντα ημέρες 'ύρσεν τα τουφάνι
Είπαν' τι τζαι τα χάιβάνε, αμόνι
τζο ντουνεν τζαι στο Θεό αν τερμάνι
Σαράντα ημέρες έβρεχε μόνο βροχή
πενήντα ημέρες το γύρισε κατακλυσμό.
Είπαν και τα ζώα, αμάν πια
δε γίνηκε κι απ' το θεό μια βοήθεια
Και μια παραλλαγή (Μαρτυρία της Κυριακής Μιχαϊλίδου από το Ούλου Αγάτς, στον Παπά Θόδωρο Θεοδωρίδη, Αθήνα 1943):
Πέντε Άγιοι χορεύανε 'ς Παναΐας την αυλή
πιέσαν χορός τζαι τραγωδάν τ' ορτόν την πίστη
Ο προφήτ'ς έχτσεν το κεμίν τζαι
τελλέτσεν τα τζαι ποίτζεν τα τεμάμι
Ο Χριστός είναι 'ς Παναΐας ο Τόκος
τζ' η Παναΐα έν' Ορτά Θεοτόκος
Πέντε Άγιοι χορεύανε στης Παναγίας την αυλή
πιάσανε χορό και τραγουδούν την ορθή πίστη
Ο προφήτης έχτισε την κιβωτό και
την τελείωσε και την ολοκλήρωσε
Ο Χριστός είναι γέννα της Παναγιάς
κι η Παναγιά είναι στ' αλήθεια Θεοτόκος
Είναι φανερό πως το τραγούδι αναφέρεται στον κατακλυσμό του Νώε. Και στις δυο εκδοχές έχουμε πέντε Αγίους να χορεύουν στην αυλή της Παναγιάς και το κεμίν. Εντυπωσιακή η επισήμανση πως η Παναγία είναι Θεοτόκος (όχι Χριστοτόκος), που σημαίνει πως ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος